ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 3 ΑΑΔ 537
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 728/2004)
21 Σεπτεμβρίου, 2006
[ΧΡ. ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Πρόεδρος]
[Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ,
Γ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Μ. ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ, Α. ΚΡΑΜΒΗΣ,
Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
QURESHI AQEEL AHMED,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Σ. Δράκος, για τον Αιτητή.
Ν. Χαραλαμπίδου (κα.), Νομικός Λειτουργός, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο αιτητής, Πακιστανός υπήκοος, ήλθε στην Κύπρο στις 9/7/2002. Ως φοιτητής που ήταν, εγκρίθηκε η είσοδός του στη Δημοκρατία μέχρι 16/7/2002. Στη συνέχεια, του παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής, η οποία ανανεώθηκε μέχρι 31/7/2004.
Στις 6/6/2004, η Κυπριακή Υπηρεσία Πληροφοριών (Κ.Υ.Π.), με επιστολή της, ειδοποίησε το ΤΑΕ(Ε) του Αρχηγείου Αστυνομίας ότι, σύμφωνα με πληροφορίες της Αμερικανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, ο αιτητής και πέντε άλλοι Πακιστανοί, που διαμένουν στην Κύπρο, είναι μέλη της οργάνωσης "AL QAIDA" και προετοιμάζουν τρομοκρατικές ενέργειες. Αναζητήθηκε ο αιτητής στη διεύθυνσή του, δεν ανευρέθη, εντοπίστηκε όμως στις 2/7/2004 σε άλλη διεύθυνση και ανακρίθηκε τόσο σε σχέση με την ανάμειξή του στην "AL QAIDA" όσο και για τους λόγους που τον οδήγησαν να αλλάξει τόπο διαμονής. Για τη συμμετοχή του στην "AL QAIDA" δεν προέκυψαν συγκεκριμένα στοιχεία, οι λόγοι, όμως, που έδωσε για αλλαγή της διεύθυνσής του δεν κρίθηκαν ικανοποιητικοί.
Στις 5/7/2004, ο Αναπληρωτής Διοικητής της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως, με επιστολή του, ενημέρωσε τον Αναπληρωτή Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης - (ο «Διευθυντής») - για τις πληροφορίες που υπήρχαν και τις εξετάσεις που έγιναν για τον αιτητή και αριθμό άλλων αλλοδαπών και ζήτησε οδηγίες για το χειρισμό της υπόθεσης. Στη συνέχεια, ο Διευθυντής έθεσε το ζήτημα ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών, ο οποίος, αφού το εξέτασε, στις 6/7/2004, ενέκρινε την κήρυξη του αιτητή και των υπόλοιπων αλλοδαπών ως ανεπιθύμητων προσώπων στη Δημοκρατία και, ταυτόχρονα, αποφάσισε την ακύρωση των αδειών που βρίσκονταν σε ισχύ και τη μη έγκριση των αιτήσεων που εκκρεμούσαν για άδεια παραμονής. Ακολούθησε η έκδοση από το Διευθυντή διαταγμάτων απέλασης και κράτησης για τον κάθε ένα από τους αλλοδαπούς, στη βάση του ΄Αρθρου 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, ΚΕΦ. 105, (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος»). Ο αιτητής συνελήφθη στις 7/7/2004 και απελάθη στη χώρα του στις 9/7/2004.
Με την προσφυγή, ο αιτητής αμφισβητεί τη νομιμότητα της ανάκλησης της προσωρινής άδειας παραμονής του και τη συνακόλουθη έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης. Προβάλλει προς τούτο σειρά νομικών ισχυρισμών, τους οποίους, για πρακτικούς λόγους, θα εξετάσουμε σε δύο ενότητες. Στην πρώτη ενότητα, περιλαμβάνονται οι λόγοι που αφορούν ισχυρισμούς για πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα, έλλειψη δέουσας έρευνας, υπέρβαση εξουσίας, παραβίαση των ελάχιστων εγγυήσεων σε διαδικασίες απέλασης - (΄Αρθρο 1 του Πρωτοκόλλου Αρ. 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, (Ν. 18(ΙΙΙ)/2000)) - και των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης. Στη δεύτερη ενότητα, περιλαμβάνονται οι λόγοι σε σχέση με την έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης, την έκδοσή της από αναρμόδιο πρόσωπο και την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.
Πρώτη ενότητα:
Παραβιάστηκε, είναι η θέση του αιτητή, το ΄Αρθρο 3(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως (Τροποποιητικός) Νόμου του 1997, (Ν. 43(Ι)/97).
Το ΄Αρθρο 3 του Ν. 43/(Ι)/97 προβλέπει:-
«3. - (1) Ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις του βασικού νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν, η άδεια μαθητή παρέχει στον κάτοχό της δικαίωμα να εισέλθει στη Δημοκρατία και να παραμείνει σε αυτή για τη συνολική περίοδο της εκπαίδευσης ή εξάσκησής του, όπως αυτή βεβαιώνεται από το ίδρυμα στο οποίο έχει γίνει δεκτός για εκπαίδευση ή εξάσκηση.
(2) Η άδεια μαθητή παύει να ισχύει και θεωρείται ακυρωθείσα, αν ο κάτοχός της παραλείψει να εγγραφεί και να τύχει εξάσκησης ή εκπαίδευσης στο ίδρυμα στο οποίο έχει γίνει δεκτός ή αν, παρόλο που έχει εγγραφεί στο ίδρυμα, παραλείπει να παραμείνει σ' αυτό ως μαθητής:
Νοείται ότι ο κάτοχος της υπό αναφορά άδειας θα προσκομίζει στο λειτουργό μεταναστεύσεως κάθε ανανέωση της εγγραφής του στο εν λόγω ίδρυμα.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ο όρος 'μαθητής' σημαίνει πρόσωπο το οποίο γίνεται δεκτό για φοίτηση σε οποιοδήποτε ίδρυμα στη Δημοκρατία το οποίο παρέχει εκπαίδευση ή εξάσκηση και το οποίο είναι κατάλληλο να δέχεται μαθητές ή φοιτητές από χώρες εκτός της Δημοκρατίας.»
Το πιο πάνω ΄Αρθρο, εισηγείται, παρέχει σε κάτοχο άδειας μαθητή, αυτοδικαίως και ανεξάρτητα οποιασδήποτε άλλης διάταξης, δικαίωμα εισόδου και παραμονής στη Δημοκρατία μέχρι την ολοκλήρωση της φοίτησής του. Περαιτέρω, και στο πλαίσιο πάντοτε της πλάνης περί το νόμο, υπέβαλε ότι η έκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης στη βάση του ΄Αρθρου 6(1)(κ) αντί στη βάση του ΄Αρθρου 6(1)(στ) ή (ζ) του Νόμου, αφού ο τερματισμός της άδειας παραμονής του έγινε για λόγους που προβλέπονται στο ΄Αρθρο 6(1)(στ) ή (ζ), πλήττει τη νομιμότητά τους. Εάν, ισχυρίζεται, οι καθ' ων η αίτηση όντως είχαν στοιχεία ή σοβαρές κατηγορίες, όφειλαν να στηρίξουν την απόφασή τους για απέλαση στο ΄Αρθρο 6(1)(στ) ή (ζ) και όχι στο ΄Αρθρο 6(1)(κ) του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο «απαγορευμένος μετανάστης» είναι:-
«(κ) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο εισέρχεται ή διαμένει στη Δημοκρατία κατά παράβαση οποιασδήποτε απαγόρευσης, όρου, περιορισμού ή επιφύλαξης που περιλαμβάνεται στο Νόμο αυτό ή σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν βάσει του Νόμου αυτού ή σε οποιαδήποτε άδεια που παραχωρήθηκε ή εκδόθηκε βάσει του Νόμου αυτού ή των Κανονισμών αυτών.»
Περαιτέρω, υπέβαλε ότι οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν κατά τρόπο ασυνεπή, κακόπιστο και χωρίς έρευνα. Καταχρώμενοι της εξουσίας τους, σε συνεργασία με την Αστυνομία, τον εξαπάτησαν και τον απέλασαν, χωρίς προηγουμένως να του δώσουν την ευκαιρία να λάβει γνώση της επίδικης απόφασης και να έχει πρόσβαση στη Δικαιοσύνη - (΄Αρθρο 30.1 του Συντάγματος και 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, (Ν. 39/62)).
Δε συμμεριζόμαστε την άποψη του συνηγόρου του αιτητή σε σχέση με την ερμηνεία του ΄Αρθρου 3(1) του Ν. 43(Ι)/97. Σκοπός του εν λόγω ΄Αρθρου είναι να διευκολύνει τους αλλοδαπούς μαθητές-φοιτητές και όχι να εξουδετερώσει τις γενικότερες εξουσίες, που ο Nόμος παρέχει στο Διευθυντή σε σχέση με την παραμονή των αλλοδαπών στην Κύπρο. Η έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εσωτερικών, που εισηγήθηκε την τροποποίηση του Νόμου, αναφέρει:-
«... η τροποποίηση αυτή θα διευκολύνει τους αλλοδαπούς φοιτητές οι οποίοι ταλαιπωρούνται όχι μόνο από τις γραφειοκρατικές διαδικασίες που ακολουθούνται κατά την παραχώρηση άδειας παραμονής τους στη Δημοκρατία αλλά και από τυχόν εκμετάλλευση της ανάγκης τους για παραχώρηση της σχετικής άδειας από διάφορους λειτουργούς.»
Στην Baloch Rizwan Bashir v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 721/04, 25/5/06, ο Νικολάου, Δ., έθεσε το θέμα ως εξής:-
«Θεωρώ ότι ο σκοπός της υπό αναφορά διάταξης δεν δικαιολογεί τέτοια ερμηνεία. Το εισαγωγικό μέρος της διάταξης συναρτάται προς τον σκοπό της. Αποβλέπει σε δέσμευση της διοίκησης να επιτρέπει σε αλλοδαπό να παραμένει για όσο διάστημα υπολογίστηκε εξ αρχής ότι χρειάζεται αλλά δεν εξουδετερώνει τις διατάξεις με τις οποίες τίθενται οι γενικότερες προϋποθέσεις για την παραμονή του οποιουδήποτε αλλοδαπού στην Κύπρο.»
Σύμφωνα με τον Κ. 9(4) των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών του 1972, (Κ.Δ.Π. 242/72), (όπως τροποποιήθηκαν), (οι «Κανονισμοί»), ο Υπουργός Εσωτερικών (υπό την ιδιότητά του ως Πρώτος Λειτουργός Μεταναστεύσεως) έχει εξουσία να ακυρώσει άδεια εισόδου στη Δημοκρατία:-
Κανονισμός 9(4):-
«... αφού ο κάτοχος αυτής τύχη προειδοποιήσεως περί της ακυρώσεως ουχί βραχυτέρας των δεκατεσσάρων ημερών :
Νοείται ότι, εάν ο κάτοχος ανακαλυφθή ότι είναι απηγορευμένος μετανάστης ή ότι έχει παραβή τους όρους και προϋποθέσεις υφ' ους εξεδόθη η άδεια εισόδου, η τοιαύτη ακύρωσις δύναται να εφαρμοσθή πάραυτα.»
Η εφαρμογή του πιο πάνω Κανονισμού, όπως και γενικά το κυρίαρχο δικαίωμα, το οποίο διαθέτει η Δημοκρατία για έλεγχο των αλλοδαπών που επιθυμούν να εισέλθουν και να διαμείνουν στη Δημοκρατία, τελούν υπό την προϋπόθεση ότι η διοίκηση ενεργεί και ασκεί τις εξουσίες της καλόπιστα. Το ζήτημα της εισόδου και παραμονής στη Δημοκρατία αλλοδαπών αντιμετωπίστηκε από την Ολομέλεια στην υπόθεση Moyo & Another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203, στην οποία επιβεβαιώθηκαν τα πιο κάτω από την Amanda Marga Ltd. v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583:- (σελ. 2587)
«By the terms of the Aliens and Immigration Law, Cap. 105, the discretion of the State to exclude aliens is very wide, as broad as it can be in law, consistent with the supremacy and territorial integrity of the State; but not absolute. It is subject to the bona fide exercise of the discretion. So long as the discretion is exercised in good faith, the Court will query the decision no further. An alien, subject to any rights that may be conferred by convention or bilateral treaty, has no right to enter the country. His only right is that an application to enter the country should be considered in good faith. Acknowledgment of any further obligation on the part of the State would be inconsistent with the sovereign right of the State to exclude aliens."
(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη
«Σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, η διακριτική ευχέρεια του Κράτους να εμποδίζει την είσοδο αλλοδαπών είναι πολύ ευρεία, τόσο ευρεία όσο μπορεί να είναι κατά νόμο και συνάδει με την κυριαρχία και εδαφική ακεραιτότητα του Κράτους. όμως δεν είναι απόλυτη. Υπόκειται σε καλόπιστη άσκηση. Εφόσον η διακριτική αυτή ευχέρεια ασκείται καλόπιστα, το Δικαστήριο δεν εξετάζει περαιτέρω την απόφαση. Αλλοδαπός, τηρουμένων οιωνδήποτε δικαιωμάτων παρέχονται με συνθήκη ή διμερή συμφωνία, δεν έχει δικαίωμα να εισέλθει στη χώρα. Το μόνο δικαίωμα, το οποίο έχει, είναι η αίτησή του να εισέλθει στη χώρα να εξετασθεί καλόπιστα. Αναγνώριση οποιασδήποτε περαιτέρω υποχρέωσης από μέρους του Κράτους θα ήταν αντίθετη με το κυρίαρχο δικαίωμα του Κράτους να εμποδίζει την είσοδο αλλοδαπών.»)
Καθώς εδώ προκύπτει από τα γεγονότα, πληροφορίες που διαβιβάστηκαν στην Αστυνομία από ξένη μυστική υπηρεσία διερευνήθηκαν. Αναζητήθηκε ο αιτητής, ο οποίος ανευρέθη να διαμένει σε άλλη από τη δηλωθείσα διεύθυνση, και ανακρίθηκε. Τα στοιχεία τα οποία προέκυψαν γι' αυτόν από τις εξετάσεις σταθμίστηκαν καλόπιστα, προτού ο Υπουργός Εσωτερικών καταλήξει ότι εδικαιολογείτο η ένταξή του στον κατάλογο των ανεπιθύμητων προσώπων και, ταυτόχρονα, ακυρώσει την προσωρινή άδεια παραμονής του, ακύρωση η οποία ήταν δυνατό να γίνει χωρίς προειδοποίηση, στη βάση της επιφύλαξης του Κ. 9(4) των Κανονισμών. Οι λόγοι, για τους οποίους ο αιτητής εντάχθηκε στους «απαγορευμένους μετανάστες», δεν είναι άλλοι από τους προβλεπόμενους στο ΄Αρθρο 6(1)(στ) και (ζ) του Νόμου. Αυτό, βέβαια, δεν επηρεάζει τη νομιμότητα του διατάγματος απέλασης, στη βάση του ΄Αρθρου 6(1)(κ) αυτού. Η προσέγγιση του Νικολάου, Δ., στην υπόθεση Baloch Rizwan Bashir v. Δημοκρατίας, (πιο πάνω), όπου τέθηκε το ίδιο ζήτημα από άλλο αλλοδαπό, το όνομα του οποίου ήταν στον ίδιο κατάλογο, μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους:-
«Η εν συνεχεία έκδοση του διατάγματος απελάσεως, κατ' επίκληση του άρθρου 6(1)(κ) παρέπεμπε, με την ευρύτητα που χαρακτηρίζει την παράγραφο (κ), στην εν λόγω δημιουργηθείσα κατάσταση η οποία, ας σημειωθεί, δικαιολογούσε εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του Έβδομου Πρωτόκολλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.»
Ούτε τα περί μαζικής απέλασης και παραβίασης του ΄Αρθρου 1 του Πρωτοκόλλου Αρ. 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών βρίσκουμε να ευσταθούν. Η περίπτωση του αιτητή ερευνήθηκε ξεχωριστά και ανεξάρτητα από τους υπόλοιπους αλλοδαπούς που περιλαμβάνονταν στον κατάλογο, τα δε περί συλλογικής εκδίωξης, λόγω καταγωγής και θρησκείας, είναι ξένα προς τα στοιχεία του φακέλου, όπως ξένα είναι και τα περί στέρησης του δικαιώματος πρόσβασης στη Δικαιοσύνη, τα οποία διαψεύδονται από το περιεχόμενο της επιστολής του συνηγόρου του, ημερομηνίας 7/7/2004, με την οποία ζητούσε από τους καθ' ων η αίτηση εξέταση της περίπτωσής του. Ο αιτητής έλαβε γνώση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του γραπτώς στις 7/7/2004 και ήταν ελεύθερος να προσφύγει στη Δικαιοσύνη.
Δεύτερη ενότητα:
Υποστηρίζει ο αιτητής ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εκδόθηκαν από τον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ενώ αρμόδιος είναι ο Διευθυντής του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης. Δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός αυτός. Η ανάκληση της προσωρινής άδειας παραμονής του αιτητή και η κήρυξή του σε απαγορευμένο μετανάστη έγινε από τον Υπουργό Εσωτερικών, ως αρμόδια αρχή, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 6 του Νόμου και τον Κ. 9 των Κανονισμών, ενώ η έκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης από τον Αναπληρωτή Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ο οποίος διορίστηκε με απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ημερομηνίας 29/6/2004, και γνωστοποιήθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 9/7/2004.
Ούτε τα όσα, επίσης, προβάλλονται για παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας ευσταθούν. Ο αιτητής παραγνωρίζει ότι το μέτρο της απέλασης δεν αποτελεί τιμωρία, αλλά μέτρο το οποίο τα κράτη μπορούν να λαμβάνουν σε σχέση με αλλοδαπούς, στο πλαίσιο της άσκησης της εθνικής τους κυριαρχίας, και εδώ προέκυψαν λόγοι προστασίας της δημόσιας τάξης και ασφάλειας.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση.
Χρ. Αρτεμίδης, Π.
Π. Αρτέμης, Δ.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
Γ. Νικολάου, Δ.
Μ. Κρονίδης, Δ.
Τ. Ηλιάδης, Δ.
Α. Κραμβής, Δ.
Ρ. Γαβριηλίδης, Δ.
Δ. Χατζηχαμπής, Δ.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
Μ. Φωτίου, Δ.
Μ. Νικολάτος, Δ.
/ΜΠ