ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 3 ΑΑΔ 776
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 3091
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΗΛΙΑΔΗ,
ΚΡΑΜΒΗ, ΔΔ
Μεταξύ:
Δήμου Λεμεσού, εκ Λεμεσού
Εφεσείοντα/Καθ΄ου η αίτηση
και
Χριστόδουλου Στυλιανίδη, εκ Λεμεσού
Εφεσίβλητου/Αιτητή
------------------------------
20 Νοεμβρίου 2002
Για τους Εφεσείοντες: κ. Χρ. Μελίδης.
Για τον Εφεσίβλητο: κα Ξ. Ευγενίου για κ. Α.Σ. Αγγελίδη.
------------------------------
Πικής, Π.
: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίουθα δοθεί από το Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.
-------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.
: Το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης Δημοτικού Μηχανικού στο Δήμο Λεμεσού (η θέση) περιλαμβάνει σημείωση, ως ακολούθως:"Η πρώτη πλήρωση της θέσης μετά την έγκριση του σχεδίου υπηρεσίας, θα γίνει με προαγωγή του Δημοτικού Μηχανικού Β΄."
Η θέση κενώθηκε με την αφυπηρέτηση του ως τότε κατόχου της και ο Δήμος Λεμεσού (εφεσείοντες) αναγνωρίζει πως ο εφεσίβλητος, ως ο κάτοχος της θέσης Δημοτικού Μηχανικού Β΄, δικαιούται σε προαγωγή αναλόγως. Και πως, αντιστοίχως, οφείλουν να τον προάξουν στη θέση. Δεν τον προήγαγαν όμως, παρά την πάροδο τεσσάρων περίπου ετών από την ημερομηνία της κένωσης της θέσης (30.8.1996) και το θέμα που απασχόλησε πρωτοδίκως αφορούσε στο κατά πόσο, όπως ήταν η άποψη των εφεσειόντων, ήταν εύλογο να αναμένουν. Οπότε, στο πλαίσιο της εισήγησής τους, δεν είχε ακόμα ανακύψει η προαγωγή του εφεσίβλητου
ως οφειλόμενη ενέργεια. Αυτά, επειδή εκκρεμούσαν κατά του εφεσίβλητου καταγγελίες για διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων ή ακόμα και ποινικών αδικημάτων. Θεωρούσαν πως θα κινούνταν εκτός των πλαισίων της χρηστής διοίκησης αν προχωρούσαν με την προαγωγή για να αποκαλυφθεί ενδεχομένως στο τέλος πως, ανάλογα με την κατάληξη, ο εφεσίβλητος ήταν ακατάλληλος για τη θέση.Ο συνάδελφός μας που εκδίκασε πρωτοδίκως την υπόθεση, δεν συμμερίστηκε αυτή την άποψη. Κήρυξε, επομένως, την παράλειψη ως παράνομη και πως οτιδήποτε παραλείφθηκε θα έπρεπε να είχε διενεργηθεί, με το ακόλουθο σκεπτικό:
"Αφ΄ης στιγμής αναγνωρίζεται από τον καθ΄ου η αίτηση η υποχρέωση προαγωγής του αιτητή με βάση το σχέδιο υπηρεσίας, προς τούτο δε έχει και γνωμάτευση του νομικού του λειτουργού, ο καθ΄ου η αίτηση είχε υποχρέωση προαγωγής του αιτητή. Η εκκρεμότητα καταγγελιών εναντίον του, αφ΄ης στιγμής δεν έχει ο αιτητής τεθεί σε διαθεσιμότητα, δεν μπορεί να λειτουργεί σε βάρος του και να του στερεί το δικαίωμα προαγωγής του γιατί τούτο ισοδυναμεί με
Ούτε και ενώπιόν μας τέθηκε άλλο θέμα. Επισημαίνουμε ιδίως το γεγονός πως δεν είχε απασχολήσει οτιδήποτε σε σχέση προς τη δυνατότητα συμπερίληψης πρόνοιας ως η συζητούμενη σε σχέδιο υπηρεσίας, με επακόλουθο τη γένεση υποχρέωσης προαγωγής, άνευ ετέρου. Οι εφεσείοντες επανήλθαν στα όσα, κατά την άποψή τους, δικαιολογούσαν τη μη προαγωγή και, βεβαίως, θα περιοριστούμε στα εγειρόμενα με τους λόγους έφεσης.
Διατυπώθηκε σειρά λόγων έφεσης οι οποίοι, όμως, κατά το πλείστον περιστρέφονται γύρω από την αντίληψη πως η σοβαρότητα των καταγγελιών που διερευνούνταν, αλλά, εν τέλει, και των ποινικών υποθέσεων που τροχιοδρομήθηκαν, λεπτομέρειες των οποίων παραθέτουν, δικαιολογούσαν την αναμονή ως προληπτικό μέτρο. Όπως προτείνουν, η σύγκρουση μεταξύ του δημόσιου συμφέροντος και του ατομικού του εφεσιβλήτου ευλόγως απέληξε υπέρ του πρώτου, με την αναμονή να προβάλλει ως λύση κάθε άλλο παρά δυσανάλογη. Με ξεχωριστό λόγο έφεσης αποδίδεται σε πλάνη το μέρος της πρωτόδικης απόφασης σύμφωνα με το οποίο δεν είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα ο αιτητής. Το τελευταίο που εγείρεται αφορά στα έξοδα. Υποστηρίζουν οι εφεσείοντες πως αυτά δεν έπρεπε να είχαν επιδικαστεί σε βάρος τους αφού είχαν ισχυρά επιχειρήματα υπέρ της νομιμότητας των ενεργειών τους.
Δεν αμφισβητεί ο εφεσίβλητος πως υπεισερχόταν στην εικόνα ο εύλογος χρόνος ως παράγοντας προσδιοριστικός της γένεσης της υποχρέωσης για προαγωγή του. (βλ συναφώς Δημοτική Επ. Αγ. Δομετίου ν. Χριστοφόρου κ.α. (1994) 3 ΑΑΔ 434). Υποστηρίζει, όμως, την πρωτόδικη απόφαση, τονίζει πως αυτό δεν μπορούσε να σημαίνει δυνατότητα μη εκπλήρωσης της υποχρέωσης στο διηνεκές και, κυρίως, με ενσυνείδητη απόφαση που εμφανώς παραβιάζει το τεκμήριο της αθωότητας και απολήγει σε συγκαλυμμένη τιμωρία χωρίς καταδίκη.
Δεν διαπιστώνουμε λόγο που να δικαιολογεί παρέμβασή μας. Η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή. Ο εφεσίβλητος δεν είχε καταδικαστεί για οτιδήποτε και, βεβαίως, λειτουργούσε υπέρ του, ως αναφαίρετο δικαίωμά του, το τεκμήριο της αθωότητας. (Βλ. συναφώς Κυριακίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 485) Και αν ήταν παραδεκτή κάποια αναβολή ενόψει των εκκρεμούντων θεμάτων, η αναμονή για τόσο διάστημα υπερέβαινε κάθε όριο και σαφώς δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί εύλογη, όσο ελαστικά και αν προσέγγιζε κάποιος το θέμα. Και δεν πρέπει να παραγνωρίζεται πως οι συνέπειες ενδεχόμενης καταδίκης, πειθαρχικής ή ποινικής, επέρχονται ανεξάρτητα από τη θέση στην οποία τότε κατείχε ο λειτουργός. Στα πράγματι σοβαρά θέματα τα οποία, όπως προκύπτει, βρίσκονται υπό διερεύνηση, δεν χρειάζεται να επεκταθούμε. Εκείνο που τελικώς καθορίζει την κατάληξη είναι το ανεπίτρεπτο της συνάρτησης της εκπλήρωσης της κατά νόμο υποχρέωσης προς την κατά χρόνο απροσδιόριστη, ήδη επί πολλά χρόνια εκκρεμότητα των καταγγελιών. Όσα δε αναφέρθηκαν σε σχέση με τη διαθεσιμότητα, χωρίς και να προκύπτει αυτό το θέμα ως καθοριστικής σημασίας, στερούνται και πραγματικού ερείσματος. Κατά τα στοιχεία που επικαλούνται οι ίδιοι οι εφεσείοντες, ο εφεσίβλητος τέθηκε σε διαθεσιμότητα μόλις την 1.7.1999, χρόνια δηλαδή μετά την κένωση της θέσης, και αφού ήδη ο εφεσίβλητος είχε ασκήσει την προσφυγή του. Οπότε ασκούσε τα καθήκοντα της θέσης που κατείχε για όλο αυτό το χρονικό διάστημα, εκκρεμουσών βεβαίως των καταγγελιών και των ερευνών, χωρίς όμως και να προάγεται.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα. Σημειώνουμε πως δεν διακρίνουμε λόγο για τον οποίο να πάσχει η καταδίκη των εφεσειόντων σε έξοδα και στην πρωτόδικη διαδικασία.
Π.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΚΧ"Π
C:\My Documents\2002\PART3\3091.DOC