ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 3 ΑΑΔ 22
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 3675)
3 Φεβρουαρίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ,
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
SHARELINK FINANCIAL SERVICES LTD,
Εφεσείοντες
v.
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης.
― ― ― ― ―
Γ. Τριανταφυλλίδης και Ν. Γεωργιάδης, για τους Εφεσείοντες.
Κ. Καντούνας, για την Εφεσίβλητη.
― ― ― ― ―
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα ανακοίνωσε απόφασή της να διατυπώσει δημόσια πρόταση για εξαγορά 30% - 100% των μετοχών της «ΚΥΚΝΟΣ» Εταιρεία επενδύσεων Χαρτοφυλακίου Λτδ. Το έγγραφο της δημόσιας πρότασης, κατατέθηκε στο Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου στις 4.12.2000 και δημοσιεύθηκε στις 12.12.2000. Ενδιαφέρον για την εξαγορά μετοχών της ΚΥΚΝΟΣ επέδειξε και η Εταιρεία Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου ΗΡΑ Λτδ, η οποία στις 15.12.2000 εξέδωσε ανακοίνωση ότι μελετούσε το ενδεχόμενο διατύπωσης δημόσιας πρότασης για εξαγορά 40% - 51% των μετοχών της ΚΥΚΝΟΣ και στις 20.12.2000 ανακοίνωσε την απόφασή της.
Στις 21 και 22.12.2000 παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση της εμπορευσιμότητας των μετοχών της ΚΥΚΝΟΣ και αύξηση της τιμής τους. Η διαπραγμάτευση των μετοχών της ΚΥΚΝΟΣ ήταν σε τιμές πολύ πιο ψηλές από τις τιμές εξαγοράς που πρότειναν η εφεσείουσα και η ΗΡΑ αντίστοιχα.
Η εφεσίβλητη Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου έκρινε «ότι ενδείκνυται να διερευνηθεί κατά πόσο οι δύο προτείνοντες Sharelink Financial Services Ltd και Εταιρεία Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου ΗΡΑ Λτδ προχώρησαν σε αγορές τίτλων με όρους ευνοϊκότερους από αυτούς που είχαν ανακοινώσει και αν κατά συνέπεια, ενεργοποιείται ο Κανονισμός 16 της ΚΔΠ 100/97 για αυτόματη αναθεώρηση και των δύο προτάσεων.».
Κατά τη διερεύνηση, λειτουργοί της εφεσίβλητης συγκέντρωσαν έγγραφα και πληροφορίες που αφορούσαν στην αγορά μετοχών και τους αγοραστές. Η εφεσείουσα με επιστολή της ημερ. 27.12.00 γνωστοποίησε στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου απόφασή της να αποσύρει τη δική της δημόσια πρόταση επειδή, κατά την άποψή της, οι δυο προτάσεις για την εξαγορά μετοχών της ΚΥΚΝΟΣ ήταν μεταξύ τους ανταγωνιστικές. Την ίδια άποψη είχε και η ΗΡΑ. Η εφεσείουσα θεώρησε, πως υπό τις περιστάσεις, διατηρούσε τέτοιο δικαίωμα απόσυρσης/ανάκλησης της δημόσιας πρότασης της με βάση τον Καν. 14(2)(α) και της παραγράφου Β2(1) του εγγράφου της δημόσιας πρότασής της.
Παρά την πιο πάνω εξέλιξη, η εφεσίβλητη συνέχισε την έρευνα, που καθώς αναφέραμε, αφορούσε στον ουσιώδη χρόνο 21 και 22.12.00 που έγιναν οι αγοραπωλησίες των μετοχών της ΚΥΚΝΟΣ.
Στις 2.1.2001 η εφεσίβλητη εξέτασε κατά πόσο η δημόσια πρόταση της εφεσείουσας συνέχισε να υφίσταται και μετά τις 27.12.2000 που η εφεσείουσα ανακοίνωσε απόσυρση ή ανάκληση της πρότασης. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι δυο προτάσεις, της εφεσείουσας και της ΗΡΑΣ, δεν ήταν ανταγωνιστικές η μια προς την άλλη και επομένως η εφεσείουσα «δεν είχε την ευχέρεια να αποσύρει την πρότασή της».
Στις 21.1.2001 η εφεσίβλητη ασχολήθηκε με το θέμα της αγοράς μετοχών της ΚΥΚΝΟΣ σε ψηλές τιμές και με βάση τα ενώπιον της στοιχεία, διαπίστωσε ότι άτομα και εταιρείες ενήργησαν για λογαριασμό της εφεσείουσας σε συνεννόηση με αυτή και με εναρμονισμένη πρακτική, παρόλο ότι ο καθένας εμφανιζόταν ότι ενεργούσε εντελώς προσωπικά. Κατόπιν τούτου, η εφεσίβλητη έκρινε πως η περίπτωση ήταν κατάλληλη για ενεργοποίηση του Κανονισμού 16 της ΚΔΠ 100/97 με αποτέλεσμα, η δημόσια πρόταση της εφεσείουσας να αναθεωρείται στις τιμές 121 σεντ τοις μετρητοίς για τις μετοχές της ΚΥΚΝΟΣ και 38 σεντ τοις μετρητοίς για τα δικαιώματα αγοράς (warrants) των μετοχών της ίδιας εταιρείας. Η εφεσίβλητη κοινοποίησε τα πιο πάνω στην εφεσείουσα με επιστολή της ημερ. 22.1.2001 το κείμενο της οποίας παρατίθεται,
«Αναφέρομαι στο πιο πάνω θέμα και σας πληροφορώ ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει ολοκληρώσει τη διερεύνηση της ενδεχόμενης παράβασης των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Δημόσια Πρόταση προς Εξαγορά ή Αγορά Τίτλων και Συγχώνευση Εταιρειών Εισηγμένων στο Χρηματιστήριο) Κανονισμών του 1997 από την εταιρεία Sharelink Financial Services Ltd.
Σύμφωνα με το πόρισμα της Επιτροπής, η Sharelink Financial Services Ltd, μετά την ανακοίνωση της δημόσιας πρότασης για απόκτηση κατ΄ ελάχιστον του 30% και μέγιστο του συνόλου των τίτλων της Κύκνος Εταιρείας Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου Λτδ, προχώρησε σε αγορές των τίτλων της Κύκνος από τη χρηματιστηριακή αγορά, στις 21 και 22 Δεκεμβρίου 2000, με όρους ευνοϊκότερους από αυτούς που ορίζονται στο έγγραφο της δημόσιας πρότασης που έχει καταρτίσει, μέσω προσώπων τα οποία θεωρήθηκαν από την Επιτροπή ότι ενήργησαν σε συνεννόηση (ως η ερμηνεία η οποία παρατίθεται στον Κανονισμό 2 των Κανονισμών περί Εξαγορών και Συγχωνεύσεων) μαζί της.
Ως εκ τούτου σύμφωνα με τον Κανονισμό 16 των Κανονισμών περί Εξαγορών και Συγχωνεύσεων, η πρόταση της Sharelink Financial Services Ltd αναθεωρείται αυτόματα στις τιμές 121 σεντ τοις μετρητοίς για τις μετοχές της Κύκνος και 38 σεντ τοις μετρητοίς για τα δικαιώματα αγοράς των μετοχών (Warrants) της Κύκνος.»
Η εφεσείουσα, αμφισβήτησε το κύρος της πιο πάνω απόφασης με προσφυγή στο Ανώτατο δικαστήριο. Παραθέτουμε τις θεραπείες που ζητήθηκαν με την προσφυγή:
«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση 1(«καθ΄ ων η αίτηση») η οποία κοινοποιήθηκε στους αιτητές μ΄ επιστολή ημερ. 22 Ιανουαρίου 2001 - Παράρτημα Α - ότι οι αιτητές έχουν προχωρήσει σε αγορές τίτλων της Κύκνος από τη χρηματιστηριακή αγορά, στις 21 και 22 Δεκεμβρίου 2000, με όρους ευνοϊκότερους από αυτούς που ορίζονται στο έγγραφο της δημόσιας πρότασης που έχουν καταρτίσει, μέσω προσώπων τα οποία θεωρήθηκαν από τους καθ΄ ων η αίτηση ότι ενήργησαν σε συνεννόηση με βάση την ερμηνεία του Κανονισμού 2 των Κανονισμών περί Εξαγορών και Συγχωνεύσεων είναι άκυρη και χωρίς οποιοδήποτε νομικό αποτέλεσμα.
Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση η οποία κοινοποιήθηκε στους αιτητές μ΄ επιστολή ημερ. 22 Ιανουαρίου 2001 - Παράρτημα Α - με την οποία τους πληροφορούν ότι η Δημόσια Πρόταση των αιτητών σε σχέση με την Κύκνος Εταιρεία Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου («Κύκνος») αυτόματα αναθεωρείται στις τιμές £1,21 σεντ τοις μετρητοίς για τις μετοχές της Κύκνος και £0,38 σεντ τοις μετρητοίς για τα δικαιώματα αγοράς των μετοχών (warrants) της Κύκνος σύμφωνα με τον Κανονισμό 16 των Περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Δημόσια πρόταση προς Εξαγορά και Αγορά Τίτλων και Συγχώνευση Εταιρειών Εισηγμένων στο Χρηματιστήριο) Κανονισμών του 1997 είναι άκυρη και χωρίς οποιοδήποτε νομικό αποτέλεσμα.»
Μετά την αναθεώρηση των τιμών και την κοινοποίηση της σχετικής απόφασης της εφεσίβλητης προς την εφεσείουσα, η τελευταία, παρουσίασε στη γενική συνέλευση των μετόχων της ψήφισμα προς έγκριση για εξαγορά των μετοχών της ΚΥΚΝΟΣ με χρεόγραφα στην τιμή 121 σεντ ανά μετοχή και 38 σεντ ανά δικαίωμα αγοράς μετοχών αντί τοις μετρητοίς όπως προβλεπόταν στην αναθεωρημένη δημόσια πρόταση σύμφωνα με την απόφαση της εφεσίβλητης ημερ. 21.1.2001. Η εφεσίβλητη είχε τη γνώμη ότι η εφεσείουσα παρέλειψε να συμμορφωθεί προς ό,τι επέβαλλε η αναθεώρηση της δημόσιας πρότασης βάσει του Καν. 16. Ενόψει τούτου, η εφεσίβλητη προχώρησε στην εξέταση κατά πόσο υπήρξε παράβαση του εν λόγω Κανονισμού με ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων αν διαπιστωνόταν παράβαση. Η εφεσείουσα πληροφορήθηκε για την εξέταση του θέματος και η εφεσίβλητη, σε συνεδρία ημερ. 5.3.2001, αποφάσισε ότι η εφεσείουσα παρέβη τον Κανονισμό 16. Ενόψει τούτου, η εφεσείουσα κλήθηκε να παραθέσει γραπτώς ο,τιδήποτε επιθυμούσε να ληφθεί υπόψη σε περίπτωση επιβολής ποινής. Η εφεσείουσα έδωσε τις θέσεις της και η εφεσίβλητη σε συνεδρία της ημερ. 11.3.2001 αποφάσισε την επιβολή κυρώσεων με βάση τον Καν. 30. Η πιο πάνω απόφαση κοινοποιήθηκε στην εφεσίβλητη η οποία, άσκησε ανεπιτυχώς προσφυγή για την ακύρωσή της. Βλ. Sharelink Financial Services Ltd v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, υπόθ. αρ. 258/01, ημερ. 7.9.2001. Ο συνάδελφος μας που εκδίκασε την προσφυγή, επικύρωσε την απόφαση της εφεσίβλητης που αφορούσε στην επιβολή διοικητικών κυρώσεων. Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε ανεπιτυχώς έφεση. Βλ. Sharelink Financial Services Ltd v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Αναθ. Εφεση 3308, ημερ. 1.11.2005.
Επανερχόμενοι τώρα στην προσφυγή που αφορούσε στην αναθεώρηση των τιμών κλπ, κρίθηκε πρωτόδικα πως μετά την επικύρωση της δεύτερης απόφασης της εφεσίβλητης με τη δικαστική απόφαση στην υπόθ. αρ. 258/01, ημερ. 7.9.2001, (ανωτέρω), « ........ θα ήταν αντινομικό και απαράδεκτο να εξεταστεί η νομιμότητα διοικητικής απόφασης που είχε αποτελέσει προϋπόθεση για τη νομιμότητα της δεύτερης» και ενόψει τούτου, κρίθηκε πως η προσφυγή δεν μπορούσε να προχωρήσει και απορρίφθηκε ως μη παραδεκτή.
Με την παρούσα έφεση, η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και επιδιώκει τον παραμερισμό της. Προβλήθηκαν δύο λόγοι έφεσης:
«1. Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εκτελεστή απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στους εφεσείοντες μ΄ επιστολή ημερ. 22 Ιανουαρίου 2001 και αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής συγχωνεύτηκε στη μεταγενέστερη απόφαση, που προσβλήθηκε με την προσφυγή 258/01, σαν απόληξη μιας σύνθετης διοικητικής ενέργειας που αφορούσε διαφορετικές πτυχές στην ολοκλήρωση της πορείας του ιδίου βασικά ζητήματος και/ή ότι δεν θα μπορούσε να αποσυνδεθεί η επίδικη απόφαση στην παρούσα προσφυγή από την επίδικη απόφαση στην προσφυγή 258/01 και/ή ότι θα ήταν αντινομικό και απαράδεκτο να εξεταστεί η νομιμότητα της πρώτης επίδικης διοικητικής απόφασης που είχε αποτελέσει προϋπόθεση για τη νομιμότητα της δεύτερης είναι εσφαλμένο.
2. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να εξετάσει και ν΄ αποφασίσει επί των διαφόρων λόγων ακύρωσης τους οποίους έχουν εγείρει οι εφεσείοντες κατά την ενώπιον του διαδικασία.»
Για σκοπούς καλύτερης κατανόησης της σκέψης που οδήγησε στην απόφαση για την απόρριψη της προσφυγής ως μη παραδεκτής, θεωρούμε χρήσιμη για τα περαιτέρω την παράθεση του πιο κάτω αποσπάσματος από την πρωτόδικη απόφαση:
«Είναι, κατά την άποψη μου, προφανές ότι η απόφαση που προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή ήταν εκτελεστή. Οι πρόνοιες του Καν.16 για αναθεώρηση λειτούργησαν εν προκειμένω όχι στο κενό αλλά στη βάση των καταλήξεων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Που ήταν πρώτο, ότι η δημόσια πρόταση της «ΗΡΑΣ» δεν ήταν ανταγωνιστική και δεν παρείχε στην αιτήτρια δικαίωμα ανάκλησης της δικής της. και, δεύτερο, ότι διάφορα πρόσωπα ενεργώντας με το δικό τους όνομα αλλά για λογαριασμό και σε συνεννόηση με την αιτήτρια απέκτησαν τίτλους της «ΚΥΚΝΟΣ» σε ψηλότερη τιμή. Το ίδιο κατά την άποψη μου προφανές είναι και ότι αυτή η εκτελεστή απόφαση συγχωνεύτηκε στη μεταγενέστερη, που προσβλήθηκε με την προσφυγή 258/01, ως απόληξη μιας σύνθετης διοικητικής ενέργειας που αφορούσε διαφορετικές πτυχές στην ολοκλήρωση της πορείας του ίδιου βασικά ζητήματος. Βλ. ενδεικτικά την Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60. Το ότι ο ευπαίδευτος συνάδελφος μου ο οποίος εξέτασε τη μεταγενέστερη απόφαση στην προσφυγή 258/01 φαίνεται να θεώρησε πως η απόφαση που προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή συνέχιζε να διατηρούσε την αυτοτέλεια της, ζήτημα το οποίο καθώς αντιλαμβάνομαι δεν απασχόλησε ειδικά ως αντικείμενο δικαστικής κρίσης, αφήνει αμετάβλητη τη δική μου άποψη. Η απόφαση που προσβλήθηκε με την προσφυγή 258/01 είχε ως θεμέλιο την απόφαση που προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή. Η απόφαση εκείνη λάμβανε ως δεδομένη τη νομιμότητα της προηγούμενης απόφασης για αναθεώρηση της τιμής. Χωρίς τη νομιμότητα της πρώτης απόφασης δεν θα μπορούσε εν τέλει να αναδειχθεί νόμιμη η δεύτερη. Θα έπρεπε βέβαια, να είχε ζητηθεί ο έλεγχος της πρώτης, στο πλαίσιο της προσφυγής για τη δεύτερη. Δεν φαίνεται να ζητήθηκε και γι΄ αυτό δεν εξετάστηκε. Δεν θα ήταν όμως δυνατό να αποσυνδεθεί η μια από την άλλη. Η δικαστική κρίση σχετικά με την παράβαση του Καν.16 θα ήταν ανέφικτη χωρίς δεδομένη την υποχρέωση της αιτήτριας να συμμορφωθεί με την πρώτη απόφαση για αναθεώρηση, κατ΄ εφαρμογήν του Καν. 16. Νομίζω πως η ορθότητα αυτού του συλλογισμού ελέγχεται και από το αποτέλεσμα. Κατόπιν της δικαστικής επικύρωσης της δεύτερης απόφασης, θα ήταν αντινομικό και απαράδεκτο να εξεταστεί η νομιμότητα διοικητικής απόφασης που είχε αποτελέσει προϋπόθεση για τη νομιμότητα της δεύτερης. Κρίνω επομένως ότι η παρούσα προσφυγή δεν μπορεί να προχωρήσει.
Η προσφυγή απορρίπτεται, ως μη παραδεκτή, με έξοδα εναντίον της αιτήτριας.»
Υποστηρίχθηκε από πλευράς εφεσείουσας ότι η περίπτωση δεν αφορά «διαφορετικές πτυχές στην ολοκλήρωση της πορείας του ιδίου ζητήματος», όπως είδε το θέμα ο συνάδελφός μας που εκδίκασε την προσφυγή. Πρόκειται, καθώς λέγουν, για δυο εντελώς χωριστά ζητήματα. Το πρώτο, αφορά στην απόφαση της εφεσίβλητης ότι ο Καν. 16 της ΚΔΠ 100/97 εφαρμόζεται στην περίπτωση της δημόσιας πρότασης της εφεσείουσας σε σχέση με τις μετοχές της ΚΥΚΝΟΣ με αποτέλεσμα την αυτόματη αναθεώρηση της πρότασης. Το δεύτερο, αφορούσε άλλη εντελώς χωριστή απόφαση της εφεσίβλητης, την επιβολή των διοικητικών κυρώσεων στην εφεσείουσα για παράβαση του Καν. 16 της ΚΔΠ 100/97 που είχε σχέση με την παρουσίαση ψηφίσματος στη Γενική Συνέλευση των μετόχων της εφεσείουσας για εξαγορά τίτλων της ΚΥΚΝΟΣ με χρεόγραφα, αντί τοις μετρητοίς όπως προβλεπόταν στη δημόσια πρόταση κατόπιν της επίδικης απόφασης της εφεσίβλητης ημερ. 21.1.2001.
Η απόφαση για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων, ερείδεται βασικά στην επίδικη διοικητική απόφαση της εφεσίβλητης ημερ. 21.1.2001 σύμφωνα με την οποία, η δημόσια πρόταση της εφεσείουσας για εξαγορά τίτλων της ΚΥΚΝΟΣ έπρεπε, κατ΄ εφαρμογή του Καν. 16 της ΚΔΠ 100/97 αυτομάτως να αναθεωρηθεί ώστε η εξαγορά των τίτλων να γινόταν τοις μετρητοίς αντί με χρεόγραφα, όπως επιδίωξε η εφεσείουσα.
Ο κανονισμός 16 της ΚΔΠ 100/97 προβλέπει:
«16. Σε περίπτωση που μετά την ανακοίνωση της δημόσιας πρότασης, κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό 9, και μέχρι της λήξεως της ισχύος της ταχθείσας προς αποδοχή προθεσμίας, ο προτείνων, άλλα πρόσωπα ενεργούντα εξ ονόματός τους αλλά για λογαριασμό του προτείνοντος, ελεγχόμενες από αυτόν επιχειρήσεις ή πρόσωπα ενεργούντα σε συνεννόηση με τον προτείνοντα, αποκτήσουν τίτλους που αποτελούν αντικείμενο της δημόσιας πρότασης, με όρους ευνοϊκότερους από αυτούς που ορίζονται στο έγγραφο της δημόσιας πρότασης ή οποιασδήποτε αναθεώρησής της, τότε οι ευνοϊκότεροι αυτοί όροι ισχύουν για όλους τους αποδέκτες της πρότασης.»
Η διαπίστωση ότι η απόφαση που προσβλήθηκε με την προσφυγή 258/01 είχε ως θεμέλιο την επίδικη διοικητική απόφαση είναι ορθή.
Κατά τη λήψη της απόφασης για την επιβολή των κυρώσεων, θεωρήθηκε ως δεδομένη η νομιμότητα της επίδικης απόφασης με την οποία ενεργοποιήθηκε ο καν. 16 και τέθηκε ως όρος ότι η εξαγορά των τίτλων της ΚΥΚΝΟΣ θα γινόταν τοις μετρητοίς αντί με χρεόγραφα. Χωρίς τη νομιμότητα της απόφασης που προηγήθηκε δεν μπορούσε να θεμελιωθεί η νομιμότητα της απόφασης που ακολούθησε. Επρόκειτο για δύο αυτοτελείς εκτελεστές διοικητικές πράξεις που αντιστοίχως αφορούσαν διαφορετικές πτυχές της υπόθεσης οι οποίες ωστόσο, στην πορεία των γεγονότων είχαν συγχωνευθεί εφόσον η δεύτερη, που αφορούσε στην επιβολή των κυρώσεων, είχε ως υπόβαθρο την πρώτη που είναι η επίδικη. Βλ. Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60.
Η υποχρέωση της εφεσείουσας για συμμόρφωση προς ό,τι η επίδικη απόφαση επέβαλλε, είχε ως προϋπόθεση τη νομιμότητα της απόφασης. Ο έλεγχος της νομιμότητας της πρώτης (επίδικης) απόφασης μπορούσε να γίνει μόνο στα πλαίσια της προσφυγής 258/01. Τέτοιος έλεγχος δεν έγινε γιατί δεν ζητήθηκε. Και όπως ορθά επισημαίνεται στην πρωτόδικη απόφαση, θα ήταν αντινομικό και απαράδεκτο, μετά τη δικαστική επικύρωση της δεύτερης απόφασης να εξεταστεί η νομιμότητα της πρώτης (επίδικης) που είχε αποτελέσει προϋπόθεση για τη λήψη της δεύτερης απόφασης με την οποία επιβλήθηκαν οι κυρώσεις στην εφεσείουσα.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.
ΣΦ.