ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 2 ΑΑΔ 235

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Αίτηση Αρ. 6/2008)

 

9 Απριλίου 2009

 

[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

 

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΚΕΦ 155, ΑΡΘΡΑ 134, 132, 176, 7 ΚΑΙ 3, ΤΟΥΣ ΑΓΓΛΙΚΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ PART I AND II OF THE CRIMINAL PROCEDURE AND INVESTIGATION

ACT 1996 (ENGLAND AND WALES LAW), CRIMINAL APPEAL ACT 1968, ΤΟ ΚΟΙΝΟΔΙΚΑΙΟ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΜΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ

(UNUSED MATERIAL) ΚΑΙ ΤΗΝ ΝΕΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

(FRESH EVIDENCE), ΣΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΓΓΛΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ, R.V. MARSH, 25 CR. APP.R. 49 ΚΑΙ

R. VS KING [2000] CRIM.L.R. 835, CA, ΤΟΝ ΘΕΣΜΟ 3 (ΠΟΙΝΙΚΟ ΕΝΤΥΠΟ 33) ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΤΟ ΝΟΜΟ 14/60 ΑΡΘΡΟ 25,

ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΑΡΘΡΑ 8, 12, 30, 35 ΚΑΙ 155,

ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ (Ν. 39/62) ΑΡΘΡΑ 2, 3 ΚΑΙ 6

ΤΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ 7 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ (Ν. 18(ΙΙΙ)/2000] ΑΡΘΡΑ 2, 3 ΚΑΙ 4, ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

(NATURAL JUSTICE), ΤΙΣ ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΦΥΕΙΣ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ, ΤΗΝ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΚΑΙ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

 

-         ΚΑΙ   -

 

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ 22175/98

ΤΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ

 

-          ΚΑΙ  -

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΡΟΠΑ ΚΑΤΑΔΙΚΟΥ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΦΥΛΑΚΙΣΗΣ ΓΙΑ ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΦΕΣΗΣ

(NOTICE OF APPEAL)

 

--------------------------------

Αίτηση ημερ. 25.2.2009 για τροποποίηση

Σ. Δράκος με Κ. Ξυδά (κα), για τον Αιτητή.

Ε. Κλεόπα (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με

Δ. Κυπριανού (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Αιτητής παρών.

-------------------------------

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Χρησιμοποιώντας το Ποινικό Έντυπο αρ. 33 και στη βάση του άρθρου 134 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, ο αιτητής καταχώρησε στις 8.9.08 αίτηση τιτλοφορούμενη «Αίτηση για παράταση χρόνου ειδοποίησης έφεσης» (εφεξής «η κυρίως αίτηση»), με την οποία αιτήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο «... παράταση χρόνου δέκα ημερών εντός των οποίων θα μπορώ να καταχωρήσω Ειδοποίηση Έφεσης (Notice of Appeal) για τους πιο κάτω λόγους», προχώρησε  δε να στοιχειοθετήσει το αίτημα του στις 22 παραγράφους που ακολουθούν, με αναφορά και στα επισυνημμένα, εν πολλοίς ογκώδη, 41 τεκμήρια. 

 

        Κατά την πρώτη εμφάνιση της κυρίως αίτησης η οποία καταχωρήθηκε πάνω σε μονομερή βάση, δόθηκαν οδηγίες για την επίδοση της στον Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος καταχώρησε στην πορεία σχετική ένσταση. 

 

        Όταν η κυρίως αίτηση παρουσιάστηκε ενώπιον του Εφετείου για ακρόαση, υποβλήθηκε από τον κ. Δράκο προφορικό αίτημα για τροποποίηση των λόγων της, με  την προσθήκη στο αιτητικό και αιτήματος για άδεια επανανοίγματος της Ποινικής Έφεσης αρ. 6741 και συνακόλουθες τροποποιήσεις.  Υποδείχθηκε από την έδρα ότι αυτό ενδεχομένως να συνιστούσε θεμελιακή αλλαγή, με δεδομένη δε την εκφρασθείσα επί αυτού ένσταση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, δόθηκαν οδηγίες για καταχώρηση γραπτής αίτησης για τροποποίηση, η οποία αποτελεί τώρα το αντικείμενο της εξέτασης. 

