ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2007) 2 ΑΑΔ 133

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινικές Εφέσεις Αρ.7802, 7803, 7804 και 7805)

 

26 Φεβρουαρίου, 2007

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ Δ/στές]

 

(Ποινική Έφεση αρ. 7802)

 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΑΠΑΚΥΡΙΑΚΟΥ,

Εφεσείων,

ΚΑΙ

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ,

Εφεσίβλητη.

_________________________

 

(Ποινική Έφεση αρ. 7803)

 

ΓΡΗΓΟΡΗΣ  ΣΤΑΥΡΟΥ,

Εφεσείων,

ΚΑΙ

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ,

Εφεσίβλητη.

_________________________

 

(Ποινική Έφεση αρ. 7804)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

ΚΑΙ

 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΑΠΑΚΥΡΙΑΚΟΥ,

Εφεσίβλητος.

_________________________

 

(Ποινική Έφεση αρ. 7805)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

ΚΑΙ

 

ΓΡΗΓΟΡΗΣ  ΣΤΑΥΡΟΥ,

Εφεσίβλητος.

_________________________

 

Γ. Γεωργιάδης με Ε. Πουργουρίδη, για τον Εφεσείοντα  στην 7802.

Α. Κανναουρίδης, για την Εφεσίβλητη στην 7802.

Γ. Γεωργιάδης με Ε. Πουργουρίδη, για τον Εφεσείοντα  στην 7803.

Α. Κανναουρίδης, για την Εφεσίβλητη στην 7803.

Α. Κανναρουρίδης, για τον Εφεσείοντα  στην 7804.

Ε. Πουργουρίδης, για τον Εφεσίβλητο στην 7804.

Α. Κανναρουρίδης, για τον Εφεσείοντα  στην 7805.

Γ. Γεωργιάδης, για τον Εφεσίβλητο στην 7805.

__________________________

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:   Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

                                 ο Δικαστής Νικολάτος.

_______________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:    Μετά από πολύ μακρά ακροαματική διαδικασία καταδικάστηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο ο εφεσείων στην Ποινική Έφεση 7802, γιατρός Κυριάκος Παπακυριακού (τέταρτος κατηγορούμενος στην πρωτόδικη διαδικασία) και ο εφεσείων στην Ποινική Έφεση 7803, γιατρός Γρηγόρης Σταύρου (πρώτος κατηγορούμενος στην πρωτόδικη διαδικασία).  Οι υπόλοιποι τρεις κατηγορούμενοι αθωώθηκαν και/ή απαλλάκτηκαν.   Συγκεκριμένα εναντίον του 3ου κατηγορούμενου καταχωρίστηκε αναστολή ποινικής δίωξης, η 5η κατηγορουμένη αθωώθηκε και απαλλάκτηκε στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και ο 2ος κατηγορούμενος αθωώθηκε στο τελικό στάδιο.

    

Οι δύο εφεσείοντες βρέθηκαν ένοχοι σε κατηγορία ιατρικής αμέλειας κατά παράβαση του άρθρου 236(ε) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Συγκεκριμένα ο πρώτος κατηγορούμενος-εφεσείων στην 7803 βρέθηκε ένοχος στην προαναφερόμενη κατηγορία επειδή με πλημμελή διερεύνηση, επισκόπηση και καθαρισμό περιπρωκτικού τραύματος του νεαρού Γιώργου Χατζηδημήτρη προκάλεσε, δια της συρραφής του, 4 ώρες μετά τον τραυματισμό, επιμόλυνση η οποία προκάλεσε σωματική βλάβη και εξελίχθηκε σε επικίνδυνη κατάσταση για τη ζωή του.  Ο τέταρτος κατηγορούμενος-εφεσείων στην 7802 βρέθηκε ένοχος σε πανομοιότυπη κατηγορία όπου η παράλειψη του να διαγνώσει τη σήψη που δημιουργήθηκε, την επικινδυνότητα της και την εξακολούθηση της ύπαρξης και της συνέχειας της θεωρήθηκε ως παροχή ιατρικής θεραπείας ανεπαρκούς και αναποτελεσματικής, με αποτέλεσμα η κατάσταση της υγείας του 14χρονου Γιώργου Χατζηδημήτρη να χειροτερεύει και να τίθεται σε άμεσο κίνδυνο η ζωή του.    Ο Γιώργος Χατζηδημήτρης τελικά έχασε τη μάχη με τη ζωή 9 μέρες μετά τον τραυματισμό του κατά τη διάρκεια εγχείρησης για διερεύνηση του τραύματος του που διενεργούσε ο κατηγορούμενος 4-εφεσείων στην 7802.   Οι δύο κατηγορούμενοι αθωώθηκαν από την κατηγορία πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης και επικίνδυνης ή αμελούς πράξης δυνάμει των προνοιών του άρθρου 211(ε) του Ποινικού Κώδικα, λόγω αμφιβολιών του δικαστηρίου.

 

Ο πρώτος κατηγορούμενος-εφεσείων στην 7803 καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 4 μηνών με 3ετή αναστολή ενώ ο τέταρτος κατηγορούμενος-εφεσείων στην 7802 καταδικάστηκε σε ποινή προστίμου £1.200.-      Ο κάθε κατηγορούμενος επιβαρύνθηκε και με £950.- έξοδα της Κατηγορούσας Αρχής.

 

Καταχωρίστηκαν εφέσεις τόσο από τους δύο προαναφερόμενους καταδικασθέντες κατηγορουμένους όσο και από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.  Ο Γενικός Εισαγγέλεας αρχικά εφεσίβαλε την αθώωση των δύο κατηγορουμένων από την κατηγορία της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης συμπεριφοράς κατά παράβαση των άρθρων 210, 211(ε) και 213 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, στη συνέχεια όμως απέσυρε του λόγους έφεσης που αφορούσαν στην αθώωση και περιορίστηκε μόνο στην ανεπάρκεια της ποινής που επιβλήθηκε στους δύο κατηγορουμένους-εφεσείοντες. 

 

Το Εφετείο έκρινε ότι ήταν ορθό να εξετάσει κατά προτεραιότητα δύο ουσιαστικά θέματα που εγείρονται στις εφέσεις των κατηγορουμένων:

 

(α)   Το ζήτημα της κατ΄ ισχυρισμό προκατάληψης και έλλειψης αμεροληψίας του πρωτοδίκου δικαστηρίου, και

(β)    Το ζήτημα της καθυστέρησης στην καταχώριση και εκδίκαση της υπόθεσης.

 

Το ζήτημα της έλλειψης αμεροληψίας φαίνεται ουσιαστικά στις σελ. 2700-2715 των πρακτικών της πρωτόδικης διαδικασίας.  Τέθηκε συγκεκριμένα από τους ευπαιδεύτους συνηγόρους των εφεσειόντων-κατηγορουμένων και κυρίως από τον κ. Πουργουρίδη.   Τέθηκε σαφώς στο πρωτόδικο δικαστήριο ότι ο γιατρός Καραβίας, ο οποίος ήταν κύριος μάρτυρας κατηγορίας, έδωσε στον πατέρα του άτυχου νέου Γιώργου Χατζηδημήτρη ένα έγγραφο το οποίο ο πατέρας, αφού κατευθύνθηκε προς το προσωπικό γραφείο του εκδικάζοντος Δικαστή, ήλθε σε επαφή με αυτόν και στη συνέχεια εξήλθε του γραφείου του Δικαστή χωρίς να κρατά το προαναφερόμενο έγγραφο.   Όλα αυτά  έγιναν κατά τη διάρκεια της εξέλιξης της ακροαματικής διαδικασίας εναντίον των δύο εφεσειόντων-κατηγορουμένων.  Ακόμα τέθηκε, στον πρωτόδικο Δικαστή, θέμα ότι ο γιατρός Καραβίας, μετά το πέρας της μαρτυρίας του (και πριν την αξιολόγηση της), εισήλθε στο γραφείο του εκδικάζοντος Δικαστή και του έδωσε κάρτες άλλων γιατρών τους οποίους συνέστηνε ο γιατρός, σε σχέση με εγχείρηση στην οποία θα υποβαλλόταν ο πατέρας του εκδικάζοντος Δικαστή.  Εν όψει των προαναφερομένων ζητήθηκε από τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή να εξετάσει το ενδεχόμενο αυτοεξαίρεσης του.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε τα ζητήματα που τέθηκαν και με ενδιάμεση απόφαση του απεφάσισε πως δεν θα ήταν ορθό να εξαιρεθεί από την εκδίκαση της υπόθεσης αλλά ότι είχε δικαίωμα να συνεχίσει και να συμπληρώσει την ακροαματική διαδικασία.   

 

Τα ουσιώδη γεγονότα, όπως τα περιγράφει ο ίδιος ο Δικαστής, έχουν σε συντομία ως εξής:

 

Παραδέχεται ότι κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία, ενώ έβγαινε από το γραφείο του έτοιμος να μπει στην αίθουσα του Δικαστηρίου, συνάντησε τον κ. Χατζηδημήτρη, πατέρα του Γιώργου, ο οποίος συνομιλούσε με τη στενογράφο του Δικαστή και ο οποίος πράγματι προσπάθησε να του δείξει κάτι (που ήταν σχέδιο οπισθίων ενός ατόμου) και να του αναφέρει κάτι που αφορούσε στην υπόθεση.  Ο Δικαστής τότε με εύσχημο τρόπο του υπέδειξε ότι έπρεπε να ηρεμήσει και να συμπεριφέρεται κόσμια μέσα στο δικαστήριο.   Όσον αφορά το γιατρό Καραβία ο πρωτόδικος Δικαστής είπε: «Έχω πεί πολλές φορές στο παρελθόν ότι τον κ. Καραβία ή τον οποιοδήποτε κ. Καραβία, ο οποίος παρουσιάζεται ενώπιον του Δικαστηρίου ως εμπειρογνώμονας μάρτυρας, μάρτυρας της αλήθειας, τον θεωρώ βοηθό του Δικαστηρίου».     Παραδέχθηκε ακόμα ο πρωτόδικος Δικαστής ότι ο γιατρός Καραβίας μετά τα διαλείμματα της αντεξέτασης του παρουσιαζόταν στο γραφείο της στενογράφου του Δικαστή και ότι αυτό πιθανόν να είχε εκληφθεί από τους δικηγόρους ότι ήταν πιθανόν να οδηγήσει στον επηρεασμό του Δικαστηρίου σε θέματα της ειδικότητας του γιατρού.  Στη συνέχεια ο πρωτόδικος Δικαστής παραδέχθηκε ότι την τελευταία μέρα της διαδικασίας που κατέθετε ενώπιον του ο κ. Καραβίας, με τη σύμφωνη γνώμη του εκπροσώπου της Κατηγορούσης Αρχής, ο γιατρός Καραβίας επισκέφθηκε το Δικαστή στο γραφείο του και του έδωσε δύο κάρτες, άλλων γιατρών,  σε σχέση με ιατρική βοήθεια που ο Δικαστής είχε ζητήσει από το γιατρό Καραβία, για τον πατέρα του Δικαστή και μετά που ο Δικαστής είχε συζητήσει αυτό το πρόβλημα υγείας με τον προαναφερόμενο γιατρό. 

 

Θεωρούμε αξιοσημείωτο και το γεγονός ότι από την πληθώρα των γιατρών που εμφανίστηκαν ως μάρτυρες κατηγορίας, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ως αξιόπιστο μόνο το γιατρό Καραβία.  

 

Είναι ορθό επίσης να παρατηρήσουμε πως ενώ ο Δικαστής σε κάποιο σημείο (σελ. 2705 των πρακτικών) αναφέρει ότι το σημείωμα που ο πατέρας του αποβιώσαντος πήγε για να του δείξει, στη συνέχεια το έσχισε, και μάλιστα ενώπιον του Δικαστή,σε άλλο σημείο (σελ. 2708 των πρακτικών) λέγει ότι, ο πατέρας, δεν το έσχισε αλλά απλά το τσαλάκωσε.

 

Στην ενδιάμεση απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, μετά που τέθηκαν τα προαναφερόμενα θέματα από τους συνηγόρους υπερασπίσεως και τέθηκε και θέμα αυτοεξαίρεσης του Δικαστή εφόσον είχε χάσει την αντικειμενική του αμεροληψία, ο Δικαστής αναφέρει και πάλι τα προαναφερόμενα γεγονότα, διαβεβαιώνει τους παράγοντες της δίκης ότι δεν επηρεάστηκε από οτιδήποτε συνέβηκε, ότι δεν συζήτησε με οποιονδήποτε οτιδήποτε που είχε σχέση με τη δίκη, εκτός της αίθουσας του Δικαστηρίου και ότι αυτοεξαίρεση του υπό τις περιστάσεις θα συνεπαγόταν ευθυνοφοβία εκ μέρους του και κατά συνέπεια έκρινε ότι η ορθή διαδικασία θα ήταν να συνεχίσει και να ολοκληρώσει τη δίκη.   Έκαμε ταυτόχρονα και παραινέσεις στον πατέρα του νεαρού αποβιώσαντος να είναι πιο προσεκτικός και ήρεμος στην αίθουσα του δικαστηρίου και να μην πλησιάζει οποιοδήποτε από τους παράγοντες της δίκης.

 

Το ζήτημα της προκατάληψης ή της έλλειψης αμεροληψίας του εκδικάζοντος Δικαστή είναι καλά θεμελιωμένο στη νομολογία μας. 

 

Στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Λτδ ν. Dynacon Ltd κ.α. (1999) 1 Α.Α.Δ, 717 τέθηκε ζήτημα  έλλειψης αμεροληψίας ενός των διαιτητών.    Το Εφετείο αφού παρατήρησε ότι το έργο των διαιτητών είναι οιoνεί δικαστικό έκαμε αναφορά στην Αγγλική απόφαση Regina v. Stratford on Avon Justice, ex parte Edmonds, Edmonds v. Badham (1973) 1 R.T.R. 356.    Στην Αγγλική εκείνη υπόθεση, μετά το πέρας της δίκης του κατηγορουμένου, ο Κατήγορος, Ανώτερος Αστυνόμος, εισχώρησε στην αίθουσα όπου είχαν αποσυρθεί οι Ειρηνοδίκες και προσφέρθηκε να τους εφοδιάσει με αντίγραφο του Νόμου περί Οδικής Ασφάλειας, στον οποίο θεμελιώνονταν οι κατηγορίες.   Οι Ειρηνοδίκες καταδίκασαν τον κατηγορούμενο αλλά η καταδίκη του ακυρώθηκε με ένταλμα Certiorari.   Το Αγγλικό Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η επαφή την οποία είχε ο Κατήγορος με το Δικαστήριο ήταν ανεπίτρεπτη.  Η παρουσία του Κατηγόρου στο ιδιαίτερο γραφείο των Δικαστών μπορούσε να δημιουργήσει εύλογα ερωτηματικά για το σκοπό της επίσκεψης και να κλονίσει την πίστη στην αμεροληψία των Δικαστών.   

 

Το Εφετείο στην υπόθεση Dynacon (ανωτέρω) τόνισε πως η φύση του δικαστικού λειτουργήματος καθιστά απαράδεχτη οποιαδήποτε επαφή ή συζήτηση των επιδίκων θεμάτων με οποιοδήποτε από τα μέρη έξω από το πλαίσιο της νενομισμένης διαδικασίας.   Αυτό αποτελεί απόρροια του δικαστικού καθήκοντος και της ευπρέπειας που πρέπει να χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά του Δικαστή, ανεξάρτητα από τον κλονισμό που επιφέρει η απόκλιση από το αναμενόμενο επίπεδο συμπεριφοράς στην αμεροληψία του.

 

Στην υπόθεση Μόδεστος Πίτσιλλος ν. Δημητράκη Ευγενίου (1989) 1 Α.Α.Δ. 691 το Εφετείο επανέλαβε τη θεμελιωμένη αρχή πως ο Δικαστής δεν πρέπει απλά να είναι αλλά και να φαίνεται αμερόληπτος.   Η αμεροληψία δεν συναρτάται μόνο με υποκειμενικά αλλά και με αντικειμενικά κριτήρια.  Η ύπαρξη προκατάληψης ανατρέπει το θεμέλιο της δίκης  και καθιστά τη διαδικασία άκυρη.  Η αμεροληψία του Δικαστή κατοχυρώνεται ως ένα από τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, στο άρθρο 30.2 του Συντάγματος.

 

Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην υπόθεση Χριστόδουλος Νικολαϊδης ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 271 όπου εξετάστηκε ζήτημα μεροληψίας Δικαστή από υποκειμενική σκοπιά, και στις Αγγλικές αποφάσεις Locabail Ltd v. Bayfield Properties (2001) 1 All E.R. 65 και Ex Parte Pinochet Ugarte (No. 2) (1999) 2 All E.R. 577 (HL), όπου καθορίστηκαν κατευθυντήριες γραμμές.

 

Με βάση τις προαναφερόμενες αυθεντίες και αρχές κρίνουμε πως η συμπεριφορά του πρωτόδικου Δικαστή, να δεχθεί ουσιαστικό μάρτυρα κατηγορίας στο ιδιαίτερο γραφείο του, κατά τη διάρκεια  της ακροαματικής διαδικασίας, να δέχεται τον προαναφερόμενο μάρτυρα στο γραφείο της στενογράφου του κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων της αντεξέτασης του μάρτυρα, να κρίνει ουσιαστικά το μάρτυρα αυτό ως αξιόπιστο πριν το τέλος της διαδικασίας, αλλά και να επιτρέψει στον πατέρα του αποβιώσαντος νεαρού να του δείξει σχέδιο που είχε σχέση με την υπόθεση και να μην αποκαλύψει αυτό το γεγονός, αμέσως, στους διαδίκους, ενώπιον του ανοικτού Δικαστηρίου, ήταν μεμπτή και ότι ο Δικαστής απώλεσε την αντικειμενική του αμεροληψία που ήταν απαραίτητη για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης.   Με τις προαναφερόμενες πράξεις και ενέργειες του πρωτόδικου Δικαστή δινόταν εύλογα η εντύπωση στους διάδικους και ιδιαίτερα στους εφεσείοντες-κατηγορούμενους, αλλά και σε οποιοδήποτε εχέφρονα και καλά πληροφορημένο τρίτο, ότι αυτός (ο Δικαστής) δεν τήρησε το υψηλό επίπεδο αντικειμενικής αμεροληψίας που αναμένεται, σε κάθε περίπτωση, από τους Δικαστές.

 

Εν όψει των όσων αναφέρθηκαν θεωρούμε ότι η όλη ακροαματική διαδικασία έχει ουσιαστικά «μολυνθεί» και ότι η δίκη που διεξήχθη ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δίκαιη δίκη, δεδομένου πως απαραίτητο στοιχείο της δίκαιης δίκης είναι η ύπαρξη ανεξάρτητου και αντικειμενικού κριτή ο οποίος όχι μόνον θα έχει αυτές τις ιδιότητες αλλά και θα φαίνεται, σ΄ όλους τους καλά πληροφορημένους παρατηρητές, ότι τις έχει.   Ο λόγος αυτός κρίνει την τύχη της πρωτόδικης διαδικασίας η οποία υπό τις περιστάσεις δεν μπορεί παρά να ακυρωθεί.  Ως εκ τούτου δεν κρίνουμε απαραίτητο να προχωρήσουμε και στην εξέταση του δεύτερου λόγου ακύρωσης που είναι η καθυστέρηση.  Υπήρξε ουσιαστική καθυστέρηση τόσο στην καταχώριση των ποινικών διώξεων όσο και στην προώθηση και συμπλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας αλλά υπό τις περιστάσεις δεν είναι απαραίτητο να αποφασίσουμε τελεσίδικα αν η καθυστέρηση ήταν τέτοια που θα δικαιολογούσε την ακύρωση της δίκης, για εκείνο το λόγο.

  

Το ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί είναι το κατά πόσο είναι ορθό και δίκαιο να διαταχθεί η επανεκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή αν η δίκη θα πρέπει να τερματιστεί με την απόφαση του Εφετείου και οι εφεσείοντες να απαλλαγούν και να αθωωθούν από τις κατηγορίες. 

 

Όπως ήδη σημειώσαμε οι εφέσεις του Γενικού Εισαγγελέα εναντίον των δύο κατηγορουμένων, όπως περιορίστηκαν, αφορούν μόνο στην ανεπάρκεια της ποινής και ως εκ τούτου κατέστησαν άνευ αντικειμένου μετά την απόφαση μας για ακύρωση της πρωτόδικης διαδικασίας.   

 

Τα γεγονότα που θα πρέπει να λάβει υπόψη του το Εφετείο για να καταλήξει σε απόφαση αναφορικά με επανεκδίκαση της υπόθεσης ή όχι, είναι βασικά τα εξής:   

 

Ο θάνατος του 14χρονου Γιώργου Χατζηδημήτρη συνέβηκε το μεσημέρι της 30.4.2001 στο χειρουργείο του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας και βύθισε σε βαρύ πένθος την οικογένεια και τους φίλους του.   Ο αδόκητος θάνατος του νεαρού αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας από τον Έντιμο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.  Σαν αποτέλεσμα της έρευνας, στις 26.11.2002, δηλαδή περισσότερο από 1 ½ χρόνο από το θάνατο, καταχωρίστηκε η ποινική υπόθεση που κατέληξε πρωτόδικα στην καταδίκη των δύο κατηγορουμένων-εφεσειόντων γιατρών.  Η ακροαματική διαδικασία άρχισε στις 11.8.2003, δηλαδή σχεδόν 2 ½ χρόνια από το θάνατο, και συνεχίστηκε, με μικρά διαλείμματα, σχεδόν καθημερινά μέχρι τις 9.7.2004.   Ο αριθμός των δικασίμων υπερέβηκε τις 130.  Η απόφαση του πρωτοδίκου δικαστηρίου εκδόθηκε στις 3.8.2004 και η ποινή στους δύο κατηγορούμενους-εφεσείοντες επιβλήθηκε στις 9.8.2004, δηλαδή σχεδόν 3 ½ χρόνια μετά το θάνατο.  Σήμερα  έχουν περάσει σχεδόν 6 χρόνια από το θάνατο του νεαρού. 

 

Λαμβανομένων υπόψη των κατηγοριών που προσήφθησαν εναντίον των δύο εφεσειόντων, του αποτελέσματος της πρωτόδικης δίκης, της μεγάλης καθυστέρησης μέχρι την καταχώριση των κατηγοριών εναντίον των εφεσειόντων, της μεγάλης καθυστέρησης στη συμπλήρωση της πρωτόδικης ακροαματικής διαδικασίας, της μεγάλης ταλαιπωρίας και των εξόδων που προφανώς υπέστησαν οι κατηγορούμενοι για την υπεράσπιση τους, του συνολικού χρόνου που διέρρευσε από το θάνατο του νεαρού και τη διερεύνηση της υπόθεσης, μέχρι σήμερα, και ακόμα της οριακής ευθύνης που βρήκε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι βαρύνει, τουλάχιστον τον εφεσείοντα στην 7802, κρίνουμε πως θα ήταν δυσανάλογα σκληρό για τους δύο κατηγορούμενους-εφεσείοντες (που δεν ευθύνονται για την ακυρότητα της πρωτόδικης διαδικασίας) να υποστούν ξανά νέα ακροαματική διαδικασία, από την αρχή και ότι επομένως δεν θα ήταν ορθό ή δίκαιο να διατάξουμε την επανεκδίκαση της υπόθεσης. 

 

Σ΄ αυτό το συμπέρασμα καταλήξαμε χωρίς να παραγνωρίζουμε βέβαια τον πόνο και την οδύνη της οικογένειας και των φίλων του αποβιώσαντος Γιώργου Χατζηδημήτρη των οποίων το παιδί και ο φίλος απεβίωσε υπό τραγικές ουσιαστικά συνθήκες, σε πολύ νεαρή ηλικία.   Σταθμίζοντας όμως το δικαίωμα της οικογενείας να γνωρίζει αν υπήρχε ανθρώπινο λάθος στο θάνατο του παιδιού τους και ποιοι ευθύνονται γι΄ αυτό, από τη μια, και την αδικία, που κατά την εκτίμηση μας θα προκληθεί στους δύο κατηγορούμενους-εφεσείοντες αν διαταχθεί επανεκδίκαση, από την άλλη, καταλήγουμε στο ότι το λιγότερο οδυνηρό, υπό τις περιστάσεις, είναι να μην διαταχθεί επανεκδίκαση της υπόθεσης και οι κατηγορούμενοι να απαλλαγούν και να αθωωθούν. 

 

Εν όψει των προαναφερθέντων, οι εφέσεις υπ΄ αρ. 7802 και 7803 επιτυγχάνουν στη βάση της μη διασφάλισης για τους εφεσείοντες δίκαιης δίκης ενώ οι εφέσεις του Γενικού Εισαγγελέα , για την ποινή,  με αριθμούς 7804 και 7805, καθίστανται άνευ αντικειμένου.    

 

Κατά συνέπεια η καταδίκη παραμερίζεται και οι εφεσείοντες αθωώνονται και απαλλάσσονται από τις κατηγορίες στις οποίες καταδικάστηκαν. Οι εφέσεις με αρ. 7804 και 7805 απορρίπτονται.   Τα έξοδα τόσο της πρωτόδικης διαδικασίας όσο και των εφέσεων θα βαρύνουν τη Δημοκρατία.

 

 

 

                                                                   Δ.

 

                                                                   Δ.

 

                                                                   Δ.

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο