ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 2 ΑΑΔ 242

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 127/2011)

 

12 Μαρτίου, 2013

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΚΩΣΤΑΣ  ΝΕΟΦΥΤΟΥ,

Εφεσείοντας,

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

_________________________

 

Αλ. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα.

Δ. Παπαστεφάνου (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

__________________________

 

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής Νικολάτος.

 


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:    Ο τέταρτος κατηγορούμενος-εφεσείων καταδικάστηκε από το  πρωτόδικο δικαστήριο, μετά από ακροαματική διαδικασία, σε δύο κατηγορίες.  Στην κατηγορία 4, της επίθεσης που προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη στο Γιαννάκη Παπαστυλιανού, κατά παράβαση των άρθρων 243 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και στην κατηγορία 5, την οποία πρόσθεσε το ίδιο το πρωτόδικο δικαστήριο ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει ο Νόμος, η οποία επίσης αφορά επίθεση προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη κατά παράβαση των άρθρων 243 και 20 του Κεφ. 154 και συνίσταται σε επίθεση του εφεσείοντα εναντίον του Παρασκευά Παπαστυλιανού (αδελφού του Γιαννάκη Παπαστυλιανού). 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αθώωσε και απάλλαξε τους υπόλοιπους κατηγορούμενους 1, 2, 3 και 5 από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν. 

 

Με την υπό εξέταση έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με τρεις λόγους:

 

1.     Ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε σε καταδικαστική απόφαση εναντίον του εφεσείοντα στην 4η και 5η κατηγορία, στηριζόμενο ουσιαστικά μόνο σε μέρος της μαρτυρίας του Μ.Κ.5, Γεώργιου Μιχαηλίδη, ενώ θα έπρεπε να είχε κρίνει τη μαρτυρία του ως αναξιόπιστη στο σύνολό της. 

2.    Ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε την «τυχαία» αναγνώριση του εφεσείοντα από τον Μ.Κ.5, στο χώρο του δικαστηρίου, μετά από  μεγάλο χρονικό διάστημα. 

3.    Ότι η  καταδικαστική απόφαση για τον εφεσείοντα είναι ακροσφαλής επειδή η  μαρτυρία που τον ενέπλεκε στη διάπραξη των αδικημάτων απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ως αναξιόπιστη. 

 

Ουσιαστικά τα  θέματα που τίθενται με την παρούσα έφεση είναι: (α) αν ορθά ή λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του Μ.Κ.5 Γιώργου Μιχαηλίδη, ενώ απέρριψε  τη μαρτυρία άλλων μαρτύρων κατηγορίας και ειδικά των παραπονουμένων (Γιαννάκη και Παρασκευά Παπαστυλιανού), Μ.Κ. 3 και 4, (β) αν η μαρτυρία του Μ.Κ.5 αναφορικά με την αναγνώριση του εφεσείοντα ως ενός από τους επιτιθέμενους ήταν τέτοιας ποιότητας ώστε το πρωτόδικο δικαστήριο να μπορεί να βασιστεί σ΄ αυτήν και να καταδικάσει τον εφεσείοντα, και (γ)  αν με βάση το σύνολο της μαρτυρίας και των περιστατικών της υπόθεσης, η καταδικαστική πρωτόδικη απόφαση εναντίον του εφεσείοντα είναι ακροσφαλής.

 

Η μαρτυρία του Μ.Κ.5, με την οποίαν αυτός αναγνώρισε τον εφεσείοντα ως ένα από τους επιτιθέμενους, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν ότι αυτός (ο Μ.Κ.5) δεν γνώριζε προηγουμένως τον εφεσείοντα.  Είδε τον εφεσείοντα, αρκετό χρόνο μετά το περιστατικό της επίθεσης, στο δικαστήριο, και τον αναγνώρισε.   Ήταν θετικός όμως ο Μ.Κ.5 ότι θυμόταν τον εφεσείοντα επειδή ήταν χαρακτηριστικός ο τρόπος που κτυπούσε τους δύο παραπονούμενους.  Όπως είπε: «Θυμούμαι χαρακτηριστικά τον 4ο κατηγορούμενο, επειδή όπως στεκόταν εδίαν κλωτσιές σαν να έκαμνε καράτε».   Στην κατάθεση του, τεκμήριο 8, ο Μ.Κ.5 περιέγραψε το επεισόδιο της 19.7.2008 στο οποίο διάφορα άτομα επιτέθηκαν και προκάλεσαν πραγματική σωματική βλάβη στους Πάρη και Γιάννη Παπαστυλιανού και είπε ότι δεν γνώριζε τα άτομα που επιτέθηκαν αλλά αν τα έβλεπε θα μπορούσε, ίσως, να αναγνωρίσει κάποιους από αυτούς. 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ως αναξιόπιστους μάρτυρες τους δύο αδελφούς παραπονούμενους, Παρασκευά ή Πάρη και Γιάννη ή Γιαννάκη Παπαστυλιανού, αλλά θεώρησε ως αξιόπιστο μάρτυρα τον Μ.Κ.5 Γιώργο Μιχαηλίδη.  Παρά ταύτα έκρινε ότι η αναγνώριση του Μ.Κ.5 αναφορικά με τον 3ο κατηγορούμενο δεν ήταν ικανοποιητική και άφηνε αμφιβολίες ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε η αναγνώριση.  Επομένως απάλλαξε τον 3ο κατηγορούμενο στη βάση του ότι η αναγνώριση του δεν ήταν ικανοποιητική.  Αναφορικά όμως με τον 4ο κατηγορούμενο-εφεσείοντα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι η μαρτυρία αναγνώρισης του από τον Μ.Κ.5, ήταν ικανοποιητική.  Η διαφορά έγκειτο στο ότι ο Μ.Κ.5 ήταν θετικός στη μαρτυρία του ότι ξεχώρισε τον 4ο κατηγορούμενο-εφεσείοντα ο οποίος του είχε κάμει εντύπωση για τον χαρακτηριστικό τρόπο με τον οποίο κτυπούσε, ενώ το ίδιο δεν ίσχυε για τον 3ο κατηγορούμενο.  Συγκεκριμένα το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε τα εξής:  Οι Μ.Κ.4 και Μ.Κ.5 αναγνώρισαν, όπως είπαν, τον 3ο κατηγορούμενο σαν το πρόσωπο που κτύπησε τον Μ.Κ.4.  Οι δύο όμως αυτοί μάρτυρες είχαν δηλώσει ότι, στο χώρο της δισκοθήκης όπου είχε γίνει το επεισόδιο, ήταν σκοτεινά και δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν τα άτομα.  Το ερώτημα που απασχόλησε το δικαστήριο ήταν πώς και οι δύο αναγνώρισαν, εκ των υστέρων, τον 3ο κατηγορούμενο στο δικαστήριο 1½ χρόνο μετά το επεισόδιο, σαν το πρόσωπο που κτύπησε με ξύλο τον Μ.Κ.4.  Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε και τα εξής:  «Η αναγνώριση θα πρέπει να είναι σαφής και θετική και δεν μπορεί να είναι υπό την αίρεση ότι δεν μπορεί να αποκλειστούν από τη σκηνή, όπως αναφέρει ο Μ.Κ.4.  Η πιο πάνω μαρτυρία αφήνει αμφιβολίες αν κάτω από τις συνθήκες που οι δύο μάρτυρες περιέγραψαν μπορεί η αναγνώριση του 3ου κατηγορούμενου να είναι θετική».

 

Σε αντίθεση με τα προαναφερόμενα, το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι: «Η μοναδική σαφώς μαρτυρία που παραμένει ενώπιον του Δικαστηρίου και κρίνω ότι είναι αξιόπιστη είναι αυτή του Μ.Κ.5.  Ο Μ.Κ.5 μου έκανε θετική εντύπωση τόσο με τα όσα ανέφερε στη μαρτυρία του όσο και με τον τρόπο που κατέθετε αλλά και τη γενικότερη συμπεριφορά του στο εδώλιο του μάρτυρα και κρίνω ότι μέσα στα πλαίσια των όσων αντελήφθηκε είπε την αλήθεια με επιφύλαξη μόνο σε σχέση με την αναγνώριση του 3ου κατηγορούμενου, όπως αναφέρω πιο πάνω.  Ο μάρτυρας ανέφερε γιατί θυμόταν τον 4ο κατηγορούμενο και το συγκεκριμένο λόγο που του έκαμε εντύπωση και επικεντρώθηκε, όπως είπε, η προσοχή του σ΄ αυτόν».   Αργότερα στην απόφαση, η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, αναφέρει ότι αποδέχεται τη μαρτυρία του Μ.Κ.5 και κρίνει ότι ο 4ος κατηγορούμενος-εφεσείων, έξω από τη συγκεκριμένη δισκοθήκη, επιτέθηκε και κτύπησε μαζί με άλλα άτομα τους Μ.Κ.3 και Μ.Κ.4 (Γιαννάκη και Παρασκευά Παπαστυλιανού).

 

Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έκαμε αναφορά σε νομολογία, αναφορικά με τα κριτήρια αναγνώρισης κατηγορουμένων και τους κινδύνους σφάλματος που υπάρχουν, όταν το ουσιαστικό επίδικο θέμα είναι εκείνο της αναγνώρισης ενός κατηγορούμενου ως του προσώπου που διέπραξε το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται.  Θα μπορούσε, το πρωτόδικο δικαστήριο, να είχε αναφερθεί στις κατευθυντήριες γραμμές που δόθηκαν στην καθοδηγητική αγγλική απόφαση στην υπόθεση R. v. Turnbull (1976) 3 All E.R. 549 αλλά και σε κυπριακή νομολογία στην οποίαν υιοθετήθηκε η Turnbull (ανωτέρω) (Δέστε:  Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 ΑΑΔ 259 και Χ΄΄ Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 2 ΑΑΔ 174).   Σύμφωνα με την Turnbull το δικαστήριο πρέπει να προειδοποιήσει τους ενόρκους, και στην περίπτωση των κυπριακών δικαστηρίων τον εαυτό του, για τους κινδύνους που υπάρχουν όταν αμφισβητείται η αναγνώριση του  κατηγορούμενου ως του προσώπου που διέπραξε το αδίκημα.   Σύμφωνα με την Turnbull θα πρέπει να λαμβάνονται επίσης υπόψιν το χρονικό διάστημα που ο μάρτυρας παρατήρησε τον κατηγορούμενο, την απόσταση, τις συνθήκες φωτισμού και άλλα στοιχεία, τα οποία καθορίζουν την ποιότητα της αναγνώρισης.   Αν η  ποιότητα της αναγνώρισης είναι φτωχή το δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσον υπάρχει περαιτέρω ενισχυτική μαρτυρία προτού καταδικάσει τον κατηγορούμενο. 

 

Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο, με τον δικό του τρόπο, προειδοποίησε τον εαυτό του για την αναγκαιότητα η αναγνώριση του κατηγορούμενου να είναι σαφής και θετική και όχι υπό προϋποθέσεις.  Αν η  μαρτυρία αναγνώρισης αφήνει αμφιβολίες, όπως είπε το πρωτόδικο δικαστήριο, η αναγνώριση δεν μπορεί να είναι θετική.  Γι΄ αυτό και το πρωτόδικο δικαστήριο απάλλαξε τον 3ο κατηγορούμενο.  Αντίθετα όμως (το  πρωτόδικο δικαστήριο) έκρινε ότι η αναγνώριση του 4ου κατηγορούμενου-εφεσείοντα, από τον Μ.Κ.5, ήταν σαφής, θετική και χωρίς επιφυλάξεις.  Ο Μ.Κ.5 θυμόταν χαρακτηριστικά τον εφεσείοντα για το συγκεκριμένο λόγο που του έκαμε εντύπωση και που ήταν ο τρόπος με τον οποίον ο εφεσείων κτυπούσε του δύο παραπονούμενους.  Είναι γεγονός ότι ο Μ.Κ.5 δεν γνώριζε προηγουμένως τον εφεσείοντα αλλά όταν τον είδε, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, στο δικαστήριο τον αναγνώρισε.

 

Είναι θεμελιωμένες οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου.   Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα συμπεράσματα ως προς την αξιοπιστία μαρτύρων αν αυτά ήταν λογικά και εφικτά (Δέστε:  Πετράκης ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 455 και Κλεοβούλου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 30).    Όπως τονίστηκε και στην Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 320 το Εφετείο μπορεί να επέμβει στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου, επί των γεγονότων, όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή είναι αντίθετα με αδιαμφισβήτητη μαρτυρία. 

 

Στην παρούσα υπόθεση θεωρούμε ότι δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης του Εφετείου είτε στα συμπεράσματα ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων είτε ως προς τα ευρήματα του αναφορικά με τα γεγονότα.  Το ότι μέρος της μαρτυρίας του Μ.Κ.5, αναφορικά με την αναγνώριση του κατηγορούμενου 3, θεωρήθηκε ως μή ασφαλές και δεν έγινε δεκτό, ενώ άλλο μέρος της μαρτυρίας του αναφορικά με την αναγνώριση του εφεσείοντα, θεωρήθηκε ως ασφαλές και έγινε δεκτό, δεν θεωρούμε ότι είναι καθ΄ οιονδήποτε τρόπο μεμπτό, εφόσον το πρωτόδικο δικαστήριο εξήγησε τις βασικές διαφορές και τους λόγους για τους οποίους στη μια περίπτωση η αναγνώριση κρίθηκε ως ικανοποιητική (στην περίπτωση του εφεσείοντα) ενώ στην άλλη περίπτωση (του κατηγορούμενου 3) δεν κρίθηκε ως ικανοποιητική.

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο καθοδηγήθηκε από ορθές νομικές αρχές, έδωσε σημασία στην ποιότητα της μαρτυρίας αναγνώρισης των κατηγορουμένων και κατέληξε σε ορθά συμπεράσματα αθωώνοντας τον 3ο κατηγορούμενο και καταδικάζοντας τον 4ο κατηγορούμενο-εφεσείοντα για τον οποίον η μαρτυρία αναγνώρισης ήταν και επαρκής και ικανοποιητική.   Υπό τις περιστάσεις η καταδικαστική απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με τον εφεσείοντα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ακροσφαλής, για οποιοδήποτε λόγο. 

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

                                                        Δ.

 

                                                        Δ.

 

                                                        Δ.

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο