ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D483
(2016) 2 ΑΑΔ 1000
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πoινική ΄Εφεση αρ. 56/2016)
17 Oκτωβρίου, 2016
Κ.ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Μ.ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ. Δ/στες
ADELAIDA KAZARYAN
Εφεσείουσα
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
- - - - - - - - -
κ.Μιχ.Ιωάννου, για την εφεσείουσα
Δ.Ναπολέωντος, (κα.), για την Εφεσίβλητη
- - - - - - - - -
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Δοθείσα αυθημερόν)
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Στo πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας για παραπομπή αριθμού κατηγορουμένων της ποινικής υπόθεσης 17573/15 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού σε απευθείας δίκη ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λεμεσού για να αντιμετωπίσουν σειρά κατηγοριών που αφορούσαν οικονομικής φύσεως αδικήματα για χρηματικό ποσό €2,027,467.38, προέκυψε και ζήτημα εγκυρότητας επίδοσης του κατηγορητηρίου στις εγγεγραμμένες στο Belize εταιρείες Texmart Ltd (κατηγορούμενη 6) και Elite Development Ltd (κατηγορούμενη 10).
Το ζήτημα εγέρθηκε αρχικά στην εμφάνιση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στις 5.10.15 και το Δικαστήριο ικανοποίησε αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής για αναβολή της υπόθεσης ώστε να της δοθεί χρόνος για άρση του εν λόγω εμποδίου. Αξιοποιώντας δε προς τούτο το χρόνο που της δόθηκε, η κατηγορούσα αρχή απευθύνθηκε μέσω της διπλωματικής οδού στις αρχές του Belize ο Γενικός Εισαγγελέας του οποίου κοινοποίησε με επιστολή στις κυπριακές αρχές διάφορα στοιχεία που αφορούσαν τις πιο πάνω εταιρείες. Επιπρόσθετα, οι κυπριακές αρχές εξασφάλισαν και νομική γνωμάτευση δικηγορικού γραφείου στο Belize, σύμφωνα με την οποία οι διευθυντές των υπό αναφορά εταιρειών συνέχιζαν, παρά την αναφερόμενη διαγραφή τους, να είναι αρμόδιοι για να αποδέχονται έγγραφα που τις αφορούσαν.
Κατ΄ακολουθία των πιο πάνω, στις 18.1.2016, το κατηγορητήριο που αφορούσε την κατηγορούμενη 6, επιδόθηκε στη διευθύντρια αυτής, δηλαδή την κατηγορούμενη 4 (εφεσείουσα), πλην όμως αυτή αρνήθηκε να το παραλάβει δηλώνοντας πως χωρίς δικηγόρο δεν παραλαμβάνει και δεν υπογράφει τίποτα.
Στις 18.3.2016 στη βάση της πιο πάνω απόφασης του Δικαστηρίου το οποίο είχε αφήσει ανοικτό το θέμα της παραπομπής όλων των κατηγορουμένων, αφού το προβλημάτισε περαιτέρω το θέμα της επίδοσης του κατηγορητηρίου στην κατηγορούμενη 6 και άκουσε επ΄αυτής της πτυχής μαρτυρία του μάρτυρα εξεταστή της υπόθεσης, προχώρησε να θεωρήσει έγκυρες και νομότυπες τις επιδόσεις σε όλους τους κατηγορούμενους, μεταξύ των οποίων και στην κατηγορούμενη εταιρεία 6 μέσω της εφεσείουσας, με αποτέλεσμα να τους παραπέμψει σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού.
Η παρούσα έφεση έχει την εξής ιδιομορφία. Υποβάλλεται υπό την εφεσείουσα και προσβάλλει την απόφαση ημερ.18.3.2016 κατά την οποία η εφεσείουσα-κατηγορούμενη 4 και οι λοιποί κατηγορούμενοι κρίθηκαν ότι έπρεπε να παραπεμφθούν σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Εκείνο όμως που προκύπτει από το εφετήριο και το διάγραμμα είναι ότι το παράπονο της εφεσείουσας έγκειται στην επίδοση που θεωρήθηκε ότι έλαβε χώρα μέσω αυτής στην κατηγορούμενη 6.[1]
Κατά τη συζήτηση επ΄ακροατηρίω σήμερα είχαμε εγείρει δύο ουσιώδη, κατά την κρίση μας, θέματα: (α) Το ερώτημα εάν η παρούσα είναι εφέσιμη και (β) το ερώτημα της νομιμοποίησης της εφεσείουσας - κατηγορούμενης 4 να εγείρει την παρούσα έφεση αφού το ουσιαστικό παράπονο της έγκειται στην εγκυρότητα της επίδοσης και της παραπομπής της κατηγορούμενης 6.
Εκ των πραγμάτων θα πρέπει να μας απασχολήσει πρώτιστα το σημείο (α) ανωτέρω.
Με βάση τα συνδυασμένα άρθρα 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν.14/60 και του Μέρους V του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, το δικαίωμα έφεσης μπορεί να ασκηθεί στο πλαίσιο ακριβώς που ορίζουν τα πιο πάνω νομοθετήματα. Διαχρονικά αποφασίστηκε ότι οι πρόνοιες του άρθρου 25.2 πρέπει να διαβάζονται ομού και κάτω υπό την αίρεση των προνοιών του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, (βλ. Λεύκιος Ροδοσθένους ν. Αστυνομίας (1961) Α.Α.Δ. 48). Εκείνο επίσης που προκύπτει διαχρονικά είναι ότι οι ενδιάμεσες αποφάσεις του Ποινικού Δικαστηρίου υπόκεινται σε έφεση με το πέρας της δίκης. (βλ. Χατζηδημητρίου ν. Τηλέγραφος (1983)2 C.L.R. 268).
Oπως τονίζεται δε στο Σύγγραμμα Γ.Πική Ποινική Δικονομία στην Κύπρο σελ.287 κ.ε., οι πρόνοιες του άρθρου 25.2 του Ν.14/60 δεν συγκρούονται με τις διατάξεις του ΄Αρθρου 30.2 του Συντάγματος οι οποίες έχουν ως αντικείμενο τη διασφάλιση του δικαιώματος του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη. ΄Εχοντας αναφορά τα πιο πάνω νομοθετικά ερείσματα και τη νομολογία, προκύπτει ότι για να χωρεί έφεση επί απόφασης ποινικού Δικαστηρίου πρέπει η απόφαση να είναι αθωωτική ή καταδικαστική ή να αφορά ποινή ή να προνοείται ειδικά, (ως η κράτηση). Πάντοτε βέβαια υπό τις προϋποθέσεις που θέτει η Ποινική Δικονομία. Κατά κανόνα έφεση επιτρέπεται μόνο κατά των οριστικών αποφάσεων που περατώνουν τη δίκη, τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νομοθετήματος (βλ. Ψύλλας ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (2002)2 357). Η παρούσα απόφαση ημερ. 18.3.2016 δεν αφορά ούτε αθώωση, ούτε καταδίκη, ούτε βέβαια κράτηση ή ποινή και oύτε περατώνει τη δίκη. Αφορά την παραπομπή των κατηγορουμένων σε δίκη αφού η επίδοση σε αυτούς κρίθηκε νόμιμη. Η δε κρίση του Δικαστηρίου που εμπεριέχεται στην απόφαση του, ημερ. 18.3.2016 για παραπομπή της εφεσείουσας ή εν πάση περιπτώσει της κατηγορούμενης 6 είναι ενδιάμεσης φύσεως. Συνεπώς δεν χωρεί έφεση επ΄αυτής. (βλ. Χατζηδημητρίου ν. Τηλέγραφος (ανωτέρω).
Στη Ρωτή ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 246 αναφέρθηκε ότι το μη παραδεκτό της έφεσης σε ενδιάμεσες αποφάσεις δεν σημαίνει ότι ο εφεσείων μένει χωρίς θεραπεία. Τονίζεται: «όπως και κάθε άλλη ενδιάμεση απόφαση, η οποία επενεργεί στο αποτέλεσμα και άπτεται των θεσμών της δίκαιης δίκης, μπορεί να προβληθεί ως λόγος για την ακύρωση εφέσιμης απόφασης».
Ο ισχυρισμός εκ μέρους του κ.Ιωάννου περί εφαρμογής του άρθρου 61 της Ποινικής Δικονομίας, έστω και εκτός εφετηρίου, είναι εντελώς ανεδαφικός. Το άρθρο αυτό υπό τον τίτλο λήψη μαρτυρίας από εντεταλμένο, evidence by commission, αφορά ειδικά διάταγμα για λήψη μαρτυρίας από εντεταλμένο άτομο κατόπιν διαταγής του Δικαστηρίου. Εκ μόνης της ανάγνωσης του κειμένου του άρθρου αυτού προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις του δεν βρίσκουν αντίκρισμα στην παρούσα κατά την οποία το ίδιο το Δικαστήριο άκουσε μαρτυρία περί του θέματος της επίδοσης.[2]
Ενόψει των πιο πάνω κρίνουμε ότι η υπό κρίση απόφαση δεν είναι εφέσιμη.
Επιπρόσθετα είχαμε εγείρει στον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας το σημείο (β) ανωτέρω. Ενόψει βέβαια της ως άνω κατάληξης μας, δεν θα μας απασχολήσει το σημείο αυτό. Πλην όμως θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι το παράπονο της εφεσείουσας εστιάζεται στην επίδοση του Κατηγορητηρίου στην κατηγορούμενη 6 και όχι στην ίδια την εφεσείουσα. Συνεπώς θα υπήρχε πρόβλημα προώθησης της έφεσης και γι΄αυτό το λόγο.
Η ως άνω έφεση απορρίπτεται ως μη παραδεκτή.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
[1] Οι λόγοι έφεσης με βάση το εφετήριο έχουν ως εξής: (1) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η επίδοση στην εφεσείουσα ως διευθύντρια της κατηγορούμενης 6 ήταν νομικά έγκυρη καθότι επείσθη ότι η κατηγορούμενη 6 έλαβε γνώση της εκκρεμούσας διαδικασίας και παρέπεμψε τους κατηγορούμενους 4 και 6 σε δίκη στο Κακουργιοδικείο Λεμεσού στις 26.5.2016. (2) Το Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η μαρτυρία του αστυφύλακα 709 ο οποίος κατέθεσε ως τεκμήριο πακέτο εγγράφων μεταξύ των οποίων και νομική γνωμάτευση δικηγορικού γραφείο στο Belize είναι αποδεκτή μαρτυρία. (3) Εσφαλμένα το Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα το θέμα της επίδοσης και η γνώση της κατηγορουμένης 6 για τη διαδικασία και άλλα συναφή δεν είχε εξουσία το ίδιο να τα εξετάσει αλλά το Κακουργιοδικείο. (4) Η απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη.
[2] βλ. Γ.Πική Ποινική Δικονομία στην Κύπρο σελ.292.