ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 3 ΑΑΔ 124
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 58/2008)
(Υπόθεση Αρ. 726/2006)
4 Φεβρουαρίου, 2011
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δικαστές]
ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Εφεσείουσα/Αιτήτρια,
και
ΑΡΧΗ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητη/Καθ΄ης η Αίτηση.
_________
Χρ. Χριστοφίδης με Γ. Βαλιαντή και Ε. Χριστοφίδη, για την Εφεσείουσα.
Θ. Ραφτοπούλου, για την Εφεσίβλητη.
_________
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ.
_________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφασή της ημερομηνίας 15.2.2006, η εφεσίβλητη Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, αφού διαπίστωσε παραβάσεις του άρθρου 34(2) του Νόμου αρ. 7(Ι)/1998 από την εφεσείουσα ΑΝΤΕΝΝΑ Λίμιτεδ, επέβαλε σ΄ αυτήν διοικητικό πρόστιμο ύψους £21.500. Οι παραβάσεις αφορούσαν σε υπερβάσεις αναλογιών του χρόνου μετάδοσης διαφημιστικών και τηλεμπορικών μηνυμάτων κατά την περίοδο 1.12.2003 - 31.12.2003.
Η εφεσείουσα προσέβαλε τη νομιμότητα της απόφασης εκείνης με την Προσφυγή αρ. 726/2006, η οποία όμως, κατόπιν ακρόασης, απορρίφθηκε από το εκδικάσαν Δικαστήριο.
Με την παρούσα έφεσή της, η εφεσείουσα διατείνεται ότι η απορριπτική της προσφυγής απόφαση ημερομηνίας 16.4.2008 είναι εσφαλμένη και προέβαλε προς υποστήριξη της θέσης της, εννέα συνολικά λόγους έφεσης. Κατά το στάδιο της προφορικής ακρόασης ενώπιον του Εφετείου, οι συνήγοροι της εφεσείουσας, με σχετική δήλωσή τους, απέσυραν τους Λόγους Έφεσης αρ. 1 και 9, οπότε η ακρόαση διεξήχθη σε σχέση με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, τους οποίους και θα εξετάσουμε στη συνέχεια με τη σειρά.
Λόγος Έφεσης αρ. 2.
Ένα από τα θέματα τα οποία η εφεσείουσα ήγειρε ενώπιον του πρωτόδικου αδελφού Δικαστή ως λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης της εφεσίβλητης, έγκειτο στα ακόλουθα γεγονότα: Η Λειτουργός της εφεσίβλητης, η οποία είχε εξετάσει την ανατεθείσα σ΄ αυτήν αυτεπάγγελτη καταγγελία της Αρχής, υπέβαλε το πόρισμα της και, κατά τη συνεδρία της Αρχής ημερομηνίας 16.1.2004, αποφασίστηκε όπως προωθηθεί η υπόθεση σύμφωνα με τον Κανονισμό 42(6) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000, ΚΔΠ 10/2000. Η εφεσείουσα ενημερώθηκε και επέλεξε όπως παραστεί κατά την εξέταση του θέματος από την Αρχή και εκθέσει εκεί τις απόψεις της. Εν τω μεταξύ, όμως, διαφοροποιήθηκε η συγκρότηση της Αρχής και η διαδικασία συνεχίστηκε ενώπιον της Αρχής με τη νέα συγκρότησή της. Αυτό το γεγονός, σύμφωνα με την αιτήτρια-εφεσείουσα, ήταν νομικό σφάλμα και για να ήταν νόμιμη η διαδικασία που ακολουθείτο, θα έπρεπε σε νέα συνεδρία της Αρχής να αποφασιζόταν ξανά το κατά πόσο θα αναλαμβανόταν αυτεπάγγελτη έρευνα και, στη συνέχεια, αν διαπιστωνόταν η εκ πρώτης όψεως ύπαρξη παραβάσεων, τότε θα συνεχιζόταν η διαδικασία. Ο αδελφός πρωτόδικος Δικαστής δεν αποδέχθηκε αυτή τη θέση της εφεσίβλητης με το ακόλουθο σκεπτικό:
". Κατ΄ αρχάς, όπως έχουμε δει, την απόφαση για την αυτεπάγγελτη έρευνα την πήρε ο Διευθυντής, αρμοδίως. Περαιτέρω, στη συνεδρία της ημερομηνίας 21.7.04 ακριβώς η Αρχή, με τη νέα της συγκρότηση, αφού μελέτησε τα δεδομένα, αποφάσισε εκ νέου την προώθηση της διαδικασίας. Για να ακολουθήσουν τα υπόλοιπα, υπό τη νέα συγκρότηση της Αρχής,. Είναι σαφές πως, πλέον, η απευθείας εμπλοκή της Αρχής, με τη νέα συγκρότηση, κάλυπτε όλα τα ενώπιόν της στάδια, από την απόφαση για προώθηση της διαδικασίας ως την τελική απόφαση. Δεν υπάρχει, λοιπόν, υπόβαθρο στον ισχυρισμό των αιτητών ώστε να δικαιολογείται περαιτέρω αναφορά σε αυτόν."
Όπως ισχυρίζεται η εφεσείουσα, η πιο πάνω προσέγγιση και κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστή είναι εσφαλμένη, αφού παραβιάζει το άρθρο 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/1999. Το άρθρο 22 προνοεί ότι "η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου. Εάν δε η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου αλλάξει με τη συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις προηγούμενες συνεδρίες, το συλλογικό όργανο δεν μπορεί να λάβει απόφαση στην τελευταία συνεδρία, εκτός αν στη συνεδρία αυτή, επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε. Αυτό δεν απαιτείται όταν πρόκειται για απουσία από συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρκτικά θέματα ή όταν τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης...."
Σε συμφωνία με τον πρωτόδικο Δικαστή δεν συμμεριζόμαστε τη θέση ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε με την αλλαγή στη σύνθεση της εφεσίβλητης παραβίαζε την προαναφερθείσα νομική διάταξη ή ήταν για άλλο λόγο μεμπτή. Όπως καθαρά εξάγεται από τα τηρηθέντα πρακτικά συνεδριάσεων, η εφεσίβλητη αρχή, με τη νέα της σύνθεση, αφού ενημερώθηκε για τα όσα είχαν προηγηθεί σχετικά με την καθόλα νόμιμη απόφαση του Διευθυντή για αυτεπάγγελτη διεξαγωγή έρευνας και για τα όσα είχαν γίνει υπό την προηγούμενη σύνθεση, τότε έλαβε την απόφαση όπως υιοθετήσει τα προηγηθέντα και προχωρήσει τη διαδικασία. Δεν προέβηκε δε η ίδια στη λήψη οποιασδήποτε απόφασης στο στάδιο εκείνο, παρά μόνο προχώρησε με τη νέα σύνθεση και εξέτασε το θέμα, έχοντας ζητήσει και λάβει υπόψη και τις παραστάσεις που πρόβαλε και η εφεσείουσα ενώπιόν της.
Σημειώνουμε εδώ ότι, με το ίδιο ακριβώς θέμα, είχαμε ασχοληθεί ως Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθεωρητική Έφεση αρ. 21/2008, Sigma Radio T.V. Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, ημερομηνίας 22.12.2010. Είχαμε δε εκεί καταλήξει ως εξής (σελίδα 23 απόφασης):
"Έχουμε εξετάσει το θέμα, αλλά η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει δεχτή, αφού στις 17.11.2004 που η Αρχή επιλήφθηκε της καταγγελίας υπό τη νέα σύνθεση, είχε ενώπιον της «Σημείωμα» Λειτουργού της Αρχής, ημερ. 21.6.2004, στο οποίο γινόταν αναφορά στην προηγούμενη Έκθεση του ημερ. 20.8.2003, αντίγραφο της οποίας επισυνάπτετο ως «Παράρτημα Α». Επομένως, καμιά παραβίαση δεν διαπιστώνεται του άρθρου 22 του Ν. 158(Ι)/99, εφόσον η Αρχή υπό την νέα της σύνθεση, προτού λάβει την τελική της απόφαση, είχε πλήρως ενημερωθεί σχετικά με όλα τα στοιχεία που ήταν αναγκαία για τη λήψη της απόφασης."
Υπ΄ αυτές τις συνθήκες συμπεραίνουμε ότι ο λόγος αυτός έφεσης δεν ευσταθεί.
Λόγος Έφεσης αρ. 3.
Έρεισμα για έγερση και προώθηση αυτού του λόγου έφεσης παρέχεται από το γεγονός ότι ο αντιπρόεδρος της καθ΄ης η αίτηση Αρχής ήταν μέλος της Επαρχιακής Επιτροπής Λεμεσού του Δημοκρατικού Κόμματος. Λόγω τούτου, η εφεσείουσα εγείρει θέμα μη νόμιμης συγκρότησης του συμβουλίου της Αρχής, επικαλούμενη τις πρόνοιες του άρθρου 5(1)(γ)(i) του περί των Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου αρ. 7(Ι)/1998, σύμφωνα με τις οποίες η θέση του Προέδρου, του Αντιπροέδρου ή Μέλους της Αρχής κενούται "σε περίπτωση έκπτωσης που αποφασίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο λόγω ανάληψης αξιώματος ή θέσης σε οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα."
Σε σχέση με αυτή τη θέση της εφεσείουσας, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποφανθεί ότι το παράπονο της εφεσείουσας δεν μπορούσε να ευσταθήσει εφόσον, προϋπόθεση για την εφαρμογή του πιο πάνω άρθρου αποτελούσε η επί τούτου απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου στο οποίο βεβαίως και εναπόκειται η διαπίστωση της ανάληψης αξιώματος ή θέσης σε πολιτικό κόμμα, ενώ τέτοια απόφαση δεν έχει ληφθεί. Όπως δε ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν εναπόκειται στο Ανώτατο Δικαστήριο να εξετάζει το ίδιο ισχυρισμούς επί γεγονότων για να καταλήξει σε δικές του πρωτογενείς διαπιστώσεις, στην απουσία απόφασης της αρμόδιας κατά Νόμο Αρχής, δηλαδή του Υπουργικού Συμβουλίου.
Συμφωνούμε με αυτή την προσέγγιση και συνακόλουθα συμπεραίνουμε ότι ούτε αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να ευσταθήσει.
Λόγος Έφεσης αρ. 4.
Ο λόγος τούτος έφεσης αναφέρεται στο θέμα το οποίο είχε εγείρει η εφεσείουσα λόγω της εξ αγχιστείας συγγένειας μέλους του συμβουλίου της Αρχής, Μαίρης Κουτσελίνη, με το δικηγόρο Κ. Αιμιλιανίδη, ο οποίος κατείχε μικρό αριθμό μετοχών στην Lumiere TV Public Co. Ltd και, συναφώς, στην Multichoice (Cyprus) Public Co. Ltd. Σύμφωνα με την εφεσείουσα, το γεγονός τούτο συνιστούσε παράβαση του άρθρου 7(6) του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο "μέλος που έχει προσωπικό συμφέρον σε υπό συζήτηση θέμα οφείλει να το γνωστοποιεί στην Αρχή και να απέχει της συζήτησης και της ψηφοφορίας που γίνεται γι΄ αυτό." Παραπομπή έγινε επίσης και στο άρθρο 42(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/1999.
Ο πρωτόδικος αδελφός Δικαστής απέρριψε αυτό το λόγο ακύρωσης, εσφαλμένα όπως διατείνεται εδώ η εφεσείουσα.
Σημειώνεται ότι το ίδιο ακριβώς θέμα που αφορά στη συμμετοχή της κας Κουτσελίνη είχε εγερθεί, προωθηθεί και αποφασιστεί αρνητικά για την εφεσείουσα, σε πλειάδα άλλων προσφυγών μεταξύ των ιδίων διαδίκων.
Το πιο κάτω απόσπασμα από πρόσφατη απόφαση του Ερωτοκρίτου Δ. στην Υπόθεση αρ. 837/2008, ΑΝΤΕΝΝΑ Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, ημερομηνίας 6.10.2010, είναι σχετικό:
". Η συμμετοχή του μέλους, κας Μαίρης Κουτσελίνη, στη σύνθεση της Αρχής, τέθηκε πρόσφατα στο Δικαστήριο και σε άλλες υποθέσεις των Αιτητών. Αναφέρομαι στις υποθέσεις Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 572/07, ημερ. 18.12.2009 και Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 636/2008, ημερ. 14.4.2010. Στην πρώτη από τις πιο πάνω υποθέσεις, εξήγησα ότι δεν τίθεται θέμα αμεροληψίας ή παράβασης του άρθρου 4(3) του Νόμου. Υιοθετώ πλήρως το σκεπτικό μου όπως διατυπώθηκε στο πιο κάτω απόσπασμα, από τις σελ. 18-19 της απόφασης (572/07, ανωτέρω):-
«. η κατοχή και μόνο κάποιου αριθμού μετοχών από ένα πρόσωπο που τυγχάνει να είναι συγγενής εξ΄ αγχιστείας με ένα από τα μέλη της Αρχής δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι θα επηρέαζε το τελευταίο μεροληπτικά σε βάρος των Αιτητών. Η κατοχή και μόνο 100 μετοχών, μέσα στις χιλιάδες που συνιστούν το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας θα ήταν υπερβολικό να λεχθεί ότι είναι λόγος έστω και έμμεσα να θεωρηθεί ότι έχει συμφέρον στο να καταδικαστούν οι Αιτητές και μάλιστα σε μια τέτοια υπόθεση με ιδιάζουσας σημασίας γεγονότα, που άπτονται του γενικότερου ενδιαφέροντος και της ευαισθησίας των πολιτών. [Βλ. επίσης Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης, Υπ. Αρ. 2295/06, ημερ. 20.10.2009 (Ναθαναήλ, Δ.) και Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπ. Αρ. 726/06, ημερ. 16.4.2008 (Κωνσταντινίδη, Δ.) και Αντέννα Λτδ. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης, Υπ. Αρ. 170/2007, ημερ. 24.11.2009 (Παμπαλλής, Δ.)]."
Συμφωνούμε πλήρως με το σκεπτικό του πιο πάνω αποσπάσματος και το υιοθετούμε για σκοπούς της παρούσας έφεσης, επισφραγίζοντας, συνακόλουθα, την αποτυχία αυτού του λόγου έφεσης.
Λόγος Έφεσης αρ. 5.
Όπως περαιτέρω ισχυρίζεται η εφεσείουσα, ο πρωτόδικος Δικαστής εσφαλμένα και πεπλανημένα απεφάσισε ότι η διεξαχθείσα έρευνα ήταν δέουσα. Πιο συγκεκριμένα, μετά τη διαπίστωση ότι η όλη διαδικασία διερεύνησης της υπό εξέταση υπόθεσης διάρκεσε μόλις 2-3 ημέρες και ότι η ερευνώσα λειτουργός υπέβαλε το πόρισμά της μια μόνο εργάσιμη μέρα μετά την ανάθεση σ΄ αυτήν της διερεύνησης, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η διεξαχθείσα έρευνα σε εκπομπές της, συνολικής διάρκειας 36 ολόκληρων ωρών, πρέπει να θεωρηθεί από απόψεως κοινής λογικής, ως ανύπαρκτη. Πουθενά δε στο σημείωμα της Λειτουργού ή στο διοικητικό φάκελο αναφέρεται η εκ μέρους της παρακολούθηση οποιασδήποτε βιντεοκασέτας, η λήψη στοιχείων από την εταιρεία AGB, ή η συνδρομή των υπολοίπων συστατικών στοιχείων του επίδικου αδικήματος.
Σε σχέση με αυτό το θέμα, ο πρωτόδικος αδελφός Δικαστής έκρινε ότι εγείροντάς το στην προσφυγή της η εφεσείουσα παραγνώριζε το γεγονός ότι δεν έθεσε τέτοιο θέμα όταν υπέβαλλε τις παραστάσεις της ενώπιον της καθ΄ης η αίτηση αναφορικά με τις παραβάσεις που της αποδίδονταν. Αντίθετα, όπως αναφερόταν και στην προσβαλλόμενη απόφαση, η εφεσείουσα είχε περιοριστεί στο χαρακτηρισμό των παραβάσεων ως οριακών, γεγονός το οποίο βεβαίως παραπέμπει σε ομολογία διάπραξής τους.
Συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστή και κρίνουμε ότι δικαιολογημένα δεν εξετάστηκε περαιτέρω το θέμα τούτο, το οποίο δεν είχε εγερθεί ενώπιον της καθ΄ης η αίτηση και, συνακόλουθα, δεν είχε απασχολήσει την καθ΄ης η αίτηση στην προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση.
Λόγος Έφεσης αρ. 6.
Αυτός ο λόγος έφεσης αφορά στο γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε ισχυρισμό της εφεσείουσας σύμφωνα με τον οποίο η καθ΄ης η αίτηση - εφεσίβλητη είχε ερμηνεύσει εσφαλμένα το Νόμο αρ. 7(Ι)/1998 και/ή ενήργησε υπό καθεστώς νομικής πλάνης. Η σχετική επιχειρηματολογία της εφεσείουσας αφορούσε στην καταδίκη της για παραβάσεις του άρθρου 34(2) του Νόμου ως προς την αναλογία του χρόνου μετάδοσης διαφημιστικών μηνυμάτων και μηνυμάτων τηλεμπορίας σε κάθε ωρολογιακή ώρα. Και σε σχέση με αυτό το θέμα, ισχύουν τα όσα έχουμε αναφέρει κατά την εξέταση του προηγούμενου λόγου έφεσης, αφού ο λόγος για τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επιλήφθηκε του ισχυρισμού της εφεσείουσας που αφορούσε στην εφαρμογή του άρθρου 34(2) του Νόμου και τους ορισμούς των όρων "διαφήμιση" και "τηλεμπορία" δεν είχε τεθεί ενώπιον της εφεσίβλητης όταν η εφεσείουσα υπέβαλλε τις παραστάσεις της. Δεν είχε δηλαδή εγερθεί κανένας ισχυρισμός ότι δεν εστοιχειοθετείτο στην υπό εξέταση περίπτωση παράβαση του άρθρου 34(2) του Νόμου αρ. 7(Ι)/1998. Εν πάση περιπτώσει, κάποια από τα θέματα τα οποία θίγει εδώ η εφεσείουσα, σε σχέση με την ερμηνεία και εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 34(2) του Νόμου, αποφασίστηκαν αρνητικά για την ίδια στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προαναφερθείσα Αναθεωρητική Έφεση αρ. 21/2008.
Λόγος Έφεσης αρ. 7.
Με αυτό το λόγο έφεσης, η εφεσείουσα παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και πεπλανημένα δεν προχώρησε να αποφασίσει το νομικό λόγο που είχε προβάλει η εφεσείουσα σύμφωνα με τον οποίο η εφεσίβλητη ενήργησε κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και, συγκεκριμένα, κατά παράβαση του άρθρου 41Β του Νόμου αρ. 7(Ι)/1998 και του άρθρου 52 του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999. Το παράπονο τούτο σχετίζεται με την επιβληθείσα από την καθ΄ης η αίτηση διοικητική κύρωση και εστιάζεται γύρω από την κεντρική θέση την οποία είχε αναπτύξει η εφεσείουσα κατά την οποία οι όποιες παραβάσεις είχε διαπράξει ήσαν οριακές, οι διακοπές προγράμματος δεν ήσαν μεγάλες σε διάρκεια και κανένα παράπονο δεν είχε υποβληθεί από τηλεθεατή. Επομένως, ότι η διοικητική κύρωση του επιβληθέντος προστίμου των £21.500 δεν ήταν ούτε αναγκαία, ούτε και ανάλογη της παράβασης.
Ούτε και αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να ευσταθήσει.
Παρατηρούμε κατ΄ αρχάς ότι ο πρωτόδικος Δικαστής ασχολήθηκε με το θέμα της επιβολής του διοικητικού προστίμου και της επίκλησης από την εφεσείουσα της αρχής της αναλογικότητας, στις σελίδες 7-8 της απόφασής του.
Ασχολήθηκε βέβαια σε έκταση, εξετάζοντας αυτό το θέμα, με το παράπονο της εφεσείουσας αναφορικά με τον τρόπο υπολογισμού του προστίμου, ότι δηλαδή υπολογίστηκε κατά παράβαση αντί καθ΄ ημέρα παράβασης. Αυτό το θέμα είναι αντικείμενο του επόμενου λόγου έφεσης.
Ως προς το παράπονο για το συνολικό ύψος του επιβληθέντος διοικητικού προστίμου, όπως ορθά υποδείχθηκε και από τη συνήγορο της εφεσίβλητης, ο έλεγχος αυτής της παραμέτρου από το διοικητικό Δικαστήριο δεν είναι επιτρεπτός. Όπως τονίστηκε, μεταξύ άλλων, και στην υπόθεση Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθεση αρ. 393/2003, ημερομηνίας 14.2.2006, από το Νικολαϊδη, Δ.:
". Όπως ανέφερα και στην απόφασή μου στην υπόθεση υπ΄ αρ. 320/99, ανωτέρω, η προσφυγή κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος έχει μόνο ακυρωτικό χαρακτήρα και δεν μπορεί να υπεισέλθει στην ουσία της υπόθεσης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ερευνηθεί το ύψος του προστίμου με βάση την αρχή της αναλογικότητας. Ένας τέτοιος πλήρης δικαστικός έλεγχος θα ήταν δυνατός αν η Αρχή επέλεγε να προσφύγει, όπως της επιτρέπει το άρθρο 48(6) του Νόμου, στο αρμόδιο ποινικό δικαστήριο. Έτσι προκύπτει ότι δεν μπορεί να ελεγχθεί από το παρόν δικαστήριο, κατά την άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, η ουσία της υπόθεσης και στην προκείμενη περίπτωση το ύψος του προστίμου. Δεν ελέγχεται η κρίση του πειθαρχικού δικαστηρίου σχετικά με τη βαρύτητα του παραπτώματος και της επιβληθείσας ποινής, γιατί αυτά ανήκουν στην ελεύθερη εκτίμηση του δικάζοντος οργάνου. Ο έλεγχος περιορίζεται στη νομιμότητα της απόφασης του πειθαρχικού οργάνου. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν ελέγχει την κρίση του πειθαρχικού οργάνου περί της βαρύτητας του παραπτώματος και της επιβλητέας ποινής (βλέπε Sigma Radio T.V. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1096/2001, ημερ. 7.1.2003). ."
Επομένως, δεν μπορεί να ευσταθήσει ούτε αυτός ο λόγος έφεσης.
Λόγος Έφεσης αρ. 8.
Και αυτός ο λόγος έφεσης, όπως και ο προηγούμενος, αφορά στο θέμα της επιβληθείσας κύρωσης διοικητικού προστίμου ύψους £21.500. Όπως ισχυρίζεται η εφεσείουσα, εσφαλμένα και πεπλανημένα ο πρωτόδικος Δικαστής αποφάσισε ότι δεν υπήρξε παράβαση εκ μέρους της εφεσίβλητης του άρθρου 41Β του Νόμου αρ. 7(Ι)/1998, εφόσον η εφεσίβλητη δεν επέβαλε ένα διοικητικό πρόστιμο για κάθε μέρα παράβασης, αλλ΄ επέβαλε δύο ξεχωριστά διοικητικά πρόστιμα για παραβάσεις εντός της ίδιας ημέρας.
Σε σχέση με αυτό το θέμα, ο πρωτόδικος Δικαστής παρατήρησε, στη σελίδα 7 της απόφασης του, ότι πράγματι, ο Νόμος ερμηνευόμενος σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση ΑΝΤΕΝΝΑ Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 ΑΑΔ 558, επιτρέπει την επιβολή προστίμου κατά ημέρα παράβασης. Δεν διαπίστωσε όμως, όπως πρόσθεσε, διαφορετικό χειρισμό, εν προκειμένω, αφού η εφεσίβλητη, όπως ρητά καταγράφεται στην απόφασή της, επέβαλε την κύρωση του προστίμου ακριβώς με αναφορά στην ημερομηνία κατά παράβαση ως συνολικής γι΄ αυτήν. Το γεγονός δε ότι ακολουθούσε επεξήγηση, με αναφορά σε ύψος προστίμου κατά παράβαση, αυτό ήταν κάτι προδήλως επεξηγηματικό και δεν συνιστούσε παράβαση του Νόμου.
Η πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου έτυχε πλήρους επιβεβαίωσης και στην προαναφερθείσα πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθεωρητική Έφεση αρ. 21/2008, ημερομηνίας 22.12.2010 (ανωτέρω), στην οποία και γίνεται εκτενής αναφορά στο θέμα τούτο και σε σχετική με αυτό νομολογία.
Δεν μπορεί επομένως να ευσταθήσει ούτε αυτός ο λόγος έφεσης.
Η έφεση απορρίπτεται και επιδικάζονται εναντίον της εφεσείουσας τα έξοδα της έφεσης, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. Αρτέμης, Π.
Α. Κραμβής, Δ.
Μ. Φωτίου, Δ.
Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
Κ. Κληρίδης, Δ.
/ΧΤΘ