ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2010) 3 ΑΑΔ 184

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 45/2007)

 

27 Απριλίου, 2010

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Πρόεδρος]

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,  Δ/στές]

 

 

SVETLANA  SHALAEVA,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,  ΜΕΣΩ

1.  ΥΠΟΥΡΓΟΥ  ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2.  ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ  ΤΟΥ  ΤΜΗΜΑΤΟΣ  ΑΡΧΕΙΟΥ

ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ  ΚΑΙ  ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

Εφεσισβλήτων-Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

Πέτρος Μιχαήλ, για την Εφεσείουσα.

Ρένα Παπαέτη (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Η εφεσείουσα γεννήθηκε στη Ρωσία και είναι Ρωσίδα υπήκοος.  Το 2001 γνώρισε το Μιχάλη Πλατρίτη, με τον οποίο τέλεσε πολιτικό γάμο στις 21/12/2001.  Αποτέλεσμα ήταν να της παραχωρηθεί άδεια προσωρινής παραμονής ως επισκέπτρια μέχρι 31/7/2003, για να διαμένει με τον Ελληνοκύπριο σύζυγό της, η οποία και παρατάθηκε μέχρι 31/3/2005, με τον ίδιο όρο.  Περί το Σεπτέμβριο του 2004 εγκατέλειψε το σύζυγό της, ο οποίος και καταχώρισε, στις 13/10/2004, αίτηση διαζυγίου.  Δύο μήνες αργότερα, στις 14/12/2004, υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση άδειας προσωρινής παραμονής και εργασίας ως σερβιτόρα σε μπυραρία στη Λεμεσό.  Η αίτησή της απορρίφθηκε, αφού αυτή έπαυσε να διαμένει με το σύζυγό της και η άδεια παραμονής της ως επισκέπτρια δεν μπορούσε να τροποποιηθεί σε άδεια εργασίας, χωρίς την έγκριση του Τμήματος Εργασίας.  Ειδοποιήθηκε σχετικά και κλήθηκε να αναχωρήσει από την Κύπρο.  Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχώρισε την υπ' αρ. 824/05 προσφυγή.  Επειδή η ίδια συνέχισε να παραμένει παράνομα στην Κύπρο, στις 4/7/2005, εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα κράτησης και απέλασης, τα οποία, επίσης, προσέβαλε με την υπ' αρ. 869/05 προσφυγή, η οποία, για λόγους που αφορούσαν στην εκτελεστότητα της απόφασης, απορρίφθηκε.  Το αποτέλεσμά της ανετράπη, όμως, κατ' έφεση, η προσφυγή εξετάστηκε στην ουσία της και η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση επικυρώθηκε - (βλ. Svetlana Shalaeva v. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 131/06, 25/9/09).

 

Η εφεσείουσα, με επιστολές του συνηγόρου της, με ημερομηνίες 18/7/2005 και 29/7/2005, ζήτησε, ανεπιτυχώς, από τον Υπουργό Εσωτερικών, επανεξέταση του αιτήματός της.  Στις 24/8/2005, το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, με επιστολή του, πληροφόρησε το συνήγορό της ότι η αίτησή της για παραχώρηση προσωρινής άδειας εργασίας δεν μπορούσε να εγκριθεί, γιατί η ίδια:-

 

«... δεν διαμένει κάτω από την ίδια στέγη με τον Κύπριο σύζυγο της και η άδεια παραμονής της ως επισκέπτρια δεν μπορεί να τροποποιηθεί σε άδεια εργασίας χωρίς την έγκριση του Τμήματος Εργασίας.

 

Σύμφωνα με την απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής για την Απασχόληση Αλλοδαπών ημερομηνίας 31/03/2005, προτεραιότητα στην πρόσβαση στην αγορά εργασίας πριν από τους υπηκόους τρίτων χωρών που βρίσκονται ήδη στην Δημοκρατία έχουν οι Κύπριοι και οι υπήκοοι της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης και τα μέλη των οικογενειών τους και ακολούθως οι υπήκοοι των υπό ένταξη χωρών καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους.

 

Παράλληλα, σας αναφέρω πως για την λήψη της απόφασης για απόρριψη του αιτήματος της πελάτιδας σας έχουν ληφθεί υπόψη τόσο οι λόγοι της αίτησης διαζυγίου (ισχυρός κλονισμός της σχέσης) όσο και το γεγονός ότι η έκβαση της αίτησης διαζυγίου καθυστέρησε (είχε αναβληθεί περί τις 6 φορές για διάφορους λόγους) και η αλλοδαπή ουσιαστικά παραμένει χωρίς άδεια παραμονής στην Δημοκρατία από τον Σεπτέμβριο 2004 που εγκατέλειψε τον σύζυγό της.»

 

 

 

Εναντίον της εν λόγω απόφασης, η εφεσείουσα  καταχώρισε την υπ' αρ. 1333/05 προσφυγή, η οποία και απερρίφθη.

 

Στις 27/7/2005, η Αστυνομία, στα πλαίσια εξέτασης κάποιου επεισοδίου, διαπίστωσε ότι εναντίον της εφεσείουσας εκκρεμούσαν διατάγματα κράτησης και απέλασης, την συνέλαβε και την έθεσε υπό κράτηση.  Ενώ αυτή κρατείτο για σκοπούς απέλασης, τόσο η ίδια όσο και ο σύζυγός της υπέγραψαν, στις 26 και 25/8/2005, αντίστοιχα, ένορκες δηλώσεις, με τις οποίες δήλωναν την επιθυμία τους να αρχίσουν να συζούν και να ξεχάσουν τα όσα την είχαν οδηγήσει να εγκαταλείψει το σύζυγό της και την οικογενειακή κατοικία.

 

Το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, υπό το φως των ενόρκων δηλώσεων, επανεξέτασε την υπόθεση και πληροφόρησε το συνήγορο της εφεσείουσας ότι:- (επιστολή ημερομηνίας 30/8/2005)

 

«Σε συνέχεια της ταυτάριθμης επιστολής μας ημερομηνίας 24/08/2005 σχετικά με την πιο πάνω πελάτιδα σας, έχω οδηγίες να σας πληροφορήσω πως το Τμήμα μας δεν προτίθεται να διαφοροποιήσει την απόφαση του για απομάκρυνση της αλλοδαπής από την Δημοκρατία, καθ' ότι κρίνεται ως αναξιόπιστη τόσο η εν λόγω δήλωση της πελάτιδας σας όσο και αυτή του κ. Πλατρίτη με παρόμοιο περιεχόμενο λαμβανομένου υπόψη του ιστορικού της περίπτωσης.»

 

 

 

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης, η εφεσείουσα καταχώρισε την υπ' αρ. 1064/05 προσφυγή.    

 

Αδελφός μας Δικαστής, ο οποίος επιλήφθηκε πρωτόδικα της υπόθεσης, διαπίστωσε ότι η απόφαση των εφεσιβλήτων ήταν καθόλα νόμιμη.  Ούτε πλάνη περί το νόμο υπήρχε, ούτε υπέρβαση εξουσίας, η δε απόφαση λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και ήταν επαρκώς αιτιολογημένη.

 

Η εφεσείουσα, με έξι λόγους έφεσης, αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης καθ' όλη της την έκταση.  Προβάλλει ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτοδίκως ότι το ΄Αρθρο 71(1) του περί της Ελεύθερης Διακίνησης και Διαμονής των Υπηκόων των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης και των Μελών των Οικογενειών τους Νόμου του 2003, (Ν. 92/(Ι)/2003), (ο «Νόμος»), δεν τυγχάνει εφαρμογής, επειδή αυτή είναι υπήκοος μη κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης.  Είναι η θέση της ότι ο Νόμος εφαρμόζεται και στην περίπτωσή της.  Το ΄Αρθρο 4[1] του Νόμου, ισχυρίζεται, στα πλαίσια της ίσης μεταχείρισης Κυπρίων και Ευρωπαίων πολιτών, παρέχει δικαίωμα διαμονής στη Δημοκρατία σε πρόσωπα που δεν είναι Ευρωπαίοι πολίτες, αλλά απέκτησαν το δικαίωμα αυτό μέσω του συζύγου τους, που είναι Κύπριος και, κατ' επέκταση, Ευρωπαίος πολίτης.  Η ίδια έχει αποκτήσει δικαίωμα διαμονής στη Δημοκρατία, μέσω του συζύγου της.  Προς υποστήριξη των πιο πάνω, μας παρέπεμψε στη Naasan Saiedi v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1241/06, 28/7/06, όπου ο Νικολαΐδης, Δ., με αναφορά στην Οδηγία 2004/38 ΕΕ, η οποία, βέβαια, αργότερα ενσωματώθηκε στο ημεδαπό δίκαιο με το Ν. 92(Ι)/2003, ανέφερε ότι:-

 

«Σκοπός των οδηγιών, αλλά και του Νόμου, ήταν η διασφάλιση της ελεύθερης διακίνησης και διαμονής των υπηκόων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης και των μελών των οικογενειών τους σε οιανδήποτε χώρα της ΄Ενωσης επιθυμούν να διακινηθούν και διαμείνουν.  Ασφαλώς και δεν αναμένεται να παρέχεται με την Ευρωπαϊκή Οδηγία δικαίωμα στους κύπριους πολίτες να διαμένουν στη χώρα τους και σίγουρα θα καταλήγαμε σε παράλογα αποτελέσματα αν δεχόμαστε ότι ο αιτητής θα μπορούσε να διαμείνει νομίμως σε οιανδήποτε χώρα της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, πλην της Κύπρου.

