ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 3 ΑΑΔ 314
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 1970
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΠΙΚΗ, Π., ΑΡΤΕΜΗ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ,ΚΡΟΝΙΔΗ,Δ.Δ.
1. Ούλα Μίκη Ζεμπύλα, διαχειρίστρια της
περιουσίας του αποβιώσαντος Μίκη Ζεμπύλα,
ή Μίκη Νικολάου Ζεμπύλα ή Μιχαήλ Ν. Ζεμπύλα
προς όφελος και λογαριασμό της περιουσίας του
αποβιώσαντος, εκ Λευκωσίας.
2. ΄Αλκης Ιωαννίδης, εκ Λευκωσίας
3. Μάνος Μ. Ζεμπύλας, εκ Λευκωσίας
Εφεσείοντες
- ν. -
1. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου,
εκ Λευκωσίας,
2. Ιάκωβου Φιλίππου, εκ Λευκωσίας
3. Ανδρέα Φιλίππου, εκ Λευκωσίας
Εφεσιβλήτων
_______
28 Μαΐου, 1999
Για τους εφεσείοντες : κ. Χρ. Κληρίδης.
Για τους εφεσίβλητους 1 : κα Ι. Λοϊζίδου για κ. Λ. Δημητριάδη.
Για τους εφεσίβλητους 2 και 3 : κ. Κ. Μιχαηλίδης.
_______
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Διαφωνώ με την κατάληξη της πλειοψηφίας στην παρούσα υπόθεση. Θεωρώ ότι οι εφεσείοντες-αιτητές έχουν έννομο συμφέρον να προσφύγουν εναντίον της απόφασης του Συμβουλίου Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών, για τους λόγους που θα προσπαθήσω να εξηγήσω στη συνέχεια.
Κάθε αιτητής πρέπει να αποδείξει ότι έχει υποστεί βλάβη από την προσβαλλόμενη πράξη υπό ορισμένη ιδιότητα που αναγνωρίζεται από τους κανόνες δικαίου. Θα πρέπει δηλαδή να αποδείξει την ύπαρξη μιας ειδικής έννομης σχέσης μεταξύ του και της προσβαλλόμενης πράξης.
Αίτηση ακυρώσεως μπορούν να ασκήσουν μόνο εκείνοι που προσβαλλόμενη πράξη τους αφορά ή εκείνοι που μπορούν εύλογα να ισχυριστούν, να πιθανολογήσουν, ότι η πράξη θίγει έννομο τους συμφέρον. ΄Ετσι για να είναι παραδεκτή αίτηση ακύρωσης δεν αρκεί ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη πράξη θίγει το γενικό δημόσιο συμφέρον, αλλά πρέπει να προβληθεί ο εύλογος ισχυρισμός ότι η πράξη θίγει το συμφέρον του αιτητή (Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 1994, Δεύτερη ΄Εκδοση, σελ. 396 και 397).
Η προσφυγή ασκείται από οποιονδήποτε του οποίου προσβλήθηκε με την πράξη συμφέρον που έχει είτε ως άτομο, είτε ως μέλος κοινότητας (Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 358/96, ημερ. 16.9.1998
).Το έννομο συμφέρον αφορά κάθε νομική ή πραγματική κατάσταση που αναγνωρίζεται από το δίκαιο, από την οποία ο αιτητής βάσει ενός ειδικού δεσμού αντλεί ωφέλεια που θίγεται από την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη, δηλαδή που μεταβλήθηκε ή δεν ρυθμίστηκε, με συνέπεια την πρόκληση σ΄ αυτόν υλικής ή ηθικής βλάβης (Αριστοδήμου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 184/92, ημερ. 15.7.1992 και Σεργίδου ν. Δήμου Λευκωσίας κ.α., Α.Ε. 1738, ημερ. 27.2.1998
, Γεωργίου κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α., Α.Ε. 2166, ημερ. 28.2.1997 και Θ. Τσάτσος, Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, 3η ΄Εκδοση, σελ. 32,33).Η έννοια του ηθικού εννόμου συμφέροντος έχει κατά καιρούς ερμηνευθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας με ιδιαίτερη ευρύτητα. Για παράδειγμα η ιδιότητα του ενορίτη ναού που ανήκει στη Μητρόπολη της οποίας απομακρύνθηκε ο Μητροπολίτης, θεωρήθηκε ότι θεμελιώνει έννομο συμφέρον (ΣτΕ 4113/83 (Ολ.)).
Από το Συμβούλιο Επικρατείας έγινε επίσης δεκτό ότι ανώτερος υπάλληλος έχει ηθικό συμφέρον, όπως ευνομία και τάξη διέπει το συγκροτούν τον κλάδο στον οποίο ανήκει προσωπικό, ιδιαίτερα δε όπως οι ανώτερες θέσεις κατέχονται νόμιμα (ΣτΕ 357/49, 195/
53).Κρίθηκε ότι μέλος φαρμακευτικού συλλόγου κέκτειται προσωπικό έννομο συμφέρον προς προσβολή πράξης που αφορούσε στη νόμιμη σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου (ΣτΕ 1963/54) ή γιατρός ή δικηγόρος προς προσβολή εκλογής του διοικητικού συμβουλίου του συλλόγου στον οποίο ανήκε (ΣτΕ 995/40
).Η ύπαρξη συμφέροντος είναι καθαρά υποθετική και δεν ταυτίζεται προς την ύπαρξη πραγματικής, θετικής ή αποθετικής, υλικής ή ηθικής ζημιάς. Αρκεί ότι θα απεφεύγετο η ζημιά ή θα υπήρχε ωφέλεια αν η διοίκηση δεν προέβαινε στην προσβαλλόμενη πράξη ή δεν παρέλειπε τη συγκεκριμένη ενέργεια (Τσάτσος, ανωτέρω, σελ. 39
).Ο καθηγητής Δαγτόγλου
, στο Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, ανωτέρω, αναφέρει στη σελ. 398:" ΄Εννομο είναι το συμφέρον που όχι μόνο δεν αντίκειται στο δίκαιο, αλλά και αναγνωρίζεται από αυτό ως άξιο έννομης προστασίας, το συμφέρον δηλαδή που δεν είναι μία απλή προσδοκία οικονομικών ωφελημάτων ένα απλό ενδιαφέρον για πολιτικά, κοινωνικά ή θρησκευτικά θέματα. ΄Εννομο συμφέρον είναι βέβαια πάντοτε το δικαίωμα που παρέχει ο νόμος, ή η σύμβαση. Είναι επίσης το αντανακλαστικό δικαίωμα (Reflexrecht) ή ορθότερα, η αντανάκλαση δικαιώματος (Rechtsreflex), η ευμενής δηλαδή επιρροή κανόνων του αντικειμενικού δικαίου, που προβλέπουν υποχρεώσεις της διοικήσεως, στην υποκειμενική κατάσταση του ιδιώτη. Έτσι, ο ιδιώτης έχει έννομο συμφέρον στην τήρηση κανόνων δικαίου π.χ. περί προστασίας του περιβάλλοντος ή πολεοδομίας, οι οποίοι επιβάλλουν υποχρεώσεις στην διοίκηση, χωρίς να του παρέχουν (υποκειμενικά) δικαιώματα, αλλά των οποίων η τήρηση δημιουργεί ή διασφαλίζει μια ευμενή γι΄ αυτόν κατάσταση."
Το συμφέρον δεν απαιτείται κατ΄ ανάγκην να ανήκει μόνο στον προσφεύγοντα. Αρκεί το προβαλλόμενο συμφέρον να είναι κοινό σε ορισμένο κύκλο προσώπων σαν τον προσφεύγοντα, που συνδέονται μεταξύ τους με στενούς δεσμούς, όπως για παράδειγμα πρόσωπα που κατοικούν στον ίδιο δήμο, ανήκουν σε συγκεκριμένο σωματείο ή εταιρεία, ασκούν ένα επάγγελμα κ.λ.π (Δαγτόγλου, σελ.401
).Ο μέτοχος εταιρείας ή μέλος σωματείου μπορεί να προσβάλει πράξεις που αφορούν την εταιρεία ή το σωματείο, γιατί αναγνωρίζεται ως επαρκές προς νομιμοποίηση των αιτούντων το συμφέρον που αφορά όχι προσωπικά αυτούς, αλλά ευρύ σχετικώς κύκλο προσώπων (Μιχ. Στασινόπουλος, Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών, Τέταρτη ΄Εκδοση, σελ. 199
).Για τις πράξεις που απευθύνονται σε πρόσωπο άλλο από τον αιτούντα, απαιτείται ειδική πιθανολόγηση του εννόμου συμφέροντος. Σε μια τέτοια περίπτωση ο αιτητής θα πρέπει να ισχυριστεί εύλογα ότι θίγονται δικά του συμφέροντα. Πράξεις που είναι ευμενείς για τον αποδέκτη της, μπορεί να έχουν δυσμενή αποτελέσματα για τρίτους, τα συμφέροντα των οποίων βρίσκονται αντικειμενικά σε άμεση αντίθεση με τα συμφέροντα του αποδέκτη της ευμενούς πράξης. Τις πράξεις αυτές έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλλουν οι τρίτοι με την αιτιολογία της αντικειμενικής παρανομίας (Δαγτόγλου, ανωτέρω, σελ. 409).
Στην παρούσα υπόθεση οι εφεσείοντες είναι τα πρόσωπα που υπέβαλαν την καταγγελία στο Συμβούλιο. Τουλάχιστον δύο από αυτούς είναι αρχιτέκτονες, ενώ η αιτήτρια 1 η διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντος αρχιτέκτονα στον οποίο είχε ανατεθεί η εκπόνηση των σχεδίων του έργου που αποτέλεσε την αιτία της καταγγελίας. Η συνάφεια των αιτητών με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν πρέπει να εξεταστεί στενά και σε σχέση μόνο με την πιθανή οικονομική ζημιά που προκύπτει ή δεν προκύπτει από την αθωωτική απόφαση του Συμβουλίου.
Αν δεχτούμε ότι για αμφισβήτηση της νομιμότητας της απόφασης του Συμβουλίου απαιτείται η απόδειξη ουσιαστικά μόνο οικονομικής ζημιάς του καταγγέλλοντος, τότε η απόφαση παραμένει πλήρως εκτός δικαστικού ελέγχου και καταλήγουμε σε πιθανή αυθαιρεσία του οργάνου.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι σύμφωνα με τον Καν. 12 (Ι) (α) η πειθαρχική εξουσία του Συμβουλίου είναι είτε αυτεπάγγελτη, είτε ένεκα καταγγελίας, ενώ η απόφαση του πρέπει να είναι αιτιολογημένη (Καν. 15 (γ)).
Η απόφαση πειθαρχικού συμβουλίου ασφαλώς και αφορά τους καταγγέλλοντες, ιδιαίτερα όταν αυτοί είναι και μέλη του ιδίου επαγγελματικού σώματος. Εξ άλλου, σύμφωνα με τον Καν. 4 (I) (α) των περί Δεοντολογίας των Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Κανονισμών του 1978, Κ.Δ.Π. 115/78, οι τεχνικοί οφείλουν πάντοτε να τηρούν και περιφρουρούν την τιμή και την αξιοπρέπεια του επαγγέλματος.
Νομίζω ότι κάτω από τις περιστάσεις αποδεικνύεται μεταξύ των εφεσειόντων και της προσβαλλόμενης πράξης ένας δεσμός που τους ξεχωρίζει από το γενικό συμφέρον. Πέραν τούτου, το ερώτημα κατά πόσο μόνη η ιδιότητα μέλους του επαγγελματικού σώματος στην τήρηση της δεοντολογίας δημιουργεί έννομο συμφέρον, θα πρέπει να παραμείνει ανοικτό και να απασχολήσει ίσως σε μια άλλη περίπτωση.
Εν όψει όλων των πιο πάνω καταλήγω ότι οι εφεσείοντες έχουν έννομο συμφέρον και γι΄ αυτό θα θεωρούσα ότι η έφεση θα πρέπει να επιτύχει.
Φρ. Νικολαΐδης
Δ.
/ΜΔ