ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 3 ΑΑΔ 675
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Aναθεωρητική ΄Εφεση Αρ.145/2008)
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 2094/06 και 16/07)
1 Νοεμβρίου, 2013
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ,
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
δημητρησ φελλασ,
Εφεσείων/Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο,
ν.
1. δαφνησ φινοπουλου
2. δημητρη πατσαλου,
Εφεσιβλήτων/Αιτητών,
και
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
_________________
Ξ. Ευγενίου (κα), για Α. Σ. Αγγελίδη, για τον Εφεσείσοντα.
Α. Μ. Κωνσταντίνου, για την Εφεσίβλητη 1 (Δάφνη Φινοπούλου).
Ελ. Νικολαΐδου (κα), για τον Εφεσίβλητο 2 (Δημήτρη Πάτσαλο).
Ν. Παπαευσταθίου με Στ. Μαξούτη (κα) για την Καθ΄ ης η αίτηση.
__________________
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.
_______________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Ο Δημήτρης Φελλάς, εφεσείων-ενδιαφερόμενο πρόσωπο, διορίστηκε στη θέση του Οικονομικού Διευθυντή της Αρχής Λιμένων από τις 15.6.2005 (θέση πρώτου διορισμού). Εναντίον της απόφασης της Αρχής καταχωρίστηκαν οι προσφυγές 756/2005 και 860/2005 εκ μέρους της Δάφνης Φινοπούλου και Δημήτρη Πάτσαλου, αντιστοίχως, οι οποίες συνεκδικάστηκαν. Στις 21.9.2006 το Δικαστήριο με απόφασή του έκανε δεκτή την προσφυγή της Φινοπούλου ακυρώνοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ απέρριψε την προσφυγή του Πάτσαλου για τους λόγους που με λεπτομέρεια εκθέτει στην απόφαση. Ο Δημήτρης Φελλάς ακολούθως καταχώρισε την Α.Ε. 144/06, ενώ η Αρχή δεν έκρινε σκόπιμο να καταχωρίσει έφεση. Επέλεξε να επανεξετάσει το ζήτημα της πλήρωσης της θέσης του Οικονομικού Διευθυντή με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε τον ουσιώδη χρόνο και υπό το φως του περιεχομένου της ακυρωτικής απόφασης.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής στη συνεδρία που ακολούθησε στις 12.10.2006, αποφάσισε και πάλι ομόφωνα το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση του Οικονομικού Διευθυντή αναδρομικώς από τις 15.6.2005, ως αποτέλεσμα του οποίου ο Δ. Φελλάς απέσυρε την Α.Ε. 144/06 η οποία και απορρίφθηκε στις 20.9.2010. Την πιο πάνω απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου προσέβαλαν ξανά οι αιτητές Φινοπούλου και Πάτσαλος καταχωρώντας τις προσφυγές 2094/06 και 16/07 αντιστοίχως οι οποίες και συνεκδικάστηκαν. Το Δικαστήριο, με απόφασή του ημερ. 1.8.2008 έκανε αποδεκτή την προσφυγή ακυρώνοντας τον διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση, διαπιστώνοντας παραβίαση του δεδικασμένου από το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, όπως προέκυπτε από τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Κατάληξη, η οποία κατά την κρίση του, οδηγούσε αναπόφευκτα στην ακύρωση της επίδικης απόφασης καθιστώντας πλέον αχρείαστη την εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης όπως είχαν προβληθεί πρωτοδίκως ενώπιόν του. Ο Δ. Φελλάς, του οποίου ο διορισμός ακυρώθηκε, προσέβαλε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, καταχωρώντας την παρούσα ΄Εφεση.
Η Ολομέλεια υπό διαφορετική σύνθεση από την παρούσα, κάνοντας αποδεκτό τον πρώτο λόγο έφεσης, παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση. Έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του δεδικασμένου κατά την επανεξέταση του θέματος και τη λήψη νέας απόφασης. Παρέμειναν έτσι οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης που προέβαλαν οι αιτητές πρωτοδίκως, και οι οποίοι δεν είχαν εξεταστεί από το Δικαστήριο, όπως πιο πάνω σημειώσαμε, εν όψει της κατάληξής του περί παραβίασης του δεδικασμένου, τους οποίους προχωρούμε να εξετάσουμε.
Αρ. Αίτησης 2094/06, Δ. Φινοπούλου.
Η αιτήτρια πρωτοδίκως αμφισβήτησε το κύρος της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, ισχυριζόμενη ότι αυτή είναι αποτέλεσμα ανεπαρκούς έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα. Πλάνη η οποία εμφιλοχώρησε κατά την αξιολόγηση των υποψηφίων και αγνοήθηκαν οι δυσμενείς αξιολογήσεις και τα αρνητικά σχόλια για το ενδιαφερόμενο μέρος. Το Συμβούλιο παρέλειψε να κάνει οποιαδήποτε αναφορά και συνυπολογισμό της υπεροχής της Φινοπούλου σε βαθμολογημένη αξία διαχρονικώς από το 1982. Ενώ η αιτήτρια είχε διαχρονικά εξαίρετες αξιολογήσεις, σε αντίθεση με υποδεέστερες αξιολογήσεις του ενδιαφερόμενου μέρους και τα αρνητικά σχόλια τα οποία είχαν εκφραστεί κατά καιρούς εναντίον του αλλά και ως προς το δεύτερο πλεονέκτημα το οποίο είχε η αιτήτρια και στην οποία έπρεπε να πιστωθεί εφ΄ όσον το σχέδιο υπηρεσίας δημιουργεί δύο πλεονεκτήματα: κατοχή της συγκεκριμένης γνώσης ή/και πείρας σε θέματα λιμανιών και το δεύτερο κατοχή μιας ακόμη ξένης γλώσσας πέραν της αγγλικής. Η αιτήτρια πέραν της αγγλικής γλώσσας διέθετε γνώση της γερμανικής, στοιχείο το οποίο αγνοήθηκε από την Αρχή με αποτέλεσμα να πιστώσει την αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος με την κατοχή ενός πλεονεκτήματος, εξισώνοντας πεπλανημένα τα πλεονεκτήματα των δύο μερών, με αποτέλεσμα να προκληθεί ζημιά και άνιση μεταχείριση σε βάρος της αιτήτριας. Δεύτερο, υπεροχή της αιτήτριας ως προς την πείρα. Η αιτήτρια υπερείχε σε πείρα του ενδιαφερόμενου μέρους, σε αντίθεση με την κατάληξη του Συμβουλίου. Το ενδιαφερόμενο μέρος είχε πείρα ακριβώς 21 ετών στην Αρχή, διορίστηκε την 1.1.1980, στη θέση Λογιστή 1ης τάξης και αφυπηρέτησε πρόωρα, την 31.12.2012. Η αιτήτρια προσελήφθη στην Αρχή Λιμένων την 11.3.1974 και κατά τον ουσιώδη χρόνο, 12.5.2005, είχε πείρα 31 ετών. Συνεπώς, η πείρα της αιτήτριας είναι υπέρτερη σχεδόν κατά 10 συναπτά έτη. Τα πιο πάνω συνδυάζονται, με την ποιοτική, κατά τον κ. Κωνσταντίνου, υπεροχή της αιτήτριας, εναντίον της οποίας ουδέποτε έγινε οποιοδήποτε δυσμενές αρνητικό σχόλιο ή κρίση καθ΄ όλη τη μακρόχρονη σταδιοδρομία της, σε αντίθεση με το ενδιαφερόμενο μέρος, η σταδιοδρομία του οποίου υπήρξε προβληματική με πολλά αρνητικά σχόλια και δυσμενείς επικρίσεις τόσο ως προς την απόδοση, όσο και ως προς τη συμπεριφορά του, όπως προκύπτει από τον προσωπικό του φάκελο και το φάκελο υπηρεσιακών εκθέσεων.
Η Ολομέλεια, υπό την προηγούμενη σύνθεση, εντόπισε και εξέτασε τις ενέργειες του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής:
«(α) Η πρώτη παρατυπία έγινε όσον αφορά την ύπαρξη δυσμενών βαθμολογιών σε ορισμένα σημεία, για τις οποίες ο αξιολογών λειτουργός παράτυπα και σε αντίθεση με τις σχετικές διατάξεις δεν ζητούσε την υποβολή παραστάσεων από μέρους του αξιολογούμενου λειτουργού. Ειδικότερα, αυτή η παρατυπία αφορά στις εκθέσεις του κ. Δημήτρη Φελλά για τα χρόνια 1980, 1981 και 1982 και το Συμβούλιο αποφάσισε να μη λάβει υπόψη τις δυσμενείς βαθμολογίες που έγιναν παράτυπα στις εκθέσεις που προαναφέρονται.
(β) Η δεύτερη παρατυπία έγινε όσον αφορά την αλλαγή βαθμολογίας από τον προσυπογράφοντα λειτουργό, τις περιπτώσεις που όπως προκύπτει από τις εκθέσεις ο προσυπογράφων λειτουργός δεν συζητούσε τις τροποποιήσεις της βαθμολογίας, με τον αξιολογούντα λειτουργό και δεν αιτιολογούσε τις τροποποιήσεις που επέφερε στη βαθμολογία στις περιπτώσεις διαφωνίας. Ειδικότερα αυτή η παρατυπία αφορά στις εκθέσεις του κ. Φελλά για τα χρόνια 1980, 1981, 1984, 1985, 1987, 1988 και 1989 και το Συμβούλιο αποφάσισε όπως μη λάβει υπόψη τις τροποποιήσεις του προσυπογράφοντα λειτουργού σ΄ αυτές τις περιπτώσεις."
"4.13 Σ΄ ότι αφορά τον κ. Φελλά το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι είχε μέχρι το 1995 υποδεέστερες αξιολογήσεις από την κα Φινοπούλου αλλά και έντονα αρνητικά σχόλια. Μετά από ενδελεχή διερεύνηση του προσωπικού και εμπιστευτικού φακέλου του κ. Φελλά διαφάνηκε ότι τα συγκεκριμένα χρόνια, για τα οποία είχε βαθμολογηθεί δυσμενώς και για τα οποία είχε αρνητικά σχόλια, ήταν τα χρόνια κατά τα οποία υπηρετούσε στη θέση του Γενικού Διευθυντή της Αρχής ο κ. Ιωσήφ Παγιάτας. Από περαιτέρω διερεύνηση που έκαμε το Διοικητικό Συμβούλιο διαπιστώθηκε ότι παρόμοια αρνητική εικόνα υπήρχε και στους φακέλους άλλων διευθυντικών στελεχών της Αρχής και ότι ήταν αποτέλεσμα της στάσης του τότε Γενικού Διευθυντή."
"4.14 Το Διοικητικό Συμβούλιο σταθμίζοντας όλα τα ενώπιον του στοιχεία αποφάσισε όπως μη λάβει υπόψη του τα αρνητικά σχόλια που υπήρχαν στον προσωπικό φάκελο και στο φάκελο με τις ετήσιες εμπιστευτικές και υπηρεσιακές εκθέσεις του κ. Φελλά εφόσον αυτά αποτελούσαν προϊόν της ως πιο πάνω αναφερόμενης συμπεριφοράς ή και πρόκλησης από μέρους του τότε Γενικού Διευθυντή της Αρχής."»
Για να καταλήξει ότι:
«Οι πιο πάνω ενέργειες του διοικητικού συμβουλίου ήταν, κατά την άποψή μας, ευλόγως επιτρεπτές. Δεν ασπαζόμαστε την αντίθετη άποψη σύμφωνα με την οποία, επειδή το Δικαστήριο στην προηγηθείσα ακυρωτική απόφαση του εντόπισε την παράλειψη του διοικητικού συμβουλίου να διερευνήσει και να λάβει υπόψη του τις ετήσιες εκθέσεις και τα αρνητικά για τον εφεσείοντα σχόλια, αυτό σήμαινε ότι κατά την επανεξέταση το συμβούλιο θα έπρεπε να λάβει υπόψη αυτά τα στοιχεία ως είχαν, χωρίς άλλη διερεύνηση και να παραγνωρίσει οποιεσδήποτε παρατυπίες από τις οποίες αυτά έπασχαν.».
Οι αρχές οι οποίες διέπουν την αξιολόγηση του περιεχομένου των εμπιστευτικών εκθέσεων, ιδίως στις περιπτώσεις που υπάρχουν λόγοι που τείνουν να καταδείξουν την ύπαρξη αλλότριων κινήτρων στην ετοιμασία των εκθέσεων από τους αρμοδίους λειτουργούς, έχουν διατυπωθεί με περισσή σαφήνεια. Η εμπιστευτική έκθεση αποτελεί σημαντικό δείκτη της αξίας υποψηφίων για προαγωγή στη Δημόσια Υπηρεσία. Η ύπαρξη στοιχείων ή λόγων που τείνουν να αποδυναμώσουν τα αντικειμενικά συμπεράσματα από το περιεχόμενο της έκθεσης ανάγεται στην εκτίμηση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας. Στο ίδιο πεδίο εντάσσονται και λόγοι που τείνουν να καταδείξουν την ύπαρξη αλλότριων κινήτρων στην ετοιμασία της έκθεσης από τους αρμόδιους λειτουργούς. Η εκτίμησή τους από το Δικαστήριο θα συνιστούσε παρεμβολή της δικαστικής εξουσίας στο διοικητικό έργο που δεν είναι επιτρεπτή. Η αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής στον προσδιορισμό των ουσιωδών γεγονότων που άπτονται της άσκησης των εξουσιών της, όπως τονίστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ζαβρός ν. Δημοκρατίας, (1989) 3 Α.Α.Δ. 106, ανάγεται στο καθεστώς που ίσχυε κατά τον χρόνο κατά τον οποίο η Επιτροπή επανεξετάζει την απόφαση της.
Στα πλαίσια της συνολικής αξιολόγησης της αξίας δεν παραβλέπουμε το γεγονός ότι στις εκθέσεις αυτές, στις οποίες παρέπεμψε ο κ. Αγγελίδης, υπάρχουν πέραν των αρνητικών και θετικά σχόλια που αφορούν τον Φελλά, όπως προκύπτουν από τους φακέλους του διαχρονικά, τα οποία επίσης αγνοήθηκαν. Αποτελεί γεγονός, όπως καταγράφεται στην παράγραφο 4.13 του πρακτικού του Συμβουλίου, κατά την επίδικη ημερομηνία, ότι τα αρνητικά σχόλια και αξιολογήσεις για το ενδιαφερόμενο μέρος προβλημάτισαν σοβαρά την Αρχή, και λήφθηκαν υπ΄ όψιν από το Συμβούλιο, πριν αποκλειστούν.
Καταλήγουμε ότι οι προβληθέντες ανωτέρω λόγοι ακύρωσης: ανεπαρκής έρευνα και πλάνη περί τα πράγματα, δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.
Το Συμβούλιο, όσον αφορά την εξίσωση των δύο πρόσθετων προσόντων της Φινοπούλου, της γνώσης επί θεμάτων διοίκησης και λιμανιών και την κατοχή δεύτερης γλώσσας με την κατοχή ενός μόνου προσόντος που διέθετε το ενδιαφερόμενο μέρος πριν τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, προχώρησε σε ερμηνεία της συγκεκριμένης πρόνοιας του σχεδίου υπηρεσίας, για να καταλήξει να υιοθετήσει τη διαζευκτική ερμηνεία ότι:
«(β) Η πρόνοια 3(στ) του Σχεδίου Υπηρεσίας δηλαδή «Γνώσις ή/και πείρα επί θεμάτων διοικήσεως και λειτουργίας λιμένων ή γνώσις άλλων ξένων γλωσσών θα θεωρηθώσιν ως επιπρόσθετα προσόντα» ερμηνευτεί ότι αναφέρεται σε κατοχή διαζευκτικά των προσόντων που κατονομάζονται. Ειδικότερα, η ερμηνεία που δίδει το Συμβούλιο στην παρ. 3(στ) του σχεδίου υπηρεσίας είναι ότι η γνώση ή πείρα σε θέματα διοίκησης ή λειτουργίας λιμένων ή η γνώση άλλων ξένων γλωσσών θα θεωρούνται διαζευκτικά ως επιπρόσθετο προσόν. Το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του ότι με βάση τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το ουσιαστικό ερώτημα είναι κατά πόσο οι υποψήφιοι κατέχουν το επιπρόσθετο προσόν και όχι αν το κατέχουν δυνάμει της μίας ή των δύο ή τριών διαζεύξεων του. Το Συμβούλιο σημείωσε ότι το λεκτικό της παραγράφου 3(στ) αναφέρεται σε «επιπρόσθετα προσόντα». Ο πληθυντικός είναι σε συνάρτηση με διαζεύξεις και δεν εξυπακούει ότι αυτές μπορούν εάν συντρέχουν σωρευτικά - να δημιουργούν πέραν του ενός επιπρόσθετου προσόντος. Αφενός εάν ήταν αυτός ο σκοπός του Νομοθέτη, θα ανέμενε κάποιος ότι οι διαζεύξεις θα καταγράφονταν σε ξεχωριστές παραγράφους και αφετέρου μια τέτοια ερμηνεία είναι εκτός της συνήθους λογικής και πρακτικής που ακολουθείται ανέκαθεν στα Σχέδια Υπηρεσίας της Αρχής, τα οποία απαιτούν διαζευκτικά την κατοχή ενός επιπρόσθετου προσόντος.».
Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας επαφίεται στην κρίση του διοικητικού οργάνου και η δικαστική επέμβαση επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις όπου η ερμηνεία που δίνεται δεν είναι εύλογα επιτρεπτή (Κλέαρχος Μιλτιάδους κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318, Γιώργος Χρίστου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 481, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517) λαμβανομένου υπ΄ όψιν του λεκτικού του σχεδίου υπηρεσίας (Papapetrou v. R. 2 R.S.C.C. 6, Δημοκρατία ν. Γερμανού (2005) 3 Α.Α.Δ. 93 και Περικλέους ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 674). Το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής και να υποκαταστήσει την κρίση της. (Κ.Ο.Τ. ν. Προδρόμου (1995) 3 Α.Α.Δ. 128 και Φλωρεντία Πετρίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 636). Σύμφωνα με τη νομολογία το ζήτημα των προσόντων που απαιτούνται είτε από το σχέδιο υπηρεσίας είτε από τη νομοθεσία είναι θέμα πραγματικό, εντός της διακριτικής ευχέρειας του διορίζοντος οργάνου.
Στην υπό κρίση περίπτωση η ερμηνεία που δόθηκε, όπως την μεταφέραμε πιο πάνω και υποστηρίχθηκε πλήρως και με τη δέουσα αιτιολογία δεν επιδέχεται επέμβασης. ΄Αλλωστε, σύμφωνα με τη νομολογία, εκείνο που έχει σημασία είναι αν ο υποψήφιος κατέχει το πρόσθετο προσόν και όχι αν κατέχει και άλλο επιπρόσθετο προσόν κατά διαζευκτικό τρόπο, σύμφωνα με το σχετικό σχέδιο υπηρεσίας (Μ. Παπαδοπούλου κ.α. ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (2002) 3 Α.Α.Δ. 276).
Στην Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47, το Δικαστήριο υιοθετώντας την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατέληξε ότι το ουσιαστικό ερώτημα ήταν κατά πόσο τα ενδιαφερόμενα μέρη κατείχαν το πλεονέκτημα και όχι αν το κατείχαν δυνάμει της μίας ή και των δύο ή και των τριών διαζεύξεών της. Συμφωνούμε με την εισήγηση του κ. Αγγελίδη ότι το ζητούμενο σε κάθε περίπτωση είναι κατά πόσο οι υποψήφιοι κατέχουν το προσόν που συνιστά πλεονέκτημα, και όχι αν το κατέχουν δυνάμει ενός ή περισσοτέρων τρόπων.
