ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 3 ΑΑΔ 398
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθέσεις Αρ. 1193/98 και Άλλες)
14 Ιουλίου, 2003
[ΠΙΚΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
PAVLOS VARELLAS TRADING CO. LTD, ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ
Εφεσείοντες,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Εφεσιβλήτων.
____________________
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΕΞΟΔΩΝ ΗΜΕΡ. 16.1.2003
Π. Αγγελίδης ,
για τους Αιτητές στην 1193/98.Λ. Λουκά, για τους Αιτητές στις 374/99, 408/99, 704/99, 706/99, 750/99 και 1395/99.
Στ. Θεοδούλου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
ΠΙΚΗΣ, Π.
: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής._________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Στη διάρκεια των ετών 1998-2000 ασκήθηκαν 929 Προσφυγές εναντίον ισάριθμων αποφάσεων του Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων σχετικών με τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας μεγάλου αριθμού εισαχθέντων μεταχειρισμένων αυτοκινήτων. Μετά την συμπλήρωση των αγορεύσεων όλες οι πιο πάνω προσφυγές άχθηκαν προς ακρόαση από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου με επταμελή Σύνθεση. Οι 929 προσφυγές χωρίστηκαν σε επτά κατηγορίες ανάλογα με το θέμα τους. Οι υποθέσεις της κάθε μιας από τις κατηγορίες είχαν κοινά στοιχεία.
Με την απόφαση της Ολομέλειας ημερ. 15.10.2002 όλες οι προσφυγές, με την εξαίρεση εκείνων της Κατηγορίας Δ, επέτυχαν με έξοδα και οι προσβαλλόμενες σ΄ αυτές αποφάσεις ακυρώθηκαν. Οι Προσφυγές της Κατηγορίας Δ απέτυχαν με έξοδα (βλ. Pavlos F. Varellas Trading Co. Ltd κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 886/98 κ.α./15.10.2002).
Στις 28.11.2002 δύο από τους δικηγόρους των επιτυχόντων διαδίκων - οι κ.κ. Π. Αγγελίδης και Λ. Λουκά - υπέβαλαν ξεχωριστούς καταλόγους εξόδων για ψήφιση τους από τον Πρωτοκολλητή.
Αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας είναι η αίτηση για αναθεώρηση του καταλόγου εξόδων όπως ψηφίστηκε από την Πρωτοκολλητή. Η προσέγγιση της τελευταίας φαίνεται στην απόφαση της ημερ. 13.1.2003. Παράθεση της θα καταστήσει ευχερέστερη την κατανόηση των επιδίκων θεμάτων της παρούσας διαδικασίας:
«Στις 15/10/2002 εκδόθηκε απόφαση στην προσφυγή υπ' αριθμό 886/98 κ.α. ως το Παράρτημα 1 από διευρυμένη ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η εν λόγω υπόθεση αποτελείτο από 929 προσφυγές. Αποφασίστηκε η κοινή εκδίκαση της λόγω της ομοιότητας των ζητημάτων που εγείροντο. Ανάλογα με το θέμα τους χωρίστηκαν σε επτά κατηγορίες. Οι Αιτητές σε κάθε κατηγορία καθώς και οι δικηγόροι που τους εκπροσωπούν έχουν ως ακολούθως:
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Α |
ΑΙΤΗΤΗΣ |
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ |
|
Βαρέλλας (1 υπόθεση) |
Λ. Λουκά |
|
Κίτσιος (401 υποθέσεις) |
Παπαχαραλάμπους & Αγγελίδη |
|
V.T. Motors (1 υπόθεση) |
«» |
|
Vastelco LTD (1 υπόθεση) |
Κ. Δημητριάδης |
|
|
|
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Β |
Βαρέλλας (49 υποθέσεις) |
Λ. Λουκά |
|
Σάββας & Λεωνίδου (15 υποθέσεις) |
«» |
|
|
|
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Γ |
Milliotis & Kastoris (15 υποθέσεις) |
Λ. Λουκά |
|
Βαρέλλας (154 υποθέσεις) |
«» |
|
M Royal & Kypris (1 υπόθεση) |
Παπαχαραλάμπους & Αγγελίδη |
|
Θ. Θωμά (1 υπόθεση) |
«» |
|
Α. Πιλόττος (7 υποθέσεις) |
«» |
|
Κωνσταντίνου & Ξαντρή (14 υποθέσεις) |
Ι. Νικολάου |
|
Δήμος & Tάκης (9 υποθέσεις) |
Σωφρονίου |
|
Α. Ευαγγέλου (4 υποθέσεις) |
Ε. Μυριανθέας |
|
N .G.A. Landas (1 υπόθεση) |
Ρ. Ερωτοκρίτου |
|
|
|
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Ε |
Α. Γεωργίου Μότορς (9 υποθέσεις) |
Λ. Λουκά |
|
Σάββας & Λεωνίδου (27 υποθέσεις) |
«» |
|
Α. Αγαθοκλέους (23 υποθέσεις) |
«» |
|
The Golden Star (7 υποθέσεις) |
«» |
|
|
|
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΣΤ |
Βαρέλλας (74 υποθέσεις ) |
Λ. Λουκά |
|
|
|
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Ζ |
Πιλότος (8 υποθέσεις) |
Παπαχαραλάμπους & Αγγελίδη |
|
|
|
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Η |
Στεφάνου (1 υπόθεση) |
Χάσικος |
|
Χρ. Ασημένος (1 υπόθεση) |
Λ. Λουκά |
|
Παλαμάς (1 υπόθεση) |
«» |
|
Α. Πέτρου (1 υπόθεση) |
«» |
|
Λ. Γναυτής (1 υπόθεση) |
«» |
|
Β. Σταύρου (1 υπόθεση) |
«» |
|
Σάββας & Λεωνίδου (63 υποθέσεις) |
«» |
|
Κίτσιος (10 υποθέσεις) |
Παπαχαραλάμπους & Αγγελίδη |
Οι υποθέσεις της Κατηγορίας Δ έχουν απορριφθεί.
Στις 28/11/2002 οι δικηγόροι Παπαχαραλάμπους & Αγγελίδη υπέβαλαν προς ψήφιση δύο καταλόγους εξόδων για τις προσφυγές υπ' αριθμό 1184/98 και 1193/98 οι οποίες ανήκουν και οι δύο στην κατηγορία Α.
Κατά την ίδια ημερομηνία ο δικηγόρος Λουκάς Λουκά υπέβαλε προς ψήφιση καταλόγους εξόδων για τις προσφυγές υπ' αριθμό 886/98, 569/2000, 396/99, 374/99, 1395/99, 471/99, 704/99 και 750/99 οι οποίες ανήκουν στις κατηγορίες Β,Γ,Ε,ΣΤ και Η.
Και οι δύο δικηγόροι με τους καταλόγους τους διεκδικούν όλα τα σχετικά κονδύλια που περιέχονται στο μέρος ΙΙ του περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικού) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996.
Έχω μελετήσει τους σχετικούς φακέλους των προσφυγών για να μπορέσω ν' αποφασίσω ποια από τα αξιούμενα κονδύλια δικαιολογούνται και ποια όχι, και έχω καταλήξει στα ακόλουθα:
Α) Στις 929 προσφυγές που εκδικάσθηκαν εγείρονταν όμοια ζητήματα.
Β) Ο διαχωρισμός τους σε 7 κατηγορίες έγινε ανάλογα με το θέμα τους. Δηλαδή 7 προσφυγές, (μία από κάθε κατηγορία) ήταν αντιπροσωπευτικές για όλες τις υπόλοιπες της κατηγορίας τους.
Γ) Δεν εκδόθηκε οποιοδήποτε διάταγμα συνεκδίκασης για τις εν λόγω προσφυγές, αλλά από τη μελέτη όλων των πρακτικών που βρίσκονται στους φακέλους έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αποφασίστηκε μεταξύ των μερών πως η εκδίκαση μιας προσφυγής από κάθε κατηγορία ήταν αρκετή για τη διασαφήνιση των εγειρόμενων θεμάτων.
Χαρακτηριστικό είναι το πρακτικό ημερομηνίας 7/12/2000 όπου ο κ. Π. Αγγελίδης αναφέρει: 'Είτε σε πέντε, είτε σε δέκα διασαφηνιστεί η ερμηνεία του Νόμου, δεν βλέπω το λόγο γιατί να περιμένουμε να συμπληρωθούν και οι δύο χιλιάδες.'
Δ) Δεν καταχωρήθηκε γραπτή αγόρευση των Καθ΄ων η αίτηση ξεχωριστά για κάθε προσφυγή. Η γραπτή αγόρευση των Καθ΄ων η αίτηση ήταν κοινή και για τις 927 προσφυγές.
Ε)Η γραπτή αγόρευση των δικηγόρων των Αιτητών ήταν κοινή και για τις 929 προσφυγές.
Με βάση τα πιο πάνω Ευρήματα έχω αποφασίσει να θεωρήσω τις εν λόγω προσφυγές ως ξεχωριστές υποθέσεις παρ' όλο του ότι είναι πανομοιότυπες (οι Αιτήσεις και οι αγορεύσεις τους) μέχρι 13/2/2002.
Στις 13/2/2002, ημερομηνία παραπομπής τους ενώπιον της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου θεωρώ ότι παραπέμφθηκαν για εκδίκαση 7 προσφυγές στις οποίες θα εκδικάζονταν 7 διαφορετικά θέματα.
Ως εκ των ανωτέρω αποφάσισα πως θα ήταν δίκαιο να δώσω τα μέγιστα έξοδα που προνοούν οι σχετικοί διαδικαστικοί κανονισμοί σε μία προσφυγή κάθε κατηγορίας και στις υπόλοιπες τα ελάχιστα έξοδα μέχρι την ημερομηνία που παραπέμφθηκαν στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου δηλαδή 13/2/2002.
Στις 6/12/2002, ημερομηνία κατά την οποία ήταν ορισμένοι προς ψήφιση οι κατάλογοι εξόδων, στην παρουσία των κ.κ. Π. Αγγελίδη, Λ. Λουκά και Στ. Θεοδούλου, έχοντας κατά νου τους πιο πάνω συλλογισμούς μου, προχώρησα στη ψήφιση εξόδων αφού διεξήλθα ένα προς ένα τα κονδύλια των καταλόγων ως ακολούθως:
Οι προσφυγές 1184/98 και 1193/98 είναι 2 από τις 401 προσφυγές της κατηγορίας Α με αιτητή την A.C. Kitsios Motors LTD και δικηγόρους τους κ.κ. Παπαχαραλάμπους & Αγγελίδη. Την προσφυγή 1184/98 την θεωρώ ως αντιπροσωπευτική της κατηγορίας Α και παρεχώρησα την μέγιστη αμοιβή για όλα τα κονδύλια, υπολογίζοντας το ποσό των εξόδων προς όφελος των δικηγόρων της A.C. Kits
ios Motors σε Λ.Κ. £1.341,26 συμπεριλαμβανομένου του ποσού των Λ.Κ. £145,21 για σκοπούς Φ.Π.Α. και εφ' όσον δεν υποβλήθηκε ένσταση από τους δικηγόρους εκδόθηκε το σχετικό πιστοποιητικό.Στην προσφυγή 1193/98 έχω εγκρίνει τα ακόλουθα κονδύλια:
Α) Οδηγιές για έγερση προσφυγής |
£34 (διεκδικείται το μέγιστο ποσό Λ.Κ. 58) |
Β) Σύνταξη προσφυγής |
£42 (διεκδικείται το μέγιστο ποσό Λ.Κ. 42) |
Γ) Εμφάνιση στον Πρωτοκολλητή για καταχώρηση προσφυγής |
Λ.Κ. 10 (διεκδικείται μέγιστο ποσό Λ.Κ. 13) |
Δ) Σύνταξη Γραπτής Αγόρευσης |
Λ.Κ. 75 (διεκδικείται μέγιστο ποσό Λ.Κ. 128) |
Ε) Εμφάνιση στον Πρωτοκολλητή για καταχώρηση γραπτής αγόρευσης |
Λ.Κ. 10 (διεκδικείται μέγιστο ποσό Λ.Κ. 13) |
ΣΤ) Δύο εμφανίσεις για οδηγίες |
Λ.Κ. 36 (διεκδικείται μέγιστο ποσό Λ.Κ. 72) |
Ζ) Αναγκαίες Επιστολές |
Λ.Κ. 30 (διεκδικείται μέγιστο ποσό Λ.Κ. 100) |
Η) Χαρτόσημα και Επιδόσεις |
Λ.Κ. 68 |
Τα κονδύλια τα οποία αφορούν εργασία μετά την 13/2/2002 δεν τα ενέκρινα διότι όπως έχω εξηγήσει, θεωρώ ότι υπήρξε κοινή συναίνεση για συνεκδίκαση των εν λόγω υποθέσεων, και στάληκαν στην ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως μια υπόθεση στην οποία θα δικάζονταν 7 διαφορετικά θέματα σύμφωνα με τις κατηγορίες στις οποίες έχουν διαχωριστεί οι 927 προσφυγές.
Οι προσφυγές 886/98, 569/2000, 396/99, 471/99 ανήκουν στις κατηγορίες Β,Γ,Ε,ΣΤ και Η αντίστοιχα και έχουν καταχωρηθεί από το δικηγόρο Λουκά Λουκά.
Τις προσφυγές αυτές τις θεώρησα ως αντιπροσωπευτικές για την κατηγορία που ανήκουν και παρεχώρησα την μέγιστη αμοιβή όπως πιο πάνω ήτοι Λ.Κ. 1.341,20 συμπεριλαμβανομένου του ποσού των Λ.Κ. £145,21 για σκοπούς Φ.Π.Α. και εφ' όσον δεν υποβλήθηκε οποιαδήποτε ένσταση εκδόθηκαν τα σχετικά πιστοποιητικά.
Στις προσφυγές 374/99, 408/99, 1395/99, 706/99 και 750/99 οι οποίες ανήκουν στις κατηγορίες Ε και Η αντίστοιχα και οι οποίες έχουν καταχωρηθεί από το δικηγόρο Λ. Λουκά έχω εγκρίνει τα κονδύλια όπως αυτά αναφέρονται στα στοιχεία Α-Ζ καθ' όσον έχει παραχωρηθεί η μέγιστη αμοιβή στην αντιπροσωπευτική υπόθεση της κατηγορίας τους (396/99 και 704/99).
Τα υπόλοιπα κονδύλια δεν τα έχω εγκρίνει σύμφωνα με το σκεπτικό που αναφέρω πιο πάνω.»
Οι ενστάσεις ενώπιον της Πρωτοκολλητού:
Μετά που είχε λάβει γνώση της πιο πάνω προσέγγισης της Πρωτοκολλητού ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε τις πιο κάτω ενστάσεις:
(α) Η παραχώρηση της ελάχιστης αμοιβής για τα κονδύλια Α-Ζ παραβιάζει τη Δ.59 θ.7 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών γιατί δεν δικαιολογείται η αποκοπή των κονδυλίων (μεταγενέστερα τις 13.2.2002) εφόσο δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της Δ.59 θ.7.
(β) Η μη έγκριση των κονδυλίων τα οποία αφορούσαν εργασία μετά τις 13.2.2002 δεν δικαιολογείτο έστω και αν οι υποθέσεις χαρακτηρισθούν πανομοιότυπες αλλά κάθε υπόθεση πρέπει να θεωρηθεί ως μια ξεχωριστή προσφυγή. Υπέβαλε επίσης ότι ο υπολογισμός ως έχει γίνει είναι σαν να υπήρξε μερική
συνένωση. Ενώ κάτι τέτοιο δεν υπήρξε.Παρόμοιες ενστάσεις είχαν εγερθεί και από τον κ. Λουκά, ο οποίος υιοθέτησε τις θέσεις του κ. Αγγελίδη, δίδοντας ιδιαίτερη έμφαση στο κονδύλιο που αφορά τις επιστολές. Επιπρόσθετα αξίωσε όπως υπολογισθεί και νόμιμος τόκος επί του ψηφισθέντος ποσού.
Η Πρωτοκολλητής απέρριψε όλες τις ενστάσεις. Παραθέτουμε το σκεπτικό της:
«Ο επιτετραμμένος της ψήφισης εξόδων έχει την ευχέρεια αλλά και την υποχρέωση να κινηθεί μεταξύ της ελάχιστης και της μέγιστης αμοιβής όπως αυτές καθορίζονται στους σχετικούς διαδικαστικούς κανονισμούς.
Στη Διαταγή 65 Θεσμός 27 παρ. 29 του
Annual Practice (1960 Edit) αναφέρονται:'The taxing officer has in fact, a twofold discretion - first the discretion conferred on him by App. N'
Επίσης στο Halsburys
Laws of England 3rd Ed, Volume 30 par. 806 αναφέρει:'The proper principle upon which party and party costs should be taxed is that the successful partly should have an indemnity ............. . This principle is however subject to the costs being allowed in the Supreme Court according to the scale and there are two scales a higher and a lower . Costs are usually allowed on the lower scale .'
Στη συγκεκριμένη περίπτωση παρεχώρησα την ελάχιστη αμοιβή διότι έχω λάβει υπ' όψιν μου ότι
1)όλες σχεδόν οι αιτήσεις καθώς και οι αγορεύσεις τους είναι πανομοιότυπες.
2) Τα θέματα που εγείροντο σε όλες τις προσφυγές ήταν τα ίδια
3)Οι προσφυγές για τις οποίες έχουν καταχωρηθεί οι κατάλογοι εξόδων συμπεριλαμβάνονται στις 927 προσφυγές της υπόθεσης 886/98 κ.α. . Κατάλογοι εξόδων θα καταχωρηθούν και στις 927 προσφυγές. Έχω λάβει υπ'όψιν μου το γεγονός ότι και οι 927 προσφυγές στρέφονται εναντίον του ιδίου Καθ΄ου η αίτηση και ως εκ τούτου ο Καθ΄ου η αίτηση θα καταβάλει τα έξοδα 927 προσφυγών.
Στο Αnnual Practice (1960 Ed) στη σελίδα 1936 στη τελευταία παράγραφο αναφέρεται:
'It is of great importance to litigants who are unsuccessful that they should not be oppressed by having to pay an excessive amount of costs.'
Πιστεύω ότι η παραχώρηση της ελάχιστης αμοιβής για τα κονδύλια Α-Ζ είναι δικαιολογημένη κάτω από τις περιστάσεις που περιβάλλουν την υπόθεση και ως εκ τούτου απορρίπτω την ένσταση και η ψηφισθείσα αμοιβή παραμένει ως έχει.
Β 'Δεν δικαιολογείται αποκοπή ή διαφορετική μεταχείριση στις εν λόγω προσφυγές έστω και αν χαρακτηρισθούν πανομοιότυπες'
Στο Annual Practice (1960 Ed) σελίς 1935 αναφέρεται:
'Effect of Regulation
........... But the master has no power to allow a smaller sum than the amount specified in App Ν for any particular service even though it be rendered
simultaneously in several actions .'Πιστεύω ότι δεν έχω παρεκκλίνει από την εν λόγω αρχή.
Είχα το δικαίωμα να παραχωρήσω την ελάχιστη αμοιβή (αν αυτή εδικαιολογείτο υπό τις περιστάσεις) όπως αυτή καθορίζεται στο σχετικό πίνακα και αυτό έπραξα. Δεν παρεχώρησα κατώτερη αμοιβή από αυτή που προνοείται στο σχετικό πίνακα.
Δεν παρεχώρησα τα κονδύλια που δημιουργήθηκαν μετά την παραπομπή της υπόθεσης ενώπιον της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Πιστεύω ότι στις 12/6/2002 δεν συζητήθηκαν και οι 927 προσφυγές , η κάθε μια ξεχωριστά. Ο διαχωρισμός τους σε επτά κατηγορίες με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ενώπιον της ολομέλειας συζητήθηκαν 7 προσφυγές με διαφορετικό θέμα η κάθε μια. Για τις εν λόγω αντιπροσωπευτικές προσφυγές έχω παραχωρήσει όλα τα κονδύλια με τη μέγιστη αμοιβή. Ως εκ τούτου εμμένω στον αρχικό μου υπολογισμό.
Σχετικά με το κονδύλι 'προσέλευση στο Πρωτοκολλητή για καταχώρηση του καταλόγου εξόδων' ένας επιπρόσθετος λόγος που δεν το παρεχώρησα είναι ότι ο πίνακας του σχετικού διαδικαστικού κανονισμού προβλέπει αμοιβή για 'προσέλευση στον Πρωτοκολλητή για καταχώρηση δικογράφων'.
Στους Διαδικαστικούς Κανονισμούς του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 δεν υπάρχει ο ορισμός της λέξης 'δικόγραφο'. Υπάρχει όμως ο ορισμός της λέξης 'Έγγραφες προτάσεις' που περιλαμβάνουν τη γραπτή αγόρευση και γραπτή απάντηση. Ως εκ τούτου δεν δικαιολογείται αμοιβή για την καταχώρηση του καταλόγου εξόδων.
Γ 'Ανεπαρκές το επιδικασθέν ποσό για τις επιστολές'
Όλες οι επιστολές που έχουν επισυναφθεί στους καταλόγους είναι ενημερωτικές επιστολές των δικηγόρων προς τους πελάτες τους. Πιστεύω ότι η αμοιβή για τρεις επιστολές (3 Χ £10-30) για κάθε υπόθεση είναι εύλογη υπό τις περιστάσεις που διέπουν την υπόθεση, λαμβάνοντας υπ'οψιν ότι οι πελάτες των Παπαχαραλάμπους & Αγγελίδη στις
420 υποθέσεις που εκπροσωπούν είναι τέσσερις και του κ. Λουκά στις 446 υποθέσεις που εκπροσωπεί είναι 11.Ως εκ τούτου απορρίπτω την ένσταση και θεωρώ το ποσό που παρεχώρησα ως ικανοποιητικό.»
Ο κ. Αγγελίδης συμφωνεί με τον κατάλογο εξόδων όπως έχει ψηφιστεί στην Προσφυγή 1184/98. Διαφωνεί, όμως, με την ψήφιση του καταλόγου εξόδων στην Προσφυγή 1193/98. Με αίτηση του - αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας - ζητά αναθεώρηση του καταλόγου εξόδων «που ψηφίστηκε στην Προσφυγή 1193/98 ούτως ώστε να αντιστοιχεί με τον εγκριθέντα κατάλογο εις την υπόθεση 1184/98 πλέον Φ.Π.Α. και τόκο».
Με την παραγ. 5 της ένορκης δήλωσης, που συνοδεύει την αίτηση, συγκεκριμενοποιείται η θεραπεία που επιδιώκεται με την αίτηση. Ζητείται αναθεώρηση των κονδυλίων Α-Ζ (πιο πάνω) και «όπως δοθούν τα ποσά, όπως αναφέρονται στις παραγ. με αρ. 6, 7, 8, 11, 12, 13 και 14, τα οποία απορρίφθηκαν ολοκληρωτικά και για τα οποία ουδέν ποσό ψηφίστηκε». Σημειώνεται ότι τα κονδύλια 6, 7, 8 και 11 αφορούν εμφανίσεις κλπ. μετά τις 13.2.2002 - ημερ. παραπομπής όλων των Προσφυγών ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Στην ένορκη δήλωση αναφέρεται ότι «ουδέποτε εξεδόθη διάταγμα συνεκδίκασης και οι υποθέσεις απλά εκδικάσθηκαν την ίδια ημέρα». Αναφέρεται, επίσης, ότι το Δικαστήριο απεφάσισε ότι «όλες οι Προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα». Περαιτέρω αναφέρεται ότι «η απόφαση της Πρωτοκολλητού παραβιάζει την απόφαση του Δικαστηρίου διότι θεωρεί τις υποθέσεις ως συνεκδικασθείσες».
Ο κ. Λουκά συμφωνεί με τα ψηφισθέντα έξοδα στις Προσφυγές 886/98, 396/99, 569/2000 και 471/99. Διαφωνεί, όμως, με την ψήφιση του καταλόγου εξόδων στις Προσφυγές 374/99, 408/99, 704/99, 706/99, 750/99 και 1395/99. Για το λόγο αυτό με ξεχωριστές αιτήσεις, για την κάθε μια από αυτές τις Προσφυγές, ζητά αναθεώρηση του καταλόγου εξόδων.
Στις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν τις αιτήσεις προβάλλονται οι θέσεις που έχουν προβληθεί στην αίτηση του κ. Αγγελίδη στην πιο πάνω Προσφυγή 1193/98. Πρόσθετα, και σε σχέση με το ποσό που αξιώνεται για τις επιστολές υποστηρίζεται ότι θα πρέπει να επιδικασθεί «καθ΄ ότι αναφέρεται σε επιστολές για προσφυγές διαφόρων αιτητών που ήτο ορισμένες σε διαφορετικά δικαστήρια και σε διαφορετικές ημερομηνίες και επιπλέον η εκδίκαση των προσφυγών αυτών διήρκησε από 3 μέχρι 4 χρόνια και ήτο αναγκαίο οι αιτητές να ενημερώνονται για την πορεία των υποθέσεων τους».
Σε σχέση με τον τόκο υποστηρίζεται «ότι τα έξοδα προσφυγής υπολογίζονται με τον ίδιον τρόπον όπως αυτά των αγωγών και επομένως φέρουν και τον ανάλογον νόμιμον τόκον όπως αναφέρεται στο άρθρο 33(2) του Νόμου 14/60 όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 102(1)/96».
Τέλος υποστηρίζεται ότι η «προετοιμασία και η ακρόαση έγινε για όλες τις υποθέσεις και λανθασμένα θεώρησε ο Πρωτοκολλητής ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της Δ.59 θ.6. Οι αιτητές καμιάν ευθύνη φέρουν για την καθυστέρηση της εκδίκασης των υποθέσεων και αυτό φαίνεται και από τα πρακτικά».
Κατά την ακρόαση των πιο πάνω αιτήσεων ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι όλες οι υποθέσεις ακούστηκαν μαζί. Μας παρέπεμψε στο Annual Practice 1960 σελ. 1935 στο οποίο γίνεται η εξής αναφορά στις επεξηγηματικές σημειώσεις της Δ.65 θ.27(29) των Παλαιών Αγγλικών Διαδικαστικών Κανονισμών (αντιστοιχεί με τη δική μας Δ.59 θ.15):
«But the master has no power to allow a smaller sum than the amount specified in App. N for any particular service even though it be rendered simultaneously in several actions (Price v. Clinton (1906) 2 Ch. 487).
Σε μετάφραση
:«Πλην όμως ο Master δεν έχει εξουσία να επιτρέψει πόσο μικρότερο από εκείνο που προβλέπεται από το Παράρτημα Ν για οποιαδήποτε συγκεκριμένη υπηρεσία έστω και αν αυτή προσφέρεται ταυτοχρόνως σε αρκετές αγωγές
(Price v. Clinton (1906) 2 Ch. 487).»
Υπέβαλε ότι οι προσφυγές δεν είχαν συνενωθεί και, επομένως, ακούσθηκαν μαζί (simoultaneously).
Η Πρωτοκολλητής - κατέληξε ο κ. Αγγελίδης - τροποποίησε την απόφαση του Δικαστηρίου - «οι Προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα» - γιατί δεν έδωσε όλα τα έξοδα αλλά το 1/5 των εξόδων.
Ο κ. Λουκά υιοθέτησε τις πιο πάνω θέσεις του κ. Αγγελίδη. Πρόσθετα επανέλαβε τις θέσεις που είχε προβάλει στις ένορκες δηλώσεις του αναφορικά με τα έξοδα που αφορούν τις επιστολές. Σε σχέση με τον τόκο ο κ. Λουκά υπέβαλε ότι το θέμα διέπεται από το άρθρο 33(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν 14/60 όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 4(α) του περί Δικαστηρίων (Τροποποιητικού) Νόμου του 1996 (Ν 102(Ι)/96). Μας παρέπεμψε στον ορισμό του όρου «αγωγή» στο άρθρο 2 του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960 (Ν 14/60) και στον τρόπο έναρξης της διαδικασίας δυνάμει των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Εφόσον - συμπλήρωσε - για την ψήφιση των εξόδων τυγχάνουν εφαρμογής οι περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί γιατί να μην τυγχάνουν εφαρμογής οι κανόνες που αφορούν τις πολιτικές διαδικασίες και στο θέμα του τόκου;
Από την άλλη ο κ. Θεοδούλου, εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση, υπέβαλε ότι η όλη διαδικασία «συνάδει προς εκδίκαση μιας υπόθεσης από κάθε κατηγορία. Το θέμα - κατέληξε ο κ. Θεοδούλου - εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του Πρωτοκολλητή και το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει εκτός αν υπάρχει καταφανές λάθος.
Στη Γεωργιάδης ν. Υπουργικού Συμβουλίου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 2083/16.2.99, με αναφορά στην
Smith v. Buller (1875) L.R. 19 Eq. 473, υποδεικνύεται ότι το πιστοποιητικό του Πρωτοκολλητή δεν είναι αναθεωρήσιμο αναφορικά με το ύψος των κονδυλίων που εγκρίνονται, εκτός σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπως, για παράδειγμα, για υπέρμετρη χρέωση. Για τα κριτήρια αναθεώρησης απόφασης του Επιτετραμμένου της Ψήφισης Εξόδων η Γεωργιάδης (πιο πάνω) παραπέμπει στην Αγγλική Διαταγή Δ.65 θ.27 (Καν. 41) (αντίστοιχη της δικής μας Δ.59 θ.18) (βλ. Annual Practice 1960, σελ. 1949-1950).Σύμφωνα λοιπόν με τις επεξηγηματικές σημειώσεις της Αγγλικής Δ.65 θ.27 (Καν. 41) στο Annual Practice 1960 σελ. 1949
:«Το γεγονός ότι το ποσό των £630 για οδηγίες είχε μειωθεί από τον Επιτετραμμένο της Ψήφισης Εξόδων στις £210 συνιστά αφ΄ εαυτού απλό ζήτημα ύψους του κονδυλίου (
Theocharides v. Joannou (1955) 1 All E.R. 615). Το κατά πόσο θα επιτραπούν έξοδα δια δύο δικηγόρους, αν και δεν είναι καθαρά ζήτημα ύψους του κονδυλίου, ανήκει εκ πρώτης όψεως στον Επιτετραμμένο της Ψήφισης Εξόδων (Ginn v. Robey (1911) W.N. 28. Gorfin v.Odhams Press (1958) 1 W.L.R. 314) αν και μπορεί ν΄ ανατραπεί επί του θέματος (Re Potts, ex p. Epstein (1935) 152 L.T. 456). ούτε μπορεί να υπάρξει αναθεώρηση επί του απλού ζητήματος του αριθμού των παραστάσεων που θα επιτραπούν (Re Brown (1867) L.R. 4 Eq. 464). εκτός όπου ο Επιτετραμμένος της Ψήφισης Εξόδων έχει ενεργήσει στη βάση κάποιας εσφαλμένης αρχής, ή όπου η διαδικασία ενώπιον του ήταν αντικανονική (Fenton v. Crickett (1818) 3 Mad. 496. Russel v. Buchanan (1838) 9 Sim. 167. Turnbull v. Janson (1878) 3 C.P.D. 264. The Neera (1879) 5 P.D. 118. Hargreaves v. Scott (1878) 4 C.P.D. 21. Brown v. Sewell (1880) 16 Ch. D. 517. Ager v. Blacklock (1887) 56 L.T. 890. Budgett v. B (1895) 1 Ch. 202. Oliver v. Robins (1894) 43 W.R. 137. Spalding v. Gamage (1914) 2 Ch. 405). Ωστόσο η ψήφιση εξόδων για 3 δικηγόρους είναι θέμα αρχής και όχι ύψους του ποσού (Wilson v. Wilson Bros. Bobbin Co. Ltd (1911) 28 R.P.C. 741). πλην όμως ο Δικαστής πρέπει να είναι σαφώς της γνώμης ότι έσφαλλε ο Επιτετραμμένος της Ψήφισης Εξόδων. δεν είναι αρκετό ότι ο ίδιος δεν θα αποφάσιζε με τον ίδιο τρόπο (Mercedes-Daimler, etc v. F.Ι.A.T. etc (1913) 31 R.P.C. 8)».Οι αρχές που επιτρέπουν επέμβαση του Δικαστηρίου στο ύψος του ποσού τέθηκαν ως εξής στην
Brown v. Sewell (1880-81) 16 Ch. D. 517:". the rule is a most valuable one, that the Court will not interfere with the decision of the taxing master in a question of amount, unless a gross mistake has been made. If that were not so, a large part of the time of the High Court and of the Court of Appeal would be occupied with questions of taxation."
Σε μετάφραση
:«... ο κανόνας είναι πολύτιμος και το Δικαστήριο δεν θα επέμβει στην απόφαση του Επιτετραμμένου της Ψήφισης Εξόδων σε θέμα του ποσού, εκτός αν έκαμε ένα κατάφωρο σφάλμα. Αν αυτό δεν ήταν έτσι ένα μεγάλο μέρος του χρόνου του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Εφετείου θα καταλαμβάνετο από ζητήματα ψήφισης εξόδων.»
Σχετική επί του θέματος του ύψους του ποσού είναι και η
Gorfin v. Odhams Press Ltd (1958) 1 W.L.R. 314:"That notwithstanding the terms of R.S.C., Ord. 65, r. 27(41), in practice the court will only interfere with the exercise of the taxing master΄s discretion if it is clear that he ha
s gone wrong in principle, and for that reason matters of quantum only, where no principle is involved, are rarely interfered with; but where a question of principle is involved as, for example, whether two counsel should be allowed, if it can be shown that the master has erred in principle the court would exercise its own descretion."Σε μετάφραση
:«Ανεξάρτητα από τις πρόνοιες της Δ.65 θ.27(41) ως θέμα πρακτικής το Δικαστήριο επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Επιτετραμμένου της Ψήφισης Εξόδων μόνο όπου είναι καθαρό ότι έχει ενεργήσει εσφαλμένα επί θέματος αρχής και γι΄ αυτό το λόγο θέματα του ποσού, όπου δεν εγείρεται θέμα αρχής σπάνια ανατρέπονται. Πλην, όμως, όπου εμπλέκεται θέμα αρχής, όπως π.χ. κατά πόσο θα επιτραπούν έξοδα δια δύο δικηγόρους, αν μπορεί να καταδειχθεί ότι ο Επιτετραμμένος της Ψήφισης Εξόδων έσφαλε επί θέματος αρχής το Δικαστήριο θα ασκήσει τη δική του διακριτική ευχέρεια.»
Στην
Theocharides (πιο πάνω) το θέμα τέθηκε ως εξής:"The decision of the taxing master to reduce the fee for instructions on the main brief from £630 to £210 was within his discretion over the quantum of costs, the difference in amount was not such as of itself to show that the discretion had not been exercised properly, and the court had no jurisdiction to interfere with his decision."
Σε μετάφραση
:«Η απόφαση του Επιτετραμμένου της Ψήφισης Εξόδων να μειώσει το κονδύλι για τις οδηγίες από £630 σε £210 βρισκόταν εντός της διακριτικής του ευχέρειας επί του ύψους του ποσού των εξόδων, και η διαφορά στο ποσό δεν ήταν τέτοια έτσι ώστε από μόνο του να δεικνύει ότι η διακριτική ευχέρεια δεν είχε ασκηθεί ορθά, και το Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να επέμβει στην απόφαση του.»
Αναφορικά με το θέμα του αριθμού των επιστολών ή παραστάσεων που μπορεί να επιτραπούν ισχύουν οι αρχές που ισχύουν σε σχέση με την παρέμβαση του Δικαστηρίου στο ύψος του ποσού. Αυτό βεβαιώνεται στην
In re Brown, A Solicitor (1867) L.R. 4 Eq. 464:"Now, on a question of quantum the Court always allows the opinion of the Taxing Master to be paramount and follows it, and this rule really applies not merely to a question of quantum, but, if Ι may go on with the same sort of illustration, to a question of quoties. For instance, it is a question of quantum whether you shall allow 13s. 4d. or 6s. 8d. for an interview; it is a question of quoties whether you shall allow ten, or twelve interviews. On those matters the Taxing Master is best capable to form a judgment, and he always goes through these matters very carefully. I am of opinion that I cannot alter any of the taxation of the Taxing Master. I must refuse this summons, and although I regret it, with costs."
Σε μετάφραση
:«Τώρα επί του ζητήματος του ύψους του ποσού το Δικαστήριο πάντοτε δέχεται την άποψη του Επιτετραμμένου της Ψήφισης Εξόδων και την ακολουθεί και αυτός ο κανόνας εφαρμόζεται όχι μόνο στα ζητήματα του ποσού αλλά, αν μπορώ να συνεχίσω με το ίδιο παράδειγμα, και στο ζήτημα του αριθμού των παραστάσεων που πρέπει να επιτραπούν. Για παράδειγμα, αποτελεί ζήτημα του ύψους του ποσού κατά πόσο θα επιτρέψεις £0-13-4 ή £0-6-8 για μια συνέντευξη
. αποτελεί ζήτημα του αριθμού των παραστάσεων κατά πόσο θα επιτρέψεις 10 ή 12 συνεντεύξεις. Επ΄ αυτών των ζητημάτων ο Επιτετραμμένος της Ψήφισης Εξόδων βρίσκεται στην καλύτερη θέση να διαμορφώσει κρίση και πάντοτε εξετάζει αυτά τα ζητήματα πολύ προσεκτικά. Έχω την άποψη ότι δεν μπορώ να μεταβάλω οποιοδήποτε μέρος της ψήφισης του Επιτετραμμένου της Ψήφισης Εξόδων. Πρέπει να απορρίψω την αίτηση, αν και λυπούμαι γι΄ αυτό, με έξοδα.»Η άσκηση των εξουσιών του Πρωτοκολλητή σε σχέση με την ψήφιση εξόδων διέπεται από τους Καν. 15, 16 και 17 της Δ.59. Είναι πρόδηλο από το λεκτικό των κανονισμών ότι το κατά πόσο θα εγκριθεί ένα κονδύλι εξόδων και το ύψος του εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του Επιτετραμμένου της Ψήφισης Εξόδων. Η φύση της διακριτικής ευχέρειας του Πρωτοκολλητή δεν διαφέρει από εκείνη οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου (Annual Practice 1960, σελ. 1944
).Γνώμονα άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου - και του Πρωτοκολλητή - αποτελούν τα γεγονότα της υπόθεσης, κυρίως το αποτέλεσμα (Αρέστη ν. Λαδάκονου (1996) 1 Α.Α.Δ. 646
).Με τις πιο πάνω αρχές κατά νουν θα προχωρήσουμε στην εξέταση του αιτήματος των αιτητών για αναθεώρηση του καταλόγου εξόδων.
(Α) Αίτημα για ψήφιση δικηγορικών για τις εμφανίσεις κλπ. μετά τις 13.2.2002 - ημερ. παραπομπής όλων των προσφυγών ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ
. κονδύλια με αρ. 6, 7, 8 και 11 στη σελ. 18, πιο κάτω).Η αρχή η οποία διατυπώνεται στο απόσπασμα στο οποίο μας έχει παραπέμψει ο κ. Αγγελίδης (βλ. σελ. 11, πιο πάνω) έχει διατυπωθεί στην
Price v. Clinton (1906) 2 Ch. 487. Η υπόθεση εκείνη αφορούσε τα δικηγορικά για εμφάνιση στο Δικαστήριο για σκοπούς καταχώρισης εμφάνισης. Κρίθηκε ότι έπρεπε να είχαν επιτραπεί έξοδα σε σχέση με την κάθε μια από τις 17 αγωγές στις οποίες εμφανίσθηκε ο ίδιος δικηγόρος για σκοπούς καταχώρισης εμφάνισης.Ωστόσο στην παρούσα υπόθεση τα γεγονότα διαφοροποιούνται. Σε αντίθεση με ότι είχε λάβει χώραν στην
Price (πιο πάνω) όπου ο δικηγόρος του εναγομένου εμφανίστηκε και καταχώρισε εμφάνιση στην κάθε μια από τις 17 υποθέσεις - σε 10 υποθέσεις σε μια ημερομηνία και σε 7 υποθέσεις σε άλλη ημερομηνία - στην παρούσα υπόθεση οι ενδιαφερόμενοι δικηγόροι δεν εμφανίσθηκαν για να αγορεύσουν στην κάθε μια από τις υποθέσεις. Αντίθετα, καθώς φαίνεται από τα πρακτικά της ακρόασης των υποθέσεων ημερ. 3.6.2002 οι συνήγοροι όχι μόνο δεν αναφέρθηκαν σε οποιαδήποτε υπόθεση ξεχωριστά αλλά δεν αναφέρθηκαν σε οποιαδήποτε υπόθεση. Η αγόρευση τους είχε επικεντρωθεί σε κάθε μια από τις κατηγορίες των υποθέσεων. Αυτό βεβαιώνεται από τη σελ. 8 των πρακτικών της ακρόασης - ημερ. 3.6.2002 - στα οποία είναι καταγραμμένη η εξής δήλωση του κ. Αγγελίδη: «Εγώ θα αναφερθώ στην Κατηγορία Α».Βεβαιώνεται, επίσης, από τα εξής περιστατικά:
(α) Από το γεγονός ότι καταχωρήθηκε μόνο μια γραπτή απαντητική αγόρευση για όλες τις υποθέσεις, στην οποία δεν γίνεται αναφορά σε οποιαδήποτε από τις προσφυγές αλλά αναφορά στις πιο πάνω κατηγορίες.
(β) Από την απόφαση της Ολομέλειας στην οποία αναφέρεται ότι οι Προσφυγές χωρίστηκαν σε 7 κατηγορίες ανάλογα με το θέμα τους. Στην απόφαση γίνεται, επίσης, αναφορά στα κοινά στοιχεία της κάθε μιας από τις 7 κατηγορίες στη βάση των οποίων - σύμφωνα με την απόφαση - τα μέρη ανέπτυξαν τα επιχειρήματα τους.
(γ) Από το πρακτικό του Δικαστηρίου ημερ. 7.12.2000 σύμφωνα με το οποίο το Δικαστήριο καταγράφει ως εξής την εισήγηση των μερών: «Δικαστήριο: Η εισήγηση είναι να αντληθούν αντιπροσωπευτικές υποθέσεις έτσι ώστε να τεθούν μεν όλα τα θέματα ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου όχι όμως και όλες οι υποθέσεις.».
(δ) Από τα πρακτικά ημερ. 11.9.2001 σύμφωνα με τα οποία:
«
κ. Θεοδούλου: Έχω καταχωρίσει την αγόρευσή μου η οποία καλύπτει όλες τις 30 προσφυγές. Έχω διαχωρίσει σε κατηγορίες τις προσφυγές ανάλογα με την έρευνα στην οποία είχε βασιστεί η αρμόδια αρχή για παραγωγή της διοικητικής πράξης που προσβάλλεται για σκοπούς συντόμευσης της διαδικασίας και μείωσης του όγκου δουλειάς.κ. Αγγελίδης
: Θα παρακαλούσαμε να μας δοθεί προθεσμία ενός μηνός για την ετοιμασία της απαντητικής αγόρευσης αν αποφασίσουμε να καταχωρίσουμε απαντητική αγόρευση. Σκεφτόμαστε με τους συναδέλφους να συνεργαστούμε για να δούμε αν είναι δυνατό να καταχωριστεί μια αγόρευση για όλους τους αιτητές.Όλοι οι δικηγόροι δηλώνουν ότι συμφωνούν.
Δικαστήριο
: Απαντητικές αγορεύσεις μπορούν να καταχωριστούν μέσα σε ένα μήνα. Η υπόθεση ορίζεται για περαιτέρω οδηγίες στις 12.10.01.»Αφού ελάβαμε υπόψη όλα τα ανωτέρω, σε συνάρτηση με τις διαπιστώσεις της Πρωτοκολλητού, κρίνουμε ότι το συμπέρασμα της ότι «ενώπιον της Ολομέλειας συζητήθηκαν 7 προσφυγές με διαφορετικό θέμα η κάθε μια» δικαιολογείται πλήρως από τα γεγονότα και περιστατικά που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση. Εν όψει της ορθότητας του σχετικού συμπεράσματος, το οποίο αποτέλεσε και το βάθρο της υπό αναθεώρηση απόφασης της Πρωτοκολλητού, κρίνουμε ότι δεν έχει εμφιλοχωρήσει οποιοδήποτε σφάλμα αρχής στην επίδικη προσέγγιση της ούτε έχει λάβει χώραν οποιαδήποτε αντικανονικότητα. Έπεται πως δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας. Το σχετικό αίτημα απορρίπτεται.
(Β) Αίτημα που σχετίζεται με τα κονδύλια Α-Ζ (βλ. σελ. 6, πιο πάνω)
.Tο παράπονο των αιτητών σχετίζεται με το ύψος των ψηφισθέντων κονδυλίων ή ποσών. Όπως έχει ήδη υποδειχθεί (βλ. Γεωργιάδης, πιο πάνω) το πιστοποιητικό του Πρωτοκολλητή «δεν είναι αναθεωρήσιμο εκτός σε εξαιρετικές περιπτώσεις», ή εκτός αν έχει εμφιλοχωρήσει σοβαρό λάθος (gross mistake) (βλ.
Brown, πιο πάνω) ή έχει διαπραχθεί σφάλμα αρχής (βλ. Gorfin και Theocharides, πιο πάνω).Αφού ελάβαμε υπόψη τα γεγονότα και περιστατικά που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, όπως τα έχουμε προσδιορίσει πιο πάνω, θεωρούμε ότι δεν συντρέχει οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις που επιτρέπουν την παρέμβαση μας. Έπεται πως το σχετικό αίτημα πρέπει ν΄ απορριφθεί.
(Γ) Αίτημα για ψήφιση κονδυλίων που απορρίφθηκαν
.Τα κονδύλια που απορρίφθηκαν είναι τα εξής:
6. Προετοιμασία για ακρόαση.
7. Εμφάνιση για ακρόαση στις 13.2.2002.
8. Ακρόαση (προφορική).
11. Εμφάνιση στις 15.10.2002 για απαγγελία απόφασης που
επιφυλάχθηκε.
12. Ετοιμασία καταλόγου εξόδων.
13. Καταχώριση καταλόγου εξόδων.
14. Εμφάνιση στον Πρωτοκολλητή για ψήφιση καταλόγου εξόδων.
Τα κονδύλια με αρ. 6, 7, 8 και 11 αφορούν εμφανίσεις μετά τις 13.2.2002. Η απόρριψη τους έχει ήδη επικυρωθεί (βλ. σελ. 17-18, πιο πάνω).
Αναφορικά με το κονδύλι 12 - ετοιμασία καταλόγου εξόδων - έχουμε την άποψη πως η κατάσταση διαφοροποιείται από εκείνη που ισχύει για τις ακροάσεις. Σε σχέση με αυτό το κονδύλι ισχύει η αρχή που τέθηκε στην
Price v. Clinton (πιο πάνω). Όπως έχουμε ήδη αποφανθεί, σε σχέση με τα κονδύλια 6, 7, 8 και 11 οι ενδιαφερόμενοι δικηγόροι δεν εμφανίσθηκαν για να αγορεύσουν στην κάθε μια από τις υποθέσεις αλλά η αγόρευση τους είχε επικεντρωθεί στην κάθε μια από τις κατηγορίες υποθέσεων. Ωστόσο σε ότι αφορά το κονδύλι 12 οι δικηγόροι, για να τους ψηφισθούν τα έξοδα, πρέπει να ετοιμάσουν κατάλογο εξόδων σε σχέση με την κάθε μια από τις υποθέσεις. Δεν υπάρχει οτιδήποτε που να τους υποχρεώνει να ετοιμάσουν ενιαίο κατάλογο εξόδων. Η κατηγοριοποίηση των υποθέσεων για σκοπούς ακρόασης δεν καλύπτει τη διαδικασία ετοιμασίας καταλόγου εξόδων. Το κονδύλι 12 έπρεπε να είχε εγκριθεί. Κρίνουμε, επομένως, ότι οι αιτητές δικαιούνται στην αμοιβή που προβλέπεται από το κονδύλι 17 του Παραρτήματος Α του περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) Τροποποιητικού (Αρ. 2) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2000. Η ψήφιση του ποσού της αμοιβής επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Επιτετραμμένου της Ψήφισης Εξόδων.Αναφορικά με το κονδύλι 13 - καταχώριση καταλόγου εξόδων - αυτό δεν έχει εγκριθεί γιατί ο Πίνακας του σχετικού Διαδικαστικού Κανονισμού προβλέπει αμοιβή για προσέλευση στον Πρωτοκολλητή για καταχώριση δικογράφων και ο κατάλογος εξόδων δεν περιλαμβάνεται στον όρο «δικόγραφα». Αυτή η θεώρηση των πραγμάτων είναι ορθή.
Πρέπει ωστόσο να παρατηρήσουμε ότι το κονδύλι αυτό έχει εγκριθεί στην Υπόθεση 1193/98 ενώ δεν έχει εγκριθεί στην Υπόθεση 396/99 και στις υπόλοιπες υποθέσεις. Αυτό συνιστά αντίφαση. Παρά ταύτα η αντίφαση δεν δικαιολογεί την έγκριση της αμοιβής εφόσον τέτοιο κονδύλι δεν προβλέπεται από τους Θεσμούς.
Όσον αφορά το κονδύλι 14 - εμφάνιση στον Πρωτοκολλητή για ψήφιση καταλόγου εξόδων - θεωρούμε ότι ισχύουν τα όσα λέχθηκαν σε σχέση με το κονδύλι 12 και τα νομολογηθέντα στην
Price v. Clinton (πιο πάνω). Εφόσον οι δικηγόροι πρέπει να ετοιμάσουν κατάλογο εξόδων σε σχέση με την κάθε μια από τις υποθέσεις δικαιολογείται η έγκριση αμοιβής για την εμφάνιση στην ψήφιση του. Πρόσθετα δεν υπάρχει οτιδήποτε που να υποχρεώνει τους δικήγορους να ετοιμάσουν ταυτόχρονα όλους τους καταλόγους εξόδων για να καταστεί δυνατή η ταυτόχρονη ψήφιση τους σε μια εμφάνιση. Οι αιτητές δικαιούνται επομένως στο σχετικό κονδύλι (βλ. κονδύλι 18 - £19.25 - των πιο πάνω Κανονισμών). Η ψήφιση του ποσού της αμοιβής επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Επιτετραμμένου της Ψήφισης Εξόδων.
(Δ) Αίτημα που σχετίζεται με τον τόκο
.Η επιδίκαση τόκου επί των δικηγορικών εξόδων προβλέπεται από το άρθρο 33(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν 14/60) όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 4(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν 102(Ι)/96).
Το άρθρο 33(2) ομιλεί για τόκο επί των δικηγορικών εξόδων «από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής». Ως εκ τούτου η Πρωτοκολλητής αφού αναφέρθηκε στον ορισμό του όρου «Αγωγή» στο άρθρο 2 του Νόμου 14/60 κατέληξε ως εξής:
«Εν όψει των πιο πάνω διατηρώ τις αμφιβολίες μου αν μπορεί να υπολογισθεί τόκος στα δικηγορικά έξοδα των προσφυγών λαμβάνοντας υπ΄ όψιν και το γεγονός ότι ουδεμία πρόνοια γίνεται στους σχετικούς διαδικαστικούς κανονισμούς (Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου (1962) όπως έχει τροποποιηθεί.»
Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι εγείρεται ερώτημα κατά πόσο η επιδίκαση τόκου επί των δικηγορικών εμπίπτει εντός της αρμοδιότητος ή εξουσίας του Επιτετραμμένου της Ψήφισης Εξόδων. Παρά ταύτα και εφόσον έχει εγερθεί το θέμα θα διατυπώσουμε τις απόψεις μας σε συντομία.
Η επιδίκαση τόκου επί των δικηγορικών είναι δυνατή σε σχέση μόνο με δικαστικές διαδικασίες οι οποίες εμπίπτουν εντός του πιο πάνω ορισμού του όρου «Αγωγή». Λαμβανομένης υπόψη της φύσης της προσφυγής και του τρόπου έναρξης της σχετικής διαδικασίας θεωρούμε ότι η προσφυγή δεν εμπίπτει εντός του σχετικού ορισμού. Η διαδικασία της προσφυγής πηγάζει απευθείας από το Σύνταγμα και δεν διέπεται καθόλου από το Νόμο 14/60. Σχετική επί του προκειμένου είναι και η Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1992) 1 Α.Α.Δ. 379, 381 στην οποία κρίθηκε ότι διαδικασία σύμφωνα με τους περί Οικογενειακού Δικαστηρίου Κανονισμούς του 1990 δεν εμπίπτει στον όρο «αγωγή» όπως ορίζεται στο άρθρο 2 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 και στον περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικό Κανονισμό Δ.1 θ.2.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους οι αιτήσεις επιτυγχάνουν μερικώς με έξοδα. Επιδικάζεται υπέρ των αιτητών το ½ των εξόδων στην αίτηση 1193/98 και το ½ των εξόδων για μια αίτηση μόνο στις Υποθέσεις 374/99, 408/99, 704/99, 706/99, 750/99 και 1395/99.
Π.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.