ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 3 ΑΑΔ 427
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 36/2005
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ROSARY GARDENS LTD,
Εφεσείoυσα-αιτήτρια,
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Εφεσίβλητη-καθ΄ης η αίτηση.
― ― ― ―
Α. Ευαγγέλου, για εφεσείουσα
Γ. Λαζάρου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα.
Π. Αρτέμη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα-αιτήτρια ασχολείται με την εκμετάλλευση και διαχείριση θερμοκηπίων και αναφορικά με την υπόθεση αυτή είχε διεκδικήσει πίστωση φόρου εισροών σχετικά με την παράδοση υλικών και την παροχή υπηρεσιών που είχαν χρησιμοποιηθεί μεταξύ 1.5.05 και 30.11.97, για την κατασκευή θερμοκηπίου.
Η Έφορος ΦΠΑ γνωστοποίησε την απόφασή της επί του προκειμένου με επιστολή του ημερομηνίας 16.4.98, αναφέροντας ότι δεν επέτρεψε την πίστωση και προέβηκε σε ανάλογη βεβαίωση φόρου. Ένσταση που καταχώρησε η εφεσείουσα απορρίφθηκε από τον Υπουργό Οικονομικών και η απόφαση του προσβλήθηκε με την προσφυγή 805/98, η οποία και απορρίφθηκε.
Ακολούθησε έφεση ενώπιον της Ολομέλειας, η οποία είχε επιτυχή κατάληξη και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίστηκε για το λόγο ότι η διεκδίκηση για πίστωση εισροών «απορρίφθηκε ακριβώς επειδή κρίθηκε ότι το θερμοκήπιο ήταν ακίνητη ιδιοκτησία».
Παρατήρησε η Ολομέλεια, με αναφορά στην Ambrosia Oils (1976) Ltd ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 457 και Andromachi Hotels Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 2871, ημερ. 30.11.01, ότι επίδικο θέμα δεν ήταν το κατά πόσο το θερμοκήπιο ενέπιπτε στον ορισμό ακίνητης ιδιοκτησίας, αλλά το κατά πόσο η κατασκευή θερμοκηπίου αποτελούσε εκτέλεση εργασιών επί ακίνητης ιδιοκτησίας. Αναφέρθηκαν τα πιο κάτω σχετικά στην απόφαση της Ολομέλειας:
«Διαπιστώνουμε πράγματι πλάνη της διοίκησης περί το Νόμο αφού καταφανώς η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε σε κριτήριο άλλο από το προβλεπόμενο. Απομένει το θέμα των επιπτώσεων. Περιλαμβάνεται στην πρωτόδικη απόφαση και η κρίση πως η κατασκευή του θερμοκηπίου συνιστούσε «εκτέλεση εργασιών σε ακίνητη ιδιοκτησία» και συναφώς πως η άποψη των εφεσειόντων αναφορικά με την έννοια των όρων του Νόμου δεν ευσταθούσε. Πρωτογενώς, όμως αφού δεν έχουμε διοικητική κρίση επ΄αυτού.»
Προφανώς, όπως διαπίστωσε και ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, με τη νέα απόφαση της Εφόρου, που λήφθηκε κατά την επανεξέταση, θεραπεύτηκε η προαναφερθείσα πλημμέλεια.
Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την επιστολή της Εφόρου, ημερομηνίας 1.3.02:
«Η Έφορος Φ.Π.Α. επανεξετάζοντας το περιεχόμενο του φακέλου, αποφάσισε ότι τα πιο κάτω αποτελούν υλικά και υπηρεσίες που χρησιμοποιούνται σε εργασίες σε ακίνητη ιδιοκτησία και επομένως σύμφωνα με το άρθρο 25(13)(α) δεν παρέχεται δικαίωμα πίστωσης του φόρου εισροών:
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .»
Η εφεσείουσα προσβάλλει την επίδικη απόφαση της Εφόρου με βάση λόγους στους οποίους, κατά την άποψη μας, εύστοχα και επιτυχώς απαντά στη γραπτή του αγόρευση ο ευπαίδευτος Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
Παραθέτουμε σχετικές νομοθετικές πρόνοιες, στις οποίες βασίστηκε η Έφορος.
Στον τότε ισχύοντα Νόμο περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Ν.246/90 όπως είχε τροποποιηθεί) προβλέπονταν τα ακόλουθα στο άρθρο 25(13)(α):
«(13) Δεν παρέχεται δικαίωμα πίστωσης του φόρου με το οποίον έχουν επιβαρυνθεί οι δαπάνες:
(α) Που αφορούν την παράδοση υλικών ή την παροχή υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται για εκτέλεση εργασιών σε ακίνητη ιδιοκτησία ή που αφορούν την αμοιβή εργολάβων για την εκτέλεση εργασιών σε ακίνητη ιδιοκτησία με μίσθωση έργου, ανεξάρτητα από το αν τα υλικά ή οι υπηρεσίες διατίθενται ή μη από τον εργολάβο. Νοείται ότι οι πρόνοιες του παρόντος εδαφίου δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση των εργολάβων.»