Ως προς την πείρα της αιτήτριας, ο κ. Κωνσταντίνου εισηγείται ότι σε αντίθεση με τα όσα σημειώνονται στην παράγραφο 4.11 του πρακτικού της καθ΄ ης η αίτηση, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερεί τόσο έναντι της αιτήτριας, όσο και του αιτητή Πάτσαλου, εφ΄ όσον το ενδιαφερόμενο μέρος διαθέτει πείρα που καταλήγει σε εξαίρετη αξιολόγηση στην υψηλόβαθμη θέση του προϊσταμένου Λογιστηρίου, δηλαδή στην αμέσως κατώτερη ιεραρχικά θέση της υπό πλήρωσης θέσης Οικονομικού Διευθυντή, εμφιλοχώρησε πλάνη εφ΄ όσον η πραγματικότητα βρίσκεται στην αντίθετη πλευρά: Είναι η αιτήτρια που υπερέχει σε πείρα, πείρα υπέρτερη και ποιοτικά σε σχέση με την αξιόλογη μακρόχρονη σταδιοδρομία της η οποία υπήρξε άμεμπτη.
Είναι νομολογημένο ότι η πείρα δεν εξαρτάται μόνο από τη διάρκεια της υπηρεσίας αλλά και από την αξία του καθ΄ ενός (Στέλλα Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112, 118). Ως ορθά υπέδειξε ο Χατζηχαμπής, Δ., στην απόφασή του στις 756/2005 και 860/2005 (ανωτέρω), έχοντας ως δεδομένο την απόφαση του Συμβουλίου να αγνοήσει κάποιες από τις ετήσιες εκθέσεις για το ενδιαφερόμενο μέρος ως είχε δικαίωμα, αναδρομή στη σταδιοδρομία του Φελλά σε σύγκριση με εκείνη της Φινοπούλου, αποκαλύπτει αφ΄ενός, ότι η Φινοπούλου είχε όχι μόνο διαχρονικά καθ΄όλα εξαίρετες αξιολογήσεις στις ετήσιες εκθέσεις αλλά και ευρύτατη πείρα: «Ευρεία πείρα εις την λογιστικήν ή/και τα Οικονομικά και ευρεία διοικητική πείρα» ως απαραίτητο προσόν του σχεδίου υπηρεσίας. Δεν μπορούσε λοιπόν να θεωρηθεί η πείρα του ενδιαφερόμενου μέρους ως υπέρτερη εκείνης της Φινοπούλου, ούτε να χρησιμοποιηθεί η πείρα του ενδιαφερόμενου μέρους στην οποία βασίσθηκε η διαπίστωση κατοχής του πλεονεκτήματος από αυτό ως κριτήριο περαιτέρω υπεροχής του. Πεπλανημένη όμως ήταν και η παράλειψη αναφοράς του Διοικητικού Συμβουλίου στην υπεροχή της Φινοπούλου σε βαθμολογημένη αξία, εφ΄ όσον αυτή είχε διαχρονικά από το 1982 καθ΄όλα εξαίρετες αξιολογήσεις ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος είχε, ιδιαίτερα τα έτη 1982 μέχρι και 1995, πολύ υποδεέστερες αξιολογήσεις.
Αναφερθήκαμε ήδη στην πείρα της αιτήτριας όσο και του ενδιαφερόμενου μέρους ώστε καθίσταται σαφές ότι από απόψεως διάρκειας η πείρα της αιτήτριας είναι υπέρτερη κατά δέκα χρόνια η οποία προκύπτει βεβαίως ως εκ της αρχαιότητας της (Στέλλα Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας Δημοκρατίας (ανωτέρω)) με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν η πείρα του ενδιαφερόμενου μέρους να κρίνεται ως υπέρμετρη της Φινοπούλου εφόσον η αναφορά στην πείρα του ενδιαφερόμενου μέρους από την υπηρεσία του στο λογιστήριο της Αρχής Λιμένων, δηλαδή την αμέσως κατώτερη ιεραρχικά θέση της υπό πλήρωση θέσης του Οικονομικού Διευθυντή χρησιμοποιήθηκε και για διαπίστωση του πλεονεκτήματος πεπλανημένα.
Η αίτηση της Φινοπούλου αρ. 2094/06 επιτυγχάνει.
Αρ. Αίτησης 16/07, Δημήτρης Πάτσαλος.
΄Οσον αφορά την προσφυγή του Δημήτρη Πάτσαλου, το μόνο θέμα το οποίο παραμένει υπό εξέταση είναι η θέση του ότι η απόφαση του Συμβουλίου της Αρχής πάσχει διότι η τελευταία δεν συμμορφώθηκε και/ή δεν έλαβε υπ΄ όψιν και/ή παραγνώρισε το δεδικασμένο που προέκυψε από την απόφαση στην προσφυγή Δημήτρης Φελλάς ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υποθ. Αρ. 629/2002, ημερ. 20.4.2004, από την απόφαση της Ολομέλειας, Α.Ε. 3804, ημερ. 13.10.2006, που εκδόθηκε, κατόπιν άσκησης έφεσης εναντίον της πρωτόδικης αυτής απόφασης και την απόφαση της Ολομέλειας στις υπό κρίση συνεκδικαζόμενες προσφυγές.
Είναι η εισήγηση της Αρχής ότι από τις πιο πάνω αποφάσεις δεν έχει παραχθεί δεδικασμένο ως προς τον αιτητή διότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του κανόνα: η απόφαση να είναι τελεσίδικη, να υπάρχει ταύτιση διαδίκων και ταύτιση επιδίκων θεμάτων. Η προσφυγή 629/2002 (ανωτέρω), είναι η θέση της Αρχής, αφορούσε σε άλλη υπόθεση στην οποία ο αιτητής ήταν εκεί ενδιαφερόμενο πρόσωπο και ο Φελλάς ήταν ο αιτητής ο οποίος προσέβαλε το διορισμό του Πάτσαλου στη θέση προϊσταμένου Λογιστηρίου, ενώ επρόκειτο και για διαφορετική θέση, του Οικονομικού Διευθυντή. Άλλωστε και στις συνεκδικαζόμενες προσφυγές 765/2005 και 860/2005 (ανωτέρω) η προσφυγή του αιτητή απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, το οποίο δεν διαπίστωσε έρεισμα στην προσφυγή 860/2005 του Πάτσαλου η οποία και απορρίφθηκε ενώ στην προσφυγή της Φινοπούλου εγείρονταν άλλα θέματα.
Ακόμη στην ΣτΕ 1603/93, κρίθηκε ότι δεν ήταν δυνατή η εφαρμογή της αποφάσεως του ΣτΕ και στην περίπτωση του αιτητή, διότι εξεδόθη επί αιτήσεως ακυρώσεως άλλου συναδέλφου του με αποτέλεσμα να μην προκύπτει δεδικασμένο κατά την έννοιαν του άρθρου 50 του ν.δ 17ο/73.
Είναι πάγια νομολογημένη αρχή ότι η συνεκδίκαση των υποθέσεων δεν εξομοιώνει τα επίδικα θέματα (Μακρίδης ν. Μιχαηλίδου (1990) 1 Α.Α.Δ. 416). Σε καμιά από τις πιο πάνω αποφάσεις δεν κρίθηκε το γεγονός ότι δεν λήφθηκαν υπ΄ όψιν οι ετήσιες εκθέσεις του ενδιαφερομένου μέρους από την Αρχή, για τους λόγους που προβάλλονται πιο πάνω. Τέτοιο ζήτημα εγείρεται για πρώτη φορά από τον αιτητή.
