ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 2 ΑΑΔ 762
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 145/2012)
29 Νοεμβρίου, 2013
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ Δ/στές]
ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΦΙΤΗΣ,
Εφεσείων,
ΚΑΙ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ,
Εφεσίβλητη,
- - - - - -
Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τον Εφεσείοντα.
Ν. Δημητρίου, Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
- - - - - -
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Στις 18.6.2008 επεσυνέβη θανατηφόρο δυστύχημα στη Λεωφόρο Στροβόλου στη Λευκωσία, με ενεχόμενα το βαρύ φορτηγό με αριθμούς εγγραφής ΚΑΑ791 που οδηγείτο από τον εφεσείοντα και ένα ποδήλατο που οδηγείτο από γυναίκα. Από το δυστύχημα τραυματίστηκε θανάσιμα η ποδηλάτρια.
Ο εφεσείων αντιμετώπισε κατηγορία πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, καθώς και κατηγορία για μεταφορά υπερβολικού φορτίου, η οποία όμως δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω καθότι υπήρξε παραδοχή και δεν αποτελεί αντικείμενο έφεσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η οδική συμπεριφορά του εφεσείοντα παρουσίασε σφάλματα τα οποία αποδεικνύουν αμελή οδήγηση όχι όμως αλόγιστη, απερίσκεπτη ή επικίνδυνη οδήγηση. Ακολούθως, η πρωτόδικη δικαστής, αφού έκρινε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 85(4) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, προχώρησε στη βάση των ευρημάτων της και πρόσθεσε στο κατηγορητήριο νέα κατηγορία, αυτή της πρόκλησης θανάτου εξ αμελείας κατά παράβαση του άρθρου 8 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/72, όπως τροποποιήθηκε, έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο σ΄ αυτήν και του επέβαλε χρηματική ποινή €1.500, πέντε μήνες στέρηση της άδειας οδηγού καθώς και τέσσερις βαθμούς ποινής.
Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται τόσο η ορθότητα της απόφασης του Δικαστηρίου να κρίνει τον εφεσείοντα ένοχο στην κατηγορία που προσετέθη όσο και της ποινής που του έχει επιβληθεί, ειδικά της στέρησης της άδειας οδήγησης για περίοδο 5 μηνών.
Κεντρικός άξονας των λόγων έφεσης έναντι της καταδίκης αποτελεί το άρθρο 85(4) του περί Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155, στη βάση του οποίου το Δικαστήριο προέβη σε προσθήκη κατηγορίας, κρίνοντας τον εφεσείοντα ένοχο σ΄ αυτήν. Ξεκινώντας λοιπόν με το λόγο έφεσης 4, αποτελεί θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο όφειλε, μετά την τροποποίηση του κατηγορητηρίου με την προσθήκη 3ης κατηγορίας και την τροποποίηση των λεπτομερειών ως προς την περιγραφή του θύματος, να δώσει την ευκαιρία στον κατηγορούμενο να απαντήσει στην εν λόγω κατηγορία προτού προχωρήσει να τον κρίνει ένοχο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας σ΄ αυτήν. Όπως υποστήριξε ο κ. Τριανταφυλλίδης, ο κατηγορούμενος στερήθηκε της δυνατότητας να χειρισθεί την υπόθεση του κατά τρόπο που θα ήτο συνεπής, ανάλογα με την απάντηση του στη νέα κατηγορία. Όπως εξήγησε ο ευπαίδευτος συνήγορος κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, το άρθρο 85(4) του Κεφ. 155 θα πρέπει να εξετασθεί σε συνδυασμό με το άρθρο 84(1), διαφορετικά επηρεάζονται τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, ο οποίος υπερασπίστηκε την υπόθεση που αντιμετώπιζε χωρίς να προσκομίσει μαρτυρία σε συνάρτηση με την κατηγορία που έχει προστεθεί στο κατηγορητήριο και χωρίς να έχει την ευκαιρία να παραδεχθεί, εάν επιθυμούσε, την νέα κατηγορία, με τις ανάλογες επιπτώσεις στην ποινή που θα του επιβαλλόταν.
Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Fatma Mehmet v. The Police (1970) 2 C.L.R. 62, σκοπός των προνοιών των άρθρων 83, 84 και 85 του Κεφ. 155, είναι να παράσχουν στα Δικαστήρια τη δυνατότητα να απονέμουν δικαιοσύνη στην περίπτωση κατά την οποία απλές παρατυπίες μπορούσαν να οδηγήσουν σε αθώωση κατηγορουμένου, παρά την απόδειξη των συστατικών στοιχείων του αδικήματος, όπως είχε συμβεί σε πολλές υποθέσεις πριν τη θέσπιση των εν λόγω άρθρων.
Το άρθρο 83(1) δίδει την εξουσία στο Δικαστήριο να μεταβάλει ένα ελαττωματικό κατηγορητήριο σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης, ενώ το άρθρο 84 προνοεί τη διαδικασία που ακολουθείται κατά τη μεταβολή του κατηγορητηρίου. Ειδικότερα το άρθρο 84(1) προνοεί τα ακόλουθα:
«Όταν κατηγορητήριο ή κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο μεταβάλλεται όπως προβλέπεται στο άρθρο 83, το Δικαστήριο καλεί αμέσως τον κατηγορούμενο να απολογηθεί σε αυτό και να δηλώσει κατά πόσο είναι έτοιμος να δικαστεί βάσει του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο ως έχει μεταβληθεί.»
Το άρθρο 85 πραγματεύεται τις περιπτώσεις όπου αποδεικνύεται μέρος του κατηγορητηρίου. Η σχετική με την παρούσα υπόθεση πρόνοια είναι το άρθρο 85(4), το οποίο προνοεί ως ακολούθως:
«Αν στο τέλος της δίκης το Δικαστήριο είναι της γνώμης ότι έχει αποδειχτεί με μαρτυρία ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε ποινικό αδίκημα ή ποινικά αδικήματα που δεν περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο και για τα οποία δεν δύναται να καταδικαστεί χωρίς τροποποίηση του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο και για τα οποία καταδικαζόμενος δεν θα υπόκειται σε ποινή μεγαλύτερη εκείνης στην οποία θα υπόκειτο αν καταδικαζόταν βάσει του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο και ότι ο κατηγορούμενος δεν θα επηρεαζότανμε αυτό δυσμενώς στην υπεράσπιση του, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει την προσθήκη στο κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο κατηγορίας ή κατηγοριών εναντίον του κατηγορούμενου για τέτοιο ποινικό αδίκημα ή ποινικά αδικήματα, και το Δικαστήριο αποφασίζει για αυτά ωσάν η κατηγορία αυτή ή οι κατηγορίες αποτελούσαν μέρος του αρχικού κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο.»
Όπως προκύπτει από το πιο πάνω άρθρο και όπως διατυπώθηκε από τη νομολογία, για την εφαρμογή του άρθρου 85(4) πρέπει να συντρέχουν οι εξής τέσσερις προϋποθέσεις:
(α) Με την προσαχθείσα μαρτυρία πρέπει να αποδεικνύεται η διάπραξη από τον κατηγορούμενο ποινικού αδικήματος που δεν περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο.
(β) Είναι αδύνατη η καταδίκη του κατηγορουμένου για το εν λόγω αδίκημα χωρίς την τροποποίηση του κατηγορητηρίου.
(γ) Με την καταδίκη του για το εν λόγω αδίκημα ο κατηγορούμενος δεν υπόκειται σε ποινή μεγαλύτερη εκείνης που θα μπορούσε να του είχε επιβληθεί αν καταδικαζόταν βάσει του αρχικού κατηγορητηρίου.
(δ) Η μεταβολή του κατηγορητηρίου δε θα επηρέαζε δυσμενώς τον κατηγορούμενο στην υπεράσπισή του.
(Βλ. Leonidou v. The Police (1987) 2 C.L.R. 96, Κυριάκου ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 458).
Σε περίπτωση που πληρούνται οι πιο πάνω προϋποθέσεις, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει την προσθήκη κατηγορίας και, όπως προκύπτει σαφώς από το κείμενο του εν λόγω άρθρου, το «Δικαστήριο αποφασίζει . ωσάν η κατηγορία αυτή ή οι κατηγορίες αποτελούσαν μέρος του αρχικού κατηγορητηρίου...». Θεωρούμε λοιπόν ότι, με βάση το άρθρο 85(4), το Δικαστήριο, όταν διαπιστώσει ότι πληρούνται οι πιο πάνω προϋποθέσεις για προσθήκη κατηγορίας, προχωρεί αμέσως και αποφασίζει για την κατηγορία και δεν απαιτείται να κληθεί ο κατηγορούμενος σε απολογία.
Με όλο το σεβασμό προς την εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα, εάν απαιτείτο να εφαρμοστεί η διαδικασία του άρθρου 84(1) και στις περιπτώσεις όπου το κατηγορητήριο μεταβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 85(4), τότε δε θα υπήρχε ανάγκη για τη θέσπιση του άρθρου αυτού. Θα μπορούσε να γίνει η προσθήκη κατηγορίας με βάση τις πρόνοιες του 84(1) και (4).
Σημειώνεται ότι στην υπόθεση Κυριάκου ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 458, όπου κατ΄ έφεση αποφασίστηκε να προστεθεί κατηγορία με βάση το άρθρο 85(4), δεν κλήθηκε ο κατηγορούμενος να απαντήση στη νέα κατηγορία. Το ίδιο έγινε και στην υπόθεση Smache ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (2010) 2 ΑΑΔ 378.
Στην υπό κρίση υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 85(4) για προσθήκη κατηγορίας, μεταξύ των οποίων είναι και ότι ο κατηγορούμενος δεν θα επηρεαζόταν στην υπεράσπιση του. Όπως έχει αποφασιστεί στην υπόθεση Nedi Charalambous v. Municipality of Nicosia (1965) 2 C.L.R. 63, η πιθανότητα επηρεασμού της υπεράσπισης του κατηγορουμένου δεν μπορεί να αποκλειστεί όπου υπάρχει ουσιαστική διαφοροποίηση των λεπτομερειών της υφιστάμενης κατηγορίας συγκρινόμενη με τις λεπτομέρειες της κατηγορίας που προστίθεται από το Δικαστήριο. Στην παρούσα περίπτωση κάτι τέτοιο δεν προκύπτει. Οι λεπτομέρειες διαφοροποιούνται μόνο ως προς τον χαρακτηρισμό της οδικής συμπεριφοράς του εφεσείοντα η οποία επέφερε το θάνατο στην οδηγό του ποδηλάτου, ήτοι ως αλόγιστη, απερίσκεπτη ή επικίνδυνη στην πρώτη κατηγορία, και ως οδήγηση χωρίς την προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή στη νέα κατηγορία που πρόσθεσε το Δικαστήριο κατ΄ εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 85(4). Και στις δύο περιπτώσεις αντικείμενο εξέτασης είναι η οδική συμπεριφορά του εφεσείοντα.
Ο εφεσείων, με τους λόγους έφεσης 1, 2, 5 και 9, ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει μαρτυρία η οποία στοιχειοθετεί αμέλεια. Στο περίγραμμα αγόρευσης του κ. Τριανταφυλλίδη αναφέρεται ότι το ενδεχόμενο σφάλμα του εφεσείοντα να μην κινηθεί αρκετά δεξιά για να προσπεράσει το ποδήλατο δεν μπορεί να αποτελεί αμέλεια, από τη στιγμή που το ποδήλατο έγινε αντιληπτό από τον κατηγορούμενο και αυτός κινήθηκε δεξιά για να το αποφύγει. Επίσης, η επαφή του φορτηγού του εφεσείοντος με το ποδήλατο υπήρξε πάρα πολύ μικρή, μέχρι ανεπαίσθητη. Επομένως, σύμφωνα με τον συνήγορο, πρόκειται για λανθασμένη εκτίμηση του εφεσείοντος όταν κινήθηκε δεξιά για να αποφύγει το ποδήλατο και όχι για αμέλεια εκ μέρους του.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο εφεσείων οδηγούσε στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας της Λεωφόρου Στροβόλου με κατεύθυνση τη Λακατάμια, ενώ το ποδήλατο προπορευόταν του φορτηγού σε μικρή απόσταση στην ίδια λωρίδα κυκλοφορίας. Το φορτηγό, το οποίο κινείτο με χαμηλή ταχύτητα κάτω των 50 ΧΑΩ, έφτασε το ποδήλατο στο ύψος της Λεωφόρου, αμέσως μετά τη συμβολή των οδών Πύθωνος και Αλεξανδρουπόλεως, και επιχείρησε να το προσπεράσει. Προς τούτο το φορτηγό κινήθηκε δεξιότερα της πορείας του και ακολούθως ξαναπήρε την κανονική του θέση στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας. Κατά το προσπέρασμα το φορτηγό κτύπησε το μοτοποδήλατο με αποτέλεσμα το θανάσιμο τραυματισμό της ποδηλάτριας.
Τα δε σφάλματα που εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην οδική συμπεριφορά του εφεσείοντα καθορίζονται ως ακολούθως στην απόφαση:
«Αντιλήφθηκε τον κίνδυνο στο δρόμο του, εν προκειμένω την ποδηλάτρια, και επιχείρησε να τον αντιμετωπίσει προσπερνώντας την. Δεν έλαβε όμως όλες τις αναγκαίες προφυλάξεις. Πρώτον, δεν την προσπέρασε έγκαιρα, αφού επιχείρησε να την προσπεράσει «όταν την έφτασε» και, δεύτερον, δεν κράτησε επαρκή απόσταση στα δεξιά της ποδηλάτριας, παρά το ότι η λωρίδα κυκλοφορίας στα δεξιά του ήταν ελεύθερη. Γι΄ αυτό και, αφενός, οι καπνοί του εξώστ του φορτηγού του «έπνιξαν» (κατά την αντίληψη του ιδίου του Κατηγορουμένου) το θύμα, το οποίο έβαλε το χέρι του στη μύτη του και, αφετέρου, επήλθε επαφή του φορτηγού με το ποδήλατο ενόσω περνούσε από δίπλα του. Τρίτον, επανήλθε στην αρχική του θέση επί της αριστερής λωρίδας χωρίς να κοιτάξει από το εξωτερικό καθρεφτάκι του στα αριστερά και να βεβαιωθεί ότι ολοκλήρωσε το προσπέρασμα της ποδηλάτριας με ασφάλεια».
Δε διαπιστώνουμε οποιοδήποτε λάθος στην προσέγγιση του Δικαστηρίου. Το γεγονός ότι ο εφεσείων αντελήφθηκε τον κίνδυνο και προσπάθησε να τον αντιμετωπίσει προσπερνώντας το ποδήλατο από δεξιά, όπου η λωρίδα ήταν ελεύθερη, δεν μπορεί να εξουδετερώσει την ευθύνη που είχε να ολοκληρώσει το προσπέρασμα του ποδηλάτου με ασφάλεια. Επίσης, το γεγονός ότι το ποδήλατο είχε υποστεί ένα γδάρσιμο στη δεξιά χειρολαβή υποδηλεί ότι δεν επρόκειτο για βίαιη σύγκρουση, όμως παραμένει αδιαμφισβήτητο ότι, κατά τη διαδικασία προσπεράσματος του φορτηγού, αυτό ήρθε σε επαφή με τη δεξιά χειρολαβή του ποδηλάτου, ότι δηλαδή δεν το προσπέρασε με ασφάλεια. Συνακόλουθα, και αυτός ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Αναφορικά με τους λόγους έφεσης 3 και 6, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι, παρά τη θέση του Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε ενώπιον του μαρτυρία που να μπορούσε να στηρίξει εύρημα ότι το όνομα του θύματος ήταν «Xia Dong», στις λεπτομέρειες του αδικήματος που προσετέθη από το Δικαστήριο το θύμα προσδιορίζεται σε συσχετισμό με την Xia Dong. Περαιτέρω, προβάλλεται η θέση ότι το Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι μπορούσε να τροποποιήσει τις λεπτομέρειες του αδικήματος σε ότι αφορά τη περιγραφή του θύματος, αφού δεν εφαρμόζονται οι αρχές της υπόθεσης Κυριάκου (πιο πάνω).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως προς την ταυτότητα του θύματος κατέληξε, ως ακολούθως στη σελ. 44 της απόφασης:
«Ωστόσο, κρίνω σημαντικό να σημειώσω ότι σύμφωνα με το άρθρο 39(ζ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, δεν απαιτείται περιγραφή προσώπων που αναφέρονται στην κατηγορία, με λεπτομέρειες περισσότερες από εκείνες που είναι εύλογα επαρκείς για να πληροφορήσουν τον κατηγορούμενο για τα πρόσωπα αυτά. Είναι υπό το φως αυτής της νομοθετικής διάταξης, που το Εφετείο κατέληξε να τροποποιεί κατ΄ έφεση, στην υπόθεση Ανδρέας Κυριάκου ν Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 458, τις λεπτομέρειες αδικήματος, διαγράφοντας το όνομα του θύματος «Δήμητρα Καλαβά», αφού αυτό δεν αποδεικνύετο από τη διαθέσιμη μαρτυρία, και αντικαθιστώντας το με τη φράση «η σύζυγος του θύματος». Σημαντική η εξής παρατήρηση του Εφετείου. «Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η μεταβολή του κατηγορητηρίου δεν θα επηρέαζε δυσμενώς τον εφεσείοντα στην υπεράσπισή του. Ο εφεσείων δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι δεν γνώριζε εναντίον ποιου προσώπου κατηγορείτο ότι επιτέθηκε. Σύμφωνα με την προσαχθείσα μαρτυρία, είχε ακολουθήσει το θύμα της επίθεσής του, τόσο στον Αστυνομικό Σταθμό όσο και στο νοσοκομείο, με σκοπό να το πείσει, με προτροπές και απειλές, να μην προχωρήσει στη δίωξη εναντίον του, παραδεχόμενος ότι ήταν η σύζυγός του.»
Συνεπώς, εάν καταλήξω σε εύρημα ότι όλα τα άλλα συστατικά στοιχεία του αδικήματος έχουν αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, δύναμαι ακόμη και στο παρόν στάδιο της δίκης, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 85(4) του Κεφ. 155, να προχωρήσω σε κατάλληλη τροποποίηση των λεπτομερειών του αδικήματος σε ό,τι αφορά την περιγραφή του θύματος. Δεν έχω πεισθεί ότι τέτοια τροποποίηση θα επηρέαζε δυσμενώς τον κατηγορούμενο στην Υπεράσπιση του.»
Μετά δε που έγινε η προσθήκη κατηγορίας για αμελή οδήγηση, οι λεπτομέρειες του αδικήματος διατυπώθηκαν με τρόπο ώστε να περιλαμβάνουν την ορθή περιγραφή του θύματος, ήτοι:
«"Ο κατηγορούμενος την 18/6/2008 και ώρα 13:55 στη Λεωφόρο Στροβόλου, στο Στρόβολο της Επαρχίας Λευκωσίας, οδηγούσε το φορτηγό με αριθμούς εγγραφής ΚΑΑ791, χωρίς την προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή και επέφερε το θάνατο γυναίκας ποδηλάτριας η οποία κατονομάζεται στην ιατροδικαστική έκθεση ως Xia Dong τέως από την Κίνα.»
Ούτε σε αυτό το σημείο κρίνουμε λανθασμένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ο εφεσείων γνώριζε ότι απολογισμός του δυστυχήματος στο οποίο ενεπλάκη ήταν ο θανάσιμος τραυματισμός της ποδηλάτριας την οποία είδε στη σκηνή. Με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου, η νεκροτομή του θύματος έλαβε χώρα την επομένη του δυστυχήματος από την ιατροδικαστή Ελένη Αντωνίου και τα στοιχεία του θύματος αναγράφονται στην ιατροδικαστική της έκθεση. Κρίνουμε ότι υπάρχει επαρκής προσδιορισμός με αυτό τον τρόπο του προσώπου που αναφέρεται στην κατηγορία και πως εφαρμόζονται στην παρούσα περίπτωση τα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Κυριάκου (πιο πάνω).
Με τον λόγο έφεσης 8 ο εφεσείων θεωρεί ως λανθασμένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο απέρριψε ως μη αξιόπιστη τη δήλωση του ΜΚ3 προς τον κατηγορούμενο ότι «είδα τα ούλλα και δεν φταίεις». Η σχετική ανάλυση του θέματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει ως ακολούθως:
«Είπε ο ΜΚ1 ότι ο μόνος ανεξάρτητος μάρτυρας που υπήρχε, δηλαδή ο αυτόπτης μάρτυρας (ΜΚ3), ο οποίος ακολουθούσε το φορτηγό ως η πορεία που σημειώθηκε με το σημείο Γ επί του σχεδίου της σκηνής, δεν είδε το ποδήλατο. Αυτό επιβεβαιώθηκε από τον ίδιο το ΜΚ3, αφού στην αφήγηση των όσων είδε προς την Αστυνομία είπε ότι «Αφού περάσαμε τα φώτα της Alpha Bank το φορτηγό κινήθηκε προς το μέρος μου παίρνοντας μέρος και των δύο λωρίδων. Εγώ ελάττωσα για να προχωρήσει και ξαφνικά είδα από τους αριστερούς πισινούς τροχούς του φορτηγού να βγαίνει ένα ανθρώπινο σώμα, πολτοποιημένο το κεφάλι. Εγώ σιοκαρίστηκα και είδα ένα ποδήλατο δίπλα.» Δηλαδή πρώτα έγινε η σύγκρουση και μετά το ΜΚ3 αντιλήφθηκε την ύπαρξη του ποδηλάτου. Είναι για αυτόν τον λόγο που απορρίπτω ως αναξιόπιστη την επιμέρους δήλωση στην οποία προέβη ο ΜΚ3 προς τον Κατηγορούμενο ότι «είδα τα ούλλα και δεν φταίεις». Εφόσον δεν είδε ο ίδιος το ποδήλατο πριν τη σύγκρουση, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί βάσιμη τέτοια δήλωσή του. Δεν τα είδε όλα. Προέβη σε μια καθησυχαστική δήλωση προς τον Κατηγορούμενο, όταν τον είδε να παθαίνει λυποθυμικό σοκ αφότου του ανακοίνωσε ότι «ετσίλλησες πλάσμα».»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεξηγεί το λόγο που απορρίπτει το περιεχόμενο της δήλωσης στην οποία προέβη ο ΜΚ3 και δε διαπιστώνουμε την ύπαρξη λάθους που απαιτεί την παρέμβαση μας. Εξάλλου, πρόκειται για έκφραση γνώμης του μάρτυρα η οποία έγινε στη σκηνή, μετά το δυστύχημα, κάτω από τις περιστάσεις που διαμορφώθηκαν και ως τέτοια ορθά το Δικαστήριο δεν της απέδωσε οποιαδήποτε σημασία.
Για τους πιο πάνω λόγους κρίνουμε ότι κανένας από τους λόγους έφεσης εναντίον της καταδίκης ευσταθεί.
Ο κ. Τριανταφυλλίδης ισχυρίζεται ότι η ποινή που του επιβλήθηκε είναι έκδηλα υπερβολική με ειδική αναφορά στη στέρηση της άδειας οδηγού του εφεσείοντα ο οποίος είναι επαγγελματίας οδηγός. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κρίνουμε ότι έλαβε υπόψη και εξισορρόπησε όλους τους σχετικούς για την επιμέτρηση της ποινής παράγοντες. Σημειώνουμε με επιδοκιμασία το καταληκτικό απόσπασμα από την απόφαση που πραγματεύεται την επιβολή στερητικής της άδειας ποινής:
«Εκείνο το οποίο με έχει προβληματίσει ιδιαίτερα είναι η αναγκαιότητα της επιβολής στέρησης της άδειας οδηγού του Κατηγορουμένου. Ασφαλώς και έχω λάβει υπόψη το ότι η άδεια οδηγού είναι αναγκαία για σκοπούς βιοπορισμού του Κατηγορουμένου. Έχω επίσης λάβει υπόψη το ότι δεν έχει κανένα βαθμό ποινής στην άδειά του και το χρόνο που έχει παρέλθει από το αδίκημα. Ωστόσο, καταλήγω ότι, η απώλεια μιας ανθρώπινης ζωής η οποία προκλήθηκε από την οδήγηση του Κατηγορουμένου, είναι ορθό και δίκαιο να τιμωρηθεί με στέρηση της άδειας οδηγού του Κατηγορουμένου, το εύρος της οποίας θα περιορίσω στους 5 μήνες από αύριο. Η έξαρση που παρουσιάζουν τα θανατηφόρα δυστυχήματα σήμερα δικαιολογεί μια αυστηρότερη προσέγγιση από εκείνη που επικρατούσε την εικοσαετία μεταξύ 1980 - 2000.»
Σε ό,τι αφορά τον ισχυρισμό ότι εάν εδίδετο η δυνατότητα στον εφεσείοντα να απολογηθεί στην νέα κατηγορία ενδεχόμενα να την παραδεχόταν και αυτό θα προσμετρούσε ως μετριαστικός παράγοντας, αυτό δεν ευσταθεί. Ο εφεσείων, πέραν του ότι είχε την δυνατότητα να παραδεχθεί οποτεδήποτε πριν την επιβολή ποινής εάν το επιθυμούσε, όχι μόνο δεν το έπραξε, αλλά ακόμα και στο στάδιο της έφεσης αμφισβήτησε ότι οδηγούσε χωρίς την προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή. Επομένως δεν θα μπορούσε να του δοθεί το ευεργέτημα της παραδοχής. Συνακόλουθα, η έφεση εναντίον της ποινής απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