ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 3 ΑΑΔ 481
Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 131/2007
(Υπόθεση Αρ. 462/2006)
14 Ιουνίου, 2011
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
Εφεσείoντες-Καθ΄ων η αίτηση,
και
1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
2. ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΡΝΑΡΟΥ,
3. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΕΤΡΟΥ,
4. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
5. ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ,
6. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ,
7. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ,
8. ΣΩΤΗΡΗΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,
Εφεσίβλητοι-Αιτητές.
- - - - - - - - -
Α. Χριστοφόρου, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για εφεσείοντες
Α. Μαρκίδης, για εφεσίβλητους
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Οι εφεσίβλητοι-αιτητές με την προσφυγή τους στην Υπόθεση 462/06 ζητούσαν:
«Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ΄ων η Αίτηση η οποία γνωστοποιήθηκε στον δικηγόρο των Αιτητών με επιστολή ημερομηνίας 17.02.2006 (αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται ως Παράρτημα «Α» στην παρούσα) και με την οποία οι καθ΄ων η Αίτηση απέρριψαν το αίτημα των Αιτητών όπως ισχύσουν και για αυτούς οι ίδιες ρυθμίσεις, στις οποίες οι καθ΄ων η Αίτηση προέβησαν για άλλους αξιωματικούς, οι οποίοι πέτυχαν στις Προσφυγές 1051/02 μέχρι 1064/02, είναι άκυρη και/ή στερείται οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»
Οι εφεσίβλητοι-αιτητές ήταν μόνιμοι αξιωματικοί του Στρατού και υπηρετούσαν με απόσπαση στην Εθνική Φρουρά, κατέχοντας το βαθμό του Συνταγματάρχη.
Με βάση τις διατάξεις του Κανονισμού 18 των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Τροποποιητικών Κανονισμών του 2002 (ΚΔΠ 313/2002) το 2003 και 2004 υπέβαλαν αναφορά με αίτημα τον ευδόκιμο τερματισμό της σταδιοδρομίας τους. Όλες οι αναφορές των αιτητών υποβλήθηκαν με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους, «που πιθανόν να προκύψουν από ενδεχόμενη κήρυξη των σχετικών κανονισμών ως αντισυνταγματικών ή θέσεων τους ως ανενεργών, με οποιοδήποτε άλλο τρόπο».
Τα αιτήματα τους εξετάστηκαν από το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων που με σχετικές αποφάσεις του τούς έκρινε ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους. Προτού αφυπηρετήσουν, οι αιτητές προάχθηκαν με σχετικές αποφάσεις του Υπουργού Άμυνας στο βαθμό του Ταξιάρχου από την προηγούμενη ημέρα της αφυπηρέτησής τους και μετά την αφυπηρέτηση, τους καταβλήθηκαν τα συνταξιοδοτικά τους ωφελήματα, όπως καθορίζονται στις διατάξεις του Κανονισμού 19 των ιδίων Κανονισμών.
Άλλοι αξιωματικοί, συνάδελφοι των εφεσιβλήτων, που βρίσκονταν ουσιαστικά στην ίδια θέση με αυτούς, όταν το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων αποφάσισε να τους κρίνει ως ευδοκίμως τερματίσαντες την υπηρεσία τους, αμφισβήτησαν την απόφαση με προσφυγές στο Ανώτατο Δικαστήριο, που κατέληξαν επιτυχώς, αφού οι προσβληθείσες αποφάσεις ακυρώθηκαν. Οι επιτυχόντες αιτητές, επαναδιαπραγματεύτηκαν το θέμα της αφυπηρέτησης και τα απορρέοντα από αυτή ζητήματα και κατέληξαν στην παροχή ωφελημάτων και/ή αποζημιώσεων σε αυτούς, που ήταν συγκριτικά καλύτερα από εκείνα που επήραν οι εφεσείοντες. (Σαβουλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 1051/2002 - 1064/2002, ημερ. 15.9.2004). Ως συνέπεια της πιο πάνω απόφασης, οι εφεσίβλητοι-αιτητές ζήτησαν από τους εφεσείοντες όπως επανεξετάσουν την υπόθεσή τους και ισχύσουν και στη δική τους περίπτωση οι ίδιες ρυθμίσεις, που ίσχυσαν για τους συνάδελφούς τους, που είχαν πετύχει στις προσφυγές.
Το Υπουργείο Άμυνας, λαμβάνοντας υπόψη και επιστολή της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, μελέτησε το αίτημα και πληροφόρησε το δικηγόρο των αιτητών ότι οι περιπτώσεις τους δεν ήταν δυνατόν να αντιμετωπιστούν όπως εκείνες των επιτυχόντων αξιωματικών που προσέφυγαν στο Δικαστήριο και ως αποτέλεσμα της απόφασης αυτής οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν την υπό κρίση προσφυγή τους, την οποία ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής αποδέχθηκε, καταλήγοντας πως υπήρξε δυσμενής διάκριση και παραβίαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος, αφού έκρινε ότι τόσο οι εφεσίβλητοι, όσο και οι αιτητές στις άλλες περιπτώσεις βρίσκονταν ακριβώς κάτω από τους ίδιους όρους και συνθήκες υπηρεσίας και ως εκ τούτου, η μεταξύ τους διάκριση δεν ήταν εύλογη. Ως αποτέλεσμα, η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε, με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Οι εφεσείοντες καταχώρησαν την έφεση που έχουμε τώρα ενώπιόν μας, ζητώντας ανατροπή της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστή. Μετά από αίτημα του συνηγόρου των εφεσιβλήτων και χωρίς ένσταση από την άλλη πλευρά, η έφεση τέθηκε ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας, καθόσον ο ευπαίδευτος συνήγορος ανέφερε ότι θα ζητούσε από το Δικαστήριο να αποστεί από την απόφαση στην υπόθεση Γιώρκας κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 348, όπου οι συνθήκες ήταν πανομοιότυπες και η προσφυγή είχεν απορριφθεί.
Κατά τη διάρκεια της ακρόασης της έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων υποστήριξε ότι, είτε θα έπρεπε να διαφοροποιηθεί η παρούσα υπόθεση από την υπόθεση Γιώρκας, είτε, αν όχι, η Ολομέλεια να αποστεί από αυτή ως λανθασμένη. Μεταξύ άλλων, ήταν η εισήγησή του ότι εδώ οι αιτητές επεφύλαξαν τα δικαιώματά τους, ενώ στην Γιώρκας αποδέχθηκαν ανεπιφυλάκτως τους όρους αφυπηρέτησης τους.
Τέθηκε, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, το ερώτημα από το Δικαστήριο, κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη, αφού με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να αμφισβητηθούν διοικητικές αποφάσεις, των οποίων η προθεσμία είχε παρέλθει προ πολλού.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσίβλητων-αιτητών, αλλά και ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων-καθ΄ων η αίτηση, δέχθηκαν ότι η πράξη ήταν εκτελεστή, αφού είχε υποβληθεί ένα νέο αίτημα στην διοίκηση, το οποίο εξετάστηκε και απορρίφθηκε. Και αυτή ήταν η πράξη που επηρέαζε τα δικαιώματα των αιτητών και προσβαλλόταν εμπροθέσμως.
Εν όψει της κοινής θέσης και των δύο συνηγόρων επί τούτου και καθόσον, όπως καταλήγουμε πιο κάτω, η θέση των εφεσειόντων θα γίνει αποδεκτή επί της ουσίας της υπόθεσης, δε θα ασχοληθούμε με το πιο πάνω ζήτημα.
Τόσο τα γεγονότα, όσο και οι νομικές θέσεις που εξετάστηκαν στη Γιώρκας (πιο πάνω) είναι σχεδόν ταυτόσημα με αυτά της παρούσας υπόθεσης. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από τη σελ. 352, με το οποίο συμφωνούμε και υιοθετούμε και ως σκεπτικό της απόφασής μας:
«Η αρχή της ισότητας των πολιτών κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος. Η διοίκηση κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας έχει καθήκον ίσης και ομοιόμορφης μεταχείρισης των πολιτών οι οποίοι βρίσκονται κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες. Η ομοιογένεια ή η ανομοιογένεια πρέπει, ανάλογα με την περίπτωση να είναι ουσιαστική ώστε να δικαιολογείται είτε η όμοια μεταχείριση είτε η διάκριση μεταξύ των υποκειμένων του δικαίου. Βλ. Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 63, Ζίζιρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 631, Νικολαϊδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 7.
Η αρχή της ισότητας παραβιάζεται όταν δημιουργούνται αυθαίρετες, τυχαίες ή συμπτωματικές διακρίσεις. Στην υπό κρίση υπόθεση, οι εφεσείοντες, μετά από δικό τους αίτημα κρίθηκαν ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους και ελεύθερα, χωρίς όρους ή επιφυλάξεις, επέλεξαν να πάρουν κατά την αφυπηρέτησή τους όλα τα ωφελήματα που τους αναλογούσαν συμφώνως των ισχυόντων κατά τον ουσιώδη χρόνο Κανονισμών.
Οι εφεσείοντες καρπώθηκαν ανεπιφυλάκτως τα απορρέοντα από τον ευδόκιμο τερματισμό της σταδιοδρομίας τους ωφελήματα ενώ οι συνάδελφοί τους οι οποίοι αμφισβήτησαν τη νομιμότητα της απόφασης του ευδοκίμου τερματισμού της σταδιοδρομίας τους και πέτυχαν την ακύρωση της εν λόγω απόφασης, πήραν ωφελήματα τα οποία καθορίστηκαν και υπό το φως του δεδικασμένου της ακυρωτικής απόφασης. Η εν λόγω ακυρωτική απόφαση Σαβουλίδης (ανωτέρω) είναι εκείνο το γεγονός που δημιούργησε τη δίκαιη διάκριση μεταξύ ανομοιογενών υποκειμένων του δικαίου. Σαφώς πρόκειται για ουσιαστικά ανόμοιες συνθήκες οι οποίες ευλόγως δικαιολογούσαν τη διάκριση στη μεταχείριση των εφεσειόντων. Θεωρούμε επομένως ότι δεν υπήρξε άνιση μεταχείριση σε βάρος των εφεσειόντων καθότι, κάτω από τις δοσμένες συνθήκες δεν ήταν δυνατή η οποιαδήποτε εξίσωση. Εξάλλου, οι συνάδελφοι των εφεσειόντων με τους οποίους γίνεται η σύγκριση, συνέχισαν να υπηρετούν στο στρατό της Δημοκρατίας ενόσω εκκρεμούσε η προσφυγή αλλά και μέχρι την αποδοχή της πρότασης του Υπουργικού Συμβουλίου για συμβιβασμό. Κατά το πιο πάνω χρονικό διάστημα δικαιούνταν κρίσης και προαγωγής και ενδεχομένως κάποιοι να είχαν προαχθεί. Είναι λοιπόν φανερό ότι τα γεγονότα που αντιστοίχως περιβάλλουν τις δύο περιπτώσεις είναι μεταξύ τους διαφορετικά και συνεπώς οι εφεσείοντες δεν μπορούσαν να τύχουν της ίδιας μεταχείρισης με τους συναδέλφους τους. Τα πράγματα θα ήταν ίσως διαφορετικά αν οι εφεσείοντες, αμφισβητούσαν δικαστικά το κύρος της αποδοχής των ωφελημάτων που πήραν είτε κατ΄επίκληση πλάνης ή για άλλη αιτία.»
Οι αρχές με βάση τις οποίες το Ανώτατο Δικαστήριο αφίσταται από προηγούμενες αποφάσεις του, είναι καλώς γνωστές και συνίστανται βασικά στο ότι τέτοια πορεία μπορεί να ακολουθηθεί όπου γενικά οι συνθήκες έχουν ουσιαστικά διαφοροποιηθεί, ή όπου η προηγούμενη απόφαση είναι καταφανώς λανθασμένη, βασισμένη σε εσφαλμένη αρχή δικαίου (Βύρωνας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 77, Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.α. (1996) 1 Α.Α.Δ. 315).
Στην παρούσα περίπτωση κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει και έτσι δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι πρέπει να αποκλίνουμε από την απόφαση στη Γιώρκας.
Επιπρόσθετα, ούτε μπορούμε να διαφοροποιήσουμε την παρούσα από τη Γιώρκας, αφού είναι καθαρό ότι η επιφύλαξη δικαιωμάτων έγινε σε συνάρτηση με την ενδεχόμενη κήρυξη των Κανονισμών για αφυπηρέτηση ως αντισυνταγματικών ή, για οποιοδήποτε άλλο λόγο, ανενεργών, που προφανώς δε συναρτάτο με το ύψος των ωφελημάτων και που, εν πάση περιπτώσει, δε συνέβη στην παρούσα υπόθεση. Σχετικό είναι και πάλι το πιο κάτω απόσπασμα από τη Γιώρκας, στη σελ. 353, το οποίο και παραθέτουμε:
«Οι εφεσείοντες, με αναφορά στη Σαβουλίδης, εισηγούνται ότι από τη στιγμή που κρίθηκε ότι έπασχε ο Κανονισμός 18(1), συμπαρασύρεται με αυτόν και ο Κανονισμός 18(2) ο οποίος είναι συμπληρωματικός του προηγούμενου. Και εφόσον οι πρόνοιες του Κανονισμού 18 κρίθηκαν ως μη εφαρμοστέες στην περίπτωση των αιτητών στη Σαβουλίδης έπρεπε να τύχει ανάλογης αντιμετώπισης και η δική τους περίπτωση και να είχαν κριθεί ως ανενεργές οι πρόνοιες του εν λόγω κανονισμού. Η πιο πάνω εισήγηση δεν ευσταθεί. Οι πρόνοιες του προμνησθέντος Κανονισμού δεν είχαν κηρυχθεί αντισυνταγματικές ούτε και η ακύρωση των κρίσεων στη Σαβουλίδης είχε ως λόγο την παραβίαση του Κανονισμού 18. Εξάλλου δεν παρεχόταν σε κανένα το δικαίωμα να θεωρήσει ως «ανενεργές» τις πρόνοιες μιας ισχύουσας κανονιστικής νομοθετικής διάταξης η οποία δημιουργεί δικαιώματα στους πολίτες που τα ασκούν.»
Κάτω από το φως των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η διοικητική πράξη επικυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ΄ έφεση, υπέρ των εφεσειόντων, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. Αρτέμης, Π.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
Φρ. Νικολαϊδης, Δ.
Α. Κραμβής, Δ.
Δ. Χατζηχαμπής, Δ.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
Μ. Νικολάτος, Δ.
Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
Κ. Κληρίδης, Δ.
Α. Πασχαλίδης, Δ.
/Χ.Π.