ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2011) 3 ΑΑΔ 716

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική Εφεση Αρ. 169/2008

Αναθεωρητική Εφεση Αρ. 175/2008)

 

1 Νοεμβρίου, 2011

 

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΤΑΚΗΣ ΒΑΣΙΩΤΗΣ ΛΤΔ,

Εφεσείουσα,

ν.

 

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΥ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ,

Εφεσίβλητου.

_ _ _ _ _ _

Ελ. Μιχαήλ για Α. Νεοκλέους, για την Εφεσείουσα.

Α. Ευσταθίου, για τον Εφεσίβλητο.

_ _ _ _ _ _

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _


 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Το εφεσίβλητο Συμβούλιο ιδρύθηκε με τον περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Εργων Νόμο του 1973 (Ν. 97/73). Στις 16.3.2001 δημοσιεύθηκε ο περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Εργων Νόμος του 2001 (Ν. 29(1)/2001) (ο Νόμος) που ενοποιεί, τροποποιεί και αντικαθιστά τους περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Εργων Νόμους του 1973 μέχρι 1995.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3(1) και (2) του Νόμου, καθιδρύεται Συμβούλιο με την επωνυμία «Συμβούλιο Εγγραφής και Ελέγχου Οικοδομικών και Τεχνικών Εργων» το οποίο αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 32 του Νόμου το Συμβούλιο εκδίδει άδειες στον καθορισμένο τύπο σε εγγεγραμμένους εργολήπτες κατόπιν αίτησης στο καθορισμένο από το Συμβούλιο έντυπο. Σύμφωνα με το Νόμο, εγγεγραμμένος εργολήπτης δικαιούται να λάβει ετήσια άδεια Οικοδομικών ή Τεχνικών  Εργων, νοουμένου ότι ικανοποιεί το Συμβούλιο ότι πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στα άρθρα 15(1) και 32(3) του Νόμου.

 

Κατά τον ουσιώδη χρόνο, ιδιοκτήτης της εφεσείουσας εταιρείας ήταν ο κ. Τάκης Βασιώτης, ο οποίος από το 1983 μέχρι το 1992 διατηρούσε ετήσια άδεια Εργολήπτη Α΄ Τάξης. Στις 21.10.1992 το Συμβούλιο αποφάσισε τον υποβιβασμό του στη χαμηλότερη Β΄ Τάξη λόγω μη προσκόμισης απαραίτητων στοιχείων για εργοδότηση μόνιμου τεχνικού υπαλληλικού προσωπικού. Στις 4.10.1993, κατόπιν αίτησης, ενεγράφη η εφεσείουσα εταιρεία στο Συμβούλιο Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Εργων με ετήσια άδεια για Οικοδομικά Εργα Β΄ Τάξης. Στις 24.9.2001 ο Διευθυντής του εφεσίβλητου Συμβουλίου πληροφόρησε την εφεσείουσα ότι η μεταβατική διάταξη του Ν. 4/92 που αφορούσε την εργοδότηση μειωμένου προσωπικού από εργολήπτες που είχαν πείρα 25 χρόνων σε οικοδομικά ή τεχνικά έργα την 1.1.1983, από τα οποία 18 ως εργολήπτες, ευεργέτημα που κάλυπτε και την εφεσείουσα, δεν ίσχυε πλέον, καθότι  δεν υπήρχε η ανάλογη νομοθετική κάλυψη με βάση το (νέο) Νόμο. Με νεώτερη επιστολή του ημερομηνίας 7.11.2001 ο Διευθυντής του Συμβουλίου, πληροφόρησε την εφεσείουσα ότι κατόπιν επανεξέτασης, το Συμβούλιο αποφάσισε ότι η μεταβατική διάταξη του προηγούμενου Νόμου, Ν. 4/92 συνέχιζε να ισχύει για όσους εργολήπτες είχαν εξασφαλίσει το ευεργέτημα αυτό πριν τη θέσπιση της νέας νομοθεσίας (Ν. 29(1)/2001). Στις 9.3.2005 το εφεσίβλητο Συμβούλιο, αποφάσισε ότι με την εφαρμογή του Νόμου 29(1)/2001, το ευεργέτημα της απαλλαγής εργοδότησης ενός πολιτικού μηχανικού, που είχε παραχωρηθεί στο παρελθόν, σύμφωνα με την πρόνοια του άρθρου 15, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 4/92, έπαυσε να ισχύει. Η απόφαση αυτή γνωστοποιήθηκε στην εφεσείουσα η οποία ταυτόχρονα κλήθηκε να συμμορφωθεί με τις πρόνοιες του νέου νόμου μέχρι την1.7.2005. Σε αντίθετη περίπτωση το Συμβούλιο θα προχωρούσε σε υποβάθμιση της ετήσιας άδειας. Ο Διευθυντής του Συμβουλίου, με επιστολή του ημερ. 24.3.2005, πληροφόρησε την εφεσείουσα ότι το Συμβούλιο αποφάσισε τη διεξαγωγή έρευνας για τις δραστηριότητες της σε σχέση με την εκτέλεση έργων.

 

Η εφεσείουσα διαφώνησε με την πιο πάνω απόφαση. Κατόπιν αλληλογραφίας μεταξύ των δικηγόρων της και του Συμβουλίου, ο Διευθυντής του Συμβουλίου με επιστολή του ημερ. 7.7.2006 πληροφόρησε την εφεσείουσα ότι δεν μπορεί να της εκδοθεί ετήσια άδεια Β΄ Τάξης Οικοδομικών Εργων επειδή δεν εργοδοτεί  το απαιτούμενο από το νόμο προσωπικό. Στην εν λόγω επιστολή γινόταν παραπομπή σε σχετικές γνωματεύσεις επί του θέματος καθώς και εισήγηση για έκδοση ετήσιας άδειας Γ΄ Τάξης.

 

Η εφεσείουσα με επιστολή των δικηγόρων της ημερ. 21.7.2006, πληροφόρησε το εφεσίβλητο Συμβούλιο ότι δεν αποδεχόταν  υποβιβασμό σε Γ΄ Τάξη και με προσφυγή της στο Ανώτατο Δικαστήριο (υπόθεση αρ. 1676/2006, ημερ. 8.9.2006) ζήτησε την ακύρωση της προαναφερόμενης απόφασης του Συμβουλίου ημερ. 7.7.2006.

 

Στις 5.2.2007 η εφεσείουσα υπέβαλε αίτηση με συνημμένα έγγραφα για ανανέωση της ετήσιας άδειας Β΄ Τάξης για το έτος 2007. Το  Συμβούλιο, με αναφορά στο ιστορικό του φακέλου σχετικά με τη μη έκδοση ετήσιας άδειας για το έτος 2006 λόγω μη εργοδότησης του εκ του νόμου προβλεπόμενου προσωπικού και επειδή τα προσκομισθέντα στοιχεία δεν ικανοποιούσαν τις προϋποθέσεις για έκδοση άδειας Β΄ Τάξης, αποφάσισε (14.2.2007) την απόρριψη της αίτησης. Η εφεσείουσα κλήθηκε επίσης να συμμορφωθεί προς τη σχετική νομοθεσία αφού τα έργα που εκτελούσε από 1.1.2006 είναι παράνομα.

 

Η εφεσείουσα με προσφυγή της στο Ανώτατο Δικαστήριο (υπόθεση αρ. 552/2007, ημερ. 16.4.2007) ζήτησε την ακύρωση της προαναφερόμενης απόφασης του Συμβουλίου ημερ. 14.2.2007.

 

Οι πιο πάνω προσφυγές, υπόθεση αρ. 1676/2006 και υπόθεση αρ. 552/2007, ακούστηκαν χωριστά και τελικά απορρίφθηκαν. Οι υπό εξέταση εφέσεις στρέφονται κατά των αποφάσεων που αντιστοίχως εκδόθηκαν στις υποθέσεις 552/2007 και 1676/2006.

 

Αναθεωρητική Εφεση Αρ. 175/08

(Προσφυγή Αρ. 1676/06)

 

 

Η πιο πάνω προσφυγή είχε ως αντικείμενο την άρνηση του Συμβουλίου να εκδώσει στην εφεσείουσα ετήσια άδεια Β΄ Τάξης οικοδομικών έργων, για το έτος 2006 επειδή δεν διέθετε (η εφεσείουσα) το απαραίτητο τεχνικό προσωπικό που αντιστοιχούσε στην άδεια Β΄ Τάξης.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης που αναφέρεται στο έννομο συμφέρον της εφεσείουσας δεν θα μας απασχολήσει ενόψει της δήλωσης της κας Ευσταθίου ότι δεν υποστηρίζει την επί του συγκεκριμένου θέματος πρωτόδικη κρίση και ότι δεν επρόκειτο να προωθήσει το ίδιο θέμα κατά την ακρόαση της έφεσης.

 

Οι επόμενοι δύο λόγοι έφεσης έχουν κοινή συνισταμένη την εισήγηση ότι το δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα το νόμο και δεν έλαβε υπόψη την κακόπιστη συμπεριφορά του εφεσίβλητου Συμβουλίου το οποίο, κατά παράβαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης της εφεσείουσας, προέβη στην άρση των κινήτρων «.. που προέβλεψε ο νόμος για να προσελκύσει συγκεκριμένη συμπεριφορά του ιδιώτη .» με αποτέλεσμα να καταλήξει το δικαστήριο στο αναιτιολόγητο συμπέρασμα ότι η ετήσια άδεια Β΄ Τάξης που εκδόθηκε στην εφεσείουσα δεν είχε οποιαδήποτε ισχύ πέραν της 31ης Δεκεμβρίου, 2005.

 

Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης αφορούν εισηγήσεις ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάστηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, της αναλογικότητας, η ελευθερία του συμβάλλεσθαι της εφεσείουσας καθώς και το προστατευόμενο από το άρθρο 25 του Συντάγματος, δικαίωμα του επαγγέλματος.

 

Η εφεσείουσα κατ΄ επίκληση των προνοιών του άρθρου 55(2)(γ) του Νόμου υποστήριξε ότι διατηρούσε δικαίωμα εργοδότησης μειωμένου τεχνικού προσωπικού και/ή δικαίωμα απαλλαγής από την υποχρέωση εργοδότησης ενός πολιτικού μηχανικού και συνακόλουθα τούτου, ότι το Συμβούλιο λανθασμένα ερμήνευσε το νόμο, παραβιάζοντας την ουσιαστική αυτή διάταξη.

 

Το άρθρο 55(1), (2) (β) και (γ) προβλέπει:

 

«55.-(1) Οι περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Εργων Νόμοι του 1973 μέχρι 1995 καταργούνται.

 

(2) Ανεξάρτητα από την κατάργηση των περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Εργων Νόμων του 1973 μέχρι 1995 (οι οποίοι στο παρόν Μέρος θα αναφέρονται ως οι καταργηθέντες νόμοι)-

 

(α)   ...................................

 

(β) οποιαδήποτε εγγραφή εργολήπτη, πιστοποιητικό εγγραφής, ή ετήσια άδεια που έγινε ή εκδόθηκε δυνάμει των καταργηθέντων νόμων και που ήταν έγκυρη και σε ισχύ αμέσως πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου θα συνεχίσει να είναι έγκυρη και ισχυρή και θα θεωρείται ότι έγινε ή εκδόθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου, εκτός αν μέχρις ότου ακυρωθεί, ανασταλεί ή λήξει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

 

(γ) οποιαδήποτε εγγραφή εργολήπτη στο Μητρώο ή ετήσια άδεια που έγινε ή εκδόθηκε νόμιμα δυνάμει των καταργηθέντων νόμων και που ήταν έγκυρη και σε ισχύ αμέσως πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου, δεν μπορεί να ακυρωθεί ή υποβιβαστεί ως αποτέλεσμα της έλλειψης ή της διαφοροποίησης προσόντος ή κριτηρίου που γίνεται για πρώτη φορά με τον παρόντα Νόμο.»

 

 

 

Είναι γεγονός ότι το εφεσίβλητο Συμβούλιο συνέχισε να παραχωρεί στην εφεσείουσα το ευεργέτημα της απαλλαγής όχι μόνο μετά τη λήξη της άδειας της, Β΄ Τάξης, για το έτος 2001 αλλά και για τα επόμενα έτη μέχρι το 2005. Το Συμβούλιο, όπως το ίδιο παραδέχεται, ενεργούσε υπό πλάνη ότι η εφεσείουσα εδικαιούτο της συγκεκριμένης μεταχείρισης και μετά την εφαρμογή του νόμου. Όταν όμως το Συμβούλιο, ύστερα από σχετικές γνωματεύσεις, αντιλήφθηκε ότι ενεργούσε πεπλανημένα νομίμως μετέβαλε τη θέση του παρέχοντας προς τούτο επαρκή αιτιολογία. Βλ. Κουρσάρος ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1999) 3 ΑΑΔ 345 και άρθρο 29 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(1)/99).

 

Σχετικές επί του προκειμένου είναι και οι πρόνοιες του άρθρου 32(1) και (4) του Νόμου ήτοι,

 

«32.-(1) Η αναφερόμενη στον παρόντα Νόμο ετήσια άδεια εκδίδεται από το Συμβούλιο στον καθορισμένο τύπο σε εγγεγραμμένους εργολήπτες κατόπιν αίτησης στο καθορισμένο από το Συμβούλιο έντυπο και καταβολής του καθορισμένου τέλους.

 

(2) ...................................

 

(3) ...................................

 

(4) Κάθε ετήσια άδεια που εκδίδεται δυνάμει του παρόντος άρθρου εκπνέει κανονικά, εκτός αν προηγουμένως αυτή ακυρωθεί ή ανασταλεί δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 34, την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους για το οποίο έχει εκδοθεί και μπορεί να ανανεώνεται κάτω από τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις όπως και η έκδοση της.

 

(5) ....................................»

 

 

 

Από το λεκτικό των πιο πάνω διατάξεων προκύπτει ότι κάθε ετήσια άδεια που εκδίδεται, εκπνέει κανονικά την 31η Δεκεμβρίου του έτους για το οποίο έχει εκδοθεί. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση ανανέωσης άδειας που είχε προηγουμένως ακυρωθεί ή ανασταλεί δυνάμει των προνοιών του άρθρου 34 του νόμου. Η αίτηση για την έκδοση της ετήσιας άδειας υποβάλλεται κατ΄ έτος από τον ενδιαφερόμενο εργολήπτη και εξετάζεται αυτοτελώς από το Συμβούλιο με βάση το ισχύον κατά τη δεδομένη χρονική περίοδο πραγματικό και νομικό καθεστώς.

 

Η εξέταση της αίτησης της εφεσείουσας για ετήσια άδεια Β΄ Τάξης για το έτος 2006 έγινε με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης. Κατά την εξέταση, διαπιστώθηκε ότι η εφεσείουσα δεν διέθετε το απαραίτητο τεχνικό προσωπικό που απαιτείται με βάση το νόμο για την έκδοση άδειας Β΄ Τάξης και ενόψει τούτου νομίμως αρνήθηκε την έκδοση ετήσιας άδειας Β΄ Τάξης στην εφεσείουσα.

 

Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης κρίνονται ως παντελώς αβάσιμοι. Η εισήγηση ότι παραβιάστηκε η αρχή της φυσικής δικαιοσύνης επειδή δεν κλήθηκε η εφεσείουσα να προβάλει τις απόψεις της δεν ευσταθεί. Προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου αλλά και από τα ίδια τα γεγονότα που επικαλέστηκε η εφεσείουσα ότι υπήρξε αλληλογραφία για το θέμα και εκτενής ανταλλαγή απόψεων. Πέραν τούτου θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο νόμος καθορίζει ρητά τους τύπους και τη διαδικασία που αφορούν στο συγκεκριμένο θέμα χωρίς να αφήνεται περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στο Συμβούλιο το οποίο με βάση το νόμο αρμοδίως ενεργεί ώστε οι πράξεις του να μην πάσχουν από παρανομία. Καθόσον αφορά τους ισχυρισμούς περί παραβάσεων των αρχών της αναλογικότητας, της ελευθερίας των συμβάσεων και του δικαιώματος άσκησης επαγγέλματος, αυτοί προβλήθηκαν αορίστως και συνεπώς δεν εξετάζονται. Βλ. Ζίζιρου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 631.  

 

 Αναθεωρητική Εφεση Αρ. 169/08

(Προσφυγή Αρ. 552/07)

 

 

Η πιο πάνω προσφυγή ασκήθηκε από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του εφεσίβλητου Συμβουλίου με την οποία το Συμβούλιο αρνήθηκε να εκδώσει στην εφεσείουσα άδεια Τάξης Β΄ οικοδομικών έργων για το έτος 2007. Ο λόγος της άρνησης ερείδεται στα ίδια νομικά και πραγματικά γεγονότα στη βάση των οποίων το Συμβούλιο αρνήθηκε να εκδώσει ανάλογη άδεια στην εφεσείουσα για το έτος 2006. Πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση προβλήθηκε η ίδια επιχειρηματολογία με εκείνη της προηγούμενης υπόθεσης. Δεν παρίσταται ανάγκη οποιασδήποτε επανάληψης. Τα λεχθέντα σχετικά με την Αναθεωρητική Εφεση αρ. 175/08 ισχύουν και υιοθετούνται mutatis mutandis και για την παρούσα υπόθεση.

 

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.

 

 

 

                                                      Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.

 

                                                      Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

                                                      Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ.

 

                                                      ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

                                                      Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

 

ΣΦ.

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο