ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 2 ΑΑΔ 46
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 119/2005)
26 Ιανουαρίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΠΑΜΠΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσείοντας,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
Ε. Πουργουρίδης, για τον Εφεσείοντα.
Σ. Μάτσας, για την Εφεσίβλητη.
H ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Μ. Κρονίδη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Μετά από μακρά ακροαματική διαδικασία, ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος σε επτά από τις οκτώ κατηγορίες που περιελάμβαναν μεταξύ άλλων κατοχή ελεγχομένου φαρμάκου τάξεως Α, δηλαδή κοκαΐνης, βάρους 137.99 γραμμαρίων και κατοχή της ίδιας πιο πάνω ποσότητας με σκοπό την προμήθεια της σε άλλο πρόσωπο. Επεβλήθησαν συντρέχουσες ποινές στον εφεσείοντα ύψους 7 χρόνων. Οι ποινές δεν θα μας απασχολήσουν άλλο γιατί δεν υπάρχει λόγος έφεσης εναντίον τους.
Το Κακουργιοδικείο άκουσε τη μαρτυρία δέκα μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής και τη μαρτυρία που έδωσε ενόρκως ο εφεσείων και δύο μάρτυρες του. Στην απόφαση του το Κακουργιοδικείο αφού σχολίασε εκτενώς την ενώπιον του μαρτυρία προέβη σε ευρήματα αξιολόγησης. Κατέληξε, αιτιολογώντας την απόφαση του, να αποδεχθεί τη μαρτυρία και την εκδοχή που παρουσίασε η Κατηγορούσα Αρχή (εφεσίβλητη) και να απορρίψει τη μαρτυρία και την εκδοχή του εφεσείοντα και των δύο μαρτύρων του. Αναφέρει το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του τα εξής:-
«Ο κορμός, η βάση και οι λεπτομέρειες αυτής της εκδοχής είναι έκδηλα προϊόν φαντασίας. Τονίζουμε, ότι η αναξιοπιστία του κατηγορούμενου είναι κατάδηλη από την κύρια εξέταση. Ούτε και στην κατάθεση του στην αστυνομία μπορεί να δώσουμε οποιαδήποτε αξία αναφορικά με το πώς προμηθεύτηκε την κοκαΐνη όπως και τον ισχυριζόμενο προορισμό της, δηλαδή ότι ήταν για δική του χρήση. Οι εκδοχές του ήταν τόσες πολλές και αντικρουόμενες, ασαφείς και ανακριβείς επί των πιο πάνω σημείων, ώστε συλλήβδην η μαρτυρία του επί του θέματος να μην μπορεί να έχει οποιαδήποτε αξία.
........................................................................................................................................................................................................................................ ............................................................................
Η μαρτυρία της αδελφής του κατηγορούμενου έπασχε επίσης από έλλειψη λογικής και στοιχειώδους πειστικότητας. Η δε εικόνα της στο εδώλιο ήταν καταφανώς αρνητική. Ξεκινώντας και εμμένοντας σε μία ιστορία όπου παρουσιάζει την ίδια «παρά το πλευρό του αδελφού της», να μεταφέρει και να ελέγχει το τηλέφωνο του σ' ένα απροσδιόριστο χρόνο και χωρίς άλλες στηρικτικές αναφορές δεν μπορούν να πείσουν. Μας άφησε την εικόνα ενός ατόμου που χωρίς δισταγμό προσαρμόζει «χρονικά και στο περιεχόμενο» εκδοχή απλά για να βοηθήσει και να στηρίζει την εκδοχή του αδελφού της.
........................................................................................................................................................................................................................................ ............................................................................
Στο ίδιο - και χειρότερο - πλαίσιο έκδηλης αναξιοπιστίας κινείται και ο Μ.Υ.2, του οποίου η μνήμη σχηματικά και περιοριστικά στρεφόταν μόνο σε συγκεκριμένες φράσεις του κατηγορούμενου για να καταδείξουν πάλι πίεση. Κανένα συγκεκριμένο στοιχείο δεν μας έχει προσφέρει ο μάρτυρας για όσα έχει πει και δεν μας έχει πείσει για την ποιότητα είτε της μνήμης του είτε της προσήλωσης του στο καθήκον να πει την αλήθεια. Αντίθετα, ήταν έντονη η προσαρμογή των λεγομένων του σ' ότι νόμιζε ότι θα βοηθούσε τον κατηγορούμενο.»
Θεωρούμε αναγκαίο να παραθέσουμε συνοπτικά τα γεγονότα όπως το Κακουργιοδικείο τα καταγράφει στην απόφαση του βασιζόμενο στην μαρτυρία που έδωσαν οι μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής, μαρτυρία την οποία αποδέχθηκε στην ολότητα της.
Τον Αύγουστο του 2003 ο Χ. Χαραλάμπους κύριος μάρτυρας κατηγορίας, συνεργάτης της αστυνομίας, πληροφορήθηκε ότι ένα πρόσωπο με το όνομα Μπίλλης ή Πάμπος είχε στην κατοχή του ναρκωτικές ουσίες και τις προμήθευε σε άλλα πρόσωπα. Αμέσως μεταβίβασε την πληροφορία στον Υπαστυνόμο Έλληνα τον οποίο γνώριζε από παλιά. Ο Υπαστυνόμος Έλληνας του έδωσε οδηγίες να μάθει περισσότερα για το πρόσωπο αυτό και να τον ενημερώνει. Διαπίστωσε ο Χαραλάμπους ότι το πρόσωπο αυτό ήταν εξάδελφος με τη φίλη του ονόματι Κρίστη. Της ζήτησε να μεσολαβήσει να γνωρίσει το εν λόγω πρόσωπο που ονομάζετο Χαράλαμπος Γεωργίου (ο εφεσείων) και κατοικούσε στην Πάφο. Πράγματι ο Χαραλάμπους, η Κρίστη και ο εφεσείων συναντήθηκαν για πρώτη φορά σε μπυραρία στην Πάφο. Ακολούθησαν και άλλες συναντήσεις είτε με τη Κρίστη είτε χωρίς αυτή. Σε κάποια απ' αυτές τις συναντήσεις ο εφεσείων ανέφερε στον Χαραλάμπους ότι είχε στην κατοχή του μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών και ότι έψαχνε για αγοραστές.
Ο Χαραλάμπους μετέφερε τα πιο πάνω στον Υπαστυνόμο Έλληνα. Με οδηγίες του τελευταίου ενημέρωσε τον εφεσείοντα ότι βρήκε αγοραστή για την κοκαΐνη και του ζήτησε να του φέρει δείγμα. Στις 5.9.2003 στην Πάφο ο εφεσείων παρέδωσε δείγμα 0.7231 γραμμάριο κοκαΐνη για το ποσό των £60 και 0.6065 γραμμάριο ρητίνης κάνναβης για το ποσό των £20. Ο Χαραλάμπους αμέσως μετά παρέδωσε τις πιο πάνω ποσότητες ναρκωτικών στον Υπαστυνόμο Έλληνα που βρισκόταν στην Πάφο και συνέχισε την επικοινωνία με τον εφεσείοντα, διά τηλεφώνου, διεξάγοντας διαπραγματεύσεις για την αγορά μεγάλης ποσότητας κοκαΐνης πάντα με τις υποδείξεις και τις οδηγίες του υπαστυνόμου Έλληνα. Τελικά διευθετήθηκε η αγορά συγκεκριμένης ποσότητας κοκαΐνης για το συνολικό ποσό των £10.000 που θα πραγματοποιείτο στις 28.10.2003, πάντοτε με τις οδηγίες του Υπαστυνόμου Έλληνα.
Ο Χαραλάμπους μαζί με τη φίλη του Κρίστη Κέκκου (μάρτυρας κατηγορίας αρ. 9) ξεκίνησαν από τη Λευκωσία για τη συνάντηση. Η Κέκκου δεν γνώριζε οτιδήποτε για τη συναλλαγή και το ρόλο του Υπαστυνόμου Έλληνα και της αστυνομίας. Τηλεφώνησε όμως στον εφεσείοντα και του γνωστοποίησε ότι ταξίδευε προς την Πάφο μαζί με τον Χαραλάμπους. Σε νέα τηλεφωνική επικοινωνία με τον εφεσείοντα συμφωνήθηκε να συναντηθούν στο χώρο στάθμευσης Mcdonald´s στην είσοδο της Πάφου. Την 21.45 ώρα ο Χαραλάμπους εισήλθε στο χώρο στάθμευσης. Στο αυτοκίνητο του εισήλθε και ο Υπαστυνόμος Έλληνας. Σε λίγο εισήλθε στο χώρο και ο εφεσείων οδηγώντας αυτοκίνητο ενοικιάσεως και στάθμευσε λίγα μέτρα πιο μακριά. Τηλεφώνησε στην Κέκκου και της ζήτησε να τον προσεγγίσει πράγμα που η τελευταία έπραξε μπαίνοντας στο αυτοκίνητο του.
Ο Υπαστυνόμος Έλληνας έδωσε σήμα σε ενεδρεύοντες αστυνομικούς να επέμβουν και κινήθηκε και ο ίδιος προς το αυτοκίνητο του εφεσείοντα. Ο εφεσείοντας προσπάθησε να διαφύγει θέτοντας σε κίνηση το αυτοκίνητο του. Τελικά συνελήφθη από την Αστυνομία η οποία στην παρουσία του διενήργησε έρευνα στο αυτοκίνητο του. Κατά την έρευνα ανευρέθηκε μπροστά από το κάθισμα του συνοδηγού, πάνω στο χαλί, μια παιδική πάννα στην οποία υπήρχε νάυλον σακούλι με ποσότητα άσπρης σκόνης. Υποδείχθηκε στον εφεσείοντα και η Αστυνομία τον πληροφόρησε ότι επίστευε ότι ήταν κοκαΐνη και ο εφεσείων απάντησε «εν έχω ιδέα». Η σκόνη αυτή εξετάστηκε τελικά στο Γενικό Χημείο και διαπιστώθηκε ότι ήταν κοκαΐνη βάρους 137.99 γραμμάρια.
Η εκδοχή του εφεσείοντα, που το Κακουργιοδικείο απέρριψε, συνίστατο στην άδολη αγάπη που είχε προς την εξαδέλφη του Κρίστη Κέκκου, την οποία επείσθη να βοηθήσει οικονομικά, προμηθεύοντας ναρκωτικά το φίλο της Χαραλάμπους, ναρκωτικά τα οποία προμηθεύθηκε ο ίδιος από κάποιον άγνωστο Τουρκοκύπριο. Κατηγορεί όμως την Κέκκου ότι ήθελε να του κάμει κακό για ένα ευτελές ποσό δανείου που έκανε. Η όλη εκδοχή του εφεσείοντα έτεινε να θέσει τη βάση για παγίδευση του από την Κέκκου, τον Χαραλάμπους και τον Υπαστυνόμο Έλληνα.
Ο εφεσείων, προβάλλει τέσσερις λόγους έφεσης που έχουν ως επίκεντρο την πιο πάνω εκδοχή του κατά τη δίκη που απορρίφθηκε από το Κακουργιοδικείο. Και οι τέσσερις λόγοι είναι συναφείς μεταξύ τους αφού αναφέρονται σε ισχυρισμούς ότι δεν έτυχε από το Κακουργιοδικείο δίκαιης δίκης. Στην αιτιολογία και των τεσσάρων λόγων έφεσης αναφέρονται συνοπτικά τα ακόλουθα που αφορούν ουσιαστικά τη μαρτυρία και την αντιμετώπιση της από το Κακουργιοδικείο:-
(α) Ότι το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε τη δέουσα σημασία στις θέσεις του εφεσείοντα, δηλαδή την εκδοχή του.
(β) Ότι το Κακουργιοδικείο προέβη σε εικασίες εις βάρος του εφεσείοντα ενώ δεν εντόπισε και/ή δεν αξιολόγησε ορθά τα κενά που παρουσίαζε η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής.
(γ) Ότι το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να εξετάσει ουσιώδη θέματα αποδεκτότητας και/ή βαρύτητας εξ ακοής μαρτυρίας που παρουσίασε η Κατηγορούσα Αρχή.
(δ) Ότι το Κακουργιοδικείο παραγνώρισε ότι το βάρος της απόδειξης ήταν στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής και ότι κάθε αμφιβολία ευεργετεί τον εφεσείοντα και όχι την Κατηγορούσα Αρχή, και
(ε) Ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα και αντινομικά αξιολόγησε τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής χωρίς να τη συγκρίνει με άλλα στοιχεία τα οποία έτειναν να ενισχύσουν την εκδοχή του εφεσείοντα για παγίδευση του από την Αστυνομία.
Στη μακρά αγόρευση του ενώπιον μας ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα προέβη σε λεπτομερή και βασανιστική κριτική της μαρτυρίας για να υποστηρίξει ότι το Κακουργιοδικείο υπέπεσε σε σφάλματα κατά την αξιολόγηση της. Μας υπέδειξε ότι υπήρχαν αντιφάσεις στη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας και ιδιαίτερα της Κρίστης Κέκκου και του πράκτορα της αστυνομίας Χαραλάμπους και του Υπαστυνόμου Έλληνα. Μας κάλεσε να δεχθούμε ότι η Κέκκου ήταν η υποκινήτρια για την πώληση και προμήθεια των ναρκωτικών και έτσι παγίδευσε τον εφεσείοντα με την προτροπή και τις οδηγίες του Χαραλάμπους και του Υπαστυνόμου Έλληνα.
Το Κακουργιοδικείο στην πολυσέλιδη και εμπεριστατωμένη απόφαση του αφού αναλύει με προσοχή τη μαρτυρία της Κέκκου, τη σχολιάζει και καταλήγει να την δεχθεί όχι όμως αβασάνιστα. Είναι πρόδηλο από τη μαρτυρία και σ' αυτό επέμενε η Κέκκου, ότι δεν εγνώριζε τις διασυνδέσεις του φίλου της Χαραλάμπους με την Αστυνομία και ότι ποτέ δεν είχε σχέση με ναρκωτικά. Επίσης ότι ο Χαραλάμπους δεν της υπέδειξε τίποτε σε σχέση με τον εφεσείοντα ή τα ναρκωτικά. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του συνηγόρου του εφεσείοντα δεν έχουμε πεισθεί ότι το Κακουργιοδικείο υπέπεσε σε σφάλμα κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής. Έχουμε ήδη παραθέσει μερικά αποσπάσματα από την επίδικη απόφαση σχετικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Ο συνήγορος του εφεσείοντα μας παρέπεμψε επίσης σε μερικές αντιφάσεις σε επί μέρους θέματα που παρατήρησε στις μαρτυρίες των μαρτύρων Χαραλάμπους, Υπαστυνόμου Έλληνα και της Κέκκου. Οι αντιφάσεις αυτές οι οποίες κυρίως αναφέρονται σε ημερομηνίες ή τον αριθμό των συναντήσεων του Χαραλάμπους, του εφεσείοντα και της Κέκκου δεν μπορούν να ανατρέψουν τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Ειδικά για την Κρίστη Κέκκου, στην οποία βασίζεται το όλο οικοδόμημα των ισχυρισμών της έφεσης για «μη δίκαιη δίκη», το Κακουργιοδικείο αναφέρει τα εξής:-
«Η Κρίστη ξεδιπλώνει με αφοπλιστική απλότητα και ειλικρίνεια μία άλλη όψη των πραγμάτων, αφού πρώτα μας αφηγείται τη στενή σχέση που είχε με τον κατηγορούμενο. Ήταν στενός συγγενής και έμπιστος φίλος ο οποίος της συμπαρίστατο και στο θάνατο του αδελφού της, ένα μήνα περίπου, πριν τα γεγονότα της 28/10/03. Αναδιπλώνει τις εγκάρδιες σχέσεις που είχαν και από την Αγγλία πριν να έρθουν για εγκατάσταση στην Κύπρο. Εξηγεί στη συνέχεια ότι τον ουσιώδη χρόνο (αλλά και πριν τους επίδικους μήνες Σεπτέμβριο-Οκτώβριο 2003 για περίοδο 8 μηνών) διατηρούσε δεσμό με τον Χαραλάμπους και ότι αυτός της ζήτησε να του γνωρίσει τον εξάδελφο της τον Αύγουστο, πράγμα που εκείνη έπραξε. Καμία σκιά δεν άφησε η μαρτυρία της επί των γεγονότων. Ήταν εμφανώς ταραγμένη βέβαια και πονεμένη, θα λέγαμε, που η μαρτυρία της θα έβλαπτε τον κατηγορούμενο. Ακριβώς δεν διαπιστώσαμε ούτε δόλια απόκρυψη, ούτε προσπάθεια θυματοποίησης του εξαδέλφου της για να μείνει η ίδια ασφαλής. Έχουμε την εντύπωση ότι η Κρίστη στάθηκε στο εδώλιο αποτελεσματικά εν γένει, παρά τα κάποια σημεία σύγχυσης της διότι ακριβώς έλεγε την αλήθεια, όπως την έζησε. Και οι τεθέντες ισχυρισμοί περί της εμπλοκής της - οι οποίοι και επικίνδυνα διευρύνθηκαν κατά την ένορκη εξέταση του κατηγορούμενου - αντιμετωπίσθηκαν αποτελεσματικά από την Κρίστη. Παρά τη δυσκολία και σύγχυση που αρκετές στιγμές βίωνε, άρθρωσε σωστό λόγο γιατί απλούστατα βασίσθηκε σ' ότι γνώριζε και δεν απέκρυψε ο,τιδήποτε, ούτε προσπάθησε να καλύψει κάποια κενά μνήμης με επίπλαστες δικαιολογίες.
Η εκδοχή της, όπως την έχουμε δεχθεί, συμπίπτει τόσο με του Υπαστυνόμου Έλληνα όσο και του φίλου της Χαραλάμπους. Και η δική τους εμπλοκή είναι σημαντική και θα πρέπει να κριθούν τόσο αυτόνομα όσο και σε συσχετισμό με τη λοιπή μαρτυρία.»
Είναι γνωστές οι αρχές οι οποίες έχουν διατυπωθεί επανειλημμένα από τη νομολογία με βάση τις οποίες το Εφετείο μπορεί να επέμβη και να ανατρέψει τα συμπεράσματα πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία της μαρτυρίας. Είναι διαχρονική θέση της νομολογίας ότι, σε ευρήματα αξιοπιστίας πρωτόδικου δικαστηρίου, η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο όταν αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντιπαράθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας. Τα συμπεράσματα των πρωτόδικων δικαστηρίων δεν είναι δικαίως επιτρεπτά με βάση τη μαρτυρία και ήταν αδύνατο να λεχθεί ότι ήταν λανθασμένα. (Βλέπε, μεταξύ πολλών άλλων: Νεοφύτου ν. Επάρχου Πάφου (2005) 2 Α.Α.Δ. 679 και Ηροδότου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 7874, ημερ. 18.7.2006).
Παραπονείται ο εφεσείοντας ότι το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε τη δέουσα σημασία στην εκδοχή του εφεσείοντα. Το Κακουργιοδικείο όμως εξέτασε με τη δέουσα προσοχή την εκδοχή του εφεσείοντα την οποία βρήκε μη λογική. Τα συμπεράσματα του Κακουργιοδικείου είναι εύλογα ως προς την εκδοχή του εφεσείοντα. Παραθέτουμε, πέραν του αποσπάσματος από την επίδικη απόφαση που παραθέσαμε πιο πάνω, αυτούσιο και το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση:-
«Ο κατηγορούμενος μας άφησε πενιχρή εικόνα στο εδώλιο του μάρτυρα. Έχουμε την εντύπωση που έχει καταλήξει με ενδελεχή περαιτέρω εξέταση να είναι στερεή κρίση ότι η εκδοχή του ήταν μία δική του επινόηση για να μειώσει κατά το δυνατό την εμπλοκή του στα γεγονότα. Η συχνή επίκληση των θεών και της αγάπης των παιδιών του για να καταδείξει ότι λέει την αλήθεια, ήταν μία επωδός κενή περιεχομένου και αναποτελεσματική να καλύψει το βαθύ χάσμα της μαρτυρίας του ακόμη και από την κύρια εξέταση χωρίς καν τη συνδρομή της αντεξέτασης.
Η όλη εκδοχή του παρουσιάζει αφενός την άδολη αγάπη, που συνέδεε την Κρίστη και τον ίδιο και αφετέρου εμφανίζει την τελευταία, να ενεργεί είτε πριν είτε στις 28/10/03 είτε και μέχρι τη μαρτυρία της με ουσιαστική πρόθεση να του κάνει κακό, θέλοντας να τον εμπλέξει σε ναρκωτικά για ένα ευτελές ποσό δανείου για κάποια βαφτίσια που έκανε. Η όλη εκδοχή μας φαίνεται εξωλογική. Η δε συνέχεια που δίνει ο ίδιος στην ενέργεια του από συγκυρία να βρει κάποιο «γνωστό - άγνωστο Τουρκοκύπριο» και συγκυριακά πάντα να του δώσει τη δυνατότητα προμήθειας 140 περίπου γραμμαρίων κοκαΐνης μάλιστα με πίστωσε έναντι εξευτελιστικής, όπως ο ίδιος είπε, τιμής. Εύλογα αναρωτιέται κανείς πώς ένας άνθρωπος που αγαπά την εξαδέλφη του τόσο πολύ την εξωθεί ουσιαστικά σε περαιτέρω εμπλοκή της σε παράνομη δοσοληψία συνεργαζόμενος μάλιστα με ένα άνθρωπο που επίσης μας λέει ότι δεν τον συμπαθεί γιατί κοροϊδεύει την Κρίστη.»
Το Κακουργιοδικείο ορθά και εύλογα απέρριψε στην ολότητα της τη μαρτυρία και την εκδοχή του εφεσείοντα ως εξωπραγματική και ως εκ των υστέρων επινόηση. Ο περαιτέρω ισχυρισμός ότι το Κακουργιοδικείο προέβη σε εικασίες σε βάρος του εφεσείοντα και ότι δεν εντόπισε τα κενά που παρουσίαζε η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής κρίνεται ανεδαφικός. Το Κακουργιοδικείο δεν καταδίκασε τον εφεσείοντα βασιζόμενο σε εικασίες. Αντίθετα η καταδίκη του Κακουργιοδικείου βασίστηκε στη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής την οποία εύλογα δέχθηκε ως αληθή. Δεν έχουμε παραπεμφθεί από τον εφεσείοντα σε οποιοδήποτε μέρος της επίδικης απόφασης που φαίνεται οποιαδήποτε εικασία ή επίσης δεν μας υποδείχθηκαν τα κατ' ισχυρισμό κενά στη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής.
Παραπονείται επίσης ο εφεσείων ότι το Κακουργιοδικείο προσέγγισε την υπόθεση κατά τρόπο μονόπλευρο παραγνωρίζοντας πως το βάρος της απόδειξης ήταν στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής και ιδιαίτερα στο επίπεδο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Δεν συμφωνούμε με τις πιο πάνω θέσεις του εφεσείοντα. Το Κακουργιοδικείο στα ευρήματα του που καταλαμβάνουν 13 σελίδες αναλύει με λεπτομέρεια τη μαρτυρία και καταλήγει σε ευρήματα τα οποία είναι ορθά, εύλογα και αξιόπιστα. Αφού δέχθηκε την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής που υποστηρίζεται από τη μαρτυρία δέκα συνολικά αξιόπιστων μαρτύρων εύλογα κατέληξε στα ευρήματα του και στην εν συνεχεία ενοχή του εφεσείοντα πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Το Κακουργιοδικείο είχε στη σκέψη του τη νομική αρχή πως η Κατηγορούσα Αρχή φέρει πάντοτε το βάρος της απόδειξης της ενοχής του κατηγορουμένου στο βαθμό πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και ότι ο κατηγορούμενος δεν φέρει κανένα απολύτως βάρος απόδειξης της αθωότητας του.
Στην προφορική του αγόρευση ο συνήγορος του εφεσείοντα πρόβαλε έντονα τη θέση ότι υπήρξε «πλαστογραφία» στη γραπτή, προς την αστυνομία, κατάθεση του μάρτυρα Χαραλάμπους. Ισχυρίζεται, και αυτό είναι ορθό, ότι στο αντίγραφο που δόθηκε στον εφεσείοντα κατά την προανάκριση, της κατάθεσης του Χαραλάμπους δεν αναφέρετο οποιοδήποτε ποσό για την προμήθεια του δείγματος. Στο σχετικό μέρος της κατάθεσης τούτο ήταν κενό. Εν τούτοις στην ίδια κατάθεση του Χαραλάμπους που παρουσιάστηκε στο δικαστήριο το κενό αυτό ήταν συμπληρωμένο με τα ποσά αντίστοιχα των £60 (για το δείγμα κοκαΐνης) και £20 (για το δείγμα ρητίνης κάνναβης).
Το Κακουργιοδικείο ασχολήθηκε ειδικά με το θέμα. Παραθέτουμε αυτούσιο το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του:-
«Πριν την διατύπωση τελικών ευρημάτων θα σταθούμε σε κάποια σημεία που οι ευπαίδευτοι συνήγοροι έχουν θίξει στο στάδιο των αγορεύσεων. Ο κ. Πουργουρίδης στάθηκε ιδιαίτερα στις παραλείψεις και τα κενά του ανακριτικού έργου καθώς και το κενό που παρουσιάζει η κατάθεση του Μ.Κ.3. Είναι γεγονός ότι στην εν λόγω κατάθεση στο Τεκμήριο 4 (ημερ. 29/10/03) σελ. 2 φαίνεται η εξής αναφορά: «Πράγματι ο Χαράλαμπος μου πώλησε ένα γραμμάριο κοκαΐνη για το ποσό των £60 καθώς και δύο γραμμάρια ρητίνης κάνναβης για το ποσό των £20». Έχει προκύψει ότι το αντίγραφο κατάθεσης του Μ.Κ.3 που αποτελεί μέρος του υλικού των καταθέσεων που σύμφωνα με το Νόμο καταχωρούνται κατά την παραπομπή με αντίγραφα στην Υπεράσπιση, τα υπογραμμισμένα ως άνω σημεία των £60 και £20 δεν υπάρχουν και στη θέση τους υπάρχει κενό μεταξύ των λέξεων. Η θέση της Υπεράσπισης είναι ότι το κενό είναι σκόπιμο αλλά και ύποπτο, ενδεικτικό της παγίδευσης στην οποία ενέπλεξε η αστυνομία τον κατηγορούμενο. Η διάσταση μεταξύ των δύο εγγράφων είναι δεδομένη από απλή αντιπαραβολή. Παραμένει δε, ότι σε επίπεδο μαρτυρίας, η διάσταση αυτή δεν μας έχει εξηγηθεί. Ούτε ο αστυφ. 2708 Π. Δημητρίου ο οποίος έλαβε την εν λόγω κατάθεση κλήθηκε ως μάρτυρας από την Κατηγορούσα Αρχή για να δώσει ενδεχόμενες εξηγήσεις.
Έχουμε ιδιαίτερα προβληματιστεί για το πιο πάνω. Στη σκέψη μας παραμένει αδιευκρίνιστο το γιατί υπάρχει αυτή η διάσταση. Έχουμε ωστόσο και την υποχρέωση να προβληματιστούμε για τη συνέπεια της διάγνωσης αυτής καθώς και της σχετικής έλλειψης εξήγησης. Μετά από περίσκεψη έχουμε καταλήξει ότι με δεδομένο το εύρημα μας επί της αξιοπιστίας τόσο του Μ.Κ.3 όσο και του συνόλου της λοιπής μαρτυρίας η εν λόγω παράλειψη δεν δημιουργεί ρήγμα επί της συνολικής εκδοχής της Κατηγορούσας Αρχής. Το εν λόγω σημείο δεν οδηγεί σε ο,τιδήποτε τελικό που θα μπορούσε να επηρεάσει ουσιαστικά την εντύπωση που οι μάρτυρες αυτοδύναμα και στο συνδυασμό τους μας άφησαν.»
Συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση του Κακουργιοδικείου. Σχετικά με το δείγμα που ο εφεσείων αμφισβητούσε καθώς και την πληρωμή των £80 συνολικά υπάρχει σωρεία μαρτυρίας την οποία το Κακουργιοδικείο δέχθηκε ως αληθή και ορθή. Είναι, πέραν της μαρτυρίας του Χαραλάμπους η μαρτυρία του Υπαστυνόμου Έλληνα, του λοχία Ιωάννου σχετικά με τα χρήματα για να αγορασθεί το δείγμα καθώς και του Τεκμ. 23 απόδειξη του ταμείου για την εκταμίευση του εν λόγω ποσού.
Έχουμε εξετάσει και εμείς το θέμα όπως προέκυψε υπό το πρίσμα της ολότητας της μαρτυρίας, όπως παρουσιάσθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, το οποίο την αξιολόγησε ορθά, δεχόμενο την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής. Υπάρχει πληθώρα αποδεκτής μαρτυρίας που αποδεικνύει την αγορά των δειγμάτων από τον εφεσείοντα με την πληρωμή του ποσού των £80. Υιοθετούμε τη θέση του Κακουργιοδικείου ότι το ζήτημα της διάστασης μεταξύ αντιγράφου και πρωτότυπου της γραπτής κατάθεσης προς την αστυνομία, του μάρτυρα Χαραλάμπους, δεν ήταν καταλυτικό για την αξιοπιστία τόσο του Χαραλάμπους όσο και των άλλων μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής. Πέραν τούτου προσθέτουμε ότι δεν βλέπουμε πως επηρεάσθηκαν τα δικαιώματα του εφεσείοντα ούτε έχουμε παραπεμφθεί περί τούτου από το συνήγορο του.
Με ειδικό λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να εξετάσει «ουσιώδη θέματα αποδεκτότητας και/ή βαρύτητας εξ ακοής μαρτυρίας που παρουσίασε η Κατηγορούσα Αρχή και/ή στηρίχθηκε στην εν λόγω μαρτυρία προκειμένου να καταλήξει στα ευρήματα του». Τόσο όμως στο γραπτό διάγραμμα που καταχώρησε ο συνήγορος του εφεσείοντα όσο και προφορικά ενώπιον μας δεν έχουν υποδειχθεί τα κατ' ισχυρισμό πιο πάνω λάθη του Κακουργιοδικείου. Δεν υποδείχθηκε ούτε η παράλειψη της εξέτασης σε θέματα αποδεκτότητας ούτε οποιαδήποτε λανθασμένη θέση της επίδικης απόφασης ως προς τη βαρύτητα εξ ακοής μαρτυρίας. Ως εκ τούτου οι ισχυρισμοί αυτοί κρίνονται ανεδαφικοί και απορρίπτονται. Δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε σφάλμα στην επίδικη απόφαση ως προς τα θέματα αυτά.
Ο εφεσείων έχοντας ως υπόβαθρο όλους τους πιο πάνω ισχυρισμούς του τους οποίους έχουμε ήδη απορρίψει ως ανεδαφικούς με τον τέταρτο λόγο έφεσης, προτείνει ότι είχε υποκινηθεί φορτικά στη διάπραξη των αδικημάτων από την αστυνομία μέσω της εξαδέλφης του Κρίστης Κέκκου με αποτέλεσμα την παγίδευση του. Ο εφεσείων, με το δεδομένο ότι δεν είχε το βάρος να αποδείξει πως παγιδεύτηκε αλλά απλώς να εγείρει αμφιβολίες ότι θα μπορούσε να είχε παγιδευτεί, εισηγήθηκε πως το Κακουργιοδικείο αντί να αξιολογήσει τα σημεία εκείνα που ήταν ικανά να εγείρουν αμφιβολίες, αντίθετα τα αγνόησε συστηματικά.
Σύμφωνα με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) στη Loosely, Attorney General΄s Reference (no. 3 of 2000) (2001) 4 All E.R. 897, «η παγίδευση συντελείται όταν ένας πράκτορας του κράτους - συνήθως ένας αξιωματικός εφαρμογής του νόμου ή ένας ελεγχόμενος πληροφοριοδότης - υποκινεί ένα τρίτο πρόσωπο να διαπράξει ένα αδίκημα με σκοπό τη σύλληψη και πρόσαψη κατηγορίας του προσώπου αυτού». Στη Χατζημάρκου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 482 ορίστηκε ότι «παγίδευση έχουμε όταν ένα πρόσωπο υποκινεί άλλο στη διάπραξη παραβίασης του νόμου, στην οποία παραβίαση άλλως δεν θα προέβαινε και στη συνέχεια καταθέτει εναντίον του σε σχέση με το συγκεκριμένο αδίκημα.»
Τόσο η Αγγλική νομολογία όσο και η Κυπριακή νομολογία (Βλέπε: Καττής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 262 και Χατζημάρκου (πιο πάνω) εξέτασε το θέμα της παγίδευσης. Με το θέμα επίσης ασχολήθηκε και το ΕΔΑΔ μεταξύ άλλων και στη Loosely (πιο πάνω). Τελικά, πολύ πρόσφατα, η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έδωσε τελική κρίση επί του θέματος στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Οδυσσέα Κανάρη (Αρ.1) (2005) 2 ΑΑΔ 105. Στην απόφαση αυτή, αφού σχολιάσθηκε τόσο η Αγγλική νομολογία όσο και η Κυπριακή και αυτή του ΕΔΑΔ, η Ολομέλεια κατέληξε ότι δεν υπάρχει «εξαντλητικός ορισμός που να καλύπτει γενικά και άνευ ετέρου το πότε τα όργανα του κράτους ξεπερνούν πράγματι το αποδεκτό όριο ώστε η επακόλουθη ποινική δίωξη να απολήγει καταχρηστική ή να εκθέτει ως ανυπόληπτο το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης».
Τα γεγονότα στην υπόθεση Κανάρη ήταν παρόμοια με τα γεγονότα στη Loosely. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφέρει τα εξής στην Κανάρης (σελίδα 118):-
«Τα γεγονότα στη Loosely ήταν σε μεγάλο βαθμό όμοια με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Μάλιστα εκεί δεν υπήρχε λόγος για υποψία πως ο ίδιος ο Loosely ασχολείτο με το εμπόριο ναρκωτικών. Την αστυνομία την απασχολούσε η διακίνηση ναρκωτικών σε ορισμένη περιοχή και απλώς της δόθηκε το όνομα του Loosely. Ο υπό κάλυψη αστυνομικός του τηλεφώνησε, τον ρώτησε αν μπορούσε να τον προμηθεύσει ναρκωτικά, η απάντηση ήταν καταφατική και διευθετήθηκε η πρώτη παράδοση. Για να ακολουθήσουν και άλλες, πάντοτε με πρωτοβουλία του αστυνομικού, που τηλεφωνούσε στο Loosely, ο οποίος εν τέλει φάνηκε πως ήταν εξοικειωμένος. Ο αστυνομικός ενεργούσε υπό τις οδηγίες και εποπτεία Ανώτερου Αξιωματικού της Αστυνομίας και κρίθηκε πως η συμπεριφορά του που οδήγησε στην εγκαθίδρυση σχέσης αποτέλεσμα της οποίας ήταν η προμήθεια των ναρκωτικών, δεν συνιστούσε υποκίνηση ώστε να αποδοκιμασθεί η άρνηση αναστολής της διαδικασίας.»
Εξετάσαμε τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, όπως τα δέχθηκε το Κακουργιοδικείο στην επίδικη απόφαση του, στη βάση του σκεπτικού της νομολογίας στις υποθέσεις Χατζημάρκου, Loosely και Κανάρη το οποίο και συμμεριζόμαστε. Τα γεγονότα τα έχουμε ήδη παραθέσει στην αρχή της απόφασης μας. Το Κακουργιοδικείο προβαίνει στην επίδικη απόφαση του σε εκτεταμένη ανάλυση της αγγλικής και κυπριακής νομολογίας καθώς και αυτής του ΕΔΑΔ. Στη βάση αυτής της νομολογίας το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του αναφέρει τα εξής με τα οποία συμφωνούμε και υιοθετούμε ως μέρος της απόφασης μας:-
«Με βάση συνεπώς τα περιστατικά της υπόθεσης, πρέπει το Δικαστήριο να προσεγγίσει τα επιμέρους χαρακτηριστικά της παρούσας υπόθεσης για να κρίνει αν η συμπεριφορά της αστυνομίας ή του Μ.Κ.3 ή και της Κρίστη σε συνδυασμό, όπως δηλαδή είχε προβληθεί από την Κατηγορούσα Αρχή και έγινε δεκτή σε επίπεδο γεγονότων συνιστά ή όχι παγίδευση του κατηγορούμενου. Κρίνουμε ως σχετικά τα ακόλουθα:
(α) Υπήρχε στα χέρια της αστυνομίας πληροφορία σε σχέση με τον κατηγορούμενο που τον τοποθετούσε ως διακινητή ναρκωτικών στην Πάφο τον ουσιώδη χρόνο. Η πληροφορία αυτή δεν μένει στατική, μετατρέπεται σε εύλογη υπόνοια με βάση τις αναφορές του Μ.Κ.3 στον Μ.Κ.7 και την παροχή δειγμάτων. Η «πληροφορία» λοιπόν δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή ως ο κ. Πουργουρίδης εισηγήθηκε. Το Δικαστήριο την αξιολογεί στη ζωντανή της διάσταση, όπως εξελίχθηκε στην πράξη και όπως οι μάρτυρες απέδωσαν ενώπιον μας τα γεγονότα τα οποία εννοιολογικά εντάσσονται «στην εύλογη υπόνοια».
(β) Δεν έχει διαφανεί κακή πίστη της αστυνομίας. Αντίθετα η αστυνομία φαίνεται να ενεργεί στα πλαίσια εύλογης υπόνοιας.
(γ) Οι πράξεις του Μ.Κ.3 δεν ήσαν αυθαίρετες, ενεργούσε κατόπιν οδηγιών του Μ.Κ.7 και με τακτικές αναφορές σ' αυτόν μέσα σε πλαίσια επιχείρησης της αστυνομίας, για να διαπιστωθεί τυχόν παράβαση νόμου σε σχέση με σοβαρά αδικήματα για διακίνηση ναρκωτικών. Και τούτο με γνώση και έγκριση των ανωτέρων του Μ.Κ.7. Η θέση του κ. Πουργουρίδη για τη μη ύπαρξη εξουσιοδότησης από Δικαστή ως υποδεικνύεται στην Texeira, απαντάται στην Κανάρη όπως ήδη σημειώσαμε πιο πάνω, «είναι αρκετό η εξουσιοδότηση και η εποπτεία από τις αρμόδιες αρχές δηλαδή της αστυνομίας, στο πλαίσιο του κώδικα πρακτικής τους».
(δ) Δεν υπάρχει επιμονή ή πίεση του Μ.Κ.3 προς τον κατηγορούμενο για την προμήθεια των ναρκωτικών. Ο ίδιος ο κατηγορούμενος, του αποκαλύπτει αρχικά ότι διαθέτει κοκαΐνη και ψάχνει αγοραστές. Ακολουθεί η διευθέτηση πώλησης του δείγματος. Και μετά παρέλευση ημερών και χωρίς πίεση, γίνεται διαπραγμάτευση τιμής. Είναι φανερό ότι γίνεται δοσοληψία με συνολική τιμή. Και δεν ισχύει επ' αυτού η θέση του κ. Πουργουρίδη για αδυναμία της Κατηγορούσας Αρχής να αποδείξει τιμή μέσω του Μ.Κ.3.
(ε) Καμία σκιά υποκίνησης ή ανάμιξης δεν υπάρχει στην ίδια την κατοχή της κοκαΐνης από τον κατηγορούμενο (κατ' αυτό διαφοροποιείται η παρούσα από την Καττή, στην οποία, η αστυνομία λαμβάνει τα ναρκωτικά και σκηνοθετεί την παράδοση τους στον Καττή).
(στ) Ο κ. Πουργουρίδης, τόνισε επαναληπτικά στην αγόρευση του ότι ούτε στην κατοχή του ούτε σπίτι του κατηγορούμενου δεν βρέθηκαν ζυγαριές ακριβείας ή άλλα είδη που να δεικνύουν εμπορία ναρκωτικών. Δεν αναμένουμε βέβαια ένας που συναλλάσσεται ναρκωτικά να έχει και βιτρίνα. Παραμένει ακλόνητο (και αδιαμφισβήτητο) ότι ο κατηγορούμενος είχε στην κατοχή του 140 σχεδόν γραμμάρια κοκαΐνης.
Εκείνο που σίγουρα μπορούμε να πούμε είναι ότι η θεώρηση του Δικαστηρίου επί των διαφόρων παραγόντων πρέπει να είναι σφαιρική και όχι απομονωτική του κάθε κριτηρίου.»
Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης ουδόλως διαφέρουν από τα γεγονότα στις αποφάσεις Κανάρη και Loosely στις οποίες νομολογήθηκε ότι δεν υπήρξε παγίδευση της αστυνομίας η οποία δεν υπερέβη τα επιτρεπτά όρια και δεν συνιστούσε υποκίνηση ή οτιδήποτε άλλο από τον Χαραλάμπους, που θα καθιστούσε τη συμπεριφορά του απαράδεκτη.
Κατά συνέπεια ο ισχυρισμός του εφεσείοντα για υποκίνηση και παγίδευση του από την Αστυνομία κρίνεται ατελέσφορος, ενόψει των γεγονότων που το Κακουργιοδικείο βρήκε ως αληθή.
Η έφεση απορρίπτεται.
Π.
Δ.
Δ.
/ΕΠσ