ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2010) 3 ΑΑΔ 29

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 76/2007)

 

 

8 Φεβρουαρίου, 2010

 

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

 

 

ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,

 

Εφεσείοντες/Αιτητές,

 

ν. 

 

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Εφεσίβλητης/Καθ'ης η αίτηση.

 

 

Χρ. Χριστοφίδης με Γ. Βαλιαντή, για τους Εφεσείοντες.

 

Θ. Ραφτοπούλου (κα) για Αλ. Ευαγγέλου, για την Εφεσίβλητη.

 

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, είναι ιδιοκτήτες του αδειούχου τηλεοπτικού και ραδιοφωνικού σταθμού ΑΝΤΕΝΝΑ. Στις 17/11/2004, κρίθηκαν ένοχοι για παράβαση του Κανονισμού 21(3) της Κ.Δ.Π. 10/2000 και στις 16/2/2005 τους επεβλήθη διοικητικό πρόστιμο ύψους £1.000. Τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη απόφαση των εφεσιβλήτων αποτέλεσε το αντικείμενο προσφυγής η οποία απορρίφθηκε με την απόφαση ημερομηνίας 21/5/2002, η οποία αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.

 

Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε πρώτα, το ιστορικό της υπόθεσης, έτσι ώστε να γίνουν καλύτερα κατανοητές οι θέσεις των εμπλεκόμενων μερών.

 

Στις 28/12/2003, στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του ΑΝΤΕΝΝΑ μεταδόθηκαν πλάνα από τη σύλληψη φοιτητών από το Πακιστάν ως υπόπτων για τρομοκρατικές ενέργειες στο αεροδρόμιο Πάφου. Το σχετικό ρεπορτάζ αποτέλεσε αντικείμενο αυτεπάγγελτης έρευνας από τους εφεσιβλήτους. Η λειτουργός των εφεσιβλήτων που ανέλαβε τη διερεύνηση της υπόθεσης διαπίστωσε πιθανές παραβάσεις των άρθρων 26(1)(ε), 26(1)(στ) και 26(2) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου 7(Ι)/98, όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα και των Κανονισμών 21(3) και 24(1)(α) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000) και των παραγράφων 1(1), 1(2) και 1(10) του Μέρους ΙΙ του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για τα Ηλεκτρονικά ΜΜΕ. Επί τούτου οι εφεσείοντες ενημερώθηκαν γραπτώς από τους εφεσιβλήτους.

 

Το πόρισμα της επιφορτισμένης με τη διερεύνηση της υπόθεσης λειτουργού ακολούθησε καταγγελία των εφεσειόντων και στις 17/11/2004 έλαβε χώραν ακροαματική διαδικασία ενώπιον των εφεσιβλήτων, κατά                την οποία παρευρέθηκαν οι εφεσείοντες, οι οποίοι είχαν στο μεταξύ ενημερωθεί σχετικά και προσκληθεί από τους εφεσιβλήτους να παρευρεθούν και να εκθέσουν, αν επιθυμούσαν, τις απόψεις τους. Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι δεν συνέτρεχε παράβαση οποιουδήποτε σχετικού νόμου ή κανονισμού. Την ίδια μέρα οι εφεσίβλητοι αφού μελέτησαν τα ενώπιον τους στοιχεία κατέληξαν ότι οι εφεσείοντες ήσαν ένοχοι για παράβαση του Κανονισμού 21(3), τις πρόνοιες του οποίου παραθέτουμε σε κατοπινό στάδιο. Στο παρόν στάδιο θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε το πιο κάτω απόσπασμα από την κατάληξη των εφεσιβλήτων, η οποία και αποτελεί τον κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφονται οι θέσεις των εφεσειόντων.

 

"Σε ό,τι αφορά τον Κανονισμό 21(3) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 Κ.Δ.Π. 10/2000, (υποστοιχείο 4), υπάρχει παράβαση λόγω του ότι ο σταθμός δε διασφάλισε ώστε το ρεπορτάζ που μετέδωσε να διέπεται από την αρχή του σεβασμού προς την προσωπικότητα, την τιμή, την υπόληψη και τον ιδιωτικό βίο των πέντε υπόπτων, την εικόνα των οποίων μετέδωσε. Δεν αποδεχόμαστε τον ισχυρισμό του σταθμού ότι τα πρόσωπα που προβλήθηκαν στο ρεπορτάζ ήταν άγνωστοι αλλοδαποί, ξένοι προς οποιαδήποτε αναγνώριση, λόγω του ότι τα πλάνα στα οποία προβλήθηκαν τα πρόσωπα τους μεταδόθηκαν επανειλημμένα και αποκάλυπταν και τα πρόσωπα των υπόπτων και το χώρο διαμονής δια κάποιους εξ' αυτών, οπότε η ταυτότητα των ατόμων αυτών κατέστη αναγνωρίσιμη τουλάχιστο στο φιλικό και γειτονικό τους περιβάλλον."

 

 

Στις 16/2/2005, οι εφεσίβλητοι αφού έδωσαν την ευκαιρία στους εφεσείοντες να ακουστούν αναφορικά με την επιβολή κυρώσεων, επέβαλαν στους τελευταίους το διοικητικό πρόστιμο των £1.000.

 

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, οι εφεσείοντες αντέδρασαν με την καταχώριση της προσφυγής στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η απόφαση η οποία αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης. Η προσφυγή απορρίφθηκε πρωτόδικα με το σκεπτικό ότι, τόσο η απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε η παράβαση του Κανονισμού 21(3) όσο και η απόφαση για επιβολή της επίδικης κύρωσης, ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογα επιτρεπτές μέσα στα όρια της διακριτικής εξουσίας των εφεσιβλήτων. Ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, υπό το φως του συνόλου των στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιον του, δεν προέκυπτε εσφαλμένη ερμηνεία του συγκεκριμένου Κανονισμού και συνεπώς η κατάληξη της Αρχής για παράβαση του Κανονισμού 21(3) δεν ήταν εσφαλμένη. Πρωτόδικα, οι εφεσείοντες, με αναφορά στις πρόνοιες των Κανονισμών 41(1) που παρέχουν εξουσία στους εφεσιβλήτους να εξετάζουν παράπονα του κοινού, 41(2) που παρέχουν εξουσία στους εφεσιβλήτους να εξετάζουν παράπονα αυτεπάγγελτα σε περίπτωση που υποπέσει στην αντίληψη τους σχετική παράβαση και του 27(4) σύμφωνα με τις πρόνοιες του οποίου οι ειδησεογραφικές εκπομπές υπόκεινται στον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας του συνημμένου στους Κανονισμούς Παραρτήματος VIII, ισχυρίστηκαν ότι η διαδικασία που ακολούθησαν οι εφεσίβλητοι κατά την εξέταση των παραβάσεων, έπασχε. Σε σχέση με τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων που αφορούσαν στις πρόνοιες των Κανονισμών 41(1) και 41(2) το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι υποβλήθηκε παράπονο και στη συνέχεια η Αρχή προέβηκε σε αυτεπάγγελτη διερεύνηση, δεν είχε οποιαδήποτε σημασία. Σε σχέση με την πρωτόδικη θέση των εφεσειόντων ότι για την εξέταση της επίδικης παράβασης απαιτείτο αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η πρόνοια του Κανονισμού 27(4),

  

 ". δεν εννοεί την αυτόματη υπαγωγή στον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας οποιασδήποτε παράβασης του Νόμου και των Κανονισμών που τελείται κατά τη διάρκεια των εκπομπών, στις οποίες αναφέρεται ο Κανονισμός 27(4), παρά μόνο αυτών των παραβάσεων που βασίζονται στις διατάξεις του εν λόγω Κώδικα.

 

     Στην κρινόμενη περίπτωση, η Αρχή έκρινε ότι υπήρξε παράβαση του Κανονισμού 21(3). Δεν έγινε αναφορά σε παράβαση που να βασίζεται στις διατάξεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ώστε να απαιτείται αίτηση της εν λόγω Επιτροπής."

 

 

Τέλος, ως αβάσιμοι και ατεκμηρίωτοι κρίθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο τόσο ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση παραβιάστηκε η αρχή της αμεροληψίας, όσο και ο ισχυρισμός τους ότι η έρευνα της λειτουργού που διερεύνησε την υπόθεση είναι ελλιπής και η απόφαση της Αρχής αναιτιολόγητη.

 

Λόγος έφεσης 1

 

Επειδή ο υπό στοιχείο (1) λόγος έφεσης, συμπίπτει ουσιαστικά με τους υπό στοιχεία (7) και (8) λόγους έφεσης, θα εξετάσουμε τους συγκεκριμένους τρεις λόγους μαζί και αφού πρώτα εξετάσουμε τους υπόλοιπους.

 

 

 

Λόγος έφεσης 2

Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν εξέτασε τη θέση τους ότι οι επίδικες αποφάσεις έπασχαν από αντινομία. Η συγκεκριμένη θέση των εφεσειόντων περιστρέφεται γύρω από τον εξής άξονα. Οι εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι μόνο για παράβαση του Κανονισμού 21(3) της Κ.Δ.Π. 10/2000, ενώ στις κατηγορίες για παράβαση των άρθρων 26(1)(ε), 26(1)(στ) και 26(2) του Νόμου 7(Ι)/98, όπως και στις κατηγορίες για παράβαση των Κανονισμών 24(1)(α) των Κ.Δ.Π. 10/2000 και των παραγράφων 1(1), 1(2) και 1(10) του Μέρους ΙΙ του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για τα Ηλεκτρονικά ΜΜΕ, που επίσης αντιμετώπιζαν, απαλλάχθηκαν λόγω έλλειψης ικανοποιητικών στοιχείων. Δοθέντος ότι σε όλες τις εν λόγω διατάξεις το αντικείμενο προστασίας είναι το ίδιο, τότε, εφόσον δεν στοιχειοθετείται παράβαση του Νόμου, πώς είναι δυνατό, διερωτώνται οι εφεσείοντες, να στοιχειοθετείται παράβαση του Κανονισμού;

 

Το γεγονός ότι οι εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι για παράβαση του Κανονισμού 21(3) μόνο, ενώ απηλλάγησαν των υπόλοιπων κατηγοριών, δεν πλήττει την ορθότητα και νομιμότητα της καταδίκης τους για παράβαση του εν λόγω Κανονισμού, νοουμένου ότι η καταδίκη τους κρινόμενη υπό το φως του συνόλου των στοιχείων, ήταν εύλογα επιτρεπτή. Με άλλα λόγια, η απαλλαγή τους από τις κατηγορίες για παράβαση του Νόμου 7(Ι)/98, όπως και του Μέρους ΙΙ του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για τα Ηλεκτρονικά ΜΜΕ, ουδόλως αφαιρεί το στοιχείο της νομιμότητας από καταδίκη κατά τα άλλα ορθή και νόμιμη. Το κατά πόσο η καταδίκη των εφεσειόντων, κρινόμενη υπό το φως του συνόλου των στοιχείων, ήταν εύλογα επιτρεπτή, συνιστά άλλο θέμα το οποίο εξετάζουμε σε κατοπινό στάδιο καθότι αποτελεί αντικείμενο άλλου λόγου έφεσης.

 

Κατά συνέπεια ο υπό στοιχείο (2) πιο πάνω λόγος έφεσης δεν μπορεί να γίνει δεκτός και απορρίπτεται.

 

Λόγος έφεσης 3

Σύμφωνα με το συγκεκριμένο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι το γεγονός της αυτεπάγγελτης διερεύνησης της υπόθεσης προηγήθηκε υποβολή παραπόνου από ιδιώτη, είναι άνευ σημασίας, όπως και εσφαλμένα δεν εξέτασε την επίδικη συμπεριφορά και τις ενέργειες των εφεσιβλήτων «υπό το πρίσμα της χρηστής διοίκησης».

 

Κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφονται οι σχετικές με το συγκεκριμένο λόγο έφεσης θέσεις των εφεσειόντων, συνιστούν οι πρόνοιες των Κανονισμών 41(1) και 41(2) της Κ.Δ.Π. 10/2000.

 

Θεωρούμε σκόπιμο να διευκρινίσουμε πως ενώ οι πρόνοιες του Κανονισμού 41(1) καθορίζουν την εξουσία των εφεσιβλήτων να εξετάσουν παράπονα του κοινού που υποβάλλονται σ' αυτούς σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, οι πρόνοιες του Κανονισμού 41(2) παρέχουν εξουσία στους εφεσιβλήτους να εξετάζουν παραβάσεις αυτεπάγγελτα και ανεξάρτητα από παράπονα του κοινού, αν υποπέσει βέβαια στην αντίληψή τους ότι ενδεχομένως να μην έχουν τηρηθεί οι πρόνοιες του Νόμου και των Κανονισμών. Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι, εφόσον στην υπό κρίση περίπτωση της αυτεπάγγελτης έρευνας προηγήθηκε η υποβολή παραπόνου από ιδιώτη και η περίπτωση ενέπιπτε στις καθορισμένες από τον Κανονισμό 41(1) πρόνοιες, οι εφεσίβλητοι όφειλαν να εξετάσουν την περίπτωση δυνάμει του εν λόγω Κανονισμού και όχι του Κανονισμού 41(2) στη βάση του οποίου τελικά την εξέτασαν.

 

Επιχειρηματολογώντας ενώπιον μας οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων προς υποστήριξη της πιο πάνω θέσης τους, υπέβαλαν            ότι η πρωτόδικη απόφαση στην Προσφυγή 362/03, Αντέννα Λτδ ν.        Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, ημερομηνίας 27/2/2004, επί της                     οποίας εδράζεται η επί του προκειμένου υπό αμφισβήτηση κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση (απόφαση                                Γ. Κωνσταντινίδη, Δ.),  διαφοροποιείται από την περίπτωσή μας ως προς τα γεγονότα «καθώς σ' εκείνη την περίπτωση το υποβληθέν παράπονο δεν ενέπιπτε στην περιπτωσιολογία του Καν. 41(1) της ΚΔΠ 10/2000, ενώ στην παρούσα υπόθεση το παράπονο ενέπιπτε στην περιπτωσιολογία του Καν. 41(1) της ΚΔΠ 10/2000 και επομένως μπορούσε να εξεταστεί βάσει του Καν. αυτού». Θα πρέπει επίσης να πούμε πως στην υπόθεση-προσφυγή 362/03 το παράπονο, έστω και αν αρχικά υποβλήθηκε από πολίτες, εξετάστηκε τελικά αυτεπάγγελτα δυνάμει του Κανονισμού 41(2) γιατί κρίθηκε ότι δεν ενέπιπτε στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που προνοεί ο Κανονισμός 41(1).

 

Ούτε η πιο πάνω θέση των εφεσειόντων μας βρίσκει σύμφωνους.  Όπως πολύ ορθά επισημάνθηκε στην προσφυγή 362/03 (πιο πάνω) και υιοθετήθηκε από τον πρωτόδικο Δικαστή στην παρούσα υπόθεση, «Δεν υπάρχει περιορισμός αναφορικά με το πώς ένα θέμα υποπίπτει στην αντίληψη της Αρχής και, ανεξάρτητα από το ποια θα μπορούσε να είναι η αυτοτελής σημασία του Κανονισμού 41(1), σαφώς η υποβολή παραπόνου που δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις του δεν περιορίζει ή, πολύ λιγότερο αχρηστεύει την εξουσία για αυτεπάγγελτη εξέταση όσο και αν το ορισμένο παράπονο αποτέλεσε το έναυσμα της.». Το γεγονός ότι, στην παρούσα υπόθεση επρόκειτο για αυτεπάγγελτη έρευνα, ενώ έναυσμα για διερεύνηση του συγκεκριμένου θέματος είχε δώσει παράπονο από πολίτη, ποσώς δεν διαφοροποιεί την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως πρόκειται για γεγονός άνευ σημασίας.  Η υποβολή παραπόνου από πολίτη, ανεξάρτητα αν το παράπονο εμπίπτει ή όχι στις καθορισμένες περιπτώσεις του Κανονισμού 41(1), ουδόλως αχρηστεύει την εξουσία που παρέχεται στους εφεσιβλήτους από τις πρόνοιες του Κανονισμού 41(2) για αυτεπάγγελτη εξέταση. 

 

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται βέβαια ότι, ενώ στην παρούσα υπόθεση το παράπονο ενέπιπτε στην περιπτωσιολογία του Κανονισμού 41(1) και συνεπώς θα μπορούσε να εξεταστεί με βάση τις πρόνοιες του εν λόγω Κανονισμού, η ενέργεια των εφεσιβλήτων να το εξετάσουν με βάση τις πρόνοιες του Κανονισμού 41(2) παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης, βασικά καθότι από τα γεγονότα «διαφαίνεται μια προσπάθεια απόκρυψης του παραπόνου».  Τίποτε δεν έχουμε εντοπίσει που να συνηγορεί υπέρ της εν λόγω θέσης.  Αντίθετα τόσο το γεγονός της υποβολής του παραπόνου από πολίτη, όσο και η ταυτότητα του πολίτη που υπέβαλε το παράπονο, αποκαλύπτονται στο έντυπο που είχε επισυναφθεί στην ένσταση των εφεσιβλήτων. 

 

Ενόψει των πιο πάνω και ο υπό στοιχείο (3) λόγος έφεσης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

 

Λόγος έφεσης 4

Κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται ο υπό στοιχείο          (4) λόγος έφεσης συνιστά η θέση ότι στην προκείμενη περίπτωση η διαδικασία άρχισε παράνομα γιατί δεν προηγήθηκε σχετική απόφαση των εφεσιβλήτων, ως συλλογικό όργανο, καταγραμμένη στο πρακτικό, για αυτεπάγγελτη διερεύνηση της υπόθεσης. Την αντίθετη άποψη εκφράζουν οι εφεσίβλητοι. Οι τελευταίοι παραπέμποντας στην απόφαση τους ημερομηνίας 4/7/2001 που λήφθηκε στα πλαίσια των δυνατοτήτων που τους παρέχονται από το άρθρο 9(8) του Νόμου 7(Ι)/98, υποστήριξαν ότι μεταβίβασαν την εξουσία της Αρχής «να ορίζει Λειτουργό της Αρχής για διερεύνηση παραπόνου ή παράβασης», στο Διευθυντή ο οποίος και διόρισε τον ερευνώντα λειτουργό στην παρούσα περίπτωση.

 

Συνιστά κοινό και για τις δυο πλευρές έδαφος ότι στην προκείμενη περίπτωση, της διερεύνησης δεν προηγήθηκε απόφαση της εφεσίβλητης για διορισμό ερευνώντα λειτουργού.

 

Οι εφεσείοντες με αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση στην Υπόθεση 67/2007, Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, ημερομηνίας 31/7/2009 (απόφαση Φ. Νικολαΐδη, Δ.), υποστήριξαν ότι η αρμοδιότητα που μεταβιβάστηκε στο Διευθυντή με την απόφαση των εφεσιβλήτων 4/7/2001, περιορίζεται αποκλειστικά στον ορισμό λειτουργού προς διερεύνηση παραπόνου και δεν εκτείνεται και στην άσκηση της εξουσίας όπως την προβλέπει ο Κανονισμός 42(3). Με όλο το σέβας προς τον αδελφό Δικαστή, δεν συμφωνούμε με την εν λόγω θέση. Η εκχώρηση που έγινε στο Διευθυντή ασφαλώς περιλάμβανε την απόφαση για ορισμό λειτουργού. Δεν περιοριζόταν όμως, αποκλειστικά σ' αυτό. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο εξής απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση στην Υπόθεση 726/2006, Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, ημερομηνίας 16/4/2008 (απόφαση                   Γ. Κωνσταντινίδη, Δ.), το οποίο υιοθετούμε και επαναλαμβάνουμε, «. η εκχώρηση δεν αφορούσε απλώς στον προσδιορισμό του Λειτουργού αλλά εκτεινόταν στην άσκηση της καθόλου εξουσίας όπως την προβλέπει ο Κανονισμός 42(3).» Κατά συνέπεια ούτε ο υπό στοιχείο (4) πιο πάνω λόγος έφεσης μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

 

Λόγος έφεσης 5

Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν απαιτείτο η προηγούμενη αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, είναι εσφαλμένη. Θα πρέπει να λεχθεί πως συνιστά κοινό έδαφος ότι, στην υπό κρίση περίπτωση, της εξέτασης της υπόθεσης δεν είχε προηγηθεί αίτηση από την Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.

 

Τα επιχειρήματα των εφεσειόντων σχετικά με τον πιο πάνω λόγο έφεσης εδράζονται ουσιαστικά επί των προνοιών του Κανονισμού 27(4) της    Κ.Δ.Π. 10/2000, τις πρόνοιες της οποίας ο πρωτόδικος Δικαστής παρέλειψε, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, να ερμηνεύσει. Οι επίμαχες πρόνοιες του εν λόγω Κανονισμού έχουν ως εξής:

 

 

"27(4) Οι ειδησεογραφικές εκπομπές, τα τηλεοπτικά μαγκαζίνα και οι εκπομπές με ανθρώπινες δραματικές ιστορίες (reality shows) υπόκεινται στον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας του συνημμένου στους παρόντες Κανονισμούς Παραρτήματος VIII."

 

 

Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι στην προκείμενη περίπτωση οι παραβάσεις για τις οποίες κρίθηκαν ένοχοι εμπίπτουν στις πρόνοιες του Κανονισμού 27(4) και συνεπώς για την εξέταση τους θα έπρεπε να είχε υποβληθεί προηγουμένως αίτηση από την Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Εφόσον δε, τέτοια αίτηση δεν υποβλήθηκε, εσφαλμένα                οι εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι. Σημειώνεται πως για την ορθότητα εξέτασης παραβάσεων του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας απαραίτητη προϋπόθεση συνιστά η από προηγουμένως υποβολή σχετικής αίτησης από την Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας (Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ν. ΑΝΤΕΝΝΑ T.V. Λίμιτεδ (2005) 3 Α.Α.Δ. 583).

 

Ο πιο πάνω Κανονισμός αν και βρίσκεται στην ίδια Κανονιστική Διοικητική Πράξη με τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας (Κ.Δ.Π. 10/2000), «είναι», υποστηρίζουν οι εφεσείοντες, «ειδικότερος και συνεπώς υπερισχύει βάσει της γνωστής ερμηνευτικής νομικής αρχής «lex specialis derogat legi generali».» Προς υποστήριξη της εν λόγω θέσης τους οι εφεσείοντες παρέπεμψαν στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ν. ΑΝΤΕΝΝΑ T.V. Λίμιτεδ (πιο πάνω).

 

Η πιο πάνω θέση των εφεσειόντων δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η απόφαση της Ολομέλειας στην πιο πάνω υπόθεση, διακρίνεται, όπως πολύ ορθά επισημαίνεται από τους συνηγόρους των εφεσιβλήτων, από την παρούσα υπόθεση. Σε εκείνη την υπόθεση, η απόφαση του Δικαστηρίου προσεγγίζει το θέμα μόνο ως προς την παράβαση της παραγράφου 8(2) του Μέρους Ι του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και όχι ως προς την παράβαση του Κανονισμού 21(3). Οι πρόνοιες του Κανονισμού 27(4) δεν αποκλείουν την εφαρμογή άλλων προνοιών του Νόμου ή των Κανονισμών. Όπως πολύ ορθά έχει λεχθεί στην περίπτωση μας από τον αδελφό πρωτόδικο Δικαστή, ο Κανονισμός 27(4) «δεν εννοεί την αυτόματη υπαγωγή στον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας οποιασδήποτε παράβασης του Νόμου και των Κανονισμών που τελείται κατά τη διάρκεια των εκπομπών στις οποίες αναφέρεται ο Κανονισμός 27(4) παρά μόνο αυτών των παραβάσεων που βασίζονται στις διατάξεις του εν λόγω Κώδικα.» Και στην κρινόμενη περίπτωση, σε αντίθεση με την υπόθεση Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ν. ΑΝΤΕΝΝΑ T.V. Λίμιτεδ (πιο πάνω) «δεν γίνεται αναφορά», όπως πολύ ορθά επίσης επισημαίνεται από τον αδελφό πρωτόδικο Δικαστή, «σε παράβαση που να βασίζεται στις διατάξεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ώστε να απαιτείται αίτηση της εν λόγω Επιτροπής». Εξάλλου, υιοθέτηση της επί του προκειμένου εισήγησης των εφεσειόντων «θα εκμηδένιζε», όπως πολύ εύστοχα παρατηρείται στην υπόθεση ΑΝΤΕΝΝΑ Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Αρ. Υπόθ. 1625/2006, ημερομηνίας 20/10/2009 (απόφαση Στ. Ναθαναήλ, Δ.) «τη δυνατότητα υποβολής παραπόνου από το κοινό ή την αυτεπάγγελτη εξέταση από τους καθ'ων για το σύνολο των καλυπτομένων εκπομπών που είναι ειδησεογραφικές, τηλεοπτικά μαγκαζίνα ή ασχολούνται με ανθρώπινες δραματικές ιστορίες», παρατήρηση την οποία υιοθετούμε.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω και ο υπό στοιχείο (5) λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Λόγος έφεσης 6

Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο ισχυρισμός των εφεσειόντων, ότι οι εφεσίβλητοι στη συγκεκριμένη περίπτωση, λειτούργησαν και ενήργησαν κατά τρόπο που παραβιάζει τις αρχές της αμεροληψίας, δεν έχει αποδειχθεί, είναι, σύμφωνα με το συγκεκριμένο λόγο έφεσης, εσφαλμένη.

 

Η επί του προκειμένου θέση των εφεσειόντων εδράζεται αποκλειστικά  επί του περιεχομένου αλληλογραφίας η οποία αντηλλάγη είτε μεταξύ του πολίτη που υπέβαλε αρχικά το παράπονο από τη μια και των εφεσιβλήτων ή διαφόρων κρατικών φορέων από την άλλη, είτε μεταξύ των εφεσιβλήτων από τη μια και κρατικών φορέων από την άλλη, σχετικά με την προβολή από τους τηλεοπτικούς σταθμούς της σύλληψης των Πακιστανών.

 

Παραπέμποντας στην εν λόγω αλληλογραφία οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι οι εφεσίβλητοι έχουν στην ουσία «υποταχθεί» στις υποδείξεις συγκεκριμένων κρατικών φορέων για λήψη μέτρων εναντίον των τηλεοπτικών σταθμών και καταδίκης τους, ενώ παράλληλα ένοιωθαν την ανάγκη να «δίνουν αναφορά» στον παραπονούμενο για την πορεία διερεύνησης του παραπόνου του και τις ενέργειες στις οποίες προέβαιναν στα πλαίσια της εν λόγω διερεύνησης. Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι το περιεχόμενο της εν λόγω αλληλογραφίας «είναι τέτοιο ώστε να δημιουργείται τεκμήριο μεροληψίας» ενώ από αυτό αβίαστα προκύπτει το συμπέρασμα ότι η εφεσίβλητη αρχή «κατά παράβαση των νομοθετικών διατάξεων που την θέλουν ανεξάρτητη από τον υπουργικό έλεγχο, δέχθηκε έντονη παρέμβαση από τους Υπουργούς Εσωτερικών και Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης και τελικά έδρασε καθ' υπακοήν των Υπουργών Εσωτερικών και Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, δείχνοντας μια υποτέλεια απέναντι τους».

 

Συνιστά θεμελιώδη αρχή του διοικητικού δικαίου ότι κάθε διοικητικό όργανο που μετέχει σε συγκεκριμένη διοικητική διαδικασία πρέπει να ενεργεί αμερόληπτα και μάλιστα δεν είναι αρκετό να ενεργεί ορθά, αλλά θα πρέπει και να φαίνεται ότι ενεργεί ορθά. Με άλλα λόγια, το κριτήριο δεν είναι υποκειμενικό αλλά αντικειμενικό. Το γεγονός δε της έλλειψης αμεροληψίας θα πρέπει να προκύπτει είτε από τα στοιχεία του φακέλου είτε από άλλη αποδεκτή μαρτυρία, πάντα όμως θα πρέπει να προκύπτει με σαφήνεια. (Βλ. Χρίστου ν. Δημοκρατίας (1980) 3 Α.Α.Δ. 437, 449)

 

Η υπό κρίση υπόθεση είναι υπόθεση διοικητικής φύσης. Οι αρχές που την διέπουν είναι αυτές του διοικητικού δικαίου. Στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης δεν εγείρεται θέμα αξιολόγησης μαρτυρίας για σκοπούς αποκρυστάλλωσης των πραγματικών γεγονότων. Επομένως το ζητούμενο είναι ουσιαστικά το κατά πόσο ο Νόμος έτυχε ορθής εφαρμογής επί των γεγονότων της υπόθεσης. Έχουν οι νομικές πρόνοιες που διέπουν τα επίδικα θέματα εφαρμοστεί ορθά στα γεγονότα που περιβάλλουν τα εν λόγω θέματα; Αυτό είναι το ερώτημα που το Δικαστήριο καλείται να απαντήσει.

 

Διεξήλθαμε προσεκτικά το ενώπιον μας υλικό. Από το περιεχόμενο του συνόλου της αλληλογραφίας και των ενώπιον μας υπόλοιπων στοιχείων, κάθε άλλο παρά προκύπτει συμπέρασμα ότι οι εφεσίβλητοι φαίνεται να έχουν ενεργήσει και λειτουργήσει κατά τρόπο μεροληπτικό. Το γεγονός, ότι στη σχετική αλληλογραφία των κρατικών φορέων με τους εφεσιβλήτους οι πρώτοι διατυπώνουν την άποψη ότι οι πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας θα πρέπει να εφαρμοστούν όπως και το γεγονός ότι οι δεύτεροι ενημερώνουν τους πρώτους ότι οι υποθέσεις διερευνώνται, δεν μπορούν να ερμηνευθούν ως σαφής απόδειξη «υποτέλειας» των εφεσιβλήτων στους συγκεκριμένους κρατικούς φορείς, ούτε το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι επέλεξαν να πληροφορήσουν τον παραπονούμενο ο οποίος ζήτησε να πληροφορηθεί για την τύχη του παραπόνου του, ότι το παράπονο του διερευνάται, μπορεί να ερμηνευθεί με σαφήνεια ότι εκφράζει «υποχρέωση» από πλευράς των εφεσιβλήτων «να δίνουν αναφορά» για τις ενέργειες τους, στον παραπονούμενο.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω και ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

 

Λόγοι έφεσης 1, 7 και 8

Οι επί του προκειμένου θέσεις των εφεσειόντων είναι περιληπτικά οι πιο κάτω:

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι δεν έσφαλλαν στην ερμηνεία του Κανονισμού 21(3) και ότι ορθά εφάρμοσαν τις πρόνοιες του εν λόγω Κανονισμού στα πραγματικά γεγονότα (υπό στοιχείο (1) λόγος έφεσης).

 

Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η έρευνα που διενήργησαν οι εφεσίβλητοι ήταν η δέουσα υπό τις περιστάσεις και πλήρως αιτιολογημένη, είναι εσφαλμένο και στερείται οποιασδήποτε αιτιολογίας (υπό στοιχείο (7) λόγος έφεσης).

 

Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε και δεν αποφάσισε «το νομικό λόγο που είχαν προβάλει οι εφεσείοντες περί κακής άσκησης της διακριτικής εξουσίας εκ μέρους της καθ'ης» (υπό στοιχείο (8) λόγος έφεσης).

 

Οι πιο πάνω τρεις λόγοι έφεσης περιστρέφονται γύρω από τους πιο κάτω κοινούς και για τους τρεις λόγους άξονες:

 

(α) Στον Κανονισμό 21(3) της Κ.Δ.Π. 10/2000 «περιλαμβάνονται αόριστες αξιολογικές έννοιες», όπως οι έννοιες «προσωπικότητα», «υπόληψη», «ιδιωτικός βίος». Το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, προτού καταλήξει ότι τόσο η απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε η παράβαση του Κανονισμού 21(3), όσο και η απόφαση για επιβολή της επίδικης κύρωσης ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογα επιτρεπτές μέσα στα όρια της διακριτικής εξουσίας των εφεσιβλήτων, να καθορίσει το ακριβές περιεχόμενο των εν λόγω εννοιών στη βάση του κοινωνικού περιβάλλοντος στο οποίο μεταδόθηκαν οι επίδικες εκπομπές.

 

  (β) Η απόφαση των εφεσιβλήτων για κρίση ενοχής τους είναι αναιτιολόγητη γιατί δεν υπάγει τα πραγματικά γεγονότα στα επί μέρους στοιχεία του αδικήματος και «επομένως δεν υπάρχει καμία απολύτως αιτιολογία για το πώς έκρινε ότι στοιχειοθετούνται οι παραβάσεις».

 

(γ) Ο ερευνών λειτουργός δεν συνέλεξε οποιαδήποτε μαρτυρία αναφορικά με τα επίδικα γεγονότα.

 

Για τους πιο κάτω λόγους, κανένας από τους τρεις πιο πάνω λόγους έφεσης μπορεί να πετύχει.

 

Το κατά πόσο ένα τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό πρόγραμμα παραβιάζει το Νόμο ή τους Κανονισμούς συνιστά θέμα που ανάγεται αποκλειστικά στην κρίση της Αρχής, η ορθότητα της οποίας όμως υπόκειται στον έλεγχο του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, εφόσον βέβαια το εν λόγω Δικαστήριο, υπό την ιδιότητά του ως τελικού κριτή, κληθεί να αποφανθεί επί τούτου. Κατά συνέπεια η κρίση ως προς την υπαγωγή γεγονότων στο Νόμο και τους Κανονισμούς εμπίπτει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της εφεσίβλητης Αρχής, της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου περιοριζομένης στον έλεγχο της κρίσης αυτής (βλ. «Ο ΛΟΓΟΣ» Πολιτιστική και Πληροφοριακή Εταιρεία ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 91). Κοντολογίς, το έργο του Δικαστηρίου περιορίζεται στη διεξαγωγή ελέγχου με αποκλειστικό στόχο τη διακρίβωση ότι η απόφαση της εφεσίβλητης Αρχής, κρινόμενη με βάση την αιτιολογία και το περιεχόμενο του φακέλου, ήταν εύλογα επιτρεπτή μέσα στα όρια της διακριτικής εξουσίας της. Κατά συνέπεια ο ορισμός εννοιών που χρησιμοποιούνται στους Κανονισμούς, όπως οι έννοιες προσωπικότητα, υπόληψη, ιδιωτικός βίος και η υπαγωγή τους στα γεγονότα της υπόθεσης, δεν εκφεύγουν του εν λόγω πλαισίου.

 

Στην κρινόμενη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο στα πλαίσια άσκησης της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του, απέρριψε τόσο την εισήγηση περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των προνοιών του Κανονισμού 21(3) όσο και τις εισηγήσεις περί διεξαγωγής ελλιπούς έρευνας και αναιτιολόγητης απόφασης, επισημαίνοντας τα πιο κάτω:

 

"Οι δικηγόροι των αιτητών ισχυρίστηκαν ότι η κατάληξη της Αρχής για παράβαση του Κανονισμού 21(3) είναι εσφαλμένη. Αναφέρθηκαν στο επίδικο ρεπορτάζ που προβλήθηκε στις 28.12.2003 στα πλαίσια του κεντρικού δελτίου ειδήσεων του σταθμού των αιτητών και υποστήριξαν ότι παρουσιάστηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνεται ότι οι πέντε Πακιστανοί ήταν ύποπτοι και όχι ένοχοι. Καθώς και ότι δεν προσβλήθηκε η προσωπικότητα, η τιμή, η υπόληψη και ο ιδιωτικός τους βίος.

 

     Υποστήριξαν περαιτέρω ότι «. οι πέντε ύποπτοι Πακιστανοί, δεν ήταν αναγνωρίσιμοι στο τηλεοπτικό κοινό της Κύπρου. Η πιθανότητα αναγνωρίσεώς τους από το φιλικό τους περιβάλλον που θα μπορούσε να έβλεπε το επίδικο ρεπορτάζ, δεν μπορεί να οδηγήσει σε προσβολή της προσωπικότητάς τους, αφού το φιλικό περιβάλλον ούτως ή άλλως θα επληροφορείτο για τα γεγονότα.»

 

     Κατά την άποψή μου δεν προκύπτει εσφαλμένη ερμηνεία του εν λόγω Κανονισμού. Από την απόφαση της Αρχής, με την οποία διαπιστώθηκε η παράβαση (παρατέθηκε ανωτέρω), καθώς και από την απόφαση της Αρχής για επιβολή της επίδικης κύρωσης, προκύπτει ότι αυτές ήταν εύλογα επιτρεπτές μέσα στα όρια της διακριτικής της εξουσίας.

 

     Παραθέτω τα πιο κάτω από την απόφαση της Αρχής για επιβολή της κύρωσης:

 

«Στον Κανονισμό 21(3) των υπό αναφορά Κανονισμών, γίνεται σαφής λόγος για την εικόνα του ανθρώπου ως ατόμου ή μέλους ομάδας. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός του σταθμού ότι τα πέντε ύποπτα άτομα δεν αποτελούν μέλη ομάδας και μέλη της Κυπριακής κοινωνίας, και άρα δεν υπάρχει παράβαση, δε γίνεται δεκτός, λόγω του ότι οι πέντε Πακιστανοί είναι μέλη της Κυπριακής κοινωνίας στην οποία ζουν και εργάζονται. Εξάλλου, ο Κανονισμός αναφέρεται ρητά και στην εικόνα του ανθρώπου ως ατόμου.»

 

...................

 

     Ισχυρίστηκαν περαιτέρω ότι η έρευνα της λειτουργού που διερεύνησε την υπόθεση είναι ελλιπής. Καθώς και ότι η απόφαση της Αρχής είναι αναιτιολόγητη.

 

     Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι επίσης αβάσιμοι. Θεωρώ την έρευνα δέουσα και την αιτιολογία επαρκή τόσο όσο αφορά την κατάληξη της Αρχής ότι οι αιτητές παραβίασαν τον Κανονισμό 21(3) όσο και την κατάληξή της όσο αφορά την κύρωση που επέβαλε."

 

 

Το σκεπτικό της απόφασης της εφεσίβλητης όπως και οι λόγοι που την οδήγησαν στη λήψη της απόφασης, προκύπτουν με σαφήνεια και περισσή επάρκεια από το περιεχόμενο του επίδικου ρεπορτάζ, από το πόρισμα της Λειτουργού που διερεύνησε το θέμα και γενικά από το σύνολο των στοιχείων που η Αρχή είχε ενώπιόν της. Το περιεχόμενο του πορίσματος, το οποίο αποτελεί μέρος του διοικητικού φακέλου, αφού ενσωματώθηκε από την εφεσίβλητη στην απόφασή της, στη συνέχεια υιοθετήθηκε από την τελευταία, πρακτική καθόλα επιτρεπτή. Στο εν λόγω πόρισμα γίνεται εκτενής αναφορά στα γεγονότα όπως και στο περιεχόμενο του επίδικου ρεπορτάζ και παρατίθενται με λεπτομέρεια τα στοιχεία επί των οποίων η εφεσίβλητη βάσισε την απόφασή της. Η ουσία του εν λόγω πορίσματος περιέχεται σε σημείωμα της Λειτουργού που ερεύνησε το θέμα προς τον Πρόεδρο και τα Μέλη της Αρχής. Το περιεχόμενο του εν λόγω σημειώματος στο οποίο γίνεται ρητή αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση, ομιλεί από μόνο του. Το παραθέτουμε αυτούσιο:

 

"Στις 28.12.2003, στα πλαίσια του κεντρικού δελτίου ειδήσεων του σταθμού «Τα Νέα του Αντ1», που μεταδόθηκε μεταξύ των ωρών 20:00-21:00, προβλήθηκε ρεπορτάζ που αφορούσε τη σύλληψη πέντε υπόπτων, για πιθανή διάπραξη τρομοκρατικής ενέργειας. Κατά τη διάρκεια του ρεπορτάζ, μεταδόθηκαν επανειλημμένα πλάνα από τη σύλληψη των πέντε υπόπτων, των οποίων τα πρόσωπα δημοσιοποιήθηκαν από το σταθμό, ενώ ο σταθμός παρουσίασε και σχολίασε την είδηση κατά τρόπο που δεν κατέστη σαφές το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι θεωρούνται ύποπτοι χωρίς ωστόσο να έχουν αποδειχθεί ένοχοι. Ο σταθμός δε διασφάλισε ώστε το εν λόγω ρεπορτάζ να διέπεται από την αρχή του σεβασμού προς την προσωπικότητα, την τιμή και την υπόληψη των ατόμων αυτών, η εικόνα των οποίων μεταδόθηκε από το σταθμό, κατά παράβαση του Κανονισμού 21(3) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000). Συγκεκριμένα, ο σταθμός μετέδωσε στους τίτλους ειδήσεων και το σχετικό ρεπορτάζ, τα ακόλουθα, κατά λέξη:

 

«Δικαστικό θρίλερ με τους πέντε Πακιστανούς που συνελήφθησαν για τρομοκρατία.»"

 

 

Υιοθετούμε το δικαιολογητικό της απόρριψης από το πρωτόδικο Δικαστήριο της εισήγησης των εφεσειόντων για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή στα γεγονότα της υπόθεσης των προνοιών του Κανονισμού 21(3), όπως και την κατάληξή του ότι από την απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε η παράβαση και από την απόφαση με την οποία επεβλήθη στην εφεσίβλητη η συγκεκριμένη κύρωση, «προκύπτει ότι αυτή ήταν εύλογα επιτρεπτή μέσα στα όρια της διακριτικής της εξουσίας» και κρίνουμε ότι κανένας από τους πιο πάνω τρεις λόγους έφεσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.

 

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €1.700 υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων, πλέον Φ.Π.Α.

 

 

 

                                            Δ.

 

 

                                            Δ.

 

 

                                            Δ.

 

 

                                            Δ.

 

 

                                            Δ.

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο