ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:C828
(2014) 3 ΑΑΔ 487
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(ΑΝΑΦΟΡΑ 1/2014)
Αναφορικά με τα ’ρθρα 52 και 140 του Συντάγματος.
31 Οκτωβρίου, 2014
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Αιτητής
ΚΑΙ
ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
______________________
Γνωμάτευση κατά πόσον «ο περί Απαλλαγής Εγγυητών από την Εγγύηση Εκπλήρωσης της Υπόσχεσης ή της Υποχρέωσης Χρέους μετά την Πώληση Ενυπόθηκου Ακινήτου Νόμος του 2014», βρίσκεται σε αντίθεση και/ή είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των ’ρθρων 23, 25, 26, 28, 30, 54, 80 και 179 του Συντάγματος και προς την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών.
_____________________
Κ. Κληρίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με Ρ. Ερωτοκρίτου, Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και Δ. Λυσάνδρου, Δικηγόρο της Δημοκρατίας Α΄, για τον Αιτητή.
Χρ. Κληρίδης με Γ. Σεραφείμ και Αχ. Αιμιλιανίδη, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
______________________
Η γνωμάτευση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και
θα δοθεί από τον Πρόεδρο Μ.Μ. Νικολάτο.
______________________
Γ Ν Ω Μ Α Τ Ε Υ Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η Βουλή των Αντιπροσώπων σε συνεδρία της ημερομηνίας 6.9.2014 υιοθέτησε πρόταση νόμου βουλευτή και ψήφισε τον «περί Απαλλαγής Εγγυητών από την Εγγύηση Εκπλήρωσης της Υπόσχεσης ή της Υποχρέωσης Χρέους Μετά την Πώληση Ενυπόθηκου Ακινήτου Νόμου του 2014».
Στον εν λόγω Νόμο (ο Νόμος) προβλέπεται ότι, σε περίπτωση που ενυπόθηκος δανειστής επιλέξει να προχωρήσει με πώληση ενυποθήκου ακινήτου με βάση τις διατάξεις του Μέρους VIA του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 142(Ι)/2014 και το προϊόν της πώλησης δεν επαρκεί για την πλήρη εξόφληση του ενυπόθηκου χρέους, οι εγγυητές απαλλάσσονται από την εγγύηση εκπλήρωσης της υπόσχεσης ή της υποχρέωσης του εναπομείναντος χρέους.
Ειδικότερα τα άρθρα 3 και 4 του Νόμου που αποτελούν και τις ουσιαστικές του διατάξεις, έχουν ως ακολούθως:
«3. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου ή οποιωνδήποτε κανονισμών, σε περίπτωση που ενυπόθηκος δανειστής επιλέξει εκποίηση ενυπόθηκου ακινήτου με τη διαδικασία πλειστηριασμού ή πώλησης ή αγοράς από τον ενυπόθηκο δανειστή, δυνάμει διατάξεων του Μέρους VIA του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων (Τροποποιητικού Νόμου του 2014, ισχύουν οι ακόλουθες διατάξεις:
(α) Εάν μετά την ολοκλήρωση της εκποίησης ενυπόθηκου ακινήτου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου και τη μετεγγραφή του εν λόγω ακινήτου στο όνομα του αγοραστή το προϊόν της πώλησης δεν επαρκεί για την πλήρη εξόφληση του ενυπόθηκου χρέους και το ενυπόθηκο χρέος εξασφαλίζεται και με εγγυητές, αυτοί απαλλάσσονται από την εγγύηση εκπλήρωσης της υπόσχεσης ή της υποχρέωσης του εναπομείνοντος χρέους του πρωτοφειλέτη.
(β) Τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου δεν απαλλάσσουν τον ενυπόθηκο οφειλέτη από το ποσό του εναπομείναντος, από την εκποίηση του ενυπόθηκου ακινήτου, χρέους.
4. Ο παρών Νόμος τίθεται σε ισχύ με την έναρξη της ισχύος του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτου (Τροποποιητικού) Νόμου του 2014 και λήγει με την έναρξη της ισχύος των νομοθεσιών που αφορούν το Πλαίσιο Αφερεγγυότητας.»
Στις 8.9.2014 ο Νόμος κοινοποιήθηκε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για έκδοση σύμφωνα με το ’ρθρο 52 του Συντάγματος.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κατόπιν συμβουλής του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, αποφάσισε να καταχωρήσει την παρούσα Αναφορά, δυνάμει του ’ρθρου 140 του Συντάγματος, ζητώντας τη γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά πόσο ο Νόμος και ειδικότερα τα άρθρα 3 και 4 βρίσκονται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνα προς τις διατάξεις των ’ρθρων 23, 25, 26, 28, 30, 54 και 80 του Συντάγματος, καθώς και ως προς την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών και κατ΄επέκταση και προς το ’ρθρο 179 του Συντάγματος.
Οι θέσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Ειδικότερα οι θέσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως αναπτύσσονται στην υπό εξέταση Αναφορά, έχουν ως ακολούθως, σε συντομία:
Α. Ασυμβατότητα με το ’ρθρο 23 του Συντάγματος.
Το ’ρθρο 23 του Συντάγματος διασφαλίζει το δικαίωμα ιδιοκτησίας.
Είναι η θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι το άρθρο 3 του υπό Αναφορά Νόμου είναι ασύμβατο με το ’ρθρο 23 του Συντάγματος επειδή περιορίζει και/ή απαλλοτριώνει το αγώγιμο δικαίωμα του ενυπόθηκου δανειστή έναντι του εγγυητή και/ή το δικαίωμα του να διεκδικήσει το οφειλόμενο προς αυτόν χρέος και/ή τα συμβατικά του δικαιώματα που συνιστούν ιδιοκτησία προστατευόμενη από το ’ρθρο 23. Αυτά δε, χωρίς να διατυπώνεται στην Αιτιολογική έκθεση της Πρότασης Νόμου ή στην σχετική Έκθεση των Κοινοβουλευτικών Επιτροπών που μελέτησαν την πρόταση Νόμου οποιοσδήποτε λόγος που με βάση το ’ρθρο 23 θα δικαιολογούσε τέτοιο περιορισμό ή απαλλοτρίωση.
Β. Ασυμβατότητα με το ’ρθρο 25 του Συντάγματος.
Το ’ρθρο 25 του Συντάγματος προστατεύει την ελευθερία άσκησης επαγγέλματος και επίδοσης σε απασχόληση, εμπόριο ή επικερδή εργασία.
Είναι η θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι το άρθρο 3 του υπό Αναφορά Νόμου παραβιάζει, περαιτέρω, το ’ρθρο 25 του Συντάγματος, εφόσον η απαλλαγή των εγγυητών και συνεπώς η κατάργηση του δικαιώματος διεκδίκησης των οφειλομένων σύμφωνα με τη σύμβαση εγγύησης και/ή τη σύμβαση δανείου, συνιστούν δραστικούς περιορισμούς στο δικαίωμα άσκησης επικερδούς εργασίας, χωρίς να δικαιολογούνται από τους προβλεπόμενους στην παράγραφο 2 του ’ρθρου 25 λόγους.
Γ. Ασυμβατότητα με το ’ρθρο 26 του Συντάγματος.
Το ’ρθρο 26.1 αναγνωρίζει και προστατεύει το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να συμβάλλεται ελευθέρως ως ακολούθως:
«1. Έκαστος έχει το δικαίω΅α του συ΅βάλλεσθαι ελευθέρως. Τούτο υπόκειται εις όρους, περιορισ΅ούς ή δεσ΅εύσεις τιθε΅ένους επί τη βάσει των γενικών αρχών του δικαίου των συ΅βάσεων. Νό΅ος θέλει προβλέψει διά την πρόληψιν εκ΅εταλλεύσεως υπό προσώπων, άτινα διαθέτουσιν ιδιάζουσαν οικονο΅ικήν ισχύν.»
Είναι η θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι το άρθρο 3 του υπό Αναφορά Νόμου παραβιάζει το ’ρθρο 26 του Συντάγματος, εφόσον παρεμβαίνει στο δικαίωμα των συμβαλλομένων (ενυποθήκου δανειστή, εγγυητή, ενυποθήκου οφειλέτη) να επιλέξουν και/ή να διαμορφώσουν ελεύθερα το περιεχόμενο και/ή τους όρους της μεταξύ τους σύμβασης και/ή επειδή με τον υπό Αναφορά Νόμο, εκ των υστέρων, τροποποιούνται και/ή καταργούνται συμβάσεις κατά τρόπο αντίθετο προς τη βούληση των συμβαλλομένων, χωρίς τούτο να δικαιολογείται ή να τίθεται επί τη βάσει των γενικών αρχών του Δικαίου των Συμβάσεων.
Δ. Ασυμβατότητα με το ’ρθρο 28 του Συντάγματος.
Το ’ρθρο 28.1 του Συντάγματος καθιερώνει την αρχή της ισότητας ως ακολούθως:
«1. Πάντες είναι ίσοι ενώπιον του νό΅ου, της διοικήσεως και της δικαιοσύνης και δικαιούνται να τύχωσι ίσης προστασίας και ΅εταχειρίσεως.»
Είναι η θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι το άρθρο 3 του υπό Αναφορά Νόμου παραβιάζει και το ’ρθρο 28 του Συντάγματος επειδή προστατεύει και θέτει σε καλύτερη θέση μόνο τη συγκεκριμένη κατηγορία εγγυητών που καλύπτει, ήτοι τους εγγυητές που εγγυήθηκαν χρέος εξασφαλισμένο με υποθήκη η οποία οδήγησε στην πώληση του ενυποθήκου ακινήτου με βάση το Μέρος VIA των περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμων του 1965 έως 2014.
Ε. Ασυμβατότητα προς το ’ρθρο 30 του Συντάγματος.
Το ’ρθρο 30.1 του Συντάγματος καθιερώνει το δικαίωμα πρόσβασης κάθε ανθρώπου στη δικαιοσύνη ως ακολούθως:
«1. Εις ουδένα δύναται ν' απαγορευθή η προσφυγή ενώπιον του δικαστηρίου, εις ο δικαιούται vα προσφύγη δυνά΅ει του Συντάγ΅ατος. Η σύστασις δικαστικών επιτροπών ή εκτάκτων δικαστηρίων υπό οιονδήποτε όνο΅α απαγορεύεται.»
Είναι η θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι το άρθρο 3 του υπό Αναφορά Νόμου παραβιάζει και το ’ρθρο 30 του Συντάγματος εφόσον παρεμποδίζει και/ή περιορίζει το δικαίωμα πρόσβασης του ενυποθήκου οφειλέτη στη δικαιοσύνη ώστε να διαγνωσθούν και να προστατευθούν τα αστικά του δικαιώματα. Το άρθρο 3, καταλήγει η εισήγηση, εξουδετερώνει και/ή διαγράφει το συνταγματικό δικαίωμα του ενυποθήκου δανειστή να προσφύγει στη δικαιοσύνη εναντίον του εγγυητή για σκοπούς είσπραξης του εναπομείναντος, μετά την πώληση του ενυποθήκου ακινήτου, χρέους.
ΣΤ. Ασυμβατότητα με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
Με αναφορά στη διάκριση μεταξύ Εκτελεστικής Εξουσίας (’ρθρα 47, 48 και 54 του Συντάγματος) και Νομοθετικής Εξουσίας (’ρθρο 61 του Συντάγματος) είναι η θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι το άρθρο 4 του υπό Αναφορά Νόμου, συναρτώντας τη λήξη της ισχύος του Νόμου προς τη ψήφιση συγκεκριμένου νομοθετικού πλαισίου συνιστά επέμβαση της Νομοθετικής Εξουσίας στον τρόπο και το χρόνο που η Εκτελεστική Εξουσία θα ασκήσει την αποκλειστικά παραχωρούμενη σε αυτήν εξουσία ετοιμασίας και κατάθεσης νομοσχεδίων, προδιαγράφοντας και περιορίζοντας τη διαμόρφωση εκ μέρους της Εκτελεστικής Εξουσίας της πολιτικής της βούλησης επί των πραγματευομένων θεμάτων.
Είναι η γενική κατάληξη των ως άνω θέσεων του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι ο υπό αναφορά Νόμος βρίσκεται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των ’ρθρων 23, 25, 26, 28, 30, 54 και 80[1] του Συντάγματος και προς την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών και, εν τέλει, προς το ’ρθρο 179 που ορίζει ότι ουδείς νόμος δύναται καθ΄οιονδήποτε τρόπο να είναι αντίθετος ή ασύμφωνος προς οποιαδήποτε διάταξη του Συντάγματος.
Οι θέσεις της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων, στην ένσταση της, ισχυρίζεται ότι το άρθρο 3 του υπό αναφορά νόμου δεν περιορίζει το δικαίωμα ιδιοκτησίας κατά τρόπο ασύμβατο με το ’ρθρο 23 του Συντάγματος. Το προαναφερόμενο άρθρο, εν πάση περιπτώσει, δεν θίγει οποιοδήποτε δικαίωμα που προστατεύεται από το ’ρθρο 23 του Συντάγματος. Η οποιαδήποτε αξίωση του δανειστή εναντίον των εγγυητών για υπόλοιπο ενυπόθηκου χρέους δεν συνιστά περιουσιακό δικαίωμα προστατευόμενο από το ’ρθρο 23 του Συντάγματος. Αν όμως θεωρηθεί ότι το άρθρο 3 του υπό αναφορά νόμου καταστρατηγεί το ’ρθρο 23 του Συντάγματος, η καταστρατήγηση εμπίπτει στις περιπτώσεις που επιτρέπονται από την παράγραφο 3 του ’ρθρου 23 του Συντάγματος και, συγκεκριμένα, για την προστασία δικαιωμάτων τρίτων. Στην προκείμενη περίπτωση τα δικαιώματα των τρίτων είναι, προφανώς, τα δικαιώματα των εγγυητών.
Σύμφωνα με τη Βουλή των Αντιπροσώπων, το άρθρο 3 του υπό αναφορά νόμου δεν καταστρατηγεί το ’ρθρο 25 του Συντάγματος καθότι δεν εμποδίζει ούτε και περιορίζει το δικαίωμα των τραπεζών να ασκούν τις εργασίες τους. Επίσης, δεν καταστρατηγεί το δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι» το οποίο κατοχυρώνεται από το ’ρθρο 26 του Συντάγματος, και τούτο διότι δεν εμποδίζει ή περιορίζει αυτό τούτο το δικαίωμα. Εν πάση περιπτώσει το δικαίωμα περιορίζεται στην κατάρτιση της σύμβασης και όχι στην εκτέλεση της.
Κατά τη Βουλή των Αντιπροσώπων, το προαναφερόμενο άρθρο δεν παραβιάζει και την αρχή της ισότητας, η οποία κατοχυρώνεται από το ’ρθρο 28 του Συντάγματος, αλλά ούτε και το δικαίωμα πρόσβασης στη Δικαιοσύνη, το οποίο κατοχυρώνεται από το ’ρθρο 30 του Συντάγματος.
Είναι η θέση, επίσης, της Βουλής των Αντιπροσώπων ότι δεν υπάρχει και οποιαδήποτε παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, η οποία είναι διάχυτη στο Σύνταγμα, καθότι με το άρθρο 4 του υπό αναφορά νόμου καθορίζεται με σαφήνεια τόσο η έναρξη ισχύος του νόμου όσο και η λήξη του. Συγκεκριμένα τίθεται σε ισχύ με τον περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτου (Τροποποιητικό) Νόμο και λήγει με την ημερομηνία έναρξης ισχύος των Νομοθεσιών που αφορούν το «πλαίσιο αφερεγγυότητας».
Η γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Πριν προχωρήσουμε στον έλεγχο της συνταγματικότητας των υπό αναφορά προνοιών, προβαίνουμε σε μια εισαγωγική παρατήρηση γενικής φύσεως, υπό την έννοια ότι καλύπτει τόσο την παρούσα, όσο και τις υπόλοιπες Αναφορές για τις οποίες το Ανώτατο Δικαστήριο εκδίδει σήμερα την γνωμάτευση του. Το αποκλειστικό αντικείμενο του ’ρθρου 140.1 του Συντάγματος περιορίζεται στην αντιπαραβολή των προνοιών του εκάστοτε, υπό αναφορά, νόμου προς τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και, όπου ισχύει, και του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Κεκτημένου, το οποίον, όπου εφαρμόζεται υπερέχει του Συντάγματος. Αυτά είναι τα καθοριστικά στοιχεία για τον έλεγχο της συνταγματικότητας ενός νόμου. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να συναρτηθεί ο έλεγχος αυτός με αναφορές σε άλλα νομοθετήματα, στα οποία έγινε μνεία κατά τις αγορεύσεις, ιδιαίτερα μάλιστα εφόσον πρόκειται για νόμους των οποίων η συνταγματικότητα δεν έχει κριθεί. Για τον ίδιο λόγο, εκφεύγει του συνταγματικού ελέγχου και η σκοπιμότητα και η σοφία του, υπό αναφορά, νομοθετήματος.
Το δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι ελευθέρως» διασφαλίζεται από το ’ρθρο 26.1 του Συντάγματος. Η πρόνοια αυτή έτυχε νομολογιακής ερμηνείας σε ανώτατο επίπεδο. Στην Υπόθεση Chimonides v. Manglis (1967) 1 CLR 125 η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν ήταν ομόφωνη αναφορικά με το περιεχόμενο του δικαιώματος. Η πλειοψηφία αποφάνθηκε ότι το δικαίωμα που κατοχυρώνεται είναι το δικαίωμα της σύναψης σύμβασης και όχι τα δικαιώματα που δημιουργούνται δυνάμει της σύμβασης. Η μειοψηφία έκρινε ότι η προαναφερόμενη πρόνοια προστατεύει την πλήρη ελευθερία του «συμβάλλεσθαι», η οποία υπόκειται μόνο σε τέτοιους όρους, περιορισμούς ή δεσμεύσεις, που τίθενται στη βάση των γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων.
Στην πολύ πρόσφατη απόφαση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Υποθέσεις 1480/2011 κ.α., Χαραλάμπους κ.α. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 11.6.2014, σε σχέση με το ’ρθρο 26 του Συντάγματος έγινε, παρεμφερώς, αναφορά στην απόφαση της πλειοψηφίας, στην Chimonides (ανωτέρω), χωρίς όμως, το δικαστήριο, να ενδιατρίψει στη νομολογία που ακολούθησε επί του θέματος, αναφορικά με την εμβέλεια της προστασίας που παρέχει το ’ρθρο 26, εφόσον μια τέτοια έρευνα δεν ήταν απαραίτητη για τους σκοπούς εκείνης της απόφασης.
Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όμως, δεν παρέμεινε στατική αναφορικά με το προαναφερόμενο θέμα, αλλά εξελίχθηκε και μάλιστα προς κατεύθυνση διαφορετική από εκείνη που διατυπώθηκε στην Chimonides (ανωτέρω), από την πλειοψηφία.
Στην υπόθεση Republic v. Meneleou (1982) 3 CLR 419 η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξέτασε την εμβέλεια του ’ρθρου 26.1 του Συντάγματος και έκαμε αναφορά, μεταξύ άλλων, στη Chimonides (ανωτέρω). Παρατήρησε ότι υπήρχαν τρεις διαφορετικές γνώμες στη Chimonides (ανωτέρω) και ότι εκείνο για το οποίο υπήρχε ομοφωνία, ως προς το ’ρθρο 26.1, ήταν ότι αυτό κατοχυρώνει το δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι» υπό τους όρους και τις διασαφηνίσεις που περιέχονται σ΄ αυτό (το ’ρθρο). Στην Menelaou (ανωτέρω) αποφασίστηκε ότι θα ήταν αντίθετο προς την κοινή λογική και τους κανόνες της δικαιοσύνης να επιτραπεί η κατεδάφιση των θεμελίων μιας συμβατικής διευθέτησης και με αυτό τον τρόπο να προκληθεί αβεβαιότητα και έλλειψη εμπιστοσύνης ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πολιτών.
Στην υπόθεση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1997) 3 ΑΑΔ 36 τονίστηκε και πάλι ότι, σύμφωνα με το συνταγματικό μας δίκαιο, το δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι» δεν είναι απόλυτο αλλά υπόκειται σε όρους, περιορισμούς και δεσμεύσεις που τίθενται από τις γενικές αρχές του δικαίου των συμβάσεων. Στην υπόθεση εκείνη κρίθηκε ότι οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν από τον νόμο που εξετάστηκε εκεί, δεν σχετίζονταν με οποιονδήποτε από τους περιορισμούς που επιτρέπονται από στο ’ρθρο 26.1, καθότι με το νόμο εκείνο, αποστερείτο ο ένας συμβαλλόμενος της ελεύθερης επιλογής του ως προς τον προσδιορισμό του περιεχομένου της σύμβασης του και γενικότερα του καταρτισμού της σύμβασης, κατά τη βούλησή του. Ο νόμος, επομένως, σε εκείνη την περίπτωση ήταν αντισυνταγματικός.
Στην πλέον πρόσφατη υπόθεση σε Αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (2011) 3 ΑΑΔ 683 εξετάστηκε και πάλι το ’ρθρο 26 του Συντάγματος και τονίστηκε ότι η έννοια του όρου «συμβάλλεσθαι ελευθέρως» στις διατάξεις του ’ρθρου 26.1 επιδέχεται περιορισμούς μόνο ως προς τους όρους, περιορισμούς και δεσμεύσεις που προβλέπονται από τις γενικές αρχές του δικαίου των συμβάσεων. Κρίθηκε ότι η ελευθερία του «συμβάλλεσθαι» περιλάμβανε και το δικαίωμα, των συμβαλλομένων, να καθορίσουν ακόμα και την ημερομηνία έναρξης της ισχύος της σύμβασης τους. Σε εκείνη την υπόθεση, πρόνοια νόμου που μετέθετε την ημερομηνία έναρξης της ισχύος σύμβασης, κρίθηκε ως αντισυνταγματική.
Στην προκείμενη περίπτωση θεωρούμε ότι, γενικά, το δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι ελευθέρως» περικλείει και το δικαίωμα διαμόρφωσης του περιεχομένου της σύμβασης, κατά την ελεύθερη βούληση των συμβαλλομένων (Δέστε την Απόφαση του Ελληνικού ΣτΕ 2944/1980 (Τμήμα Δ) και Δαγτόγλου: Συνταγματικό Δίκαιο - Ατομικά Δικαιώματα, 4η Αναθεωρημένη Έκδοση, 2012, Οικονομική Ελευθερία, παράγραφοι 1302-1303). Η μεταγενέστερη επέμβαση του νομοθέτη, δεν συμβιβάζεται, καταρχήν, με την ελευθερία των συμβάσεων. Εξαιρέσεις δυνατόν να είναι δικαιολογημένες, στο βαθμό που επιτρέπει το Σύνταγμα. Όμως οι περιορισμοί του δικαιώματος, όπως προσδιορίζονται από τα όρια που θέτει το ίδιο το Σύνταγμα, δεν πρέπει να θίγουν την ουσία ή τον πυρήνα του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση.
Ο ισχυρισμός της Βουλής των Αντιπροσώπων ότι η επέμβαση της Βουλής στο δικαίωμα της ελευθερίας του συμβάλλεσθαι επιτρέπεται, ένεκα της εκμετάλλευσης της ιδιάζουσας οικονομικής ισχύος των τραπεζών, δεν μπορεί να επιτύχει καθότι κάτι τέτοιο δεν αιτιολογείται από την αιτιολογική έκθεση ή τον υπό αναφορά νόμο, αλλά ούτε και αποτελεί το αντικείμενο του υπό αναφορά νόμου.
Ενόψει των προαναφερομένων δεν θεωρούμε σκόπιμο να προχωρήσουμε στην εξέταση των υπόλοιπων σημαντικών λόγων που προβάλλονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και αφορούν στην αντισυνταγματικότητα του άρθρου 3 του υπό αναφορά νόμου. Υπό τις περιστάσεις δεν θα εξετάσουμε ούτε και τη συνταγματικότητα του άρθρου 4 του υπό αναφορά νόμου, εφόσον καθίσταται άνευ αντικειμένου.
Ευχαριστούμε θερμά τους ευπαιδεύτους συνηγόρους και των δύο πλευρών για τη σημαντικότατη βοήθεια που μας προσέφεραν σε όλες τις Αναφορές.
Εν κατακλείδι, γνωματεύομε ότι το άρθρο 3 του υπό αναφορά νόμου είναι αντισυνταγματικό, επειδή καταστρατηγεί το ’ρθρο 26 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας καθότι συνιστά ανεπίτρεπτη παρέμβαση στο δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι ελευθέρως», όπως έχει επεξηγηθεί ανωτέρω.
Η παρούσα γνωμάτευση κοινοποιείται, σύμφωνα με το ’ρθρο 140.2 του Συντάγματος, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΉ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
/ΕΑΠ. Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
[1] Κατά το ’ρθρο 80, το δικαίωμα υποβολής νομοσχεδίων ανήκει στους Υπουργούς.