Η κα Νικολαΐδου παρατηρεί ότι η θέση του αιτητή, διαφοροποιείται από την Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38, διότι σ΄ εκείνη την υπόθεση η Ολομέλεια αποφάσισε ότι δεν επιτρέπεται η επανάληψη, ούτε η συμπερίληψη ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως. Στην παρούσα όμως περίπτωση η διαφοροποίηση έγκειται στο γεγονός ότι η επανεξέταση έγινε μετά την ακυρωτική απόφαση στις 756/2005 και 860/2005, από το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ΄ ης η Αίτηση με νέα σύνθεση. Στην πραγματικότητα, εισηγείται η κα Νικολαΐδου, κατά την επανεξέταση το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ΄ ης η αίτηση δεν συμμορφώθηκε με το αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης στις πιο πάνω συνεκδικαζόμενες προσφυγές. Αλλά ούτε και η προσφυγή του αιτητή αποτελεί επανάληψη ή συμπερίληψη των ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως, ώστε να τύχει εφαρμογής η απόφαση Ναζίρης (ανωτέρω). Είναι η θέση της ότι έχει δημιουργηθεί νέα διοικητική πράξη που θα μπορούσε να προσβληθεί ακόμα και από οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο δεν προσέβαλε την πρώτη διοικητική απόφαση.
Όντως απολύτως σχετική με το ζήτημα του δεδικασμένου είναι η απόφαση Ναζίρης, (ανωτέρω) όπου με αναφορά στις αποφάσεις Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608 και Αρχή Λιμένων ν. Παπαδάκη κ.α. (2002) 3 Α.Α.Δ. 140, κρίθηκε ότι:
«Η Ολομέλεια δεν φαίνεται να κατηύθυνε την προσοχή της και στην άλλη, παράλληλη, αρχή ότι η επανεξέταση διενεργείται στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ΄ όλης της ύλης, χωρίς βέβαια να επηρεάζεται η νομολογιακά αναγνωρισμένη δυνατότητα του διοικητικού οργάνου να επαναδιερευνά όταν διαπιστώνεται λόγος: βλ. Ιωσηφίδης κ.α. ν. Δαβερώνα κ.α.(2002) 3 Α.Α.Δ. 147και Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη κ.α.(2002) 3 Α.Α.Δ 601. Η εν λόγω αρχή, στηριγμένη στη λογική, αποβλέπει αφενός στη λήξη, με την πρώτη ευκαιρία, της αμφισβήτησης διοικητικών αποφάσεων και αφετέρου, όπως και στην περίπτωση του δεδικασμένου, στο να αποφεύγεται η κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, με επιπτώσεις εύκολα προβλεπτές.».
Οι λόγοι που προβάλλει τώρα ο αιτητής, είναι λόγοι που θα μπορούσαν να προβληθούν και στην προηγούμενη προσφυγή του, πράγμα που δεν έγινε είτε λόγοι που ενώ προβλήθηκαν δεν εξετάστηκαν· ο ίδιος δεν εφεσίβαλε την απόφαση και ως εκ τούτου, κάτω από το λόγο της Ναζίρης δεν δικαιούται να τους θέσει για πρώτη φορά με την παρούσα αίτηση. Άλλωστε όπως παρατηρεί το Δικαστήριο δεν υπήρχε έρεισμα στους λόγους ακυρώσεως που ο Πάτσαλος προέβαλε: κακή σύνθεση και λειτουργία του Διοικητικού Συμβουλίου, έλλειψη δέουσας έρευνας της κατοχής προβλεπομένου στο σχέδιο υπηρεσίας προσόντος από το ενδιαφερόμενο μέρος, υποτίμηση πρόσθετου προσόντος του αιτητή, έλλειψη αιτιολογίας των εντυπώσεων από την προφορική εξέταση και που διαφοροποιούνταν από τους λόγους της Φινοπούλου.
Η Προσφυγή 2094/06 επιτυγχάνει. Η απόφαση ακυρώνεται με έξοδα σε βάρος των Καθ΄ ων η αίτηση όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η Προσφυγή 16/07 απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος αιτητή, και πάλι όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/ΜΔ