ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:C108
(2014) 3 ΑΑΔ 32
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 22/2010)
(Υπόθ. Αρ. 1710/2007 ΚΑΙ 1711/2007)
12 Φεβρουαρίου 2014
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Πρόεδρος, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δικαστές]
1. ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΑΧΙΛΛΕΩΣ (Υπόθ. Αρ. 1710/2007)
2. ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΑΧΙΛΛΕΩΣ (Υπόθ. Αρ. 1711/2007)
Εφεσείοντες/Αιτητές
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΡΗΣΗΣ ΜΗΤΡΩΟΥ ΜΑΧΗΤΩΝ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ
Εφεσιβλήτων/Καθ΄ων η αίτηση
_________
Γ. Καραπατάκης, για τους Εφεσείοντες.
Λ. Ουστά (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.
_________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου δίδεται από τον
Δ. Χατζηχαμπή, Π.
_________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(E X - T E M P O R E)
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.: Δεν θα ακούσουμε την κα Ουστά.
Η έφεση αυτή εστιάζεται σε παράπονο του Εφεσείοντα ότι δεν του εδόθη η ηθική αμοιβή της προαγωγής επ΄ανδραγαθία σε συνάρτηση με το Ν. 24(1)/2001 ο οποίος προβλέπει ότι δίδονται από την πολιτεία ηθικές αμοιβές μετά από εισήγηση της Επιτροπής Καταρτισμού και Τήρησης Μητρώου Μαχητών της Αντίστασης η οποία καθιδρύεται στο νόμο.
Είχε δοθεί στον Αιτητή μετάλλιο αντίστασης από το 2004 και το 2006 η εν λόγω Επιτροπή απεφάσισε την εγγραφή του Αιτητή στο Μητρώο Μαχητών της Αντίστασης, χωρίς όμως να υποβάλει πρόταση για προαγωγή του επ΄ ανδραγαθία, κρίνοντας ότι η αντιστασιακή του δράση δεν δύναται να δικαιολογεί πρόταση για προαγωγή επ΄ανδραγαθία.
Εστίασε το παράπονο του ο Εφεσείων, ο οποίος καταχώρησε προσφυγή για το θέμα, στο ότι σε άλλους οι οποίοι είχαν ανάλογη με τη δική του δράση εδόθησαν προαγωγές επ΄ ανδραγαθία ώστε να μη δικαιολογείται, βάσει της αρχής της ισότητος, η άνιση μεταχείρισή του κατ΄αυτό τον τρόπο από την Επιτροπή. Η προσφυγή του εστράφη δε όχι εναντίον της οποιασδήποτε απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου αλλά εναντίον της απόφασης της ίδιας της Επιτροπής να μην τον προτείνει για επ΄ανδραγαθία προαγωγή.
Θέσαμε στον ευπαίδευτο συνήγορο το ερώτημα κατά πόσο η απόφαση της Επιτροπής είναι καν εκτελεστή διοικητική πράξη, θέμα το οποίο έχουμε καθηκόντως συνεχή υποχρέωση να εξετάζουμε εις οιονδήποτε στάδιο της διαδικασίας, δεδομένης της φύσης της δικαιοδοσίας βάσει του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος, ανεξαρτήτως του αν αυτό έχει τεθεί ή όχι προηγουμένως και δεδομένου ότι, πρώτον, η απόφαση για επ΄ανδραγαθία προαγωγή δεν λαμβάνεται από την Επιτροπή η οποία μόνο εισηγείται, αλλά από το Υπουργικό Συμβούλιο, και δεύτερον, έχοντας υπ΄όψη ότι σύμφωνα και με την αναφορά η οποία έγινε στην υπόθεση Γεωργίου κ.α. ν. Παναγή κ.α. και Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 1981:
«Η απόφαση για προαγωγή επ΄ανδραγαθία είναι κατ΄αρχήν ανέλεγκτος. Η διαπίστωση των γεγονότων που συνιστούν το ανδραγάθημα ανάγεται στο αρμόδιο διοικητικό όργανο. Ό,τι ελέγχεται είναι το σύννομο της πράξης, δηλαδή κατά πόσο η πράξη, όπως καθορίζεται από το αρμόδιο όργανο, συνιστά ανδραγάθημα.»
Δεν έχουμε πάρει απάντηση και δεν θα μας ήταν εύκολο να δούμε πώς η απόφαση της Επιτροπής θα μπορούσε η ίδια να κριθεί ως εκτελεστή διοικητική πράξη για σκοπούς προσφυγής. Δεν χρειάζεται όμως να επεκταθούμε στο θέμα αυτό διότι υπάρχει ένας πολύ απλός λόγος για τον οποίο η έφεση δεν θα μπορούσε να επιτύχει εν πάση περιπτώσει. Είναι δεκτό ότι, με βάση και την αναφορά στις ελληνικές αυθεντίες, επ΄ανδραγαθία προαγωγή γίνεται όχι απλώς ένεκα έκθεσης στρατιωτικού εν κινδύνω αλλά σε περίπτωση όπου η κατά την κρίση της διοικήσεως δράση ανάγεται σε ηρωική ή ανδραγάθημα, μάλιστα εις βαθμό ώστε η οποιαδήποτε προαγωγή να χρήζει ειδικωτέρας αιτιολογίας για να τονίζεται η φύση του πράγματος. Εδώ δεν έχουμε τέτοια περίπτωση αφού κατά το σχετικό χρόνο ο Εφεσείων ήταν μόλις 14 ετών και, όπως και ο ίδιος αναφέρει, η δική του αντιστασιακή δράση εδράζετο στο ότι συνελήφθη, εκρατήθη δια της βίας και εκακοποιήθη, τελώντας υπό συνθήκες εκφοβισμού και τρομοκρατίας υπό περιορισμό. Αυτά βεβαίως δεν μπορούσαν να συνιστούσαν ανδραγάθημα που να συναρτάται προς προαγωγή επ΄ ανδραγαθία.
Η θέση του όμως είναι ότι άλλοι οι οποίοι βρίσκονταν στις ίδιες καταστάσεις με τον ίδιο πήραν προαγωγή επ΄ανδραγαθία ώστε η αρχή της ισότητας να αποτελεί ανάγκη για ανάλογη μεταχείριση και του ιδίου.
Το πρώτο βεβαίως που πρέπει να παρατηρηθεί είναι ότι, όπως διεπίστωσε και ο ίδιος ο αδελφός μας Δικαστής, δεν υπήρχε η ταυτότητα εκείνη των όρων και των προϋποθέσεων που είναι αναγκαία για να ισχύει η αρχή της ίσης μεταχείρισης των δεδομένων.
Πέραν τούτου όμως, το Δικαστήριο έθεσε το ερώτημα κατά πόσο θα μπορούσε να υπάρχει επιχείρημα για άνιση μεταχείριση το οποίο οδηγεί ουσιαστικά στην υποχρέωση της διοίκησης να προβεί σε απόφαση η οποία είναι αντίθετη με το νόμο, να δώσει δηλαδή προαγωγή επ΄ανδραγαθία εκεί όπου δεν υφίστανται οι ίδιοι οι όροι της ανδραγαθίας που θα επέβαλλαν την υποχρέωση της πολιτείας να δώσει προαγωγή επ΄ανδραγαθία.
Δεν εξετάζουμε κατά πόσο στις άλλες περιπτώσεις λοιπόν εδόθη οποιαδήποτε προαγωγή επ΄ ανδραγαθία αφού, και αν ακόμα είχε υπάρξει τέτοια παρανοημένη αντίληψη των πραγμάτων, σαφώς τούτο δεν θα επέτρεπε τέτοια κατάληξη του Δικαστηρίου ώστε να δοθεί και στον Αιτητή προαγωγή επ΄ανδραγαθία εκεί όπου η ίδια η έννοια της ανδραγαθίας δείχνει ότι δεν πληρείται ο βασικότερος όρος για τέτοια ηθική αμοιβή.
Δεν βλέπουμε λοιπόν πώς η έφεση αυτή μπορεί να έχει την παραμικρή δυνατότητα επιτυχίας και απορρίπτεται με €1000 έξοδα.
Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΚΧ»Π