Περαιτέρω, το άρθρο 6(3)(ε) προνοούσε τα ακόλουθα:
«Η εκτέλεση εργασιών σε ακίνητη ιδιοκτησία με μίσθωση έργου, ανεξάρτητα από το αν τα υλικά για τις εργασίες αυτές διατίθενται ή μη από τον εργολάβο αποτελεί παράδοση αγαθών. Στις εργασίες αυτές περιλαμβάνονται οι εκσκαφές και οι κατεδαφίσεις, οι κατασκευές οικοδομών, οδών, γεφυρών, υδραγωγείων, υδραυλικών και αποχετευτικών έργων, ηλεκτρολογικών και μηχανολογικών εγκαταστάσεων και τεχνικών γενικά έργων καθώς και οι συμπληρώσεις, επεκτάσεις, διαρρυθμίσεις και επισκευές, εκτός από τις εργασίες συνήθους συντήρησης των έργων αυτών.»
Ερμηνεύοντας το πιο πάνω άρθρο 25(1)(α) υποβλήθηκε εκ μέρους της εφεσείουσας ότι δόθηκε λανθασμένη ερμηνεία από την Έφορο και πως το λεκτικό του άρθρου δεν κάλυπτε περίπτωση, όπως την παρούσα, όπου τα υλικά εισάχθηκαν από το εξωτερικό στη Δημοκρατία και δεν αγοράστηκαν στην Κύπρο.
Θεωρούμε την πιο πάνω θέση παντελώς άνευ ερείσματος, αφού τέτοια ερμηνεία ουδόλως προκύπτει από το κείμενο του άρθρου. Υιοθετούμε επί του προκειμένου την απάντηση που έδωσε στο επιχείρημα αυτό ο συνήγορος της Δημοκρατίας στο περίγραμμα της αγόρευσης του, όπου αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«Είναι φανερό από τη λεκτική διατύπωση της επίδικης διάταξης ότι είναι αδιάφορο για το νομοθέτη αν έγινε εισαγωγή των υλικών ή αν αυτά αγοράστηκαν από την Κύπρο. Το καθοριστικό στοιχείο είναι ο σκοπός για τον οποίο χρησιμοποιήθηκαν. Εάν υιοθετηθεί η άποψη των εφεσειόντων θα προκύψει η εξής αντίφαση: θα παρέχεται δικαίωμα πίστωσης του φόρου για αγορά υλικών που θα χρησιμοποιηθούν για εκτέλεση έργου σε ακίνητη ιδιοκτησία στην περίπτωση που εισάγονται από του ιδιοκτήτες της ακίνητης ιδιοκτησίας ενώ δεν θα παρέχεται τέτοιο δικαίωμα σε περίπτωση που οι ιδιοκτήτες αγοράσουν τα υλικά επιτόπια ή αναθέσουν την εκτέλεση του έργου σε εργολάβο. Τέτοια ερμηνεία δημιουργεί άνιση μεταχείριση αφού παρέχει αδικαιολόγητο πλεονέκτημα σε εισαγόμενα υλικά πράγμα που σίγουρα δεν αντιπροσωπεύει την πρόθεση του νομοθέτη.»
Περαιτέρω, παραπονείται η εφεσείουσα ότι μετά την ακυρωτική απόφαση δεν διεξάχθηκε η απαραίτητη έρευνα για να καταλήξει εκ νέου στην νέα της απόφαση η Έφορος.
Βρίσκουμε και αυτή τη θέση ανεδαφική. Είχαν ήδη γίνει πριν από την πρώτη ακυρωθείσα απόφαση όλες οι αναγκαίες διεργασίες για διερεύνηση του θέματος που ήταν πλήρως ικανοποιητικές και, κατά την κρίση μας, δεν υπήρχε οτιδήποτε άλλο που θα μπορούσε επιπρόσθετα να κάμει η διοίκηση.
Απορρίπτουμε και την εισήγηση της εφεσείουσας ότι η επίδικη απόφαση δεν ισοδυναμούσε με συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση. Ούτε ο λόγος αυτός ευσταθεί. Η ακυρωτική απόφαση έκρινε πως το ζητούμενο δεν ήταν αν το θερμοκήπιο συνιστούσε «ακίνητη ιδιοκτησία», αλλά αν η επίδικη εργασία ήταν εργασία σε «ακίνητη ιδιοκτησία». Με αυτό ως βάση, που ήταν και ο μόνος λόγος ακύρωσης, λήφθηκε η επίδικη απόφαση, σε πλήρη συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση της Ολομέλειας, αφού κρίθηκε ότι η εργασία που διεξάχθηκε ήταν εργασία σε ακίνητη ιδιοκτησία.
Τέλος, απορρίπτουμε και το επιχείρημα πως η επίδικη βεβαίωση ήταν εκπρόθεσμη. Στη θέση αυτή απαντά η απόφαση στην Α. Μονογιός Λτδ ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. σελ. 129. Όπως παρατηρήθηκε στην υπόθεση αυτή, αν έτσι είχαν τα πράγματα και αν εθεωρείτο ότι έληγε η προθεσμία, παρά την παρεμβολή της ακυρωτικής απόφασης, θα καταλήγαμε στο παράδοξο αποτέλεσμα «να απαλλάττετο στην ουσία ο φορολογούμενος από την υποχρέωση καταβολής φόρου».
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.
Δ. Δ. Δ. Δ. Δ.
/Χ.Π.