 

.............................................................................................................

 

Το δικαίωμα του αιτητή βασίζεται στο δικαίωμα που παρέχεται από το Νόμο στους συγγενείς υπηκόων κρατών μελών της ΄Ενωσης να διαμένουν μαζί τους σε οποιοδήποτε κράτος μέλος.  Καθαρά για σκοπούς ίσης αντιμετώπισης των κυπρίων πολιτών με τους υπηκόους των λοιπών κρατών μελών, δεν μπορούμε παρά να δεχτούμε ότι τα δικαιώματα που έχουν οι συγγενείς των υπηκόων όλων των άλλων κρατών μελών παρέχονται και στους συγγενείς των κυπρίων.»

 

 

 

Αντίθετη ήταν η θέση της εφεσιβλήτων, οι οποίοι, με αναφορά στη Sari Tekin ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 290/06, 27/7/07 και νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, υποστήριξαν ότι ο Νόμος δεν έχει εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση.  Αφορά στους υπηκόους της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης οι οποίοι διακινούνται ή διαμένουν σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του οποίου οι ίδιοι είναι υπήκοοι. 

 

΄Εχουμε εξετάσει με προσοχή τις εισηγήσεις και των δύο πλευρών.  Δε συμμεριζόμαστε, όμως, τις θέσεις της αιτήτριας.  Συμφωνούμε με τα αποφασισθέντα από τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην Sari Tekin ν. Δημοκρατίας, (πιο πάνω), από όπου και το πιο κάτω απόσπασμα, το οποίο υιοθετούμε για τους σκοπούς της παρούσας:-

 

«Το ζήτημα του δικαιώματος συζύγου Κυπρίου, που δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, για παραμονή στην Κύπρο, αφορά στις εσωτερικές ρυθμίσεις του κράτους.  ΄Οπως και στην περίπτωση κάθε άλλου κράτους.  Δεν έχει αφ' εαυτού κοινοτικό στοιχείο και το κατά πόσο αυτές οι εσωτερικές ρυθμίσεις παραβιάζουν άλλες αρχές συνιστά άλλο θέμα.  ...  Το θέμα που εγείρεται αφορά στο κατά πόσο ο πιο πάνω Νόμος δημιουργεί τέτοιο δικαίωμα και η απάντηση πρέπει να είναι αρνητική.  Ο Νόμος, όπως και ο ίδιος ο τίτλος του υποδηλώνει αλλά όπως και από τα άρθρα 4 και 15 προκύπτει, αφορά στο δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης και διαμονής στη Δημοκρατία, υπό τους όρους βεβαίως που τίθενται και που δεν είναι του παρόντος.  Προϋποθέτει, δηλαδή, έλευση τέτοιου υπηκόου στην Κύπρο.  Δεν αφορά σε Κύπριο και στο δικαίωμά του να διαμείνει στη χώρα του.  Συνακολούθως, αναγνωρίζει όμοιο δικαίωμα σε μέλη της οικογένειάς του που καθορίζονται, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους, εξαρτημένου όμως από την ύπαρξη του δικαιώματος του υπηκόου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης.  Υφισταμένου του δικαιώματος διακίνησης και διαμονής υπέρ του υπηκόου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, που είναι η προϋπόθεση, τα καθοριζόμενα μέλη της οικογένειάς του «έχουν δικαίωμα να εγκατασταθούν στη Δημοκρατία με τον κάτοχο του δικαιώματος διαμονής».  Εφόσον, λοιπόν, δεν υπάρχει διακίνηση του υπηκόου δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα αυτοτελούς δικαιώματος διαμονής των μελών της οικογένειάς του, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.  Η περίπτωση θα βρίσκεται εκτός της εμβέλειας του Νόμου.»

 

 

 

Η νομολογία, επίσης, του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που επικαλέστηκαν οι εφεσίβλητοι είναι απόλυτα σχετική.  Πρόκειται για την υπόθεση Blaise Baheten Metock κ.ά. ν. Minister for Justice, Equality and Law Reform, Υπόθεση C-127/08, 25/7/08, όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρεται:-

 

«73  Συναφώς, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, αφενός, δεν αντλούν από την οδηγία 2004/38 δικαιώματα εισόδου και διαμονής σε κράτος μέλος όλοι οι υπήκοοι τρίτων χωρών, αλλά μόνον όσοι είναι μέλη της οικογένειας, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 2, της οδηγίας αυτής, πολίτη της ΄Ενωσης που άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας, εγκαθιστάμενος σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο του οποίου είναι υπήκοος.

 

 74   Αφετέρου, η οδηγία 2004/38 δεν αφαιρεί εντελώς από τα κράτη μέλη την εξουσία ελέγχου της εισόδου μελών της οικογένειας πολιτών της ΄Ενωσης στο εσωτερικό τους.  Συγκεκριμένα, δυνάμει των διατάξεων του τίτλου IV της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη μπορούν, εφόσον τούτο δικαιολογείται, να αρνούνται την είσοδο και διαμονή για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας.  Η άρνηση αυτή, πάντως, στηρίζεται σε εξατομικευμένη εξέταση της κάθε περιπτώσεως.»

 

 

 

΄Αλλος λόγος έφεσης αφορά στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου για μη παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης.  Αυτή, υπέβαλε η εφεσείουσα, ήταν το αποτέλεσμα εσφαλμένης καθοδήγησής του ως προς τα γεγονότα.  Συγκεκριμένα, αυτό βάσισε την κατάληξή του στο ότι σκοπός της συμφιλίωσής της με το σύζυγό της ήταν η παραχώρηση σ' αυτήν άδειας εργασίας, σε ανύπαρκτα γεγονότα και σε εσφαλμένη ερμηνεία, κατά απομόνωση ισχυρισμών που προβλήθηκαν με τις επιστολές του συνηγόρου της προς την Επίτροπο Διοικήσεως και προς τον Πρόεδρο του Εθνικού Οργανισμού Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, παραβλέποντας το περιεχόμενο των επιστολών αυτών στο σύνολό τους.        

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την πιο πάνω θέση, έλαβε υπόψη του όλα όσα η Διευθύντρια είχε ενώπιόν της, είτε υπό μορφή ενόρκων δηλώσεων που έδωσαν η εφεσείουσα και ο σύζυγός της, είτε υπό μορφή ισχυρισμών τους ενώπιόν της, όπως, επίσης, και το περιεχόμενο επιστολών του συνηγόρου της.  Εξέταση όσων η Διευθύντρια κατέγραψε ότι προκύπτουν από τη συνομιλία που αυτή είχε με την εφεσείουσα, δικαιολογεί την κατάληξη του αδελφού μας Δικαστή ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης.  ΄Ολα όσα, καθ' οιονδήποτε τρόπο, προτάθηκαν από την εφεσείουσα, το σύζυγο και το συνήγορό της ερευνήθηκαν στο σύνολό τους, το δε συμπέρασμα ότι η απόσυρση της αίτησης διαζυγίου και τα όσα προβάλλονταν σκοπό είχαν να παραχωρηθεί άδεια προσωρινής παραμονής στην εφεσείουσα ήταν, καθ' όλα, εύλογο. 

 

Ούτε ο λόγος σε σχέση με την κατάληξη για το αιτιολογημένο της απόφασης των εφεσιβλήτων ευσταθεί.  Από την επιστολή προς την εφεσείουσα, προκύπτει με σαφήνεια ο λόγος απόρριψης του αιτήματός της, ο οποίος, εν πάση περιπτώσει, συμπληρώνεται από το διοικητικό φάκελο, στον οποίο εκτίθεται με λεπτομέρεια το ιστορικό της υπόθεσης.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

 

 

                                                                         Π. Αρτέμης, Π.

 

 

 

                                                                        

 

                                                                         Ε. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                                                        

/ΜΠ



[1]       «4. - (1)  Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Μέρους, κάθε υπήκοος κράτους μέλους έχει δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης και διαμονής στη Δημοκρατία, για την άσκηση μισθωτής δραστηριότητας, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 39 έως 42 της Συνθήκης περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

 

(2)  Δικαίωμα να εγκατασταθούν στη Δημοκρατία με τον κάτοχο του δικαιώματος διαμονής έχουν, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους, τα ακόλουθα πρόσωπα:

 

(α)  Ο/η σύζυγος και κάτω των 21 ετών τέκνα τους·

 

(β)  οι εξαρτημένοι ανιόντες και κατιόντες αυτών και των συζύγων τους.

 

(3)  Τα πρόσωπα που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) του παρόντος άρθρου, έχουν δικαίωμα διαμονής στη Δημοκρατία, εφόσον προσκομίζουν τα δικαιολογητικά που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 8.

 

(4)  Διευκολύνεται η είσοδος στη Δημοκρατία κάθε άλλου μέλους της οικογένειας των προσώπων που αναφέρονται στο εδάφιο (1) ή των συζύγων τους, που δεν εμπίπτει στις διατάξεις του εδαφίου (2), εφόσον συντηρείται από αυτούς ή ζει μαζί τους κάτω από την ίδια στέγη στην χώρα προέλευσης.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο