ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 2 ΑΑΔ 263
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 126/2010 και 127/2010)
13 Ιουλίου, 2011
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
(Ποινική Εφεση Αρ. 126/2010)
DELKASA ESTATES LIMITED,
Εφεσείουσα,
ν.
ΔΗΜΟY ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ,
Εφεσίβλητου.
(Ποινική Εφεση Αρ. 127/2010)
ΛΙΑ ΚΑΡΥΟΠΟΥΛΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,
Εφεσείουσα,
ν.
ΔΗΜΟY ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ,
Εφεσίβλητου.
_ _ _ _ _ _
Γ. Σεργίδου, για τις Εφεσείουσες και στις δύο εφέσεις.
Α. Ιωάννου και Σ. Βασιλείου, για τον Εφεσίβλητο.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η Delkasa Estates Ltd και η Λία Καρυοπούλη Κυριάκου, κατόπιν δίκης, κρίθηκαν ένοχες σε κατηγορίες που αφορούσαν παραβάσεις προνοιών του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου Κεφ. 96. Επιβλήθηκε και στις δύο πρόστιμο και εκδόθηκαν εναντίον τους διατάγματα κατεδάφισης των οικοδομών στις οποίες αφορούσαν οι παραβάσεις. Με χωριστές εφέσεις που άσκησαν αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για την καταδίκη και τις ποινές που επιβλήθηκαν. Οι εφέσεις ακούστηκαν μαζί. Η Delkasa Estates Ltd θα αναφέρεται ως «εφεσείουσα 1» και η κα Λία Καρυοπούλη Κυριάκου ως «εφεσείουσα 2».
Τα γεγονότα, στη βάση των οποίων στηρίχθηκε η καταδίκη, είναι ότι η εφεσείουσα 2 είναι διευθύντρια της εφεσείουσας 1. Οι εφεσείουσες και ένα ακόμη πρόσωπο είναι συνιδιοκτήτες του τεμαχίου 960 του Φ/Σχ. 54/43 εντός των δημοτικών ορίων του Δήμου Αγίου Αθανασίου. Η εφεσείουσα 1 είναι επίσης διευθύντρια της εταιρείας S. Akapnitis & Co Ltd η οποία είναι ιδιοκτήτρια του τεμαχίου 961 στην ίδια περιοχή. Και τα δύο τεμάχια βρίσκονται νοτίως της βιομηχανικής περιοχής του Δήμου Αγίου Αθανασίου. Τον Ιανουάριο του 1993 εκδόθηκε άδεια οικοδομής για την ανέγερση επί των πιο πάνω τεμαχίων ισόγειας οικίας με υπόγεια αποθήκη τροφίμων και ψυκτικό θάλαμο, μια αποθήκη τροφίμων και εκθεσιακό χώρο στο ισόγειο και δύο γραφεία στο μεσοπάτωμα. Τον Οκτώβριο 2006 εκδόθηκε άδεια οικοδομής για επεκτάσεις της υφιστάμενης αποθήκης τροφίμων και τη δημιουργία χώρων στάθμευσης οχημάτων. Τον Αύγουστο 2008, υπάλληλοι του Δήμου Αγίου Αθανασίου επισκέφθηκαν τις οικοδομές και κατά τον έλεγχο που διενήργησαν διαπίστωσαν ότι έγιναν προσθήκες και μετατροπές στην υφιστάμενη οικοδομή που δεν καλύπτονταν από τις εκδοθείσες άδειες. Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε ότι
(α) είχε κατεδαφιστεί ο τοίχος στο ισόγειο που διαχώριζε τον εγκεκριμένο εκθεσιακό χώρο από την αποθήκη τροφίμων με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ενιαίος χώρος.
(β) ο υπόγειος χώρος επεκτάθηκε κατά 400 τ.μ.
(γ) ο κενός χώρος του μεσοπατώματος έκλεισε και δημιουργήθηκαν νέοι γραφειακοί χώροι περί τα 144 τ.μ.
(δ) άνωθεν του ισογείου δημιουργήθηκε αποθηκευτικός χώρος εμβαδού 400 τ.μ.
(ε) έγινε εγκατάσταση κλιμακοστασίου και ανελκυστήρα στο βορειοανατολικό άκρο της αποθήκης,
(στ) κατασκευάστηκε μεταλλικό κλιμακοστάσιο στο βόριο τμήμα που επικοινωνούσε με τον αποθηκευτικό χώρο πάνω από το ισόγειο.
Το διάταγμα κατεδάφισης που εκδόθηκε εναντίον των εφεσειουσών αφορούσε τις παρανόμως διενεργηθείσες προσθήκες/μετατροπές ως οι παράγραφοι (β), (γ), (δ), (ε) και (στ) ανωτέρω. Εναντίον των εφεσειουσών εκδόθηκε επίσης διάταγμα κατεδάφισης της οικοδομής που χρησιμοποιείτο ως αποθήκη τροφίμων, εκθεσιακός χώρος και γραφεία. Εκδόθηκε επίσης διάταγμα τερματισμού της χρήσης της οικοδομής ως αποθήκης τροφίμων, εκθεσιακού χώρου και γραφείων. Η εκτέλεση των πιο πάνω διαταγμάτων αναστάληκε για περίοδο δύο μηνών εκτός αν εξασφαλίζονταν στο μεταξύ οι αναγκαίες άδειες και πιστοποιητικό έγκρισης, αναλόγως της περιπτώσεως, από την αρμόδια αρχή.
Οι εφεσείουσες με τις χωριστές εφέσεις που καταχώρησαν προώθησαν από έξι παρόμοιους λόγους έφεσης. Τρεις λόγοι έφεσης αφορούν στην καταδίκη και άλλοι τρεις στην ποινή. Οι λόγοι έφεσης κατά της καταδίκης έχουν ως κοινή συνισταμένη ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε λανθασμένα τη μαρτυρία και λανθασμένα αποφάσισε ότι αποδείχθηκαν τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων για τη διάπραξη των οποίων καταδικάστηκαν. Οι λόγοι έφεσης κατά της ποινής αναφέρονται στα διατάγματα κατεδάφισης και τερματισμού της χρήσης της οικοδομής τα οποία, σύμφωνα με την εισήγηση, συνιστούν εκδήλως υπερβολική ποινή η οποία, εν πάση περιπτώσει, είναι το αποτέλεσμα λανθασμένης άσκησης της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου αλλά και προϊόν σφάλματος αρχής και εσφαλμένης καθοδήγησης αναφορικά με το σκοπό του νόμου και/ή την προσέγγιση της νομολογίας.
Η εισήγηση των εφεσειουσών ότι η μαρτυρία που είχε ενώπιόν του το πρωτόδικο δικαστήριο «δεν σκιαγραφούσε με βεβαιότητα το πρόσωπο που διέπραξε το αδίκημα και άφηνε αμφιβολίες ικανές να οδηγήσουν στην αθώωση της εφεσείουσας» 1 δεν ευσταθεί. Το πρωτόδικο δικαστήριο στηρίχθηκε στη μαρτυρία του κ. Γ. Γεωργίου (Μ.Κ.1) τεχνικού στο τεχνικό τμήμα των εφεσιβλήτων, ο οποίος επισκέφθηκε την οικοδομή για έλεγχο στις 7.8.2008, συνοδευόμενος από συνάδελφό του. Κατά τον έλεγχο, ο μάρτυρας διαπίστωσε τις παραβάσεις που αναφέρονται στις λεπτομέρειες των κατηγοριών. Ο μάρτυρας παρουσίασε επίσης τα αρχιτεκτονικά σχέδια στη βάση των οποίων είχε εκδοθεί η αρχική άδεια οικοδομής και η μεταγενέστερη καλυπτική άδεια. Παρουσίασε ακόμα και σχέδιο στο οποίο εμφαίνεται η την επί τόπου κατάσταση κατά τον χρόνο που διενήργησε τον έλεγχο όπου σημειώνονται οι διαπιστωθείσες προσθήκες/μετατροπές στην οικοδομή που δεν καλύπτονταν από τις άδειες και περιέγραψε λεπτομερώς μία προς μία την κάθε παράβαση.
Δεν εντοπίσαμε οποιοδήποτε σφάλμα αναγόμενο στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του εν λόγω μάρτυρα έτσι ώστε να δικαιολογείται επέμβαση προς ανατροπή των σχετικών ευρημάτων. Το συμπέρασμα του δικάσαντος δικαστηρίου ότι για τις παράνομες προσθήκες/μετατροπές ευθύνεται η εφεσείουσα 1, προέκυψε όχι μόνο από τη μαρτυρία του Γ. Γεωργίου αλλά και από το περιεχόμενο των επιστολών της εφεσείουσας (τεκμ. 12 και τεκμ. 13) προς τους εφεσίβλητους σύμφωνα με το οποίο η εφεσείουσα ζητούσε την κατανόηση των εφεσιβλήτων και χρόνο για να προβεί στα δέοντα προς εξασφάλιση των απαραίτητων καλυπτικών αδειών κλπ.
Ανεδαφικός κρίνεται και ο λόγος έφεσης ο οποίος αναφέρεται στο πιστοποιητικό τελικής έγκρισης και στη ανοχή της χρήσης της κατοχής της οικοδομής με τις παράνομες προσθήκες και μετατροπές χωρίς την έκδοση τέτοιου πιστοποιητικού. Σχετικό επί του προκειμένου είναι το πιο κάτω απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης, η ορθότητα του οποίου δεν επιδέχεται αμφισβήτησης εφόσον τα γεγονότα εκπηγάζουν, καθώς διαπιστώνουμε, από το περιεχόμενο των εγγράφων που αναφέρονται.
«Επίσης το γεγονός ότι κατείχε και χρησιμοποιούσε την εν λόγω οικοδομή φαίνεται και από την ένορκη δήλωση της κατηγορούμενης 2 που συνοδεύει την ένσταση της, τεκμήριο17 όπου στην παράγραφο 5(σ)(τ) αναφέρει ότι υπέγραψε ενοικιαστήριο έγγραφο, το οποίο περιλαμβάνεται στο τεκμήριο 18, με την εταιρεία MADACO & ELOMAS DISTRIBUTORS LTD και για το οποίο θα αναγκαζόταν να πληρώσει αποζημιώσεις σε περίπτωση μη έγκαιρης παράδοσης του κτιριακού συγκροτήματος. Ουδέν όμως αναφέρεται αλλά ούτε και έχει υποβληθεί στον Μ.Κ.1 από πλευράς υπεράσπισης ότι τα εν λόγω κτιριακό συγκρότημα παραδόθηκε στην εταιρεία MADACO & ELOMAS DISTRIBUTORS LTD αλλά ούτε και προσφέρθηκε μαρτυρία από πλευράς υπεράσπισης επί αυτού του θέματος. Είχε μάλιστα υποβληθεί η θέση στον Μ.Κ.1 ότι το οικοδόμημα είναι εργοστάσιο το οποίο διαχειρίζεται η εταιρεία S. Akapnitis & Co Ltd και η κατηγορούμενη 1 ουδεμία σχέση έχει. Αυτά τα δεδομένα από μόνα τους δεν αφήνουν οιανδήποτε αμφιβολία για το ότι η κατηγορούμενη 1 κατέχει και χρησιμοποιεί την οικοδομή χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης.»
Οι εφεσείουσες δεν παρουσίασαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου οποιαδήποτε μαρτυρία στη βάση της οποίας θα μπορούσε να εξουδετερωθεί η μαρτυρία που προσκόμισε ο εφεσίβλητος πάνω στην οποία θεμελιώθηκε η καταδίκη. Οι προσθήκες/μετατροπές που επέφεραν οι εφεσείουσες στην υφιστάμενη οικοδομή ήταν ουσιώδεις και προτού διενεργηθούν, έπρεπε να είχαν εξασφαλιστεί οι απαραίτητες άδειες. Δεν εξασφαλίστηκαν ούτε καλυπτικές άδειες και βεβαίως ούτε πιστοποιητικό τελικής έγκρισης. Σαφώς προκύπτει από τα γεγονότα ότι υπήρξε ανοχή των εφεσειουσών στη χρήση και κατοχή της παράνομης οικοδομής από τρίτους από τους οποίους εισέπρατταν ενοίκια.
Καθόσον αφορά το θέμα της ποινής, οι εφεσείουσες υποβάλλουν ότι οι ποινές είναι έκδηλα υπερβολικές και ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα τις πρόνοιες του νόμου και λανθασμένα άσκησε τη διακριτική του εξουσία. Υποβάλλουν επίσης ότι κατά την επιμέτρηση της ποινής δεν λήφθηκαν επαρκώς υπόψη σοβαροί ελαφρυντικοί παράγοντες και ενόψει τούτου δεν έγινε η δέουσα υπό τις περιστάσεις εξατομίκευση.
Οι αρχές οι οποίες διέπουν την ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου αναφορικά με την έκδοση διατάγματος κατεδάφισης οικοδομής που κτίστηκε παράνομα έχουν πλήρως αποκρυσταλλωθεί μέσα από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην Αδελφοί Λαμπριανίδη κα ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερίου (1989) 2 ΑΑΔ 390 έγινε σύνοψη των εν λόγω αρχών. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα της απόφασης:
«Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην οποία έγινε εκτεταμένη αναφορά από το πρωτόδικο Δικαστήριο υποστηρίζει ότι ο πρωταρχικός παράγοντας στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου ως προς την έκδοση διατάγματος κατεδάφισης είναι η διασφάλιση της εγκυρότητας της πολεοδομικής νομοθεσίας. (Περί Οδών και Οικοδομών Νόμος και Κανονισμοί) και η αποκατάσταση της νομιμότητας. Η έκδοση διατάγματος για την κατεδάφιση παράνομων οικοδομών μπορεί να αποφευχθεί μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που η παρέκκλιση από τους όρους οικοδομής είναι ασήμαντη σε τέτοιο βαθμό που η κατεδάφιση του συνόλου της οικοδομής θα συνιστούσε τιμωρία δυσανάλογη προς τη βαρύτητα του πταίσματος. Όμως και στην περίπτωση που η παρέκκλιση από τους όρους είναι ασήμαντη, και το μέρος της οικοδομής το οποίο συνιστά την παρανομία διαχωρίζεται από το υπόλοιπο και σ΄ εκείνη την περίπτωση δικαιολογείται έκδοση διατάγματος κατεδάφισης του συγκεκριμένου μέρους που συνιστά την παράβαση.»
Στην προκείμενη περίπτωση οι προσθήκες/μετατροπές στην υφιστάμενη οικοδομή ήταν εκτενείς και ουσιώδεις, στοιχείο που το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε σοβαρά υπόψη. Η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων κατεδάφισης ήταν υπό τις περιστάσεις αναγκαία γιατί διαφορετικά ο συγκεκριμένος σκοπός του νόμου θα καθίστατο μάταιος. Η μη έκδοση διατάγματος κατεδάφισης, όπως ορθά σημειώνεται στην εκκαλούμενη απόφαση, στην ουσία θα ισοδυναμούσε με έγκριση και συνέχιση της παρανομίας ώστε αυτός που παρανομεί να αισθάνεται ότι μπορεί να διαπράττει τέτοιου είδους αδικήματα και να απολαμβάνει τους καρπούς της παρανομίας του καταβάλλοντας μόνο χρηματική ποινή. Βλ. Αδελφοί Λαμπριανίδη (ανωτέρω) και Φωτίου ν. Δήμου Πάφου (1991) 2 ΑΑΔ 294. Το πρωτόδικο δικαστήριο στάθμισε όλους τους σχετικούς παράγοντες και επέβαλε τις αρμόζουσες ποινές. Το χρονικό περιθώριο αναστολής εκτέλεσης των διαταγμάτων καθορίζεται εκ του νόμου χωρίς δυνατότητα επέκτασης του.
Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί οι εφέσεις τόσο εναντίον της καταδίκης όσο και κατά της ποινής απορρίπτονται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου τα οποία να υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή.
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.
ΣΦ.