ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 3 ΑΑΔ 54
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αναθεωρητική Έφεση Αρ.101/09
(Υπόθεση Αρ. 1475/06)
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]
1. ISMAIL MEHMET SHAKIR,
2. AFRICANOS (REAL ESTATE & BUSINESS BROKERS) LTD,
Εφεσείοντες-Αιτητές,
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. YΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ,
3. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ Τ/Κ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ,
Εφεσιβλήτων-Καθ΄ων η αίτηση.
― ― ― ―
Π. Σιακαλλής για Π. Αγγελίδη, για εφεσείοντες
Λ. Ουστά (κα) με Ν. Καρκώτη ασκούμενο δικηγόρο, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για εφεσίβλητους
Π. Αρτέμη, Π.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποτυπώνει με ακρίβεια τα γεγονότα και το ιστορικό της παρούσας υπόθεσης ως ακολούθως:
«Ο αιτητής 1 (στο εξής «ο αιτητής») είναι Τουρκοκύπριος. Κατάγεται από τα Λεύκαρα και από το 1971 είναι μόνιμος κάτοικος Λονδίνου. Στις 12.12.2003, δυνάμει δωρεάς από τη μητέρα του, η οποία λόγω της τουρκικής εισβολής εγκαταστάθηκε στα κατεχόμενα, εγκαταλείποντας την περιουσία της στις ελεύθερες περιοχές, κατέστη ιδιοκτήτης ακίνητης περιουσίας. Η μεταβίβαση της περιουσίας από τη μητέρα του έγινε με τη συγκατάθεση του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. Στις 11.8.2004 ο αιτητής συνήψε σύμβαση πώλησης των κτημάτων του στους αιτητές 2.
Ο αιτητής ζήτησε από τους καθ΄ων η αίτηση όπως, με βάση το πωλητήριο έγγραφο μεταβιβαστεί η συγκεκριμένη τουρκοκυπριακή περιουσία του στο όνομα των αγοραστών αιτητών 2, με παράλληλη αποδέσμευση της περιουσίας από τον Κηδεμόνα.
Στις 22.6.2006, ο αναπληρωτής Διευθυντής της Υπηρεσίας Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών με επιστολή του πληροφόρησε τον αιτητή ότι το πιο πάνω αίτημα απορρίφθηκε, αφού δεν δικαιολογείται η αποδέσμευση της υπό κηδεμονία τουρκοκυπριακής περιουσίας, με σκοπό την πώληση και αποξένωσή της, ενώ δεν μπορούσε να επιτραπεί υπό τις περιστάσεις η αποδοχή και κατάθεση του πωλητηρίου εγγράφου για τη σκοπούμενη πώληση, ενόσω διαρκεί η προσδιοριζόμενη από το νόμο έκρυθμη κατάσταση, που επικρατεί στην Κύπρο λόγω της τουρκικής εισβολής. Η πιο πάνω απόφαση των αιτητών αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού απέρριψε δύο προδικαστικές ενστάσεις των καθ΄ων η αίτηση, προχώρησε και εξέτασε τις θέσεις των αιτητών και απόρριψε την προσφυγή με έξοδα εναντίον τους.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες-αιτητές προβάλλουν το επιχείρημα ότι το Δικαστήριο «δεν ασχολήθηκε με τη συνταγματικότητα ή μη του Νόμου 139/91 και η κατάληξή του ότι ο Νόμος είναι συνταγματικός είναι λανθασμένη». Είναι προφανές το οξύμωρο της πιο πάνω θέσης. Αφενός μεν υποβάλλεται ότι δεν εξετάστηκε το θέμα αντισυνταγματικότητας και αφετέρου γίνεται δεκτό ότι το Δικαστήριο κατέληξε στην συνταγματικότητα αυτού. Είναι καθαρό από την απόφαση ότι το Δικαστήριο πράγματι ασχολήθηκε με το θέμα αυτό που εγέρθηκε πρωτόδικα από τους αιτητές.
Αναφορικά με τη συνταγματικότητα του Νόμου, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζει το θέμα στις σελ. 8 και 9 της απόφασής του και για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι πρόνοιες του Νόμου 139/91 (ο περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος του 1991) δεν αντιβαίνουν τις πρόνοιες του άρθρου 23 του Συντάγματος, παραπέμπει και στην απόφαση Α. Χρ. Σολομωνίδης Λτδ κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.α. (2003) 1 Α.Α.Δ. 1275, 1282, όπου αποφασίστηκε ότι ο Νόμος δεν καταστρατηγεί το άρθρο 23 του Συντάγματος και οι νομοθετικές του πρόνοιες δικαιολογούνται στη βάση του δικαίου της ανάγκης. Ούτε στοχεύουν σε μόνιμο περιορισμό ή στέρηση δικαιωμάτων των νομίμων ιδιοκτητών, αλλά συνιστούν προσωρινή διαχείριση της περιουσίας για όσο χρόνο διαρκεί η έκρυθμη κατάσταση (δέστε και Αhmet Mulla Suleyman v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 99/2005 ημερομηνίας 21.5.2007).
Η θέση αυτή του πρωτόδικου Δικαστή μας βρίσκει σύμφωνους και θεωρούμε πως οι προσωρινές αυτές πρόνοιες δικαιολογούνται από το δίκαιο της ανάγκης, λόγω της έκρυθμης κατάστασης και της εγκατάλειψης των περιουσιών από τους τουρκοκυπρίους, που μετέβησαν και εγκαταστάθηκαν στα κατεχόμενα· ως εκ τούτου η θέσπιση του Νόμου εδικαιολογείτο.
Έχοντας καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα, είναι αναπόφευκτο και το τι ακολουθεί. Αφού απορρίπτεται η εισήγηση για αντισυνταγματικότητα, είναι προφανές ότι οι αρχές οδηγήθηκαν στο σωστό αποτέλεσμα, με βάση τις πρόνοιες του Νόμου. Η κατάληξή τους για άρνηση της μεταβίβασης με βάση τις πρόνοιες αυτές ήταν και αιτιολογημένη και δεν εμπεριείχε οποιαδήποτε κατάχρηση εξουσίας, όπως ισχυρίζονται οι εφεσείοντες σε άλλους λόγους της έφεσής τους.
Όταν αρχικά η μητέρα του πρώτου εφεσείοντα εγκατέλειψε την περιουσία της εγκαθιστάμενη στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρκατία περιοχές, ορθά η περιουσία αυτή θεωρήθηκε ως εγκαταλειφθείσα και περιήλθε με τη θέσπιση του Νόμου 139/91 κάτω από τη διαχείριση του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσίων. Ότι ακολούθησε αργότερα, δηλαδή η δωρεά της περιουσίας στον πρώτο εφεσείοντα, δεν μπορούσε να είχε ανατρέψει την κατάσταση.
Καταλήγοντας, συμφωνούμε με την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστή, υιοθετώντας τα υπόλοιπα σχόλια του, που αφορούν τη μορφή και τη φύση των προσωρινών προνοιών του υπό κρίση Νόμου.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Π. Αρτέμης, Π. Ε. Παπαδοπούλου, Δ. Κ. Παμπαλλής, Δ.
Κ. Κληρίδης, Δ. Λ. Παρπαρίνος, Δ.
/Χ.Π.