ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 3 ΑΑΔ 445

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                           

                                                (Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 54/2006)

 

5 Νοεμβρίου, 2008

 

[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

 

                                               

 

ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΔΙΑΣ ΛΤΔ,

                                                          Εφεσείοντες

v.

 

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

                                                          Εφεσίβλητης.

― ― ― ― ―

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.

 

Α. Ευαγγέλου και Θ. Ραφτοπούλου, για την Εφεσίβλητη.

 

― ― ― ― ―

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.


 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Η καθ΄ ης η αίτηση Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου («η Αρχή»), έκρινε ότι υπήρξε παράβαση από το ραδιοφωνικό σταθμό «ΡΑΔΙΟ ΠΡΩΤΟ» των άρθρων 33(2) και 34(2) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου 7(1)/1998 (όπως τροποποιήθηκε) και επέβαλε στους εφεσείοντες, ιδιοκτήτες του σταθμού, πρόστιμο £3000. Η προσφυγή που άσκησαν οι εφεσείοντες για την ακύρωση της προαναφερόμενης απόφασης της Αρχής απορρίφθηκε. Με την παρούσα έφεση επιδιώκεται ο παραμερισμός της ακυρωτικής απόφασης.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης η Αρχή υποβάλλει ότι «εσφαλμένα η Αρχή ως διοικητικό όργανο δεν αιτιολόγησε, αντίθετα στο νόμο 158(1)/99, γιατί, προτίμησε ή επέλεξε τη δυσμενέστατη για αιτητές και αντίθετα στη φυσική δικαιοσύνη προσφερόμενη διαδικασία να γίνει η ίδια κατήγορος, ερευνών λειτουργός «δικαστής» χωρίς μαρτυρία και αντεξέταση, τιμωρός και εισπράκτορας χρηματικής ποινής, αντί να καταχωρήσει ποινική υπόθεση σε Δικαστήριο κατά Νόμου που θα ήταν ο αντικειμενικός ΤΡΙΤΟΣ στη διαφορά».

 

Ο πιο πάνω λόγος έφεσης συνθέτει σειρά νομικών σημείων που πρόβαλαν οι εφεσείοντες κατά την ακρόαση της προσφυγής. Ο Νικολάτος, Δ., που εκδίκασε την υπόθεση, επισημαίνει στην απόφασή του ότι τα ίδια νομικά σημεία και ισχυρισμοί, όπως εμφανίζονται στην υπό κρίση υπόθεση, εξετάστηκαν στη SIGMA RADIO TV LTD v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 ΑΑΔ 134 όπου κρίθηκαν τελεσίδικα από την Πλήρη Ολομέλεια. Στην εκκαλούμενη απόφαση, υπογραμμίζεται ότι η απόφαση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας στη SIGMA RADIO TV LTD  (ανωτέρω), στην έκταση και στο βαθμό που άπτεται των  επίδικων νομικών σημείων της υπό κρίση υπόθεσης, αποτελεί δεσμευτικό προηγούμενο. Αναφορικά με αυτά ακριβώς τα σημεία κρίθηκε στη SIGMA RADIO TV LTD  (ανωτέρω) ότι όλα τα στάδια της διαδικασίας που ακολούθησε η Αρχή στα πλαίσια εξέτασης των παραβάσεων, διατηρήθηκαν στα παραδεκτά όρια νομιμότητας και ότι δεν υπήρξε  παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης οι οποίοι εμπεριέχονται στο άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στο άρθρο 30(2) του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι εν λόγω κανόνες απαιτούν ο κριτής να είναι αμερόληπτος και να παρέχεται στο κρινόμενο πρόσωπο η ευκαιρία να ακουστεί. Αποφασίστηκε ακόμη ότι η περίπτωση η οποία αφορούσε στην εξέταση παράβασης των ρυθμιστικών προνοιών του νόμου στον ιδιαίτερα ευαίσθητο τομέα της ραδιοτηλεόρασης, η κρίση ως προς τα πράγματα, που από τη φύση τους ενδέχεται να χαρακτηρίζονται από λεπτές αποχρώσεις και πολλές διαβαθμίσεις, δικαιολογείται να αφήνεται, ως θέμα πολιτικής του κράτους, σε ειδική ανεξάρτητη δημόσια αρχή και ότι είναι αρκετό ότι οι αποφάσεις της εν λόγω αρχής υπόκεινται στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως το εχέγγυο διασφάλισης της τήρησης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Η απόφαση της Ολομέλειας εμπεριέχει τις απαντήσεις σε όλα τα νομικά σημεία, ισχυρισμούς και επιχειρήματα που έχουν και εδώ εγερθεί. 

 

Καθόσον αφορά τη θέση των εφεσειόντων ότι η πλέον αντικειμενική και  ολιγότερο επαχθής λύση θα ήταν να γινόταν ποινική υπόθεση ώστε το δικαστήριο να είναι ο «τρίτος» κριτής, συμφωνούμε και υιοθετούμε τα λεχθέντα από τον Κωνσταντινίδη, Δ. στη SIGMA RADIO TV LTD  ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, υπόθ. αρ. 329/03, ημερ. 19.9.2003:

 

«Για το πρώτο, δεν υπάρχει καν υπόβαθρο που θα δικαιολογούσε περαιτέρω συζήτηση. Εκλαμβάνεται ως δεδομένο πως η επιλογή της πειθαρχικής δίωξης αντί της ποινικής είναι η δυσμενέστερη και επικαλούνται το άρθρο 52(3) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(1)/1999). Χωρίς όμως αναφορά στο άρθρο 48 του Ν. 7(1)/1998 που προβλέπει, σε περίπτωση καταδίκης για ποινικό αδίκημα, φυλάκιση για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις £20.000. Μάλιστα με την περαιτέρω πρόνοια του άρθρου 49 πως όταν το ποινικό αδίκημα διαπράττεται από νομικό πρόσωπο, την ευθύνη γι΄ αυτό φέρουν και όλα τα μέλη του διοικητικού ή διαχειριστικού συμβουλίου ή της επιτροπής που διαχειρίζεται τις υποθέσεις του νομικού προσώπου και ο γενικός διευθυντής ή ο διευθυντής ή ο διευθύνων σύμβουλός του. Ενώ, στην άλλη περίπτωση, με βάση το άρθρο 3 του Ν.7(1)/98, η Αρχή έχει εξουσία να επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις, μεταξύ των οποίων διοικητικό πρόστιμο που δεν θα υπερβαίνει στην περίπτωση παγκύπριου τηλεοπτικού σταθμού, το ποσό των £5.000 για κάθε ημέρα παράβασης. Οι αιτητές εννοούν πως ήταν δυσμενέστερη γι΄ αυτούς η επιλογή της διοικητικής διαδικασίας επειδή αυτή έχει ελλείμματα ως προς την αμεροληψία δεδομένου ότι η Αρχή είναι κριτής της δικής της απόφασης να διώξει, στη βάση δικής της έρευνας, χωρίς μαρτυρία ξένου προς αυτή ειδικού. Και εν προκειμένω, όμως, κατά παραγνώριση της απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας στην Sigma Radio T.V. Ltd (ανωτέρω) πως η διοικητική διαδικασία δεν έχει τέτοια ελλείμματα.»

 

 

 

 

Προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι, η παράλειψη της Αρχής να συμβουλευθεί τη Συμβουλευτική Επιτροπή Ραδιοτηλεόρασης αναφορικά με την άσκηση των αρμοδιοτήτων της κατά τη διαδικασία εξέτασης κλπ των συγκεκριμένων παραβάσεων του ΡΑΔΙΟ ΠΡΩΤΟ, συνιστά λόγο ακύρωσης της επίδικης διοικητικής απόφασης. Ο Νικολάτος, Δ., αφού υιοθέτησε το σκεπτικό της πλειοψηφίας στη SIGMA RADIO TV LTD ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, υπόθ. αρ. 392/2003, ημερ. 19.9.2005, αποφάσισε πως δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως υποχρεωτική η εμπλοκή της Συμβουλευτικής Επιτροπής Ραδιοτηλεόρασης στη διαδικασία εξέτασης συναφών παραβάσεων του Νόμου και των Κανονισμών και στην επιβολή διοικητικών κυρώσεων σε περίπτωση στοιχειοθέτησης τέτοιων παραβάσεων. Ο συνάδελφός μας ορθά διέκρινε την παρούσα υπόθεση από την ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ν. Ιωαννίδου (2006) 3 ΑΑΔ 32 στην οποία, αναφορικά με τον κανονισμό 6(9) της Κ.Δ.Π. 172/99, κρίθηκε ότι η πρόθεση του νομοθέτη ήταν η υποχρεωτική εγκαθίδρυση Επιτροπών Κρίσεως ως θεσμικών γνωμοδοτικών οργάνων για τη μελέτη των αιτήσεων αναγνώρισης τίτλων σπουδών και την υποβολή σχετικών εισηγήσεων προς το ΚΥΣΑΤΣ για το σκοπό λήψης τελικής απόφασης για κάθε εκκρεμούσα αίτηση. Σύμφωνα με το σκεπτικό της Ιωαννίδου (ανωτέρω), η μελέτη των αιτήσεων και η υποβολή εισηγήσεων από τις Επιτροπές Κρίσεως προς το ΚΥΣΑΤΣ, συνιστούσε επιβαλλόμενη από το Νόμο ενέργεια η οποία, στην ουσία, αποτελούσε προϋπόθεση της λήψης τελικής απόφασης από το ΚΥΣΑΤΣ.

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσειόντων επανέλαβε την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε κατά την ακρόαση της προσφυγής προκειμένου να καταδείξει ότι εσφαλμένα έγινε η προαναφερόμενη διαφοροποίηση της υπό κρίση υπόθεσης από την Ιωαννίδου (ανωτέρω) και ότι η Αρχή είχε εν προκειμένω νομική υποχρέωση να συμβουλευθεί τη Συμβουλευτική Επιτροπή για την άσκηση των υπό συζήτηση αρμοδιοτήτων της, υποχρέωση η οποία απορρέει από το άρθρο 11(1) του νόμου που προβλέπει:

 

«Η Αρχή συστήνει Συμβουλευτική Επιτροπή Ραδιοτηλεόρασης για να τη συμβουλεύει στην άσκηση των αρμοδιοτήτων της.»

 

 

 

 

Η εμπλοκή της Συμβουλευτικής Επιτροπής Ραδιοτηλεόρασης δεν είναι υποχρεωτική εφόσον ούτε ο νόμος ούτε οι κανονισμοί θέτουν ως προϋπόθεση τη γνωμοδότηση της Συμβουλευτικής πριν από τη λήψη της απόφασης της Αρχής. Η διαδικασία εξέτασης των παραβάσεων διεξάγεται αποκλειστικά ενώπιον της Αρχής η οποία έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα αξιολόγησης της μαρτυρίας, προκειμένου να διαπιστώσει αν υπήρξε ή όχι παράβαση νόμου ή κανονισμών και να επιβάλει τις κατά την κρίση της αρμόζουσες κυρώσεις. Η υποχρέωση της Αρχής να ζητά τις απόψεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι υποχρεωτική μόνο όπου επιβάλλεται από το νόμο τέτοια ενέργεια και όχι σε κάθε περίπτωση ή για κάθε θέμα.

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης «ότι η απόφαση της Αρχής δεν ήταν αιτιολογημένη ειδικά ως ιδιαίτερα δυσμενής και άρα εσφαλμένα την έκρινε νόμιμη το Δικαστήριο πρωτόδικα» θεωρούμε ότι είναι αβάσιμος. Εχουμε καταλήξει στο πιο πάνω συμπέρασμα κατόπιν εξέτασης της θέσης του δικηγόρου και της επιχειρηματολογίας που τη συνοδεύει έχοντας ταυτόχρονα ενώπιόν μας την προσβαλλόμενη απόφαση τόσο εκείνη επί της ουσίας όσο και την απόφαση για την επιβολή των κυρώσεων. Και οι δυο αυτές αποφάσεις, εντασσόμενες στο ευρύτερο πλαίσιο της διαδικασίας, αποκαλύπτουν επαρκώς τους λόγους για τους οποίους η Αρχή έλαβε την επίδικη απόφαση ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναθεωρητικός έλεγχος.

 

Ενόψει των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €1200 έξοδα.

 

                                                                         ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.

                                                                         ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

                                                                         ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.

                                                                         ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.

                                                                         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

ΣΦ.

                                  


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο