ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:B44
(2014) 2 ΑΑΔ 8
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 71/2013)
20 Iανουαρίου, 2014
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ., ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ Δ., ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.]
Μεταξύ:
CHRYSLALIS HOLDINGS LTD
Εφεσείουσας
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
--------
Για Εφεσείουσα: κ. Σ. Μαμαντόπουλος
Για Εφεσίβλητη: κα Μ. Κυρμίζη
-------
EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Στις 26.7.12, ο Γενικός Εισαγγελέας κατέθεσε αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας βάσει του περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμου του 2001 (Ν.23(1)/2001) και του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007 (Ν.188(1)/2007), για πάγωμα δύο τραπεζικών λογαριασμών που διατηρούσε η Chryslalis Holdings Ltd (στο εξής η Εταιρεία) στην Τράπεζα Κύπρου.
Το Δικαστήριο ικανοποίησε αυθημερόν το αίτημα και έκδωσε το αιτούμενο διάταγμα παγώματος (στο εξής το Διάταγμα), το οποίο οριστικοποίησε μετά από ακροαματική διαδικασία με απόφαση του ημερ. 21.3.2013.
Η Εταιρεία πρόσβαλε την ορθότητα της απόφασης οριστικοποίησης του Διατάγματος με την παρούσα ποινική έφεση, ενέργεια που προσέκρουσε σε ένσταση του Γενικού Εισαγγελέα, η εξέταση της οποίας αποτελεί και το αντικείμενο εξέτασης της παρούσας. Συγκεκριμένα, είναι θέση του Γενικού Εισαγγελέα ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν μπορεί να προσβληθεί με ποινική έφεση αφενός λόγω του ότι η διαδικασία έκδοσης Διατάγματος Παγώματος δεν συνιστά ποινική διαδικασία και, αφετέρου, η έκδοση τέτοιου διατάγματος δεν εμπίπτει στα πλαίσια του άρθρου 25(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 και των άρθρων 131(1) και 133(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ΚΕΦ. 155, ώστε να είναι δυνατή η προσβολή της με ποινική έφεση.
Η πιο πάνω θέση προωθήθηκε με εμπεριστατωμένη αγόρευση σε δύο σκέλη. Το πρώτο, με αναφορά στα άρθρα 2, 14, 15, 16, 72 και 77 του Ν.188(1)/2007 και, το δεύτερο, με αναφορά στο άρθρο 25(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 και στα άρθρα 131(1) και 133(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου. Σε συντομία:
Σ΄ ότι αφορά το πρώτο σκέλος, υποστηρίχθηκε ότι παρόλο που η αρμοδιότητα έκδοσης διαταγμάτων παγώματος ή επιβάρυνσης ανήκει στα Δικαστήρια που ασκούν ποινική δικαιοδοσία (άρθρο 2), εντούτοις η διαδικασία που ακολουθείται ως και η εφαρμογή των ισχυόντων Κανονισμών της Πολιτικής Δικονομίας για έκδοση τέτοιων διαταγμάτων (άρθρα 72 και 77) αποκαλύπτει ότι πρόκειται περί οιονεί πολιτικής διαδικασίας. Σχετικά, έγινε παραπομπή και στις αγγλικές αυθεντίες Re O and another (Disclosure Order) (1991) 1 All E.R. 330 και Re T. (Restrain Order) 1 W.L.R. 949, οι οποίες πραγματεύονται τον χαρακτήρα αντίστοιχων διαδικασιών στην Αγγλία που στην μεν πρώτη αυθεντία χαρακτηρίζεται «πολιτικής φύσεως», στη δε δεύτερη ως «παράξενο μείγμα ποινικής και πολιτικής δικαιοδοσίας» (a strange mixture of both criminal and civil jurisdiction). Υποστηρίχθηκε, επίσης, ότι διατάγματα παγώματος ή επιβάρυνσης που εκδίδονται σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 15 ακυρώνονται μόνο στις περιπτώσεις που προνοούνται από τα άρθρα 14(6) και 16(1) και σε καμιά άλλη περίπτωση.
Σ΄ ότι αφορά το δεύτερο σκέλος, αυτό που ουσιαστικά υποστηρίχθηκε είναι ότι το δικαίωμα έφεσης στις ποινικές υποθέσεις προσδιορίζεται στο άρθρο 25(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου και μπορεί να ασκηθεί μόνο εναντίον της καταδίκης ή της ποινής, όπως προβλέπεται από τα άρθρα 131(1) και 133(1) του ΚΕΦ.155. Σχετικά έγινε παραπομπή και σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τις οποίες θα αναφέρουμε πιο κάτω.
Η Εταιρεία αντέκρουσε την πιο πάνω επιχειρηματολογία, διατυπώνοντας ουσιαστικά τη θέση ότι διατάγματα της εξεταζόμενης φύσεως εκδίδονται από τα δικαστήρια που ασκούν ποινική διαδικασία και η έκδοση τους συνιστά «ποινή» εν τη εννοία του Νόμου καθότι επιφέρουν στέρηση περιουσιακού δικαιώματος, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 23 του Συντάγματος. Σ΄ ότι δε αφορά το δικαίωμα έφεσης μας παρέπεμψε σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπου τονίστηκε ότι το δικαίωμα αυτό διασφαλίζεται από το Διεθνές Σύμφωνο περί Αστικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων που κυρώθηκε με το Νόμο 14/1969, ο οποίος σύμφωνα με το άρθρο 169.3 του Συντάγματος έχει αυξημένη ισχύ έναντι οποιουδήποτε ημεδαπού νόμου.
Εξετάσαμε τις εκατέρωθεν θέσεις και όπως διαπιστώσαμε δεν υπάρχει διαφωνία πως ναι μεν το Σύνταγμα δεν προβλέπει ούτε διασφαλίζει δικαίωμα έφεσης ή αναθεώρησης απόφασης πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά διασφαλίζεται το δικαίωμα έφεσης καταδικασμένου «επί ποινικώ αδικήματι» εναντίον της καταδίκης ή της επιβληθείσας ποινής από το Διεθνές Σύμφωνο περί Αστικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων που κυρώθηκε από το Νόμο 14/1969, ο οποίος σύμφωνα με το άρθρο 169.3 του Συντάγματος έχει αυξημένη ισχύ έναντι οποιουδήποτε ημεδαπού νόμου (Attorney-General v. Georghiou (1984) 2 CLR 251, Malachtou v. Armefti (1987) 1 CLR 207, Κυριάκου ν. Δήμου Έγκωμης (1992) 2 Α.Α.Δ. 414, και Χριστοδούλου και άλλος ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 443). Οι ίδιες αυθεντίες, τις οποίες επικαλέστηκαν αμφότερα τα μέρη, επισημαίνουν πως στο εσωτερικό δίκαιο το δικαίωμα έφεσης στις ποινικές υποθέσεις προσδιορίζεται από το άρθρο 25(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 και όπως ρητά προνοείται από το άρθρο 131(1) της Ποινικής Δικονομίας «. δεν χωρεί έφεση από απόφαση ή διάταγμα Δικαστηρίου που ασκεί ποινική διαδικασία εκτός όπως προβλέπεται από το Νόμο αυτό». Το τι «προβλέπεται από το Νόμο αυτό» σχετικό είναι το άρθρο 133(1), το οποίο προνοεί ότι έφεση μπορεί να ασκηθεί σε δύο μόνο περιπτώσεις: Κατά της καταδίκης και κατά της ποινής. Όπως δηλαδή διασφαλίζεται και από το Διεθνές Σύμφωνο περί Αστικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων και, επομένως, το Σύμφωνο αυτό δεν προεκτείνει το δικαίωμα έφεσης σε ποινικές υποθέσεις πέραν των δύο περιπτώσεων που προβλέπονται από το άρθρο 133(1) της Ποινικής Δικονομίας. Τούτου δοθέντος, είναι φανερό ότι ανεξάρτητα από την φύση ή τον χαρακτήρα της διαδικασίας που ακολουθείται για έκδοση διατάγματος δυνάμει των άρθρων 14 και 15 του Ν.188(1)/2007 - που φαίνεται να είναι ιδιόρρυθμη αφού τα εν λόγω διατάγματα εκδίδονται από Δικαστήρια που ασκούν ποινική δικαιοδοσία, αλλά με διαδικασία και κανόνες που παραπέμπουν σε πολιτικές υποθέσεις - το ζητούμενο είναι αν τα διατάγματα αυτά μπορεί να ενταχθούν σε μια από τις δύο περιπτώσεις του άρθρου 133(1) ώστε να παρέχεται δυνατότητα άσκησης ποινικής έφεσης.
Η Εταιρεία, έχοντας προφανώς πλήρη γνώση ότι σε τελευταία ανάλυση σ΄ αυτό θα στρέφαμε την προσοχή μας, προώθησε τη θέση ότι το Διάταγμα Παγώματος που εκδόθηκε εναντίον της συνιστά «ποινή» εν τη εννοία του Νόμου, καθόσο με αυτό στερήθηκε του συνταγματικού της δικαιώματος να διαχειρίζεται και να απολαμβάνει την περιουσία της. Δεν συμφωνούμε με τη θέση αυτή. Ποινή είναι η κύρωση που υφίσταται ένα πρόσωπο ως αποτέλεσμα της καταδίκης του από ποινικό δικαστήριο, με τήρηση των κανόνων της ποινικής δίκης, για παράβαση ποινικού νόμου (βλ. άρθρο 77 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ.155). Στην προκείμενη όμως περίπτωση δεν μπορεί να γίνει λόγος για ποινή αφού το Διάταγμα δεν εκδόθηκε μετά από ολοκλήρωση ποινικής διαδικασίας αποτέλεσμα της οποίας ήταν η καταδίκη για παράβαση συγκεκριμένου ποινικού Νόμου, αλλά προηγήθηκε ακόμη και της έναρξης της ποινικής δίωξης ως μέτρο προσωρινού παγώματος περιουσίας η οποία εκτός και εάν στο μεταξύ το Διάταγμα ακυρωθεί ως προνοείται από το άρθρο 14(6) του Ν.188(1)/2007 θα τύχει διάθεσης ανάλογα με το αποτέλεσμα της ποινικής δίκης. Δηλαδή σε περίπτωση αθώωσης να αποπαγοποιηθεί, ενώ σε περίπτωση καταδίκης να αποτελέσει αντικείμενο δήμευσης εν όλω ή εν μέρει. Επομένως, τα διατάγματα που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 14 του Ν.188(1)/2007 - όπως είναι το επίδικο - ως προσωρινό μέτρο δεν συνιστούν «ποινή» εν τη εννοία του Νόμου, κατάληξη που προδιαγράφει και την τύχη της υπό κρίση ποινικής έφεσης.
Η έφεση απορρίπτεται καθότι το Διάταγμα δεν είναι επιδεκτικό προσβολής με ποινική έφεση με €1.500 έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