 

        Με το πιο πάνω σύντομο ιστορικό, η θέση που προβάλλει μέσα από την  επίδικη αίτηση και προς αυτή την κατεύθυνση επιχειρηματολόγησε και ο συνήγορος του αιτητή, είναι ότι το επανάνοιγμα της ποινικής έφεσης ήταν απαρχής το ζητούμενο με την κυρίως αίτηση να θεμελιώνεται σ΄ αυτήν ακριβώς την πτυχή, εξ ου και η παρούσα αίτηση παραπέμπει σε διάφορες παραγράφους της κυρίως αίτησης, όπου καταγράφεται συγκεκριμένα ότι η προσπάθεια ήταν και παραμένει το επανάνοιγμα της ποινικής έφεσης ενόψει νέων, κατ΄ ισχυρισμόν, αποδεικτικών στοιχείων.  Αναφορά γίνεται περαιτέρω στην ένορκη δήλωση του ιδίου του αιτητή στην υπό κρίση αίτηση για τροποποίηση και σε διαβήματα που είχε κάνει προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Γενικό Εισαγγελέα, την Επίτροπο Διοίκησης, τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως και τον Αρχηγό Αστυνομίας, με στόχο πάντοτε να του δοθεί το κατ΄ ισχυριμόν νέο μαρτυρικό υλικό, αλλά και εκείνο που δεν είχε χρησιμοποιηθεί κατά την εκδίκαση της υπόθεσης του ενώπιον του Μονίμου Κακουργιοδικείου, με σαφή πάντοτε στόχο και σκοπό το επανάνοιγμα της υπόθεσης.

 

Πρόσθετα,  με το αίτημα που είχε υποβάλει με την Αίτηση Mandamus αρ. 16/08, ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η σαφής επιδίωξη του ήταν η εξασφάλιση εκείνου του μαρτυρικού υλικού που θα τον βοηθούσε να επανανοίξει την υπόθεση για να αποδείξει την αθωότητα του.  Είναι λοιπόν από αβλεψία και μόνο, ως αναφέρεται στην παρ. 2 της ένορκης δήλωσης του αιτητή, που δεν   γράφτηκε   κατά τη δακτυλογράφηση της κυρίως αίτησης και το αιτητικό  του   επανανοίγματος.

 

 Κατά την αγόρευση ο συνήγορος του αιτητή παρουσίασε μεγάλο αριθμό αυθεντιών με αναφορά  στη νομολογία που σχετίζεται με τροποποιήσεις δικογράφων, αλλά και προς απάντηση των όσων η κα Κλεόπα εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση κατέγραψε στη δική της ένσταση, ως προς το  ότι η τροποποίηση δεν θα μπορούσε να γίνει εν πάση περιπτώσει δεκτή, εκτός των άλλων λόγων, και, διότι η κυρίως αίτηση επιζητεί θεραπείες άγνωστες στο Κυπριακό σύστημα δικαίου. 

 

Η αίτηση μπορεί να εξεταστεί υπό το φως δύο διαφορετικών πτυχών, όπως ακριβώς εκφράζεται στην ουσία και από τους λόγους που υποστηρίζουν την ένσταση.  Την καθαρά διαδικαστική πτυχή και την ουσιαστική πτυχή.  Όσον αφορά την πρώτη, δεν χωρεί αμφιβολία ότι μάταια είναι που ο συνήγορος   του αιτητή οικοδόμησε  την  επιχειρηματολογία   του είτε στον Καν. 24 των περί Θεσμών Ποινικής Δικονομίας, είτε  στις Δ.25, θθ1-6, Δ.48  θθ1-9  και  Δ.64   των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών. Οι τελευταίοι καμιά σχέση δεν έχουν με την υπό εξέταση αίτηση, ενώ ο Καν. 24 αφορά τη δυνατότητα τροποποίησης των λόγων σε ποινική έφεση και μάλιστα πριν την ημερομηνία ακρόασης.  Και βεβαίως η θέση του συνήγορου ότι η δυνατότητα αυτή υπάρχει χωρίς να χρειάζεται προς τούτο είτε προηγούμενη αίτηση, είτε άδεια, δεν προωθεί το επιχείρημα ότι θα μπορούσε να εγκριθεί η αιτούμενη τροποποίηση με ευκολία, εφόσον η επίδικη αίτηση δεν θα μπορούσε κάτω από οποιαδήποτε θεώρηση να ενταχθεί στα πλαίσια του Καν. 24.  Παρόμοια, ούτε το άρθρο 134 του Κεφ. 155 έχει οποιαδήποτε εφαρμογή εφόσον αυτό αφορά την επέκταση, για καλό λόγο, του προβλεπόμενου χρόνου καταχώρησης έφεσης.  Εδώ, η έφεση υπ΄ αρ. 6741, όχι μόνο είχε εμπροθέσμως καταχωρηθεί, αλλά και έχει προ πολλού τελεσιδίκως ολοκληρωθεί, με την απόφαση στην Ιερόθεος Χριστοδούλου άλλως Ρόπας ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628

 

Αλλά και τα βασιζόμενα στα εν ισχύει Αγγλικά Νομοθετήματα και τις εκεί διαδικασίες, μετά την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν παρέχουν βέβαια πεδίο στήριξης της κυρίως αίτησης.  Πρόσθετα, το Πρωτόκολλο 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που κυρώθηκε στην Κύπρο με το Νόμο αρ. 18(ΙΙΙ)/2000, προνοεί στο Άρθρο 4 την επανάληψη της διαδικασίας όταν υπάρχουν αποδείξεις νέων ή μεταγενέστερων της απόφασης γεγονότων ή όπου υπήρξε θεμελιώδες σφάλμα στην προηγηθείσα διαδικασία, επηρεάζον το αποτέλεσμα της, αλλά στη βάση του νόμου και της ποινικής δικονομίας της χώρας κράτους-μέλους της Σύμβασης.  Δεν χρειάζεται εδώ να εξεταστεί διεξοδικά το πιο πάνω Άρθρο για σκοπούς της παρούσας αίτησης.  Να λεχθεί όμως ότι κατά κύριο λόγο εμπεδώνει την αρχή του «ne bis in idem» και πολύ λίγες υποθέσεις παρουσιάστηκαν στο Ε.Δ.Α.Δ. πάνω σ΄ αυτό. (Gilles Duterte: Key case-law extracts European Court of Human Rights (2003) και Donna Gomien: Short Guide to the European Convention of Human Rights 3η έκδ. (2005)).

Ο συνήγορος του αιτητή, αντιλαμβανόμενος τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στην προώθηση της κυρίως αίτησης, εισηγήθηκε ότι μπορούσε να αποτελέσει βάση για την θεμελίωση της θεραπείας που ζητά, το έντυπο 33 ως παραπλήσιο και βοηθητικό στην επιδίωξη του.  Το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο, συνέχισε η εισήγηση, θα πρέπει να βρει και να καθορίσει τη διαδικασία επανανοίγματος της έφεσης, ως ζήτημα ουσίας πια.  Από τον αιτητή αρκεί να κρούει τη θύρα του Δικαστηρίου με οποιοδήποτε διαδικαστικό διάβημα του προσφέρεται.  Αυτό όμως δεν είναι ούτε νομικά αποδεκτό,  ούτε  και  ενδεδειγμένο.  Αφενός,   γιατί το συγκεκριμένο έντυπο σχετίζεται με αίτηση για επέκταση χρόνου καταχώρησης έφεσης, εκεί όπου έφεση ακόμη δεν καταχωρήθηκε, και όχι για προσθήκη λόγων έφεσης και αφετέρου, η δυσκολία που αντιμετώπισε ο συνήγορος ως προς την ένταξη της κυρίως αίτησης σε οποιαδήποτε αποδεκτή κανονιστική ρύθμιση, απορρέει ακριβώς από το γεγονός ότι πουθενά δεν προνοείται τέτοια θεραπεία στο υφιστάμενο δικαιϊκό σύστημα.  Θεσμοί, κανονισμοί, έντυπα και αιτητικά συνυπάρχουν  με  το  ουσιαστικό  δίκαιο.  Παρέχουν  διέξοδο   και  νομότυπους  τρόπους   υποβολής   αιτημάτων   και   απόδοσης θεραπειών, εκεί και όπου υπάρχουν αναγνωρισμένες αρχές δικαίου, οι οποίες εδράζονται πάνω σε υπαρκτές και ουσιαστικές νομοθετικές  ρυθμίσεις.

 

Το δε κατάλοιπο εξουσίας, το οποίο επικαλέστηκε ο συνήγορος, δεν διασώζει την κατάσταση, γιατί δεν μπορεί να δημιουργήσει εκ του μηδενός νέες ατραπούς στο δίκαιο και μάλιστα τόσο θεμελιακές.  Η σύμφυτη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου έρχεται αρωγός εκεί όπου η χρήση της είναι αναγκαία για αυτή ταύτη τη λειτουργία του ίδιου του συστήματος και της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιοδοσιών του, εντός των υφισταμένων και γνωστών δικαιϊκών αρχών, απορρέουσες και πλαισιούμενες, ως στυλοβάτες, από το Σύνταγμα και τους Νόμους της πολιτείας.  (σχετικές είναι οι υποθέσεις Α. Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339 και Σε ό,τι Αφορά Αίτημα (Petition) του εφεσείοντα Αχιλλέα Κορέλλη (1999) 1 Α.Α.Δ. 1122).

 

Τα πιο πάνω αναφέρονται ως δηλωτικά της αναγκαιότητας ταύτισης της διαδικαστικής οδού που επιλέγεται από ένα διάδικο, με το αναγνωρίσιμο της θεραπείας που επιδιώκεται.  Έχουν αγγίξει την ουσιαστική πτυχή της κυρίως αίτησης, από τη διαδικαστική όμως όψη της.  Θα ήταν αχρείαστο να λεχθεί οτιδήποτε περαιτέρω, εφόσον εδώ κρίνεται η αίτηση τροποποίησης.  Με δεδομένη λοιπόν την εκ πρώτης όψεως ανυπέρβλητη δυσκολία του εγχειρήματος της κυρίως αίτησης, είναι ταυτόχρονα σαφές ότι το τι επιχειρήθηκε αρχικά με την κυρίως αίτηση, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από την εκ των υστέρων με την παρούσα αίτηση επιδιωκόμενη θεραπεία.  Όπως κατέστη σαφές και από τα προηγηθέντα, τα διαδικαστικά αντανακλούν την ουσία.  Όμως και επ΄ αυτών των ιδίων των διαδικαστικών, η επιδίωξη της παράτασης χρόνου για καταχώρηση ειδοποίησης έφεσης, είναι ένα παντελώς διάφορο διάβημα, από το επανάνοιγμα της έφεσης, ακόμη και αν αυτό θα ήταν δυνατό.  Αυτό είναι φανερό και από το Τεκμ. «41» στην κυρίως αίτηση, στο οποίο παρατίθενται οι λόγοι έφεσης σε περίπτωση που θα γινόταν δεκτή η κυρίως αίτηση.  Όπως ακριβώς τιτλοφορείται, πρόκειται για «Ειδοποίηση Έφεσης στον Τύπο Ειδοποίησης Έφεσης», ένα εντελώς διαφορετικό αίτημα από το επανάνοιγμα, το οποίο είναι ευρύτερο και διαφορετικής εμβέλειας.  Αναμφίβολα, δεν  πρόκειται περί αβλεψίας ή τυπογραφικού λάθους.  Πρόκειται για δύο θεραπείες που δεν εναλλάσσονται, ούτε υποκαθιστούνται.

 

Η ένσταση περαιτέρω στην κυρίως αίτηση, θεμελιώθηκε στη βάση της επιδιωκόμενης από αυτήν παράτασης χρόνου για καταχώρηση έφεσης.  Οτιδήποτε άλλο, αλλάζει άρδην τα δεδομένα και τη φύση του ιδίου του αιτήματος.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

                                        Δ.

                                        Δ.

                                        Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο