ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 2 ΑΑΔ 94
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 56/2009-65/2009)
29 Μαρτίου 2010
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
- V. -
ΑΝΔΡΕΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ - ΑΡ. ΕΦ. 56/2009,
ΤΕΥΚΡΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ - ΑΡ. ΕΦ. 57/2009,
ΧΡΙΣΤΙΑΝΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ - ΑΡ. ΕΦ. 58/2009,
ΑΝΔΡΕΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ - ΑΡ. ΕΦ. 59/2009,
ΙΟΡΔΑΝΗ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΙOΡΔΑΝΗ - ΑΡ. ΕΦ. 60/2009,
ΚΩΣΤΑ ΤΟΥΜΠΑ - ΑΡ. ΕΦ. 61/2009,
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΥΛΙΛΗ - ΑΡ. ΕΦ. 62/2009,
ΓΕΩΡΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ - ΑΡ. ΕΦ. 63/2009,
ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΝΑΓΗ - ΑΡ. ΕΦ. 64/2009,
ΧΑΡΗ ΧΑΡΙΤΟΥ - ΑΡ. ΕΦ. 65/2009,
Εφεσιβλήτων.
------------------------------
Λ. Λουκαΐδης με Σ. Μάτσα και Ν. Κέκκο, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Γεωργίου, για τον Εφεσίβλητο στην Ποινική Έφεση αρ. 56/2009, Κατηγορούμενο 1.
Σ. Χαραλάμπους, για τους Εφεσίβλητους στις Ποινικές Εφέσεις αρ. 57/2009 και 59/2009, Κατηγορούμενους 8 και 10.
Γ. Γεωργίου, για τους Εφεσίβλητους στις Ποινικές Εφέσεις αρ. 58/2009, 63/2009, 64/2009 και 65/2009, Κατηγορούμενους 9, 4,
3 και 2.
Η. Πεκρής, για τον Εφεσίβλητο στην Ποινική Έφεση αρ. 60/2009, Κατηγορούμενο 7.
Μ. Κυπριανού, για τον Εφεσίβλητο στην Ποινική Έφεση αρ. 61/2009, Κατηγορούμενο 6.
Γ. Παπαϊωάννου, για τον Εφεσίβλητο στην Ποινική Έφεση αρ. 62/2009, Κατηγορούμενο 5.
--------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Άγομαι στην ίδια κατάληξη όπως και η πλειοψηφία σε σχέση με τον τερματισμό της περαιτέρω διαδικασίας για τους κατηγορούμενους 8 και 10, καθώς και για την επανεκδίκαση της υπόθεσης από διαφορετικής σύνθεσης Κακουργιοδικείο για τους υπόλοιπους κατηγορούμενους.
Το σκεπτικό της πλειοψηφίας αναφορικά με όλα τα ζητήματα όπως αυτά αναλύονται στην απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ., με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο. Με όλο το σεβασμό, όμως, επιθυμώ να καταθέσω την προσωπική μου άποψη ως προς το πρώτο εξετασθέν θέμα, όπως επέλεξε να το χειριστεί το Κακουργιοδικείο, αυτό της αποδοχής της βιντεοταινίας εκ πρώτης όψεως ως πραγματικής μαρτυρίας («real evidence») και της μεταγενέστερης απόρριψης της, από το Κακουργιοδικείο, ενόψει και των ευρύτερων θεμάτων που απασχόλησαν κατά την έφεση, αλλά και πρωτοδίκως.
Κατά τη δική μου αντίληψη, η ανάγνωση του σκεπτικού του Κακουργιοδικείου στην τελική του απόφαση ημερ. 19.3.09 σελ. 5-17, παρά τη διασύνδεση του θέματος με ευρύτερες αρχές της δίκαιης δίκης, αποκαλύπτει ότι ο αποκλεισμός της βιντεοταινίας ως αυθεντικής (και σχολιάζω εδώ, αποκλειστικά και μόνο την προσπάθεια απόδειξης της αυθεντικότητας διά της εξ ακoής μαρτυρίας του παραγωγού), είχε ως βασικό υπόβαθρο τη θέση ότι η μη παρουσίαση του παραγωγού της κατά την ακροαματική διαδικασία αποστερούσε από την υπεράσπιση τα αναγκαία εκείνα εχέγγυα που θα διασφάλιζαν ορθή κρίση υπέρ ή εναντίον της αυθεντικότητας. Θεωρήθηκε ως ανίσχυρη προς απόδειξη της αυθεντικότητας, η εξ ακοής δήλωση του παραγωγού ως προς το ζητούμενο, μέσω της μαρτυρίας του Γενικού Εισαγγελέα που κατείχε τη βιντεοταινία, αλλά και του μάρτυρα Νικολαΐδη, ποινικού ανακριτή στην υπόθεση, προς τον οποίο στην παρουσία του Γενικού Εισαγγελέα, ο άγνωστος παραγωγός παρέδωσε αργότερα το πρωτότυπο της βιντεοταινίας.
Αυτή ακριβώς τη μεταφορά της εξ ακοής μαρτυρίας ώστε εξ αυτής να εξάγεται ως πραγματικό συμπέρασμα η αυθεντικότητα της, δεν δέχθηκε το Κακουργιοδικείο διότι, ως επί λέξει εξήγησε: «Μεταφέρει η μαρτυρία αυτή τους ισχυρισμούς κάποιου τρίτου προσώπου το οποίο δεν κλήθηκε ως μάρτυρας στη δίκη και ούτε αποκαλύφθηκε η ταυτότητα του, αποστερώντας έτσι από την υπεράσπιση κάθε ευκαιρία να τον αντεξετάσει ως προς την αυθεντικότητα της αλλά και γενικά ως προς τις συνθήκες παραγωγής της.».
Κατά την προσωπική μου εκτίμηση, αυτή η θέση είναι ορθή ιδωμένη αυτοτελώς, ανεξάρτητα δηλαδή από το αν το Κακουργιοδικείο στη συνέχεια λανθασμένα απέκλεισε την υπόλοιπη διαθέσιμη μαρτυρία που είχε επίσης ως αντικειμενικό σκοπό την απόδειξη της αυθεντικότητας της βιντεοταινίας μέσω, δηλαδή, των εμπειρογνωμόνων. Στο ακολουθούμενο σύστημα αντιπαράθεσης που λαμβάνεται στην Κύπρο, προερχόμενο και εδραζόμενο επί του αντίστοιχα θεμελιωμένου Αγγλοσαξονικού συστήματος κοινοδικαίου, αποτελεί ύψιστη και θεμελιώδη αρχή ότι έκαστος κατηγορούμενος δικαιούται να αντικρύσει και να αντικρούσει τον κατήγορο του, καθώς και όλους τους μάρτυρες του. Με συνακόλουθο βέβαια το δικαίωμα αντεξέτασης ως τον κλασσικό τρόπο ανίχνευσης της αλήθειας. Στις συνθήκες της συγκεκριμένης υπόθεσης, η προσπάθεια απόδειξης της αυθεντικότητας διά ενός εκ των τρόπων που επιχείρησε η κατηγορούσα αρχή, δηλαδή, με την εξ ακοής μαρτυρία μεταφοράς της θέσης του παραγωγού, δεν ήταν νομικά αποδεκτή για τους πιο κάτω λόγους:
Κατά αρχάς δεν ήταν περίπτωση που ήταν εξ αντικειμένου αδύνατη η παρουσίαση του παραγωγού ως μάρτυρα. Ο εκφρασθείς και μεταφερθείς διά στόματος του Γενικού Εισαγγελέα, φόβος του άγνωστου παραγωγού δεν αποτελούσε κατά νόμο αποδεκτό λόγο μη παρουσίασης του ως μάρτυρα. Δεν υπάρχει τέτοια νομοθετική πρόνοια στον περί Αποδείξεως Νόμο, Κεφ. 9, ούτε μετά την ομολογουμένως ευρεία τροποποίηση του αποκλεισμού του εξ ακοής κανόνα με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 32(Ι)/04. Πρόνοια για προστασία μάρτυρα λόγω φόβου, που εξυπακούει βέβαια τη λήψη κατάθεσης του στη δίκη, υπάρχει στον περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμο αρ. 95(Ι)/2001, εφόσον γίνεται προς τούτο σχετική αίτηση και το Δικαστήριο ικανοποιείται με βάση τα κριτήρια του άρθρου 3(3), ότι ο μάρτυρας χρήζει προστασίας καθορίζοντας τον τρόπο λήψης της κατάθεσης, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα και τα δικαιώματα του κατηγορούμενου. Στην Αγγλία, με το Criminal Justice Act 2003, άρθρο 116(2)(e), είναι επίσης επιτρεπτή, κατ΄ εξαίρεση, η προσαγωγή δηλώσεως που γίνεται έξω από τα πλαίσια της προφορικής μαρτυρίας επί Δικαστηρίω, για απόδειξη του περιεχομένου της αν, μεταξύ άλλων, ικανοποιείται το κριτήριο ότι το πρόσωπο τελεί υπό φόβο και το Δικαστήριο παρέχει άδεια να κατατεθεί η δήλωση του ως μαρτυρία. Υπάρχουν ασφαλιστικές δικλίδες ως προς την επιβεβαίωση του φόβου, για τον οποίο δίνεται στο εδάφιο (3) ευρεία ερμηνεία, και για τους σκοπούς του παρόντος σκεπτικού αρκεί να γίνει αναφορά στον Archbold: Criminal Pleading, Evidence & Practice 2007, σελ. 1352-1357 και ιδιαίτερα στις σελ,. 1355-56 παρ. 11-22 και τις εκεί αυθεντίες. Το εύλογο του φόβου αυτού, πρέπει να πιστοποιηθεί από το ίδιο το Δικαστήριο με ικανή προς τούτο μαρτυρία, περιλαμβανομένης ακόμη και της δυνατότητας να προσαχθεί κάποια προφορική μαρτυρία από τον μάρτυρα υπό συνθήκες που καθορίζει το Δικαστήριο ή μέσω κάποιας μορφής ηχογραφημένης συνέντευξης (R. v. H.W. and M. (2001) Crim. L.R. 815).
Ενόψει της επιλογής να μη χρησιμοποιηθούν οι πρόνοιες του περί Προστασίας των Μαρτύρων Νόμου, ως ανωτέρω, η μόνη δυνατότητα που προσφερόταν ήταν η παρουσίαση της βιντεοταινίας μέσω τρίτου προσώπου με όλους τους κινδύνους να μην γίνει αποδεκτή η αυθεντικότητα διά της εξ ακοής μεταφοράς της θέσης του αγνώστου παραγωγού ως προς την αυθεντικότητα της. Και ο Γενικός Εισαγγελέας, καθιστώντας τον εαυτό του μάρτυρα και επιλέγοντας αυτό τον τρόπο χειρισμού της υπόθεσης, έγινε ο ίδιος κριτής του κατά πόσο ο άγνωστος παραγωγός ήταν αδύνατο να παρουσιαστεί ως μάρτυρας, δίνοντας προς αυτόν, λανθασμένα κατά την εκτίμηση μου, υπόσχεση ότι δεν θα τον καλούσε, κατ΄ αντίθεση προς την ευρύτερη υποχρέωση της κατηγορούσας αρχής να θέσει προς την υπεράσπιση όλο το αποδεικτικό υλικό και βεβαίως τη μαρτυρία που έχει στη διάθεση της, απότοκο των αρχών της δίκαιης δίκης και της ισότητας των όπλων, (δέστε Ιωάννου και Ηρακλέους ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 657, Νικολαΐδης ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 271, Brown v. R. (1997) 1 Cr. App. R. 112, D.J. Harris, M. O´Boyle and C. Warbrick: Law of the European Convention on Human Rights σελ. 213).
Κατά δεύτερο λόγο, επί υπαρκτού και κατά τα άλλα ικανού, αλλά και εξαναγκάσιμου προσώπου να καταθέσει ως μάρτυρας, δεν είναι νοητή η μη προσαγωγή του ως μάρτυρα ή η προσφορά του προς αντεξέταση, κατ΄ επιλογή της κατηγορούσας αρχής, αποστερώντας έτσι την υπεράσπιση από το δικαίωμα άσκησης της αντεξέτασης, εκτός όπου η ίδια κρίνει ότι ο μάρτυρας δεν θα είναι μάρτυρας αληθείας (Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 612, σελ. 624-627, R. v. Oliva (1965) 3 All E.R. 1028). Το τι συζητείται σ΄ αυτήν την περίπτωση δεν είναι το περιεχόμενο της πιθανής αντεξέτασης, αλλά αυτό καθ΄ αυτό το δικαίωμα και η παροχή δυνατότητας προς αντεξέταση. Τα οποία σαφώς και αποστέρησε η κατηγορούσα αρχή από τους κατηγορούμενους εφόσον ο παραγωγός παρέμεινε άγνωστος από την αρχή μέχρι το τέλος της ακροαματικής διαδικασίας. Το γεγονός ότι υπήρχε διαθέσιμη από την κατηγορούσα αρχή και άλλη μαρτυρία που οδηγούσε σε ένδειξη ή απόδειξη περί της αυθεντικότητας της βιντεοταινίας, δεν σήμαινε ότι η μη προσαγωγή του παραγωγού, υπό τις συνθήκες που επικράτησαν, (με γνωστή δηλαδή την ταυτότητα του στην κατηγορούσα αρχή), ήταν, άνευ ετέρου και δικαιολογημένη.
Οποιαδήποτε προσπάθεια από την εφεσείουσα κατηγορούσα αρχή να μετατεθεί το βάρος της αποκάλυψης της ταυτότητας του παραγωγού στην υπεράσπιση ή ακόμη και στο ίδιο το Δικαστήριο ήταν, κατά την κρίση μου, ανεπίτρεπτη ως ερχόμενη ευθέως σε αντίθεση με τις καλά καθιερωμένες αρχές του βάρους απόδειξης σε ποινική υπόθεση και του δικαιώματος της υπεράσπισης να «εκμεταλλευτεί» τα ουσιαστικά ή διαδικαστικά λάθη της κατηγορούσας αρχής, απόρροια βεβαίως της θεμελειώδους αρχής του τεκμηρίου της αθωότητας ενός κατηγορούμενου.
Κατά τρίτο λόγο, η δυνατότητα προσαγωγής με το Νόμο αρ. 32(Ι)/04, εξ ακοής μαρτυρίας κατά ένα πλέον ελαστικό τρόπο, δεν αλλοιώνει το θεμελιώδες δικαίωμα αντεξέτασης ή τη δυνατότητα αντεξέτασης, όπου βεβαίως το ζήτημα είναι σημαντικό και όπου η παράλειψη αντεξέτασης δυνατόν να ισοδυναμεί με στέρηση ανίχνευσης της αλήθειας. Δυνατότητα που έχει ρητά διατηρηθεί με τις διατάξεις του άρθρου 26(1) του Νόμου. Το κατά πόσον μια ενδεχόμενη καταδίκη θα στηρίζεται αποκλειστικά ή κατά τρόπο αποφασιστικό στην εξ ακοής μαρτυρία, είναι ζήτημα το οποίο δεν μπορεί εκ προοιμίου να εξετάζεται κατ΄ απόλυτο τρόπο, εφόσον, σε μια σύνθετη υπόθεση, όπως η παρούσα, που η απόδειξη γεγονότος δύναται να επιτευχθεί με την προσαγωγή ποικιλότροπης μαρτυρίας, το ζήτημα πρέπει να αντιμετωπισθεί στο τέλος της ημέρας συνολικά και όχι βέβαια αποσπασματικά.
Το αυτονόητο στις υπό κρίση υποθέσεις, θα ήταν η παρουσία του παραγωγού της βιντεοταινίας οπότε και η αυθεντικότητα της θα τίθετο άμεσα στο μικροσκόπιο της αντεξέτασης ως προς τους λόγους που είχε ληφθεί η ταινία, τον τρόπο χρήσης της μηχανής που χρησιμοποιήθηκε, τη διάρκεια της, τις κινήσεις του παραγωγού κατά τη βιντεοληψία, καθιστώντας ενδεχομένως, αλλά όχι απαραιτήτως, μη αναγκαία την προσαγωγή επιστημονικής μαρτυρίας προς απόδειξη της αυθεντικότητας.
Κατά κανόνα, η πραγματική μαρτυρία («real evidence»), δεν δημιουργεί πρόβλημα στην αποδοχή της ως απτής μαρτυρίας που ομιλεί αφεαυτής υπό την έννοια της υπόθεσης The Statue of Liberty (1968) 2 All E.R. 195. Είναι, δηλαδή, τέτοιας φύσης που από μόνη της δίνει πληροφορίες ευκόλως παρατηρούμενες από το Δικαστήριο. Και διακρίνεται ως μη εξ ακοής (Murphy on Evidence 8η έκδ. σελ. 237-238), όπου για παράδειγμα ένας υπολογιστής χρησιμοποιείται ως «μηχανή» επεξεργασίας αριθμών χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, οπότε και είναι αποδεκτή η παραγωγή από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του σχετικού εντύπου («computer printout»), ως απτή μαρτυρία. (Wood (1982) 76 Cr. App. R. 23 και Minors (1989) 1 W.L.R. 441). Μάλιστα, οι κανόνες της καλύτερης δυνατής μαρτυρίας («best evidence rule»), κάμπτονται και η δεκτότητα μιας πραγματικής μαρτυρίας κρίνεται στη βάση όχι φορμαλιστικών κριτηρίων, επιτρέποντας έτσι την αποδοχή αντιγράφου (Kajala v. Noble (1982) 75 Cr. App.R. 149), ή, την προσαγωγή ακόμη και προφορικής μαρτυρίας όπου η ταινία είχε κατά λάθος διαγραφεί (Taylor v. Chief Constable of Cheshire (1986) 1 W.L.R. 1479).
Εδώ, όμως, η αποδοχή της βιντεοταινίας ως πραγματικής μαρτυρίας είχε έντονο το στοιχείο της ανθρώπινης και όχι απλώς της απρόσωπης μηχανικής ανάμειξης και έτσι ήταν επιβεβλημένη η προσαγωγή του παραγωγού.
Η απόφαση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας στην A. Panayides Constructions Ltd v. Χαραλάμπους (2004) 1 Α.Α.Δ. 416, κατά την ταπεινή μου γνώμη, δεν έθεσε τα πράγματα διαφορετικά. Κρίνοντας ότι το άρθρο 4(2) του Κεφ. 9, πριν τροποποιηθεί εξ ολοκλήρου, είχε επιβιώσει του Άρθρου 188 του Συντάγματος, το συγκεκριμένο επίδικο εκεί τεκμήριο (λογαριασμός νοσοκομείου του εξωτερικού ενόψει πρακτικής δυσκολίας παρουσίασης μάρτυρα εκ του νοσοκομείου), πληρούσε τις προϋποθέσεις κατάθεσης του, μη καταστρατηγώντας το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη λόγω μη παροχής του δικαιώματος αντεξέτασης. Ιδιαίτερα, τη στιγμή που άλλα έγγραφα από το ίδιο νοσοκομείο είχαν κατατεθεί χωρίς ένσταση. Η έμφαση στην απόφαση της πλειοψηφίας, επί του συγκεκριμένου ζητήματος με αναφορά και στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ήταν πως ζήτημα παραβίασης του δικαιώματος για δίκαιη δίκη κάτω από το Άρθρο 6(3)(δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αντίστοιχο με το Άρθρο 12.5(δ) του Συντάγματος, αποφασίζεται συγκεκριμένα («in concreto») και όχι αφηρημένα («in abstracto»), λόγος δε για στέρηση δικαιώματος αντεξέτασης σε υπόθεση είναι δυνατό να γίνει «.. εάν, βάσει των περιστατικών της, μπορεί να λεχθεί ότι, ως εκ της μη αντεξέτασης των εν λόγω προσώπων, στη γραπτή κατάθεση των οποίων στηρίχθηκε το Δικαστήριο, ο αντίδικος ή ο κατηγορούμενος δεν έτυχε, τελικά, δίκαιης δίκης.» (απόφαση Γαβριηλίδη, Δ.). Στην A. Panayides Constructions Ltd, κρίθηκε ότι θα ήταν άδικος ο αποκλεισμός του εγγράφου οδηγώντας σε απόληξη στέρησης δικαιωμάτων, λόγω της αυστηρής εφαρμογής του εξ ακοής κανόνα, σε συνάρτηση του με το δικαίωμα αντεξέτασης.
Στην παρούσα υπόθεση, η μη παροχή της δυνατότητας αντεξέτασης του παραγωγού, περιορισμένη, καθώς προσωπικά το αντιλαμβάνομαι το ζήτημα, και μόνο στην απόδειξη της αυθεντικότητας, απέληγε σε αποστέρηση δικαιωμάτων της υπεράσπισης.
Τα πιο πάνω αναφέρονται, και πρέπει να αναγιγνώσκονται υπό το φως του δεδομένου ότι σ΄ ένα ευρύτερο πλαίσιο, υπήρχε και άλλη μαρτυρία, επαρκής από τη φύση της, που κατεδείκνυε την αυθεντικότητα της βιντεοταινίας, ανεξάρτητα από τον ίδιο τον παραγωγό της. Θεωρούμενη η μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής στο σύνολο της, δεν θα μπορούσε να τεθεί ζήτημα μη δίκαιης δίκης υπό την ευρύτερη και αφηρημένη της έννοια. Ως προς το συγκεκριμένο όμως ζήτημα που αντιμετωπίστηκε την πιστοποίηση, δηλαδή, της αυθεντικότητας της βιντεοταινίας, αυτή δεν ήταν δυνατόν να γίνει με την αποδοχή της προς τούτο θέσης του παραγωγού, μεταφερθείσα διά του Γενικού Εισαγγελέα.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