ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2006) 3 ΑΑΔ 271

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

                                                                        Αναθεωρητική Έφεση αρ. 3784

 

 

11 Μαϊου 2006

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,

 ΦΩΤΙΟΥ,  Δ/στές]

 

1.  ΣΟΛΩΝ ΣΟΛΩΜΟΥ

2.  ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ

3.  ΑΡΤΕΜΙΣ ΣΟΛΩΜΟΥ

4.  ΕΛΕΝΗ ΣΟΛΩΜΟΥ

5.  ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΣΟΛΩΜΟΥ

6.  ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΟΛΩΜΟΥ

7.  ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ

Εφεσείοντες/αιτητές

 

- ν. -

 

1.  ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

2.  ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ

Εφεσίβλητων/καθών η αίτηση

 

-------------------------------

Α. Ευσταθίου (κα), για τους εφεσείοντες/αιτητές

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,  για τους εφεσίβλητους/καθών η αίτηση

----------------------

 

Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου

θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου

............................

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:  Οι αιτητές είναι τέκνα του αγνοούμενου Θεόδουλου Σολωμού, ο οποίος είχε καταταγεί στις τάξεις των Ειδικών Αστυφυλάκων στις 12/7/73 με τον αρ. 5406 και υπηρετούσε στην Αστυνομική Διεύθυνση Αμμοχώστου.  Στις 6/8/74 ο Αστυνομικός Διευθυντής Αμμοχώστου ενεργώντας με βάση το άρθρο 35 του περί Αστυνομίας Νόμου Κεφ. 285 τερμάτισε τις υπηρεσίες του.  Λίγες μέρες μετά και συγκεκριμένα στις 21/8/74 ο εν λόγω Θεόδουλος Σολωμού συνελήφθηκε από τους Τούρκους και έκτοτε η τύχη του αγνοείται.  Η σύζυγος του με επιστολή της ημερ. 23/12/74, που απηύθυνε προς τον τότε Αρχηγό της Αστυνομίας, ζήτησε όπως της καταβάλλονται οι μισθοί του συζύγου της, ισχυριζόμενη ότι παράνομα τερματίστηκαν οι υπηρεσίες του.  Αφού διερευνήθηκε το όλο θέμα στάληκε απάντηση προς τη σύζυγο του εν λόγω Ειδικού Αστυφύλακα με επιστολή του Αρχηγού της Αστυνομίας ημερ. 3/2/75 με την οποία την πληροφορούσε ότι οι υπηρεσίες του συζύγου της είχαν τερματιστεί κανονικά από τις 6/8/74 και ότι η σύλληψη του από τους Τούρκους, που έγινε στις 21/8/74, συνέβηκε όταν αυτός ήταν απλός πολίτης και επομένως δεν ήταν δυνατό να της καταβάλλονται μισθοί.  Το θέμα επαναφέρθηκε και με επιστολή του δικηγόρου της ημερ. 22/11/01 προς τον Αρχηγό της Αστυνομίας ο οποίος με επιστολή του ημερ. 10/6/02 τους πληροφόρησε ότι το θέμα θα εξεταστεί αφού ζητηθεί γνωμάτευση από το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα.  Το εν λόγω γραφείο αποφάνθηκε ότι με τα ενώπιον του γεγονότα δεν ήταν δυνατό να γνωματεύσει και με επιστολή του ημερ. 2/8/02 εισηγήθηκε προς τον Αρχηγό Αστυνομίας την διεξαγωγή νέας έρευνας σε σχέση με τα γεγονότα που οδήγησαν στην απόλυση.  Λόγω ελλείψεως των σχετικών στοιχείων έγινε εισήγηση από τον Αρχηγό όπως η υπόθεση προωθηθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο με πρόταση να χορηγηθεί κατά χάρη σύνταξη και φιλοδώρημα στη σύζυγο.  Όμως το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης έκρινε ότι η περίπτωση αυτή διαφοροποιείται από την υπόθεση Λιασή και άλλοι ν. Γενικός Εισαγγελέας (1975) 3 C.L.R. 558 και επομένως δεν συνέτρεχαν λόγοι για να αποταθούν στο Υπουργικό Συμβούλιο «για κατά χάριν» συνταξιοδοτικά ωφελήματα και εισηγήθηκε να συμβουλεύσουν την αιτήτρια να αποταθεί στις υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας για οικονομική στήριξη.  Αποτέλεσμα ήταν να σταλεί στο δικηγόρο της αιτήτριας η επιστολή με ημερομηνία 22/11/02 την οποία οι αιτητές και προσέβαλαν με την προσφυγή 119/03 η οποία απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, με αποτέλεσμα την καταχώρηση της παρούσας έφεσης.

 

Με την έφεση τους οι αιτητές προβάλλουν τους ακόλουθους λόγους έφεσης:

(1)  ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι δεν εφαρμόζοντο οι πρόνοιες του άρθρου 4 του περί Πραξικοπήματος (Ειδικαί Διατάξεις) Νόμου του 1975 (Ν. 57/75) και η σχετική επί του θέματος νομολογία.

(2)  ότι εσφαλμένα το δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να εξετάσει την εισήγηση των αιτητών ότι η απόλυση ήταν παράνομη για το λόγο ότι δεν ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη από το νόμο διαδικασία.

(3)  ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αιτιολογημένη και ότι διεξήχθηκε η δέουσα έρευνα με την αιτιολογία ότι «τα όσα γεγονότα υπήρχαν διερευνήθηκαν τότε και καταγράφηκαν στην επιστολή του Ερευνώντα Λειτουργού στις 27/1/75.»

 

Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, είναι η θέση της ευπαιδεύτου δικηγόρου των εφεσειόντων ότι «το γεγονός και μόνον ότι η απόφαση του Αστυνομικού Διευθυντή για τερματισμό των υπηρεσιών ελήφθη κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος αποτελεί τεκμήριο ότι η απόφαση αυτή αποτελεί πράξη ανύπαρκτη μη παράγουσα έννομα αποτελέσματα.»  Προχωρεί περαιτέρω και ισχυρίζεται κατά λέξη τα ακόλουθα:

 

«Επιπλέον στο άρθρο 58 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας αναφέρεται ρητά ότι ο εκάστοτε Υπουργός προίσταται του Υπουργείου αυτής.  Συνεπώς βάσει των πιο πάνω ο Αστυνομικός Διευθυντής Αμμοχώστου κατά την περίοδο του Πραξικοπήματος διά της απόφασης του να τερματίσει τις υπηρεσίες του αγνοουμένου ειδικού αστυφύλακα ενεργούσε εξ ονόματος του Αρχηγού Αστυνομίας, ο οποίος ήτο υπόλογος προς το Υπουργικό Συμβούλιο της Πραξικοπηματικής Κυβέρνησης.

 

Επιπρόσθετα ο αρμόδιος Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως ο οποίος φέρει σύμφωνα με τον νόμο την ευθύνη για την εφαρμογή του περί Αστυνομίας Νόμου και έχει την γενική επίβλεψη της Δύναμης, ήτο μέλος της παράνομης Πραξικοπηματικής Κυβέρνησης.  Επομένως τεκμαίρεται ότι η απόφαση του Αστυνομικού Διευθυντή για τον τερματισμό των υπηρεσιών ουδέποτε παρήγαγε έννομα αποτελέσματα, επίκληση δε της ανυπαρξίας αυτής μπορεί να γίνει από οποιονδήποτε και οποτεδήποτε ανεξαρτήτως της παρόδου του χρόνου.  Παραπέμπω στο πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα «Η ΑΙΤΗΣΙΣ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ» Έκδοση Τρίτη (1971), ο Θεμιστοκλής Τσάτσος, σελ. 340:

 

     «Η ανύπαρκτος πράξις ουδέν ουδέποτε παράγει έννομον αποτέλεσμα και δεν ισχύει υπέρ αυτής το τεκμήριο της νομιμότητος.  Δύναται δια τούτο οιοσδήποτε και οποτεδήποτε να επικαλεσθή την ανυπαρξίαν αυτής, μη αιρομένην διά της οιασδήποτε παρόδου του χρόνου.»

 

Βασιζόμενη στα πιο πάνω, η συνήγορος εισηγείται ότι το δικαστήριο μπορούσε να εξετάσει στα πλαίσια της προσφυγής 119/03 τη νομιμότητα της απόλυσης που έγινε το 1974 και ότι υπό το φως της προαναφερθείσας απόφασης Λιασής και άλλοι και ο τερματισμός των υπηρεσιών του πατέρα  των εφεσειόντων είναι παράνομος και ανύπαρκτος. 

 

Ως προς τον ισχυρισμό των αιτητών ότι η απόφαση του Αστυνομικού Διευθυντή Αμμοχώστου να τερματίσει τις υπηρεσίες του πατέρα τους ήταν ανυπόστατος και χωρίς νομική ισχύ, το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε τα ακόλουθα:

 

«Το βασικό ερώτημα που εγείρεται ως προς αυτή την εισήγηση είναι βεβαίως το ότι η ίδια η προσφυγή δεν προσβάλλει ευθέως την απόφαση για απόλυση παρά μόνο την απόφαση για μη παροχή μισθών, συνταξιοδοτικών ωφελημάτων και σύνταξης.  Και εμμέσως όμως να θεωρείται ότι η προσφυγή προσβάλλει την απόφαση για απόλυση, καθ΄ όσον η διεκδίκηση των ως άνω στηρίζεται στο παράνομο ή στο όλως ανυπόστατο της απόλυσης, εγείρεται το περαιτέρω ερώτημα κατά πόσο το παράνομο και ανυπόστατο της απόλυσης μπορεί να ελεγχθεί σήμερα, μετά από τριάντα χρόνια, παρελθούσης δηλαδή προ πολλού της συνταγματικής προθεσμίας για αμφισβήτηση της νομιμότητας διοικητικής πράξης.  Στην υπόθεση Λιασή, όπου εξετάστηκε η νομιμότητα τερματισμού υπηρεσιών ειδικών αστυφυλάκων από Αστυνομικό Διευθυντή διορισθέντα από Αρχηγό Αστυνομίας που είχε διορισθεί από την πραξικοπηματική κυβέρνηση, ο τερματισμός των υπηρεσιών είχε προσβληθεί εμπροθέσμως με προσφυγή στα πλαίσια της οποίας και εξετάστηκε το θέμα σε συνάρτηση τόσο με τις γενικές αρχές του δικαίου όσο και με τις πρόνοιες του Ν. 57/75.  Επιπροσθέτως, καθ΄ όσον ο τερματισμός των υπηρεσιών προήλθε από Αστυνομικό Διευθυντή ο οποίος είχε διορισθεί από Αρχηγό Αστυνομίας που διορίσθηκε από την πραξικοπηματική κυβέρνηση, είχαν εφαρμογή οι πρόνοιες του άρθρου 4 του Ν. 57/75 ότι:

 

"Πράξις της πραξικοπηματικής κυβερνήσεως γενομένη υπ΄ αυτής κατ΄ επίκλησιν εξουσιών ή καθηκόντων αυτής είναι ανυπόστατος και ανύπαρκτος".

Ο διορισμός τόσο του Αρχηγού της Αστυνομίας όσο και του υπ΄ αυτού διορισθέντος Αστυνομικού Διευθυντή ήταν έτσι ανυπόστατος και συμπαρέσυρε κάθε πράξη του Αστυνομικού Διευθυντή. 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, και να ήταν δυνατό να εξετασθεί το θέμα παρελθούσης της προθεσμίας προσφυγής, δεν βλέπω που ο Ν. 57/75 θα μπορούσε να βοηθούσε τους Αιτητές.  Εδώ δεν υπήρξε εισήγηση ότι ο διορισμός του εν λόγω Αστυνομικού Διευθυντή ήταν ανυπόστατος ως προερχόμενος από την πραξικοπηματική κυβέρνηση.  Παρέμενε έτσι η απόλυση  ως διοικητική πράξη, η κατά τα άλλα νομιμότητα της οποίας θα μπορούσε να ελέγχετο μόνο με προσφυγή εμπροθέσμως καταχωρηθείσα.   Η εισήγηση που γίνεται στην απαντητική αγόρευση ότι η απόφαση του Αστυνομικού Διευθυντή Αμμοχώστου τεκμαίρεται ανυπόστατη καθ΄ όσον της Αστυνομίας προϊστατο ανυπόστατη κυβέρνηση απαντάται με αναφορά στο ίδιο το άρθρο 4 του Ν. 57/75 το οποίο περιορίζει το ανυπόστατο σε πράξεις της ίδια της "πραξικοπηματικής κυβέρνησης" οριζόμενης στο άρθρο 2 ως:

 

"'πραξικοπηματική κυβέρνησις' σημαίνει τον κατά το πραξικόπημα αναλαβόντα αντισυνταγματικώς και παρανόμως το λειτούργημα του Προέδρου της Δημοκρατίας ως και τους υπ΄ αυτού αντισυνταγματικώς και παρανόμως διορισθέντας Υπουργούς και τον Υφυπουργόν και περιλαμβάνει παν μέλος αυτής."

 

Μάλιστα, αν ήταν άλλως, θα αναιρείτο η νομιμότητα των προ του πραξικοπήματος νομίμως διορισθέντων οργάνων με τη  υπαγωγή και ταύτιση τους προς την πραξικοπηματική κυβέρνηση.

 

Οι Αιτητές προβαίνουν σε περαιτέρω εισήγηση ότι η απόλυση δεν ήταν νόμιμη καθ΄ όσον δεν ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη στο νόμο διαδικασία.  Στην απαντητική αγόρευση τίθεται επίσης θέμα έλλειψης δέουσας έρευνας των γεγονότων και ακολούθως πλάνης ως προς την απόφαση με την οποία απερρίφθη το αίτημα της μητέρας τους το 1975.   Για τους πιο πάνω λόγους όμως, αυτά δεν μπορούν να εξετασθούν εφ΄ όσον συνιστούν εκπρόθεσμη αμφισβήτηση  της νομιμότητας της πράξης απόλυσης.» 

 

Εξετάζοντας το πιο πάνω σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου υπό το φως των γεγονότων της υπόθεσης όπως ήταν αυτά ενώπιον του και του αιτητικού της προσφυγής, συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι με την προσφυγή δεν προσβάλλεται η απόφαση της 6/8/74 με την οποία απολύθηκε ο πατέρας των αιτητών από τη θέση του Ειδικού Αστυφύλακα.  Επομένως δεν τυγχάνει εφαρμογής το σχετικό απόσπασμα από το προαναφερθέν σύγγραμμα που επικαλέστηκε η συνήγορος των εφεσειόντων ότι δηλαδή προκειμένου περί ανύπαρκτης πράξης, αυτή μπορεί να προσβληθεί «οποτεδήποτε χωρίς να επηρεάζεται το δικαίωμα αυτό από την πάροδο οιασδήποτε προβλεπόμενης προθεσμίας».  Το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε το θέμα και πάνω στην υποθετική βάση ότι θα μπορούσε να εξεταστεί η νομιμότητα της απόλυσης.  Συμφωνούμε με την κατάληξη του δικαστηρίου ότι η υπόθεση αυτή διαφοροποιείται από την υπόθεση Λιασή για το λόγο ότι εκεί τα γεγονότα αποτελούσαν κοινό έδαφος ότι δηλαδή ο τότε Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού που με επιστολή του ημερ. 29/7/74 τερμάτισε τις υπηρεσίες των αιτητών σε εκείνη την περίπτωση (που ήσαν επίσης ειδικοί αστυφύλακες) είχε διοριστεί από τον Αρχηγό της Αστυνομίας που είχε διοριστεί από την Πραξικοπηματική κυβέρνηση που απομάκρυνε τον νομίμως κατέχοντα τη θέση του Αρχηγού.  Ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας που είχε εμφανιστεί για τους καθών η αίτηση, δήλωσε στο Δικαστήριο ότι η προσβαλλόμενη εκεί απόφαση ήταν «ανυπόστατος και παράνομος, ως προελθούσα εκ προσώπου το οποίον δεν εκέκτητο εξουσίαν να εκδώση την εν λόγω πράξιν». 

 

Στην παρούσα περίπτωση δεν υπήρχαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου τα γεγονότα εκείνα που έδειχναν ότι ο Αστυνομικός Διευθυντής Αμμοχώστου, όταν τερμάτιζε στις 6/8/74 τις υπηρεσίες του πατέρα των εφεσειόντων/αιτητών ήταν διορισμένος από την πραξικοπηματική κυβέρνηση αφού στην ίδια την προσφυγή δεν παρέχονται οποιεσδήποτε λεπτομέρειες πέραν των όσων γενικά ισχυρίζονται οι εφεσείοντες στην παρ. 8 των γεγονότων της αίτησης.  Περαιτέρω σημειώνουμε ότι ενώ αρχικά είχε υποβληθεί και αίτηση από πλευράς των εφεσειόντων για προσαγωγή μαρτυρίας, τελικά αυτή αποσύρθηκε και δηλώθηκε ότι η υπόθεση θα εξετάζετο με βάση τις γραπτές αγορεύσεις.   Επομένως ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Στρεφόμαστε τώρα στους δεύτερο και τρίτο λόγους τους οποίους η συνήγορος των εφεσειόντων ανάπτυξε μαζί.  Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι εσφαλμένα κρίθηκε από το δικαστήριο ότι δεν υπήρξε έλλειψη δέουσας έρευνας, αναφέρουμε ότι από τα γεγονότα της υπόθεσης φαίνεται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή.    Η έκταση και η μορφή της δέουσας έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 74, Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών (1996) 3 Α.Α.Δ. 503 και Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270 σελ. 275, 276).

 

Αναφορικά με το παράπονο για έλλειψη αιτιολογίας και οτι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε το αντίθετο, αναφέρουμε ότι από απλή ανάγνωση της επιστολής ημερ. 22/11/02 (προσβαλλόμενη απόφαση) η οποία όμως θα πρέπει να διαβαστεί σε συνάρτηση με την αλληλογραφία που προηγήθηκε και αποτελεί μέρος της δικογραφίας (το πρωτόδικο δικαστήριο κάνει ειδική αναφορά στην απορριπτική επιστολή ημερ. 3/2/75 και σε άλλη ημερ. 10/6/02) καταλήγουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή.

 

Ως αποτέλεσμα η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.

                                                                                           Δ.

                                                                                           Δ.

                                                                                           Δ.

                                                                                           Δ.

                                                                                           Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο