ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2010) 3 ΑΑΔ 303

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                               

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 145/2007)

 

17 Ιουνίου, 2010

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.,  ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

 

ΑΓΡΟΚΤΗΜΑ «ΓΑΛΗΝΗ» ΛΤΔ,

Εφεσείουσα-Aιτήτρια,

KAI

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

ΕΠΑΡΧΙΑΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

                                                                   Εφεσίβλητοι-Καθ΄ ων  η αίτηση.

 

A.Σ. Αγγελίδης, για την εφεσείουσα

Μ. Στυλιανού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,   για τους εφεσίβλητους.

___________________________

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον

Νικολάτο, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:  Η εφεσείουσα είναι ιδιοκτήτρια αγροκτήματος έκτασης 200 περίπου δεκαρίων στο χωριό Λυθροδόντας.  Μεγάλο μέρος του αγροκτήματος διαχωρίστηκε σε μικρότερα τεμάχια αρκετά δε απ΄αυτά πωλήθηκαν σε τρίτα πρόσωπα.  Η πρόσβαση στα νέα τεμάχια και στην έκταση που απέμεινε, γινόταν μέσω ιδιωτικών δικαιωμάτων διάβασης. 

 

Η εφεσείουσα υπέβαλε αίτηση στο Κοινοτικό Συμβούλιο Λυθροδόντα, που δεν αμφισβητείται ότι ήταν το αρμόδιο όργανο για την έγκριση αγροτικών δρόμων.  Το Κοινοτικό Συμβούλιο αποφάσισε, τελικά, να εγκρίνει την εγγραφή των προτεινόμενων δρόμων, νοουμένου ότι τα έξοδα κατασκευής θα καταβάλλονταν από την εφεσείουσα και νοουμένου ότι θα εξασφαλιζόταν προς τούτο και η έγκριση του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως.

 

Ο Επαρχιακός Λειτουργός του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, όμως, πληροφόρησε εγγράφως τον Έπαρχο Λευκωσίας ότι το Τμήμα του έφερε ένσταση στη δημιουργία και εγγραφή δρόμων μέσα στα όρια του αγροκτήματος της εφεσείουσας.  Οι λόγοι της ένστασης του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ήταν δύο:

 

(α)  Η ανάπτυξη είναι αντίθετη με το στόχο που θέτει το Κεφάλαιο 2, παράγραφος 2.1(β) της Δήλωσης Πολιτικής και

 

 

(β) Η προτεινόμενη ανάπτυξη δε συνάδει με την παράγραφο 4 της Πολιτικής 6(Α) της Δήλωσης Πολιτικής.

 

Στη συνέχεια, ο Έπαρχος Λευκωσίας, με επιστολή του ημερ. 26.4.2005, πληροφόρησε τόσο το Κοινοτικό Συμβούλιο όσο και την εφεσείουσα ότι η ανάπτυξη δεν μπορούσε να υλοποιηθεί, γιατί ήταν αντίθετη με τη Δήλωση Πολιτικής, χρησιμοποιώντας μάλιστα λεκτικό πανομοιότυπο με εκείνο του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως (ακόμα και εκεί όπου υπάρχουν γραμματικά λάθη).  Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε ολόκληρο το περιεχόμενο της επιστολής ημερομηνίας 26.4.2005,  του Επάρχου Λευκωσίας, προς την εφεσείουσα:

 

«Κύριοι,

 

Επιθυμώ να αναφερθώ στην επιστολή σας ημερ. 1.3.2005 σχετικά με την εγγραφή αγροτικών δρόμων στην περιοχή του αγροκτήματος Γαλήνη και να σας πληροφορήσω ότι η ανάπτυξη αυτή δεν μπορεί να υλοποιηθεί γιατί:

 

(α) είναι αντίθετη με το στόχο που τίθεται σύμφωνα με το Κεφάλαιο 2 παρ. 2.1(β) της Δήλωσης Πολιτικής και

 

(β)  δεν είναι σύμφωνα με τη παρ.4 της Πολιτικής 6(Α) της Δήλωσης Πολιτικής.»

 

 

Με την προσφυγή της η αιτήτρια-εφεσείουσα ζητούσε την ακύρωση της προαναφερόμενης «απόφασης» του Επάρχου Λευκωσίας γιατί, μεταξύ άλλων, η απόφαση εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο, έπασχε από έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, ήταν αποτέλεσμα πλάνης και συνιστούσε παραβίαση της αρχής της καλής πίστης.

 

Οι καθ΄ων η αίτηση-εφεσίβλητοι ήγειραν προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή δεν ήταν παραδεκτή αφού με αυτή προσβαλλόταν μη εκτελεστή διοικητική πράξη διότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν ήταν απόφαση, αλλά εισήγηση γνωμοδοτικού οργάνου.

 

Ο αδελφός Δικαστής που επιλήφθηκε της προσφυγής συμφώνησε με την προδικαστική ένσταση.  Ανέφερε συναφώς ότι η εφεσείουσα έπρεπε να αναμένει την απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου προς το οποίο είχε υποβάλει και τη σχετική αίτηση.  Κατά την κρίση του, η γνωστοποίηση της θέσης του Επάρχου, αναφορικά με τη διάνοιξη δρόμου, συνιστούσε εσωτερική ενέργεια των εφεσιβλήτων, η οποία δεν είχε εκτελεστό χαρακτήρα και δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής.  Το γεγονός της κοινοποίησης της αρνητικής θέσης του Επάρχου, στην εφεσείουσα, δεν καθιστούσε την πράξη εκτελεστή.  Η προσβαλλόμενη απόφαση είχε μόνο γνωμοδοτικό χαρακτήρα εφόσον ήταν απόφαση γνωμοδοτικού οργάνου και όχι του αρμόδιου, προς έκδοση της διοικητικής πράξης, οργάνου.

 

Με την έφεση της, η εφεσείουσα προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη αναφορικά με το συμπέρασμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη.  Σύμφωνα με την εφεσείουσα, η οποιαδήποτε απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου υπόκειτο στην έγκριση του Επάρχου και επομένως μόνο η απόφαση του Επάρχου ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη και όχι η απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου.

 

Μελετήσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία υπό το φως των εισηγήσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων.  Παρατηρήσαμε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:

 

Το αρχικό αίτημα της εφεσείουσας προς το Κοινοτικό Συμβούλιο υποβλήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 14.4.2003.  Το Κοινοτικό Συμβούλιο απάντησε στην προαναφερόμενη επιστολή με επιστολή ημερομηνίας 6.5.2003 λέγοντας ότι, προτού προχωρήσει στη λήψη απόφασης, η εφεσείουσα θα έπρεπε να εξασφαλίσει πολεοδομική άδεια για την κατασκευή των δρόμων.  Ακολούθησε επιστολή της εφεσείουσας προς το Κοινοτικό Συμβούλιο ημερομηνίας 9.5.2003, με την  οποία το πληροφορούσε ότι το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως δεν εκδίδει άδειες για κατασκευή δρόμων σε περιοχές έξω από τις Περιοχές Αναπτύξεως, όπως η προκείμενη.  Στις περιοχές αυτές αρμόδια αρχή είναι το Κοινοτικό Συμβούλιο. 

 

Με επιστολή του Κοινοτικού Συμβουλίου προς την εφεσείουσα ημερομηνίας 27.11.2003  η τελευταία πληροφορείτο ότι το Συμβούλιο δεν μπορούσε να πάρει οποιαδήποτε απόφαση «εάν δεν έχει προηγουμένως σχετική γνωμάτευση από τον Έπαρχο Λευκωσίας.»  Ο Έπαρχος Λευκωσίας με επιστολή του ημερομηνίας 15.1.2004 προς το Κοινοτικό Συμβούλιο πληροφορούσε ότι η μετατροπή μονοπατιού σε δημόσιο δρόμο και η εγγραφή του, προϋποθέτει απόφαση των Μελών του Κοινοτικού Συμβουλίου, η οποία στη συνέχεια θα έπρεπε να διαβιβαστεί στο γραφείο του και να εξεταστεί από τις τεχνικές υπηρεσίες (της Επαρχιακής Διοίκησης) σε συνεργασία με το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως.

 

Το Κοινοτικό Συμβούλιο στις 3.5.2004 πληροφόρησε τον Έπαρχο ότι απεφάσισε να εγκρίνει την εγγραφή των δρόμων νοουμένου ότι η εφεσείουσα είχε ήδη κατασκευάσει τους δρόμους με έξοδά της και νοουμένου ότι οι τεχνικοί όροι των δρόμων θα εγκρίνονταν από τους τεχνικούς του γραφείου του Επάρχου και του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως.

 

Την 1.3.2005 η εφεσείουσα απευθύνθηκε στον Έπαρχο και ζήτησε τη συνδρομή του για την επίλυση του θέματος που εκκρεμούσε.  Στην επιστολή εκείνη ο Έπαρχος απάντησε με την προαναφερόμενη επιστολή του ημερ. 26.4.2005, προς την εφεσείουσα, η οποία περιέχει και την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Στην υπόθεση Krashias Dev. v. Δήμου Έγκωμης (1995) 3 Α.Α.Δ. 198 ηγέρθησαν θέματα προσομοιάζοντα με αυτά που εγείρονται και στην παρούσα έφεση.  Η Ολομέλεια, σε εκείνη την υπόθεση, παρατήρησε μεταξύ άλλων και τα εξής:

 

«Η επιστολή του καθ΄ου η αίτηση-εφεσίβλητου Δήμου αποτελούσε ουσιαστικά αντιγραφή της επιστολής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως.  Η επιστολή εκείνη δεν είχε σταλεί προς του εφεσείοντες, σαν απάντηση σε οποιαδήποτε αίτησή τους, αλλά σαν διακήρυξη της επικρατούσας πολιτικής επί του συγκεκριμένου θέματος.»

 

 

 

 

Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην υπόθεση εκείνη, ήταν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ορθό όταν έκρινε ότι η υπό εξέταση επιστολή δεν αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη και γι΄αυτό το λόγο απέρριψε την προσφυγή.

 

Για λόγους παρόμοιους με εκείνους που δόθηκαν και στην Krashias (ανωτέρω), από την Ολομέλεια, θεωρούμε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η επιστολή ημερομηνίας 26.4.2005, του Επάρχου, προς την εφεσείουσα δεν περιείχε εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά απλά πληροφορούσε την εφεσείουσα για τους λόγους για τους οποίους η προτεινόμενη ανάπτυξη ερχόταν σε αντίθεση με τη σχετική Δήλωση Πολιτικής.  Και στην προκείμενη περίπτωση η εφεσείουσα δεν είχε απευθυνθεί στον Έπαρχο για την έκδοση οποιασδήποτε άδειας αλλά αντίθετα είχε απευθυνθεί στο αρμόδιο όργανο, που ήταν το Κοινοτικό Συμβούλιο Λυθροδόντα.  Με την προαναφερόμενη επιστολή δεν δημιουργήθησαν οποιαδήποτε έννομα αποτελέσματα, δικαιώματα ή υποχρεώσεις για την εφεσείουσα και, εν πάση περιπτώσει, το περιεχόμενο της επιστολής ήταν απλά πληροφοριακό.  Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η κοινοποίηση της προαναφερόμενης επιστολής και στην εφεσείουσα δεν διαφοροποίησε την κατάσταση και ότι η εφεσείουσα θα  έπρεπε να αναμένει την απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου, αναφορικά με την προαναφερόμενη αίτησή της, για να προχωρήσει σε ένδικα μέσα.

 

 

 

 

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται με  €2.000 έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.

 

 

 

Π.                        

 

 

Δ.                        

 

 

Δ.                       

 

 

Δ.                  

                                           

 

Δ.

 

 

 

/ΧΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο