ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 2 ΑΑΔ 790

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 200/2008)

 

28 Νοεμβρίου 2008

 

[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

 

ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

Εφεσείων,

- ν. -

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

---------------------------

Σ. Αγγελίδης με Α. Δαμιανού, για τον Εφεσείοντα.

Δ. Παπαμιλτιάδους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για την Εφεσίβλητη.

Εφεσείων παρών.

---------------------------

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση

του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Ο εφεσείων, ένας εκ των τεσσάρων παραπεμφθέντων σε δίκη ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λάρνακας στις 11.12.08 για συνομωσία, κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια ναρκωτικών ουσιών τάξεως Α, αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου όπως παραμείνει υπό κράτηση μέχρι τη δίκη του, με σκοπό να διασφαλιστεί η παρουσία του σ΄ αυτή. 

 

        Σύμφωνα με το συνήγορο του εφεσείοντος, ο οποίος και αναγνώρισε τη σοβαρότητα των αδικημάτων, η πιθανότητα καταδίκης, καταλυτικό κριτήριο στην απόφαση ενός Δικαστηρίου να θέσει υπό κράτηση πρόσωπο κατά παρέκκλιση της αρχής ότι έκαστος δικαιούται να είναι ελεύθερος, εκτός αν διαφορετικά διατάξει το Δικαστήριο, είναι πολύ απομακρυσμένη λόγω του ότι από το μαρτυρικό υλικό που ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου δεν προέκυπτε οποιαδήποτε σύνδεση του εφεσείοντος με τις ναρκωτικές ουσίες για τις οποίες κατηγορείται, παρά μόνο μέσα από την κατάθεση της συγκατηγορουμένης 1.

 

Πιο συγκεκριμένα, από το μαρτυρικό αυτό υλικό προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι 1 και 4 συνελήφθησαν επ΄ αυτοφώρω, στην κατοχή των οποίων βρέθηκε ποσότητα 202,0716 γρ. κοκαΐνης  που αποτελεί το υπόβαθρο των κατηγοριών 5 και 7, σε σχέση με τους κατηγορούμενους 1, 3 και 4. Ο ισχυρισμός της συγκατηγορουμένης 1, ήταν ότι συνεργαζόταν τον ουσιώδη χρόνο για τον εφεσείοντα και ότι αυτή η ποσότητα των ναρκωτικών ουσιών που βρέθηκε στην κατοχή της προοριζόταν γι΄ αυτόν. Νωρίτερα, σε άλλη κατάθεση της, η ίδια κατηγορούμενη ανέφερε ότι είχε παραδώσει 200 γρ. κοκαΐνης στον εφεσείοντα που αποτελούν το υπόβαθρο των κατηγοριών 12, 13 και 14.  Ο κ. Αγγελίδης εισηγήθηκε ότι καμία άλλη συνδετική μαρτυρία δεν εμπλέκει τον εφεσείοντα, εφόσον, παρά την παρακολούθηση της οικίας του από την αστυνομία, δεν βρέθηκε κατά την έρευνα οποιαδήποτε ποσότητα ναρκωτικών ουσιών, ούτε ζυγαριές, ούτε έσοδα, ή οποιοδήποτε άλλο ενοχοποιητικό στοιχείο.  Συνεπώς, δεν υπάρχει η παραμικρή πιθανολόγηση καταδίκης στη βάση της κατάθεσης συγκατηγορουμένου. 

 

        Περαιτέρω, ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε επαρκώς υπόψη του για σκοπούς κράτησης τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντος και ιδιαίτερα την κατάσταση υγείας των γονιών του, τους οποίους ο συνήγορος στις λεπτομέρειες του δεύτερου λόγου έφεσης, χαρακτήρισε ως τυφλούς και ανήμπορους να αντεπεξέλθουν στις καθημερινές βασικές ανάγκες επιβίωσης τους, αφού εξαρτώντο πλήρως από τον εφεσείοντα.  Περαιτέρω υποβλήθηκε ότι ο εφεσείων είναι πατέρας δύο ανηλίκων τέκνων 11 και 12 ετών για τη φροντίδα και διατροφή των οποίων είναι συνυπεύθυνος με την πρώην σύζυγο του.  Ο κ. Αγγελίδης κατά τη συζήτηση της έφεσης, δέχθηκε ότι ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ο προηγούμενος δικηγόρος του εφεσείοντος είχε απλώς αναφέρει ότι οι γονείς αυτού είναι ανήμποροι, αλλά όχι ότι είναι τυφλοί. 

 

        Από την άλλη, η κα Παπαμιλτιάδους εισηγήθηκε ότι η απόφαση για κράτηση είναι ορθή, γιατί η μαρτυρία που εμπλέκει τον εφεσείοντα προέρχεται τόσο από τη συγκατηγορούμενη 1, όσο και από το συγκατηγορούμενο 4.  Ο τελευταίος αναφέρθηκε στη δική του κατάθεση σε ανταλλαγή χρημάτων μεταξύ της συγκατηγορουμένης 1 και του εφεσείοντος, όπως ανέφερε και η ίδια η συγκατηγορουμένη 1.  Περαιτέρω, ο εφεσείων δεν εμπλέκεται απλά από εκδικητική ίσως ανάμειξη του ονόματος του από τη συγκατηγορούμενη 1, διότι αυτή τον ενέπλεξε αφού η ίδια παραδέχθηκε ενοχή.  Τέτοιου είδους μαρτυρία, εισηγήθηκε η εκπρόσωπος της εφεσίβλητης, δύναται να ληφθεί υπόψη για σκοπούς απόφασης κράτησης ή μη ενός κατηγορουμένου προσώπου, αλλά βεβαίως δεν αξιολογείται από το Δικαστήριο σε αυτό το στάδιο με οποιοδήποτε τρόπο. 

 

          Ως ζήτημα γενικής αρχής, συνταγματικά κατοχυρωμένης, ο υπόδικος δικαιούται να παραμείνει ελεύθερος, εφόσον όπου τίθενται όροι να συμβάλουν στην προσέλευση του, προβαίνει σε συμμόρφωση.  (Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109).  Το τεκμήριο της αθωότητας συνυφασμένο με την έννοια της δίκαιης δίκης, δύο καλά θεμελιωμένες αρχές στο Σύνταγμα της Δημοκρατίας, αλλά και στις πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, επιτάσσει το ενδεχόμενο κράτησης να εξετάζεται με ιδιαίτερη σοβαρότητα και προσοχή και να δικαιολογείται μόνο με αναφορά στους παράγοντες που έχει καθορίσει η νομολογία.  Επομένως, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου που παρέχεται από το άρθρο 157(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, να απολύει όπου θεωρεί πρέπον, ένα κατηγορούμενο με εγγύηση θα πρέπει να σταθμίζεται με τα κριτήρια που έχει θέσει η νομολογία.

 

          Στην υπόθεση Adnan v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 183 λέχθηκαν τα εξής στις σελ. 190-191:

 

«Το ερώτημα αν ένας κατηγορούμενος θα παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης του εξετάζεται με αναφορά,

 

(i)                   Στον κίνδυνο μη προσέλευσης του στο Δικαστήριο κατά τη δικάσιμη,

(ii)                 Στην πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων και

(iii)               Στην πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων.

 

Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι ο κίνδυνος μη προσέλευσης καθορίζεται από

 

(α) Τη σοβαρότητα του αδικήματος,

(β) Την πιθανότητα καταδίκης και

(γ) Την ποινή που δυνατό να επιβληθεί.

 

(Βλέπε Χ"Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48 και Kazanjian v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 326)

 

        Οι τρεις αυτοί λόγοι δεν είναι ανάγκη να συνυπάρχουν, αλλά δύνανται, ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο, να επενεργήσουν κατά τρόπο που δικαιολογούν την κράτηση. (Βασιλείου ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7 και Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 538). Στη Τσαπατσάρης ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 600, έχει αναγνωριστεί ότι όσο πιο σοβαρή είναι μια κατηγορία, ανάλογα μεγαλύτερο είναι και το κίνητρο ενός κατηγορουμένου να αποφύγει τη δίκη του.  Εδώ, όπως ορθά εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά και παραδέχθηκε ο συνήγορος, τα αδικήματα είναι ιδιαιτέρως σοβαρά ώστε σε περίπτωση καταδίκης, θα επιφέρουν αναπόφευκτα (και ανάλογα βέβαια με τις ιδιαίτερες συνθήκες του εφεσείοντος), πολυετείς ποινές φυλάκισης. 

 

          Όσον αφορά την πιθανολόγηση καταδίκης, έχοντας εξετάσει τις καταθέσεις των συγκατηγορουμένων 1 και 4, όντως το όνομα του εφεσείοντος εμπλέκεται, ιδιαιτέρως από την πρώτη, στις δύο από τις τρεις καταθέσεις που αυτή έδωσε στην αστυνομία, ημερ. 8.10.08 και 9.10.08, αλλά και κατά τις απαντήσεις που έδωσε στην ανακριτική της κατάθεση ημερ. 11.10.08.  Παρόλον που διαφαίνεται κάποια αλλαγή στις θέσεις της συγκατηγορουμένης 1, εν τούτοις αυτή δεν αναιρεί τη βασική της τοποθέτηση ότι με τον εφεσείοντα είχε χρηματικές δοσοληψίες για τη μεταφορά ναρκωτικών ουσιών. Ο συγκατηγορούμενος 4, κατά την ανακριτική του κατάθεση, αλλά και την αρχική του κατάθεση, εμπλέκει μεν το όνομα του εφεσείοντος και τον αναμειγνύει στη διακίνηση των ναρκωτικών από την συγκατηγορουμένη 1, χωρίς όμως να αναφέρει ρητά ότι ο εφεσείων γνώριζε οτιδήποτε περί μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών.

 

         Είναι γνωστή η νομολογία ότι η γραπτή κατάθεση συγκατηγορουμένου δεν επενεργεί ως μαρτυρία εναντίον ενός κατηγορουμένου σε ποινικές ακροάσεις.  Από την άλλη, όμως, έχει υποδειχθεί στην Ευριπίδου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337, ότι μια τέτοια ενοχοποιητική γραπτή κατάθεση στην αστυνομία, κατηγορουμένου εναντίον συγκατηγορουμένου, δύναται να ληφθεί υπόψη σε περιπτώσεις κράτησης κατηγορουμένου μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης του.  Όπως αναφέρθηκε επί λέξει:

 

«Οι καταθέσεις στην αστυνομία αναμένεται, όπως πάντοτε, να στοιχειοθετήσουν την υπόθεση της εισαγγελικής αρχής εφόσον βέβαια παρουσιαστούν στο Δικαστήριο με τη νενομισμένη διαδικασία.»

 

 Όπως περαιτέρω επεξηγήθηκε στην ίδια υπόθεση στο στάδιο που ένα Δικαστήριο αποφασίζει ζήτημα κράτησης:

 

«... δεν εξετάζεται αν παρουσιάστηκε ενώπιον του εκ πρώτης όψεως υπόθεση όπως εισηγήθηκαν οι δικηγόροι των εφεσειόντων, αλλά κατά πόσο υπάρχει το ενδεχόμενο, πιθανολόγηση δηλαδή, καταδίκης του κατηγορουμένου.  Και τούτο κρίνεται από το αποδεικτικό υλικό που παρουσιάζεται ενώπιον του, χωρίς να αξιολογηθεί η βαρύτητά του.  Αποφασίζεται μόνο αν η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής έχει τόση δύναμη ώστε να πιθανολογείται καταδίκη.».

 

        Παρόμοια, στην Κουννάς ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 423, επαναλήφθηκε ότι δεν είναι δυνατό να αναλύεται η μαρτυρία που προσάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου που διατάσσει την κράτηση υπόπτου ή κατηγορουμένου προσώπου, διότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε την έναρξη της δίκης ενώπιον του, πριν την εκδίκαση της υπόθεσης από το αρμόδιο Δικαστήριο.  Αναφέρθηκε δε ότι:

 

«Η νομολογία, ευθυγραμμισμένη επί του σημείου αυτού, λέγει πως το Δικαστήριο σε αυτή τη διαδικασία εξετάζει μόνο κατά πόσο από το αποδεικτικό υλικό που έχει ενώπιον του αναδεικνύεται το ενδεχόμενο καταδίκης του κατηγορούμενου.»

 

        Υπό το φως των ως άνω διατυπώσεων είναι εμφανές ότι ικανοποιείται και αυτός ο παράγοντας ενόψει του ότι σ΄ αυτό το στάδιο η μαρτυρία που εμπλέκει τον εφεσείοντα είναι επαρκής για να πιθανολογήσει καταδίκη.  Δεν είναι βεβαίως κατάλληλο το παρόν στάδιο για να γίνονται εικασίες ως προς το πώς η μαρτυρία αυτή θα αξιοποιηθεί ενώπιον του εκδικάζοντος Δικαστηρίου.  Σημασία έχει ότι η μαρτυρία αυτή είναι υπαρκτή και δεδομένη.

 

        Όσον αφορά τους δεσμούς του εφεσείοντος με την Κύπρο, ως κριτήριο για την υπό εγγύηση παραμονή του εκτός συνθηκών κράτησης, στο οποίο κριτήριο λαμβάνονται υπόψη οι προσωπικές συνθήκες του υπόδικου, είναι αυτονόητο ότι ένας Κύπριος κατηγορούμενος έχει κατά κανόνα δεσμούς με τη χώρα του που μπορεί να είναι δυνατοί ή χαλαροί, ανάλογα με τις ιδιαίτερες του συνθήκες.  Οι δεσμοί αυτοί από μόνοι τους δεν επενεργούν ως ασπίδα για τον ύποπτο ή υπόδικο ώστε να υπερφαλαγγιστεί η σοβαρότητα του αδικήματος στο οποίο εμπλέκεται.  Ό,τι εξετάζεται είναι πάντοτε η επίπτωση που δυνατόν να έχουν οι προσωπικές αυτές συνθήκες επί του κριτηρίου του κινδύνου μη προσέλευσης του υπόπτου στο Δικαστήριο για να αντιμετωπίσει τη δίκη του.  Όπως αναφέρθκε στη Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48, είναι τελικά ο συνυπολογισμός όλων των σχετικών δεδομένων που πρέπει να αποτιμηθούν στην εκτίμηση της πιθανότητας να διαφύγει ο κατηγορούμενος τη δίκη του.  Οι συνήθεις άλλοι σχετικοί παράγοντες και δεδομένα που λαμβάνονται υπόψη, αποτελούνται από στοιχεία που συνδέονται με τον χαρακτήρα του κατηγορούμενου, την κατοικία, το επάγγελμα, τα οικονομικά του δεδομένα, και τους ευρύτερους δεσμούς του με τη χώρα στην οποία διώκεται (Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109), χωρίς όμως αυτά να απομονώνονται από το γενικότερο δημόσιο συμφέρον προς απονομή της δικαιοσύνης.  (Βασιλείου ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω -).  Η στάθμιση όλων των δεδομένων γίνεται στα πλαίσια άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, η οποία βέβαια πρέπει να ασκείται δικαστικά.  Στη στάθμιση αυτή αποτιμάται και ο παράγοντας του χρόνου (Salib ν. Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 49), παράγοντας που εδώ ενόψει της αναμενόμενης έναρξης της διαδικασίας ενώπιον του Κακουργιοδικείου σε σύντομο από τώρα χρόνο, όπως ορθά εντόπισε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν εγείρεται.

 

        Κρίνεται, ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια.  Συνεξέτασε ό,τι λέχθηκε σ΄ αυτό από τον τότε συνήγορο του εφεσείοντος, έχοντας υπόψη τη σοβαρότητα του αδικήματος και την ύπαρξη συνεργών, η συμμετοχή εκάστου εκ των οποίων (περιλαμβανομένου βεβαίως και του εφεσείοντος), ενέχει τη δική της σημασία (Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 118/08, ημερ. 7.8.08), από τη μια, και τις προσωπικές και οικογενειακές του συνθήκες, από την άλλη.  Ό,τι αναφέρθηκε ενώπιον του Εφετείου περί της τυφλότητας των γονιών του εφεσείοντος, δεν ήταν ενώπιον του παραπέμποντος Δικαστηρίου.  Διαφάνηκε δε κατά την ακρόαση της έφεσης, ότι η εκ των υστέρων διαπίστωση γεγονότων θα ήταν ένα εγχείρημα που θα χρειαζόταν την προσαγωγή μαρτυρίας που θα έπρεπε βεβαίως  να είχε εξαρχής τεθεί πρωτοδίκως.  Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι την πρωταρχική ευθύνη για την ορθή και λεπτομερή παρουσίαση των προσωπικών δεδομένων ενός υποδίκου, φέρει ο ίδιος, μέσω του δικηγόρου του.  Η παράθεση μιας ολοκληρωμένης εικόνας ενώπιον του, είναι πρωταρχικής σπουδαιότητας για το πρωτόδικο Δικαστήριο ώστε αυτό να ασκήσει την κρίση του  ορθά έχοντας υπόψη του όλα τα δεδομένα.  Διαφορετικά, η απόφαση του, εξετάζεται κατ΄ έφεση στη βάση του υπάρχοντος τότε ενώπιον του υλικού, σ΄ αποκλεισμό εκ των υστέρων αναδυομένων γεγονότων.

 

        Το Δικαστήριο στην απόφαση του κατέγραψε ρητά ότι ο εφεσείων έχει δύο παιδιά με τα οποία επικοινωνεί πολύ συχνά από προηγούμενο γάμο, έχει δε την ευθύνη των υπερήλικων γονιών του, η κατάσταση δε της μητέρας του είναι κακή.  Τα δεδομένα αυτά δεν θα ήταν δυνατόν να κλίνουν την πλάστιγγα υπέρ της απόλυσης του εφεσίοντος υπό όρους, ενόψει της σοβαρότητας των κατηγοριών και της πιθανότητας μη προσέλευσης του εφεσείοντος στη δίκη.  Τα προσωπικά αυτά στοιχεία δεν είναι αρκούντως ιδιάζοντα, αλλά εγγενή και πιθανά για κάθε Κύπριο που αντιμετωπίζει ποινική δίωξη.  Τελικά, όπως έχει υποδείξει και η υπόθεση Chrishantha ν. Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 93, οι ιδιαίτερες περιστάσεις στην κάθε υπόθεση, ζωντανές ενώπιον του εκδικάζοντος Δικαστηρίου, κράτους-μέλους του Συμβουλίου της Ευρώπης, πρέπει να υπαχθούν στις σχετικές αρχές της νομολογίας, που είναι σ΄ απόλυτη αρμονία μ΄ αυτές του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

 

        Κατά συνέπεια δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε σφάλμα στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

        Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

                                            Δ.

 

 

 

 

                                            Δ.

 

 

 

 

                                            Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο