ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 3 ΑΑΔ 557
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Συνεκδικαζόμενες Aναθεωρητικές Εφέσεις αρ. 2968, 3021, 3140, 3153, 3179, 3259.
Σύνθεση Δικαστηρίου: ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ,
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΔΔ.
Αναθεωρητική Έφεση αρ. 2968.
Μεταξύ
:
Ιάκωβου Καϊσερλίδη, από τη Λάρνακα,
Εφεσείοντος-Αιτητή,
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Υπουργού Οικονομικών,
Εφεσιβλήτων-Καθ΄ ων η αίτηση.
- - -
Αναθεωρητική Έφεση αρ. 3021.
Μεταξύ:
Ευγενίας Παπαπέτρου,
Εφεσείουσας-Αιτήτρι ας,
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Υπουργού Οικονομικών,
Εφεσιβλήτων-Καθ΄ ων η αίτηση.
- - -
Αναθεωρητική Έφεση αρ. 3140.
Μεταξύ
:Αγαθάγγελου Θεμιστοκλέους,
Εφεσείοντος-Αιτητή,
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Υπουργού Οικονομικών,
Εφεσιβλήτων-Καθ΄ ων η αίτηση.
- - -
Αναθεωρητική Έφεση αρ. 3153.
Μεταξύ:
Νίκου Νικολεττή, από τη Λάρνακα,
Εφεσείοντος-Αιτητή,
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Υπουργού Οικονομικών,
Εφεσιβλήτων-Καθ΄ ων η αίτηση.
- - -
Μεταξύ
:Αναθεωρητική Έφεση αρ. 3179.
Μυροφόρας Αγιομαμίτη,
Εφεσείουσας-Αιτήτρι ας,
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Υπουργού Οικονομικών,
Εφεσιβλήτων-Καθ΄ ων η αίτηση.
- - -
Αναθεωρητική Έφεση αρ. 3259.
Μεταξύ
:Μάριου Σταυρίδη, από τη Λάρνακα,
Εφεσείοντος-Αιτητή,
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Υπουργού Οικονομικών,
Εφεσιβλήτων-Καθ΄ ων η αίτηση.
- - -
Ημερομηνία
: 27 Σεπτεμβρίου, 2002.Για τους εφεσείοντες: Αντώνης Ανδρέου.
Για τους εφεσίβλητους: Μ. Φλωρέντζος, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας
με Ελ. Λεωνίδου, Δικηγόρο της Δημοκρατίας,
εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
- - -
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο
Γ. Μ. Πικής, Π.
- - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Π.
: Οι έξι αναθεωρητικές εφέσεις τις οποίες επιλαμβανόμεθα συνεκδικάστηκαν μετά από απόφαση μας ότι το μέτρο δικαιολογείται από τη συνάφεια των νομικών θεμάτων τα οποία εγείρονται και συνάμα την ομοιότητα των γεγονότων τα οποία στοιχειοθετούν τα επίδικα θέματα.Οι εφεσείοντες, στις τέσσερις από τις έξι εφέσεις, και οι αποβιώσαντες σύζυγοι των εφεσειουσών της κας Ευγενίας Παπαπέτρου στην Α.Ε.3021, και της κας Μυροφόρας Αγιoμαμίτη στην Α.Ε.3179, ήταν αξιωματικοί του στρατού της Δημοκρατίας. (Θα αναφερόμεθα και στους έξι αξιωματικούς ως οι εφεσείοντες.) Απολύθηκαν με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 31.1.1980 για λόγους δημοσίου συμφέροντος αναγόμενους στη δραστηριότητά τους στο πραξικόπημα του Ιουλίου 1974, το οποίο απέβλεψε στη βίαιη κατάλυση της συνταγματικής δημοκρατικής τάξης. Για το έκνομο των αποφάσεων της πραξικοπηματικής κυβέρνησης που ακολούθησε, διαφωτιστικές είναι οι αποφάσεις Anastassiou v. Demetriou and Another (1980)1 C.L.R. 573. Grigoropoullos v. Republic (1984)3 C.L.R. 449. Chrysanthou and Others v. Republic (1986)3 C.L.R. 1128. Republic v. Anastassiades (1988)3 C.L.R. 633.
Οι εφεσείοντες ήταν μεταξύ 62 ατόμων που υπηρετούσαν, σε διάφορες υπηρεσίες της Δημοκρατίας, οι οποίοι απολύθηκαν για τον ίδιο λόγο. Η απόφαση λήφθηκε βάσει των προνοιών του περί Αναστολής της Διαδικασίας της Προνοουμένης υπό των περί Ωρισμένων Πειθαρχικών Παραπτωμάτων (Διεξαγωγή Ερεύνης και Εκδίκασις) Νόμων του 1977 έως 1978, Νόμος του 1978 (Ν.57/78) - ο Νόμος. Στη
Christodoulides and Others v. Republic (1984)3 C.L.R. 1297, σε προσφυγές απολυθέντων εξετάστηκε η εγκυρότητα της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου της 31.1.1980. Η απόφαση κρίθηκε σύννομη και επικυρώθηκε.Είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο περί Στρατού της Δημοκρατίας (Σύνθεσις, Κατάταξις και Πειθαρχία) Νόμος του 1961 (Ν.8/61) όπως τροποποιήθηκε), ο οποίος ίσχυε κατά το χρόνο της απόλυσης των εφεσειόντων δεν παρείχε οποιοδήποτε συνταξιοδοτικό δικαίωμα σ΄ αυτούς. Δικαίωμα για την παροχή υπό όρους σύνταξης, σε απολυόμενους από το στράτευμα, παρασχέθηκε το πρώτο με το Ν.80/81
, νόμο τροποποιητικό του περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμου με την ένθεση της ακόλουθης επιφύλαξης στο άρθρο 6 του Νόμου:"Νοείται ότι το Υπουργικόν Συμβούλιον, δύναται, εάν κρίνη τούτο σκόπιμον, να χορηγήση εις το απολυθέν δυνάμει του παρόντος άρθρου μέλος του Στρατού τοιαύτην σύνταξιν, χορήγηση ή φιλοδώρημα ως ήθελε θεωρήσει δίκαιον και υπό τους όρους οι οποίοι εφαρμόζονται εις την περίπτωση τερματισμού υπηρεσιών δημοσίων υπαλλήλων δια λόγους δημοσίου συμφέροντος συμφώνως του περί Συντάξεων Νόμου.»
Με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου της 22.4.1993, ανακλήθηκε η προηγούμενη απόφαση του Σώματος της 31.1.1980. Η ανάκληση, όπως ρητά αναφέρεται στην απόφαση, έγινε με ισχύ από την ημερομηνία που λήφθηκε. Στην απόφαση δόθηκε μελλοντική, όχι αναδρομική ισχύς. Ακολούθησε η θέσπιση από τη Βουλή τριών νομοθετημάτων τα οποία καθόρισαν ότι οι απολυθέντες βάσει του νόμου και οι επανερχόμενοι στην υπηρεσία ως αποτέλεσμα της απόφασης της 22.4.1993, δεν θα αποκτούσαν κανένα συνταξιοδοτικό ή άλλο δικαίωμα για την περίοδο που ήταν εκτός υπηρεσίας. Τα νομοθετήματα ήταν ο περί Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 1993, ο περί Συντάξεων Καθηγητών (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 1993 και ο περί Συντάξεων (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 1993. Η συνταγματικότητα των νομοθετημάτων αυτών εξετάστηκε σε Αναφορές του Προέδρου της Δημοκρατίας όπως και εκείνη τέταρτου νομοθετήματος τροποποιητικού του προϋπολογισμού σκοπούντος στη διαγραφή πιστώσεων για την παροχή συντάξεων στους απολυθέντες βάσει του νόμου. (Ο περί Προϋπολογισμού Νόμος του 1994.)
Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε και τους τέσσερις νόμους συνταγματικούς υποδεικνύοντας ότι ο καθορισμός των συνταξιοδοτικών και άλλων ωφελημάτων υπαλλήλων του δημοσίου αποτελεί αρμοδιότητα της νομοθετικής λειτουργίας. - Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 3) (1994)3 Α.Α.Δ. 93.
Μετά την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου εκδόθηκαν οι τέσσερις νόμοι. Ο περί Συντάξεων (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 1993 πήρε τον αριθμό 17(1)/94. Θεώρηση του νόμου αυτού στο σωστό πλαίσιο επιβάλλει αναφορά στον περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμο του 1990 (Ν.33/90), ο οποίος κατάργησε και αντικατέστησε τη μέχρι τότε ισχύουσα περί Στρατού της Δημοκρατίας νομοθεσία. Στο κρίσιμο σημείο η νέα νομοθεσία κατέστησε εφαρμοστέες και σε μέλη του στρατού της Δημοκρατίας τις διατάξεις του περί Συντάξεων Νόμου, Κεφ. 311, εκτός εάν υπήρχε αντίθετη πρόνοια στους Κανονισμούς. Το ’ρθρο 7 του Κεφ. 311 παρείχε εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο να παράσχει σε υπαλλήλους του δημοσίου των οποίων οι υπηρεσίες τερματίζονταν, συνταξιοδοτικά δικαιώματα, άλλως μή προβλεπόμενα από το νόμο, εφόσον ήθελε κρίνει τούτο πρέπον.
Με το Ν.17(1)/94, αποκλείστηκε η παροχή οποιουδήποτε συνταξιοδοτικού δικαιώματος ή άλλου ωφελήματος σε επαναπροσλαμβανόμενους απολυθέντες βάσει του νόμου για την περίοδο που ήταν εκτός υπηρεσίας. Αποκλείστηκε έτσι η δυνατότητα παροχής από το Υπουργικό Συμβούλιο στους εφεσείοντες και στους άλλους απολυθέντες οποιουδήποτε συνταξιοδοτικού δικαιώματος βάσει των προνοιών του ’ρθρου 7 του Κεφ. 311.
Ο περί Συντάξεων Νόμος του 1997 (Ν.97(1)/97) κατάργησε την προϋπάρχουσα περί Συντάξεων Νομοθεσία και την αντικατέστησε με νέο νόμο ο οποίος ρητά προβλέπει ότι :
(α) Περίοδος κατά την οποία υπάλληλος δεν βρισκόταν στην κρατική υπηρεσία δεν λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό της θεμελιωτικής ή συντάξιμης υπηρεσίας (άρθρο 13(2)), και
(β) Επαναπρόσληψη των απολυθέντων βάσει του νόμου στις τάξεις της κρατικής υπηρεσίας δεν τους παρέχει κανένα συνταξιοδοτικό ή άλλο ωφέλημα για την περίοδο που ήταν εκτός της υπηρεσίας - (άρθρο 14(η)
).Κατ' εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας, δεν αποδόθηκε κανένα συνταξιοδοτικό ή άλλο δικαίωμα στους εφεσείοντες για τη χρονική περίοδο μεταξύ 30 Ιανουαρίου, 1980, και 22 Απριλίου, 1993.
Κοινό παράπονο των εφεσειόντων αποτέλεσε η μή απόδοση σ΄ αυτούς συνταξιοδοτικών ή άλλων ωφελημάτων για την περίοδο που ήταν εκτός υπηρεσίας. ’ξονα των διεκδικήσεων τους στις προσφυγές, που άσκησαν, αποτέλεσε η εισήγηση ότι οι αποφάσεις της αρμόδιας αρχής επί του προκειμένου ήταν νομικά πεπλανημένες. Προς διευκρίνιση των γεγονότων που αποτέλεσαν το βάθρο για τις διεκδικήσεις των εφεσειόντων πρέπει να αναφέρουμε ότι:
(α) Δύο από τους εφεσείοντες απεβίωσαν πριν την απόφαση της 22.4.1993
. συγκεκριμένα το 1988. Αυτοί είναι οι εφεσείοντες στις Αναθεωρητικές Εφέσεις 3021 και 3179.(β) Τρεις από αυτούς, οι εφεσείοντες στις Αναθεωρητικές Εφέσεις αρ. 2968, 3153 και 3259, είχαν συμπληρώσει το όριο αφυπηρετήσεως πριν την 22.4.1993, καθιστώντας αδύνατη την επαναπρόσληψή τους στο στρατό.
(γ) Ο έκτος, ο εφεσείων στη Α.Ε. 3140, θα διένυε την προαφυπηρετική του άδεια την περίοδο που ακολούθησε την 22.4.1993, οπόταν δεν επανήλθε στην ενεργό υπηρεσία. Συμπλήρωσε το όριο αφυπηρέτησής του στις 20.12.1993. Στη δική του περίπτωση ισχύουν, όπως υποστήριξε πρωτοδίκως, και πρόσθετα επιχειρήματα για συνυπολογισμό της περιόδου που ήταν εκτός υπηρεσίας, στα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα.
Οι έξι προσφυγές των εφεσειόντων εκδικάστηκαν από αντίστοιχο αριθμό Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η πρώτη απόφαση εκδόθηκε από τον Αρτεμίδη, Δ., στην προσφυγή αρ. 1180/98, αντικείμενο της Α.Ε.2968. Κρίθηκε ότι το ’ρθρο 14(η) του Ν.97(1)/97 που απέκλειε την παροχή συναταξιοδοτικού ή άλλου δικαιώματος σε επαναπροσλαμβανόμενους απολυθέντες απέκλειε, για τους ίδιους λόγους, την παροχή όμοιων δικαιωμάτων και σε όσους δεν ήταν δυνατή η επανένταξη τους στην υπηρεσία.
Η δεύτερη απόφαση δόθηκε από το ΧατζηΧαμπή, Δ., στην προσφυγή αρ. 1178/98 αντικείμενο της Α.Ε.3021. Κατέληξε στο ίδιο αποτέλεσμα όπως και ο Αρτεμίδης Δ., αλλά για διαφορετικούς λόγους. Σύμφωνα με την απόφασή του η εφαρμογή του άρθρου 14(η) περιορίζεται σε όσους από τους απολυθέντες επαναπροσλήφθηκαν. Η παροχή όμως οποιουδήποτε συνταξιοδοτικού ή άλλου ευεργετήματος σε οποιοδήποτε από αυτούς για την περίοδο που ήταν εκτός υπηρεσίας, αποκλειόταν από άλλη διάταξη του Ν.97(1)/97, εκείνη που προβλέπεται από το άρθρο 13(2).
Η τρίτη απόφαση εκδόθηκε από τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην προσφυγή αρ. 1182/98, αντικείμενο της Α.Ε.3140. Συνάγεται από την απόφαση αυτή ότι και οι δύο πρόνοιες του Ν.97(1)/97 (άρθρα 13(2) και 14(η)), κατέτειναν στο ίδιο αποτέλεσμα, αποκλείουσες την παροχή συνταξιοδοτικών ή άλλων δικαιωμάτων στους απολυθέντες για την περίοδο που ήταν εκτός υπηρεσίας. Η συγκεκριμένη προσφυγή αφορούσε τον εφεσείοντα που δεν είχε φθάσει το όριο αφυπηρέτησης την 22.4.1993. Σε σχέση με την ιδιαίτερη αυτή πτυχή της υπόθεσης ο Κωνσταντινίδης Δ., παρέπεμψε στην προηγούμενη απόφαση του στη Δώρος Πιερίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας
προσφυγή αρ. 171/94 - 27.9.1996, όπου κρίθηκε ότι πρόσδοση μελλοντικού χαρακτήρα στην απόφαση της 22.4.1993, απέκλειε την παροχή οποιουδήποτε δικαιώματος, περιλαμβανομένων και πιθανολογούμενων προσαυξήσεων για την περίοδο που ήταν εκτός υπηρεσίας.Η τέταρτη απόφαση εκδόθηκε από το Νικολαϊδη Δ., προσφυγή αρ. 1183/98, αντικείμενο της Α.Ε.3153. Το Δικαστήριο υιοθέτησε το σκεπτικό της απόφασης του Αρτεμίδη, Δ., στην Αίτηση αρ. 1180/98 και για τους ίδιους λόγους απέρριψε την προσφυγή.
Η πέμπτη απόφαση εκδόθηκε από τον Αρτέμη, Δ., στην προσφυγή αρ. 1181/98, αντικείμενο της Α.Ε.3179. Στο σκεπτικό της απόφασης υιοθετείται η προσέγγιση του ΧατζηΧαμπή Δ., στην προρρηθείσα απόφασή του.
Η έκτη απόφαση δόθηκε από το Νικήτα, Δ., προσφυγή αρ. 1179/98, αντικείμενο της Α.Ε. 3259. Έκρινε κατ΄ αρχή ότι η προσφυγή ήταν απαράδεκτη λόγω αποδοχής της προσβαλλόμενης απόφασης από τους δικαιούχους, συνεπαγόμενη την απεμπόληση του συμφέροντος να την προσβάλουν. Τα γεγονότα που στοιχειοθετούν την αποδοχή της απόφασης εξηγούνται στην απόφαση του Δικαστηρίου. Οι δικαιούχοι ήταν ενήμεροι της απόφασης την οποία αποδέχτηκαν χωρίς επιφύλαξη καρπούμενοι τα ωφελήματά της. Από τα γεγονότα προκύπτει γνώση και αποδοχή. Ο ισχυρισμός ο οποίος προβάλλεται στην έφεση ότι δεν είχαν πλήρη γνώση των πραγματικών περιστατικών και δεδομένων της υπόθεσης, παραμένει ατεκμηρίωτος. Προκύπτει από τα γεγονότα ότι η απόφαση έγινε δεκτή χωρίς επιφύλαξη, γεγονός που επισφραγίζει την έκβαση της έφεσης. Η τύχη της έφεσης δεν θα ήταν διαφορετική και στην περίπτωση που δεν παρεμβαλλόταν αυτό το κώλυμα για τους λόγους που εξηγούνται στη συνέχεια της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο εξέτασε και την ουσία του τιθέμενου με την προσφυγή θέματος, για να καταλήξει ότι η προσφυγή ήταν ανεδαφική. Διαφαίνεται από την απόφασή του, ότι τόσο το άρθρο 14(η) όσο και το άρθρο 13(2) του Ν.97(1)/97, παρείχαν νομικό έρεισμα για την επικύρωση της επίδικης διοικητικής απόφασης και την απόρριψη της προσφυγής.
Οι λόγοι για τους οποίους οι εφεσείοντες επιδιώκουν την ανατροπή των πρωτόδικων αποφάσεων είναι ταυτόσημοι. Ο πρώτος από αυτούς απολήγει στη θέση ότι τα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα έπρεπε να κριθούν βάσει των προνοιών του (΄Αρθρο 18(1) του Ν.33/90) και παρεπόμενα εκείνων του ’ρθρου 7 του περί Συντάξεων Νόμου, Κεφ. 311. Είναι η εισήγησή τους ότι ο νόμος εκείνος τους παρείχε συνταξιοδοτικά δικαιώματα για την περίοδο που ήταν εκτός υπηρεσίας. Σφάλλουν. Το ’ρθρο 7 του Κεφ. 311 δεν παρείχε συνταξιοδοτικά δικαιώματα σε απολυόμενους από τη δημόσια υπηρεσία. Ό,τι παρείχε ήταν εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο να παράσχει εφόσον το έκρινε πρέπον, σύνταξη σε άτομα των οποίων ετερματίζοντο οι υπηρεσίες. Δικαίωμα για την απόκτηση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων μπορούσε να ανακύψει μόνο από απόφαση ληφθείσα προς τούτο από το Υπουργικό Συμβούλιο. Τέτοια απόφαση ουδέποτε λήφθηκε και, ως εκ τούτου, κανένα συνταξιοδοτικό δικαίωμα δεν προέκυψε. Αβάσιμος κρίνεται ο πρώτος λόγος έφεσης.
’λλος λόγος έφεσης αφορά τη μη πρόσδοση αναδρομικής ισχύος στην ανακλητική απόφαση της 22.4.1993. Η παράλειψη θεωρείται άδικη και καλείται το Δικαστήριο να τη θεραπεύσει. Παραγνωρίζεται ότι είναι με την απόφαση της 22.4.1993 που προέκυψε δικαίωμα για την απόκτηση οποιουδήποτε συνταξιοδοτικού δικαιώματος από τους εφεσείοντες, αίροντας, από την 22.4.1993, το στοιχείο της απόλυσης, διανοίγοντας τοιουτοτρόπως το πεδίο για την κτήση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων από τους εφεσείοντες για την υπηρεσία που συμπλήρωσαν πριν την 31 Ιανουαρίου, 1980, και την υπηρεσία την οποία θα προσέφεραν, εάν επαναπροσλαμβάνονταν μετά την 22 Απριλίου, 1993.
Η πρόσδοση μελλοντικής ισχύος στην απόφαση της 22.4.1993 ήταν η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, του οργάνου στο οποίο παρέχεται εξουσία για την ανάκληση προηγούμενων αποφάσεών του και για τον καθορισμό των όρων κάτω από τους οποίους συντελείται η ανάκληση. Η ανάκληση είναι δεδομένη και σ΄ αυτή βασίστηκαν οι διεκδικήσεις των εφεσειόντων για την παροχή σ΄ αυτούς σύνταξης. Ποία ήταν τα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα το καθορίζει ο νομοθέτης στην αποκλειστική εξουσία του οποίου ανάγεται ο καθορισμός και η ρύθμιση του θέματος όπως αποφασίστηκε στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 3) (1994)3 Α.Α.Δ.93. Ό,τι αποτελεί αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας είναι η εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά τις συντάξεις.
Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι η Διοίκηση λειτούργησε κάτω από πλάνη καθορίζοντας τα συνταξιοδοτικά δικαιώματά τους βάσει του Ν.97(1)/97. Είμαστε της γνώμης ότι ως θέμα ερμηνείας, τόσο το άρθρο 14(η) όσο και το άρθρο 13(2) απέκλειαν την κτήση οποιουδήποτε συνταξιοδοτικού ή άλλου ωφελήματος για όσο χρόνο οι εφεσείοντες τελούσαν εκτός υπηρεσίας. Το άρθρο 13(2), ρητά προβλέπει ότι στον προσδιορισμό της σύνταξης δικαιούχου, εκτός αν γίνεται άλλη πρόνοια στο νόμο, αγνοείται οποιαδήποτε περίοδος ο υπάλληλος δεν βρισκόταν στην υπηρεσία. Αποκλείει το άρθρο αυτό τον υπολογισμό της περιόδου που οι εφεσείοντες ήταν εκτός υπηρεσίας στον καθορισμό των συνταξιοδοτικών τους δικαιωμάτων. Το άρθρο 14(η) συνιστά νομοθετική διάταξη η οποία καλύπτει την περίπτωση των απολυθέντων βάσει του νόμου. Αναπαράγει τις διατάξεις του άρθρο 7Δ - τέθηκε με το Ν.17(1)/94 του καταργηθέντος με το Ν.97(1)/97 του περί Συντάξεων Νόμου. Ρητά προβλέπει ότι η περίοδος που οι απολυθέντες τελούσαν εκτός υπηρεσίας δεν θα τους απέφερε οποιοδήποτε ωφέλημα συνταξιοδοτικό ή άλλο. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στους επαναπροσλαμβανόμενους. Εξυπακούεται ότι περιλαμβάνει και τους απολυθέντες των οποίων η επαναπρόσληψη δεν ήταν εκ του νόμου δυνατή. Θα ήταν παράδοξο για το νομοθέτη να περιορίσει τη ρύθμιση στους επαναπροσλαμβανόμενους εφόσον σαφής πρόθεσή του ήταν να θεωρήσει την περίοδο που μεσολάβησε μεταξύ 31.1.1980 και 22.4.1993, ως νεκρά περίοδο αποκλείουσα την κτήση συνταξιοδοτικού ή άλλου δικαιώματος. Εάν η περίοδος εκείνη δεν θα ήταν καρποφόρος για τους επανερχόμενους στην υπηρεσία, κατά μείζονα λόγο δεν θα μπορούσε να έχει αντίθετο αποτέλεσμα για όλους εκείνους που δεν επαναπροσλήφθηκαν.
Τοιουτοτρόπως τόσο το άρθρο 14(η) όσο και το άρθρο 13(2) του Ν.97(1)/97 απέκλειαν την παροχή οποιουδήποτε συνταξιοδοτικού δικαιώματος ή άλλου ωφελήματος στους εφεσείοντες για την περίοδο που ήταν εκτός υπηρεσίας.
Κατάληξή μας είναι ότι αφότου οι εφεσείοντες απέκτησαν δικαίωμα για την εξασφάλιση σύνταξης που κτήθηκε με την άρση της απόλυσής τους βάσει της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου της 22.4.1993, κανένας νόμος δεν παρείχε συνταξιοδοτικά ή άλλα ωφελήματα σ' αυτούς για την περίοδο που ήταν εκτός υπηρεσίας. Αντίθετα, ο νόμος προέβλεψε ότι, κατά την περίοδο που απομακρύνθηκαν από την υπηρεσία, δεν εδικαιούντο κανενός συνταξιοδοτικού δικαιώματος.
Οι εφέσεις απορρίπτονται, η κάθε μια από αυτές, με έξοδα. νοείται ότι για κοινές εμφανίσεις, μετά την απόφαση για τη συνεκδίκασή τους, θα υπολογιστεί μόνο ένα κονδύλι εξόδων.
Πικής, Π.
Καλλής, Δ.
Κρονίδης, Δ.
Κραμβής, Δ.
Γαβριηλίδη ς, Δ.
/ΑυΦ.