ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 3 ΑΑΔ 247
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ Δ/στες]
4 Aπριλίου, 2011,
ΜΙΧΑΛΗ ΠΑΦΙΤΑΝΗ
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω
Υπουργού Παιδείας και/ή μέσω της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας και/ή του Υπουργού Υγείας.
Εφεσιβλήτων/Καθ΄ων η αίτηση,
- - - - - - - -
Π.Κλεοβούλου, για τον Εφεσείοντα
Α.Μαππουρίδης - Ανωτ. δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους
-------- ----------- --------
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κ.Παμπαλλής, Δ.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: O εφεσείων ήταν μόνιμος εκπαιδευτικός λειτουργός και υπηρετούσε ως καθηγητής Εμπορικών. Στις 11 Ιουνίου 2004, ο Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού διαβίβασε στην Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Ε.Ε.Υ.) καταγγελία εναντίον του εφεσείοντα, γιατί, απουσίαζε από τα καθήκοντα του χωρίς άδεια και συγκεκριμένα, ενώ είχε τοποθετηθεί στο Γυμνάσιο Λευκάρων από την 1η Σεπτεμβρίου 2003 συνέχισε να απουσιάζει από την υπηρεσία του μέχρι και τις 24 Ιουνίου 2004.
Η Ε.Ε.Υ. προχώρησε στην πειθαρχική δίωξη του εφεσείοντα και μετά από την ακρόαση της υπόθεσης, αφού βρήκε τον εφεσείοντα ένοχο στην κατηγορία που του είχε απαγγελθεί, του επέβαλε στις 25 Οκτωβρίου 2004 την ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης με ισχύ από την 1η Νοεμβρίου 2004. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης, ο εφεσείων καταχώρισε προσφυγή η οποία απερρίφθη, με αποτέλεσμα να καταχωρίσει την παρούσα έφεση.
Οι προβαλλόμενοι λόγοι έφεσης ουσιαστικά είναι οι ίδιοι με τους λόγους ακυρώσεως που προβλήθηκαν πρωτοδίκως. Με τον πρώτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι τα πρακτικά της διαδικασίας δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα ιδιαιτέρως όσον αφορά τη σύνθεση της Επιτροπής, με αποτέλεσμα να είναι ασαφή και ανακριβή. Σε κάποιο στάδιο της ακρόασης της έφεσης, κατατέθηκαν από το συνήγορο της Δημοκρατίας, με τη σύμφωνη γνώμη του συνήγορου του εφεσείοντα, κεκυρωμένα αντίγραφα των πρακτικών για τις έξι από τις εφτά συνεδρίες της Ε.Ε.Υ.
Για τα πρακτικά των συνεδρίων ημερ. 24 Αυγούστου 2004, 9 Σεπτεμβρίου 2004, 6 Οκτωβρίου 2004, και 25 Οκτωβρίου 2004, δεν υφίσταται, όπως είπε ο συνήγορος καμιά διαφορά, αφού υπάρχει σαφήνεια ως προς τη σύνθεση της Επιτροπής, έτσι, δεν θα μας απασχολήσουν περαιτέρω.
Ως προς το πρακτικό ημερ. 16 Σεπτεμβρίου 2004 ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι από τα ίδια τα πρακτικά αναφύεται ασάφεια ως προς τη σύνθεση, μας παρέπεμψε δε, για σκοπούς παραλληλισμού, στα πρακτικά τα οποία επισυνάφθηκαν στην ένσταση της Δημοκρατίας, κατά το στάδιο εκδίκασης της προσφυγής. ΄Εχουμε συγκρίνει το πρακτικό και το αντίγραφο και δεν βρίσκουμε να υπάρχει οποιαδήποτε ασάφεια ως προς τη σύνθεση. Στο εν λόγω αντίγραφο του πρακτικού ημερ. 16 Σεπτεμβρίου 2004, που κατατέθηκε με την ένσταση απουσιάζει μεν η πρώτη σελίδα, πλην όμως η ουσία και η αναφορά στην υπόθεση του εφεσείοντα, είναι ξεκάθαρη και με σαφήνεια προσδιορίζονται οι παριστάμενοι, που είναι, τα τρία μέλη της Επιτροπής. Ακριβώς τα ίδια παρατηρούμε και στα πρακτικά της συνεδρίας ημερ. 29 Σεπτεμβρίου 2004. ΄Εγινε, κατά την πρώτη ακρόαση της έφεσης, προσπάθεια κατάθεσης του κεκυρωμένου πρακτικού ημερ. 19 Οκτωβρίου 2004, Προβλήθηκε ένσταση από πλευράς εφεσείοντα στην καταχώριση του πρακτικού αυτού, και τελικώς ο συνήγορος της Δημοκρατίας απέσυρε το αίτημα.
Επειδή μας προβλημάτισε η απουσία ολοκληρωμένης εικόνας της διαδικασίας αφού δεν κατατέθηκε κεκυρωμένο αντίγραφο για τη συνεδρία ημερ. 19 Οκτωβρίου 2004, επανανοίξαμε την υπόθεση ζητώντας την προσκόμιση του. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα εξέφρασε την αντίθεση του, τονίζοντας ότι η αναφερόμενη σύνθεση της Επιτροπής διαφέρει, από την αναγραφόμενη στο αντίγραφο των πρακτικών που κατατέθηκαν με την ένσταση, και αποτελούσε το υλικό που είχε ενώπιον του το Δικαστήριο που εκδίκασε την προσφυγή πρωτοδίκως.
Ο σκοπός του διοικητικού Δικαστηρίου είναι η εξέταση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης του διοικητικού οργάνου. Το Δικαστήριο στην εκτέλεση της πιο πάνω δικαιοδοσίας του έχει ρόλο εξεταστικό. Δύναται, σε οποιοδήποτε στάδιο, να ζητήσει και να λάβει έγγραφα, ή να απαιτήσει την προσκόμιση μαρτυρίας, που θεωρεί ότι εξυπηρετεί τον πιο πάνω σκοπό, ανεξάρτητα από τα επιχειρήματα, τη στάση ή τη συμπεριφορά των μερών (Republic v. Alpan (Takis) Bros. (1986) 3(B) 1820. Mέσα σ΄αυτό το πλαίσιο κατατέθηκε το κεκυρωμένο πρακτικό της συνεδρίας ημερ. 19 Οκτωβρίου 2004. (Τεκμ.Β).
Το έγγραφο που κατατέθηκε με την ένσταση αποτελεί, όπως αναγράφεται στον τίτλο του «Απόσπασμα». Η δε αναγραφή των σημείων «ΧΧΧΧ», δεν μπορεί παρά να ερμηνευθεί ως ένα ημιτελές και όχι ολοκληρωμένο αντίγραφο των πρακτικών. Το κεκυρωμένο αντίγραφο που κατατέθηκε ενώπιον μας, ως «Τεκμ.Β», αποτελεί τη μόνη επίσημη πηγή γνώσης των διαδραματισθέντων, και με βάση αυτό δεν διαπιστώνουμε να υπάρχει οποιοδήποτε έρεισμα στην εισήγηση του εφεσείοντα για κακή σύνθεση. Το γεγονός ότι στο αντίγραφο δεν αναφέρεται η αποχώρηση των δύο μελών της Επιτροπής, που φαίνεται μόνο στο κεκυρωμένο αντίγραφο προφανώς θα είναι αποτέλεσμα παράλειψης ή λάθους.
Με τους λόγους εφέσεως 2, 3 και 5 ο εφεσείων ουσιαστικώς αμφισβητεί τα ευρήματα της Επιτροπής, εισηγούμενος ότι υπήρχε εσφαλμένη εκτίμηση των γεγονότων και παράλληλα παράλειψη αξιολόγησης γνωμάτευσης του ιατροσυμβουλίου. Τα πιο πάνω, εντάσσει, ως λάθη και παραλείψεις στην πρωτόδικη απόφαση, παραγνωρίζοντας κατά τη άποψη μας, το γεγονός ότι το Ανώτατο Δικαστήριο στη διοικητική του δικαιοδοσία ως ακυρωτικό δικαστήριο, δεν υπεισέρχεται στα γεγονότα που έλαβε υπόψη του το διοικητικό όργανο, αφού η ευθύνη διαπίστωσης τους ανήκει στο τελευταίο.
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειώσουμε, όπως καταγράφεται και στην πρωτόδικη απόφαση, ότι η μη τήρηση, από τον εφεσείοντα, των διαδικασιών που προβλέπουν οι περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Χορήγηση Αδειών) Κανονισμοί 1993 (ΚΔΠ 307/93), ήταν η αιτία, μεταξύ άλλων, θεώρησης πρωτοδίκως της απόφασης της ΕΕΥ ως ορθής. Στην ίδια την απόφαση της ΕΕΥ ημερ. 19 Οκτωβρίου 2004 αναφέρεται ότι, όσα τότε πρόβαλε ο εφεσείων, και ενώπιον μας επανέλαβε, αφορούσαν ιατρικά πιστοποιητικά που περιέγραφαν την κατάσταση της υγείας του εφεσείοντα πολύ πριν από την περίοδο Σεπτεμβρίου 2003-Απριλίου 2004, που κατηγορείτο ότι απέφυγε να εμφανιστεί στο Γυμνάσιο Λευκάρων, όπου τοποθετήθηκε. Με γνώμονα τα πιο πάνω θεωρούμε ότι οι λόγοι έφεσης 2, 3 και 5 στερούνται ερείσματος και απορρίπτονται.
Με τον 4ο λόγο έφεσης ο εφεσείων εισηγείται ότι η όλη διαδικασία ήταν μια σύνθετη διοικητική πράξη, στην εξέλιξη της οποίας παραβιάστηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και της χρηστής διοίκησης. ΄Εχουμε διεξέλθει τα πρακτικά τα οποία κατατέθηκαν και σημειώνουμε, επί τούτου, ότι πέραν από την κακή σύνθεση, δεν προβλήθηκε αμφισβήτηση, από πλευράς εφεσείοντα, ότι στα πρακτικά δεν αποτυπώνονται με ακρίβεια τα διαμειφθέντα ενώπιον της Επιτροπής. Ο εφεσείων προβάλλει διάφορους λόγους οι οποίοι, κατά την εισήγηση του, τεκμηριώνουν παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και της χρηστής διοίκησης. Όπως σημειώσαμε, μελετώντας τα πρακτικά, δεν βρίσκουμε να έχει με οποιονδήποτε τρόπο τεκμηριώσει τις εισηγήσεις του ο εφεσείων. Από την πρώτη στιγμή που ο εφεσείων εμφανίστηκε ενώπιον της Επιτροπής στις 28 Αυγούστου 2004, εκπροσωπείτο από δικηγόρο. Κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας και σε όλες τις συνεδρίες που ακολούθησαν, διαπιστώνουμε ότι δόθηκε η δυνατότητα στον εφεσείοντα, όχι μόνο, να παρουσιάσει την υπόθεση του, αλλά και να αντεξετάσει τους μάρτυρες, και να κλητεύσει άλλους.
Θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι υπήρξε από την Επιτροπή ανοχή σε αιτήματα και ταυτοχρόνως παροχή κάθε δυνατότητας στον εφεσείοντα να προβάλει την υπεράσπιση του σ΄αυτή την πειθαρχική διαδικασία που αντιμετώπιζε. Συνακόλουθα και αυτός ο λόγος έφεσης δεν έχει έρεισμα και απορρίπτεται.
Περαιτέρω, με τον ίδιο λόγο έφεσης προβάλλεται ως λανθασμένη η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην θεωρήσει την απόφαση της ΕΕΥ ως σύνθετη διοικητική ενέργεια. Όπως επισημαίνεται στην πρωτόδικη απόφαση, ο εφεσείων υποβάλλει τέσσερα αιτήματα προσβάλλοντας ισάριθμες αποφάσεις των εφεσιβλήτων, πλην όμως αυτές αφορούν προδικαστικές πράξεις, μη δυνάμενες να προσβληθούν στα πλαίσια της εκδικαζόμενης προσφυγής. Ουσιαστικά μόνο, η ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης, το αντικείμενο του αιτητικού (Α) προκάλεσε ζημιά στον εφεσείοντα. Από το πιο κάτω σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, καταφαίνεται η ορθότητα του λόγου του.
«Θα περιοριστώ στην εξέταση της υπό Α ζητούμενης θεραπείας. Και τούτο διότι οι υπό Γ και Δ ζητούμενες θεραπείες δεν αφορούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις. Αφορούν πράξεις προπαρασκευαστικές της εκτελεστής, που είναι η πράξη με την οποία ο αιτητής βρέθηκε ένοχος της κατηγορίας και του επιβλήθηκε η ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης. Η πράξη αυτή η μόνη εκτελεστή και είναι αντικείμενο της υπό Α ζητούμενης θεραπείας. Περαιτέρω, όσον, αφορά την υπό Β ζητούμενη θεραπεία, η προσβαλλόμενη παράλειψη, αν και συναφής με τα γεγονότα που οδήγησαν στην καταδίκη και την επιβολή της ποινής της αναγκαστικής αφυπηρέτησης στον αιτητή, που είναι αντικείμενο της Α ζητούμενης θεραπείας, δεν είναι αυτή που προκάλεσε στον αιτητή τη ζημιά, όπως την αποκαλεί, ήτοι την επιβολή της ποινής της αναγκαστικής αφυπηρέτησης, την απώλεια των μισθών και των συνακόλουθων ωφελημάτων του. Η καταδίκη και η ποινή, όπως και οι συνακόλουθες απώλειες του αιτητή, δεν ήταν αποτέλεσμα της παράλειψης να του δοθεί απάντηση στο αίτημά του για εργασία κατάλληλη στην υγεία του. ΄Ηταν το αποτέλεσμα της παράλειψής του να εμφανιστείς το Γυμνάσιο Λευκάρων την 1.9.2003 και να συνεχίζει να μην εμφανίζεται, χωρίς άδεια της αρμόδιας Αρχής, μέχρι τις 24.6.2004».
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα, υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα, όπως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.,
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.