ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ερωτοκρίτου, Γεώργιος Κυριάκου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Ρ. Βραχίμης για τους εφεσείοντες και στις δύο εφέσεις Στ. Ναθαναήλ (κα), Δημόσιος Κατήγορος, για την εφεσίβλητη CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2016-06-30 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΤΑΜΑΡΑ ΠΑΣΕΝΙΔΟΥ κ.α. ν. AΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 21/16, 22/16, 30/6/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2016:B316

(2016) 2 ΑΑΔ 605

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Ποινική Έφεση Αρ. 21/16

(ΣΧ. ΜΕ 22/2016)

 

 

30 Ιουνίου 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

Ποινική Έφεση Αρ. 21/16

 

ΜΕΤΑΞΥ: 

 

ΤΑΜΑΡΑ ΠΑΣΕΝΙΔΟΥ

          Εφεσείουσα

 

ν.

 

AΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

                                                                             Εφεσίβλητης

 

--------

Ποινική Έφεση Αρ. 22/16

 

ΜΕΤΑΞΥ: 

 

MURAT  GARGINSU

          Εφεσείοντα

 

ν.

 

AΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

                                                                             Εφεσίβλητης

Ρ. Βραχίμης για τους εφεσείοντες και στις δύο εφέσεις

Στ. Ναθαναήλ (κα), Δημόσιος Κατήγορος, για την εφεσίβλητη

 

.........

 

EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χριστοδούλου, Δ.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

(Δόθηκε αυθημερόν)

 

 

      ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:  Το απόγευμα της 3.2.16 μέλη της αστυνομίας που βρίσκονταν σε υπηρεσία στο οδόφραγμα Αγίου Δομετίου ανέκοψαν για έλεγχο το αυτοκίνητο KEP 398, το οποίο είχε εισέλθει στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας από τα κατεχόμενα.

 

      Από το διενεργηθέντα έλεγχο διαπιστώθηκε ότι  οδηγός του αυτοκινήτου ήταν η γεωργιανής καταγωγής Ταμάρα Πασενίδου (εφεσείουσα στην πρώτη έφεση 21/2016), ενώ συνοδηγός της ήταν ο τουρκικής καταγωγής Κaplan Abdulkatir ο οποίος σύμφωνα με τους κανονισμούς που εφαρμόζονται στην πράσινη γραμμή δεν μπορούσε να περάσει στις ελεύθερες περιοχές.  Από περαιτέρω δε έλεγχο εντοπίστηκε κρυμμένος στο χώρο αποσκευών του αυτοκινήτου δεύτερο πρόσωπο τουρκικής καταγωγής, ο Murat Garginsu (εφεσείων στη δεύτερη έφεση 22/2016), τον οποίο η Ταμάρα παρουσίασε ως αρραβωνιαστικό της και ως εξήγηση για την απόκρυψη του στο χώρο αποσκευών επικαλέστηκε το γεγονός ότι δεν είχε διαβατήριο καθότι το κρατούσε η αστυνομία των κατεχομένων για διερευνώμενη υπόθεση εναντίον του.

 

      Όπως γίνεται αντιληπτό από τα πιο πάνω, η αστυνομία προχώρησε στη σύλληψη και των τριών προσώπων που επέβαιναν στο αυτοκίνητο και την επομένη απευθύνθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για έκδοση διατάγματος προφυλάκισής τους, με το αιτιολογικό ότι διερευνούσε εναντίον της Ταμάρα το αδίκημα της  υποβοήθησης υπηκόων τρίτης χώρας να εισέλθουν παράνομα στη Δημοκρατία και εναντίον των δύο άλλων συλληφθέντων ότι επιχείρησαν παράνομη είσοδο στη Δημοκρατία.

 

      Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εξέτασε το μαρτυρικό υλικό που έθεσε ενώπιον του η αστυνομία ικανοποίησε το αίτημά της και διέταξε την προφυλάκιση και των τριών συλληφθέντων για τέσσερις ημέρες προς διευκόλυνση του ανακριτικού έργου σ΄ ότι αφορά τα αποδιδόμενα σ΄ αυτούς αδικήματα.  Και αυτό αφού προηγήθηκε απόρριψη της ένστασης του ευπαιδεύτου συνηγόρου των  υπόπτων,  η οποία συνίστατο στο ότι δεν είχε διαπραχθεί κάποιο αδίκημα σύμφωνα με το άρθρο 7 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 μέχρι 2014 (στο εξής ο Νόμος) εφόσον οι δύο ύποπτοι τουρκικής καταγωγής ήταν αιτητές πολιτικού ασύλου εν τη εννοία του Νόμου.  Ένσταση που απορρίφθηκε στη βάση ότι ουδείς εξ αυτών είχε υποβάλει αίτηση για πολιτικό άσυλο και ως εκ τούτου δε ετύγχανε εφαρμογής η προστασία που παρέχεται από το άρθρο 7 του Νόμου.

 

      Οι δύο εφεσείοντες θεωρούν εσφαλμένο το διάταγμα για προφυλάκισή τους για τέσσερις λόγους, καταλογίζοντας στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το διάταγμα του ήταν προϊόν πλάνης περί τα πράγματα και/ή το Νόμο και/ή παρερμηνείας και/ή λανθασμένης εφαρμογής του Νόμου εφόσον (α) η υποβολή γραπτής αίτησης για πολιτικό άσυλο δεν αποτελεί προϋπόθεση για εφαρμογή του Νόμου όπως λανθασμένα αποφάνθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο (1ος λόγος έφεσης), (β) δεν είχε διαπιστωθεί η διάπραξη αδικήματος και εύλογης υποψίας ότι συνδέονταν με τα κατ΄ ισχυρισμό διερεύνηση αδικήματα (2ος λόγος έφεσης), (γ) σύμφωνα με το άρθρο 7(1) του Νόμου αιτητής πολιτικού ασύλου που εισέρχεται παράνομα στη Δημοκρατία δεν υπόκειται σε τιμωρία λόγω μόνο της παράνομης εισόδου ή διαμονής του (3ος λόγος έφεσης) και (δ) η εν τέλει έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος συνιστά υπέρβαση των εξουσιών του Δικαστηρίου (4ος λόγος έφεσης).

 

      Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων προώθησε και τους τέσσερις λόγους έφεσης με εμπεριστατωμένο διάγραμμα αγόρευσης με έμφαση κυρίως στις πρόνοιες των άρθρων 7(1)[1], 7(4)[2], 8(1)(α)[3] και 11(3)[4] του Νόμου, ενώ η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσίβλητης υποστήριξε την ορθότητα του προσβαλλόμενου διατάγματος με επίσης εμπεριστατωμένο διάγραμμα αγόρευσης.

 

      Έχουμε εξετάσει την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων και νομικών επιχειρημάτων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων και καταλήξαμε  ότι αμφότερες οι εφέσεις είναι αβάσιμες για δύο διακεκριμένους μεταξύ τους λόγους.

 

      Ο πρώτος αφορά το γεγονός ότι οι εφέσεις έχουν απωλέσει το αντικείμενο τους.  Όπως συναφώς υπενθύμισε το παρόν Εφετείο στην Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 124/14 ημερ. 2.3.16, ECLI:CY:AD:2016:B133, όταν ένας κρατούμενος αφήνεται ελεύθερος η περαιτέρω συνέχιση της διαδικασίας στερείται οποιασδήποτε αξίας και καταλήγει σε καθαρά ακαδημαϊκό θέμα, το οποίο δεν μπορεί να συσχετισθεί με το ζήτημα της αξίωσης αποζημίωσης - όπως έχει συναρτηθεί στην παρούσα περίπτωση - και ως εκ τούτου λόγω απώλειας του αντικειμένου τους τέτοιες εφέσεις στερούνται ερείσματος.  Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα το οποίο εφαρμόζεται πλήρως και στα περιστατικά της παρούσας:

 

«Σε διατάγματα προσωποκράτησης πολλές φορές ετέθη από το Εφετείο η αξία της συνέχισης της διαδικασίας αφ΄ης στιγμής ο εφεσείων αφήνετο ελεύθερος.  Στην υπόθεση Ξενοφώντος ν. Αστυνομίας (2011)2 Α.Α.Δ. 26 ομοίως ο δικηγόρος του εφεσείοντα θεώρησε ότι η έφεση πρέπει να προχωρήσει παρά τη λήξη της κράτησης του εφεσείοντα επικαλούμενος το δικαίωμα του να αξιώσει αποζημιώσεις συσχετίζοντας το μάλιστα με την ανάγκη ύπαρξης δικαστικής κρίσης αναφορικά με την εγκυρότητα του επίδικου διατάγματος.  Όπως και εν προκειμένω ο συνήγορος ισχυρίστηκε ότι η ακυρότητα του επίδικου διατάγματος συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για σκοπούς διεκδίκησης από τον εφεσείοντα αποζημιώσεων.  Το Ανώτατο Δικαστήριο διατυπώνει την κρίση του ως εξής:

 

«Έχουμε την άποψη ότι το συγκεκριμένο δικαίωμα του εφεσείοντα συναρτάται, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, με την τελική έκβαση της ποινικής υπόθεσης για την οποία ο εφεσείων έχει παραπεμφθεί σε δίκη και για σκοπούς της οποίας τελεί υπό κράτηση, ως υπόδικος, εφόσον, σε περίπτωση που κριθεί ότι δικαιούται σε αποζημιώσεις η περίοδος της πενθήμερης κράτησης του θα συνυπολογισθεί για σκοπούς αποζημιώσεων με τον υπόλοιπο χρόνο κράτησης του. Σε περίπτωση δε καταδίκης του, η πενθήμερη κράτηση του θα συνυπολογιστεί στην οποιαδήποτε ποινή φυλάκισης του επιβληθεί.

 

Η υπόθεση Παντελής Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 495, στην οποία ο κ. Βραχίμης μας έχει παραπέμψει για επίρρωση της πιο πάνω θέσης του, ουδόλως βοηθά την υπόθεσή του. Στην εν λόγω υπόθεση, η κράτηση του εφεσείοντα τερματίστηκε εκκρεμούσης της έφεσης, με την απόλυση του εφεσείοντα πριν την εκπνοή της περιόδου κράτησης του και συνεπώς ορθά κρίθηκε ότι η απόλυση του δεν αποστέρησε την έφεση του αντικειμένου της. Στην περίπτωση μας όμως η κράτηση του εφεσείοντα στην ουσία δεν τερματίστηκε. Ο εφεσείων συνέχισε να είναι υπό κράτηση και μετά την παρέλευση της πενθήμερης περιόδου κράτησης του, ως υπόδικος, γεγονός που όχι μόνο διαφοροποιεί την παρούσα περίπτωση ουσιωδώς από την υπόθεση Ιωάννου, αλλά και καθιστά τη συζήτηση του θέματος καθαρά ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος.

 

Δεν μας διαφεύγει επίσης ότι ο κ. Βραχίμης συναρτά το αποδεκτό ή μη της μαρτυρίας που έχει περιέλθει κατά τη διάρκεια της πενθήμερης κράτησης του εφεσείοντα, στα χέρια της Αστυνομίας, με την εγκυρότητα του διατάγματος κράτησης του. Η εν λόγω θέση του κ. Βραχίμη δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Όπως έχουμε υποδείξει στον κ. Βραχίμη, η αξία τέτοιας μαρτυρίας συναρτάται με τις συνθήκες λήψης της και όχι με την εγκυρότητα του διατάγματος κράτησης του εφεσείοντα. Εξάλλου, στην υπό κρίση περίπτωση το γεγονός ότι, ανακρινόμενος ο εφεσείων από την Αστυνομία κατά τη διάρκεια της πενθήμερης κράτησης του επέλεξε να μην απαντήσει σε οποιαδήποτε από τις ερωτήσεις του υποβλήθηκαν, καθιστά το θέμα καθαρά ακαδημαϊκό.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται ως έχουσα απωλέσει το αντικείμενό της».

 

 

 

Σχετικές επίσης είναι οι Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γιώργου Σιαηλή κ.ά., Ποινικές εφέσεις 291/14 κ.ά. ημερ. 16.12.2014, ECLI:CY:AD:2014:B967,  στις οποίες οι εφέσεις απορρίφθηκαν ως μη έχουσες αντικείμενο με αναφορά σε σχετική νομολογία μεταξύ της οποίας  την Τσουλούπας ν. Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2011) 1 Α.Α.Δ. 1263, όπου επίσης σε έφεση επί διατάγματος προσωποκράτησης αναφέρθηκαν και τα εξής:

 

«αν η διάρκεια της κράτησης ήταν πέραν της απαραίτητης», στην περίπτωση εκείνη, «δεν μπορεί να κριθεί in abstracto αλλά σε συνάρτηση με τις πραγματικότητες συνθηκών, χώρου και χρόνου,  εφ' όσον το κρινόμενο ήταν το αντικειμενικά εύλογο υπό τις περιστάσεις». 

 

 

 

       Ο δεύτερος λόγος αφορά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου σε αιτήματα της εξεταζόμενης φύσεως.  Αφ΄ ης στιγμής το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας ικανοποιούνταν οι τέσσερις αναγνωρισμένες από τη νομολογία αρχές για έκδοση διατάγματος προφυλάκισης - διάπραξη αδικήματος για το οποίο ζητείται η κράτηση, εύλογες υποψίες ότι ο ύποπτος συνδέεται με αυτό, ασυμπλήρωτο ανακριτικό έργο και κίνδυνος επηρεασμού του σε περίπτωση απόλυσης του υπόπτου - είχε κάθε δυνατότητα να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια προς ικανοποίηση του αιτήματος της αστυνομίας εφόσον στο στάδιο αυτό περί υπονοιών μόνο ο λόγος και εάν το αξιόποινο των πράξεων που καταλογίζονταν στους εφεσείοντες είχε αρθεί δυνάμει των προνοιών του άρθρου 7(1) του Νόμου (ανωτέρω) ήταν προς εξέταση και όχι εκ προοιμίου εξάλειψή του.

 

      Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω οι δύο εφέσεις απορρίπτονται.

 

 

                                                                   Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                   Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

/κβπ



[1] 7.-(1) Αιτητής, ο οποίος εισέρχεται ή εισήλθε στη Δημοκρατία παράνομα, δεν υπόκειται σε τιμωρία λόγω μόνο της παράνομης εισόδου ή διαμονής του, νοουμένου ότι παρουσιάζεται, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στις αρχές και εκθέτει τους λόγους της παράνομης εισόδου ή διαμονής του.

[2] 7. (4)(α)Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητας του ως αιτητή ασύλου.

          (β) Η κράτηση αιτητή επιτρέπεται μόνο με διάταγμα Δικαστηρίου και μόνο στις πιο κάτω περιπτώσεις:

              (i) για την εξακρίβωση της ταυτότητας ή της ιθαγένειας του, και σε περίπτωση που δεν έχει ιθαγένεια τη χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής του, σε περίπτωση που κατέστρεψε ή απαλλάχθηκε από τα ταξιδιωτικά ή προσωπικά του έγγραφα ή χρησιμοποίησε πλαστά έγγραφα κατά την άφιξη του στη Δημοκρατία με στόχο να παραπλανήσει τις αρμόδιες αρχές, νοουμένου ότι δεν αποκαλύπτει τις ενέργειες του αυτές και την πραγματική του ταυτότητα κατά την υποβολή της αίτησης·

              (ii) για τη διερεύνηση νέων στοιχείων που επιθυμεί να υποβάλει ο αιτητής για απόδειξη των ισχυρισμών του ως προς την αίτηση ασύλου του, σε περίπτωση που η αίτησή του απορρίφθηκε τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό και εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα απέλασης.

[3] 8.-(1)(α) Ο αιτητής έχει, αποκλειστικά για το σκοπό της διαδικασίας, δικαίωμα παραμονής στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, το οποίο δικαίωμα ισχύει από την ημερομηνία υποβολής της αίτησής του μέχρι και τη μεταγενέστερη από τις ακόλουθες ημερομηνίες:

(i) την ημερομηνία κατά την οποία καθίσταται εκτελεστή η εκδιδόμενη απόφαση του Προϊσταμένου επί της αίτησης του αιτητή, σύμφωνα με το εδάφιο (10) του άρθρου 18,

(ii) την ημερομηνία αποστολής της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής στον αιτητή, σύμφωνα με το εδάφιο (6) του άρθρου 28Θ, αναφορικά με την ενώπιον της διοικητική προσφυγή του αιτητή κατά της απόφασης του Προϊσταμένου επί της αίτησης του αιτητή.

[4] 11 (3) Σε περίπτωση που ο αιτητής δεν είναι σε θέση να υποβάλει γραπτώς την αίτησή του, δύναται να την υποβάλει προφορικά και στην περίπτωση αυτή, ο υπεύθυνος κατά το χρόνο εκείνο του χώρου υποβολής της αίτησης, φροντίζει όπως αυτή καταγραφεί κατά τον καθορισμένο τύπο.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο