ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 2 ΑΑΔ 275
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 175/2005)
22 Ιουνίου, 2006
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΒΥΡΩΝΑΣ ΒΥΡΩΝΟΣ
Εφεσείοντας
ν.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητου
Γ. Παπαϊωάννου για τον εφεσείοντα.
Ρ. Βραχίμης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον εφεσίβλητο.
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος σε δέκα κατηγορίες για κατοχή ναρκωτικών και για κατοχή των ιδίων με σκοπό την προμήθειά τους σε άλλα πρόσωπα. Η μικρότερη ποσότητα βρέθηκε συσκευασμένη και στερεωμένη σε κράνος το οποίο, κατά την Κατηγορούσα Αρχή, κρατούσε ο παραπονούμενος όταν ανεκόπη από την Αστυνομία. Η μεγαλύτερη ποσότητα βρέθηκε σε διαμέρισμα της πολυκατοικίας Georgina στην περιοχή Αμαθούντας στη Λεμεσό, του οποίου, κατά την Κατηγορούσα Αρχή, ο εφεσείων ήταν ο ενοικιαστής και κάτοχος και στο οποίο εισήλθε, παρέμεινε σ' αυτό επί πέντε λεπτά και εξήλθε οπότε και ανεκόπη, στο δρόμο, από την αστυνομία. Το Κακουργιοδικείο, διακρίνοντας ανάλογα με την ποσότητα και το είδος των ναρκωτικών επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης από 4 μέχρι 12 χρόνια στις πέντε από τις κατηγορίες. Στις υπόλοιπες, που αναφέρονταν στην απλή κατοχή και που καλύπτονταν από τις άλλες, δεν επέβαλε ποινή.
Εφεσιβάλλεται η απόφαση ως προς την καταδίκη. Οι λόγοι έφεσης δεν αφορούν στα συμπεράσματα όπως αυτά θα μπορούσαν να εξαχθούν στη βάση της μαρτυρίας που προσάχθηκε. Αφορούν στο δίκαιο της δίκης που διεξάχθηκε και που απέληξε στην προσαγωγή και αποδοχή αυτής της μαρτυρίας, ενόψει των χειρισμών του τότε δικηγόρου του εφεσείοντα κ. Νίκου Καλλή εξ αρχής, του χειρισμού που έγινε όταν αυτός ζήτησε να αποσυρθεί και, συνακολούθως, της πορείας της δίκης όπως αυτή εξελίχθηκε, με τον εφεσείοντα εκπροσωπούμενο από απρόθυμο και εντελώς απροετοίμαστο δικηγόρο, τον οποίο ούτε ο εφεσείων ήθελε, ενόψει της διαφωνίας τους αναφορικά με τη γραμμή της υπεράσπισης. Με την εισήγηση να παραμεριστεί η καταδίκη και να διαταχθεί επανεκδίκαση.
Ο εφεσίβλητος δεν αμφισβήτησε ότι υπήρξαν κακοί χειρισμοί. Εισηγήθηκε όμως πως εύλογα το Κακουργιοδικείο δεν επέτρεψε στο δικηγόρο του εφεσείοντα να αποσυρθεί και πως, εν τέλει, η καταδίκη δεν ήταν το αποτέλεσμα των κακών χειρισμών αλλά της επιμονής του εφεσείοντα να αρνείται ενοχή, με μια γραμμή υπεράσπισης που δεν μπορούσε να είχε επιτυχία, αντίθετα προς τη σθεναρή προτροπή του δικηγόρου του να παραδεχθεί ορισμένες από τις κατηγορίες, μάλιστα τις λιγότερο σοβαρές, για να αποσυρθούν οι σοβαρότερες. Από εκεί και πέρα, κατά την εισήγηση του εφεσίβλητου, ο δικηγόρος έκαμε ό,τι μπορούσε στο πλαίσιο των δυνατοτήτων που πρόσφερε η ισχυρή μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής.
Αναφορικά με το ζήτημα της απόρριψης του αιτήματος του δικηγόρου να αποσυρθεί, συζητήθηκε, όπως και από το πρωτόδικο δικαστήριο, η υπόθεση Καύκαρος και άλλος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 ΑΑΔ 51. Διευκρινίστηκε εκεί κατ' αρχάς πως δεν ετίθετο θέμα άμεσης στέρησης του δικαιώματος εκπροσώπησης των κατηγορουμένων από δικηγόρο της εκλογής τους αφού, όσο και αν θα πληρωνόταν από το Δημόσιο, είχε επιλεγεί από τους κατηγορουμένους, οι οποίοι και ουδέποτε απέσυραν την εντολή τους. Περαιτέρω πως, «δεν είχε προβληθεί οποιοσδήποτε ισχυρισμός για κακή εκπροσώπησή τους ή παράλειψης του δικηγόρου που είχαν οποιεσδήποτε δυσμενείς συνέπειες στην υπεράσπισή τους». Εξηγήθηκε πως δικαιολογείται παρέμβαση αναφορικά με τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου «μόνο όπου διαπιστώνεται ότι το Δικαστήριο λειτούργησε κάτω από εσφαλμένη αρχή δικαίου ή όπου η απόφαση είναι καταφανώς άδικη» και, με αναφορά και στα περιστατικά, όσο και αν, όπως προστέθηκε, «αν είχαμε να αντιμετωπίσουμε παρόμοια αιτήματα θα ασκούσαμε ενδεχομένως διαφορετικά τη διακριτική μας ευχέρεια», απορρίφθηκε η εισήγηση για επέμβαση. Με την επισήμανση πως «το εκδικάζον την υπόθεση Δικαστήριο είναι σε μοναδική θέση να εκτιμήσει τις ανάγκες της δικαιοσύνης, τις πιθανές επιπτώσεις στην υπεράσπιση από την αποχώρηση του δικηγόρου ιδιαίτερα σε προχωρημένο στάδιο της δίκης και γενικότερα το συμφέρον της δικαιοσύνης στη συγκεκριμένη υπόθεση». Σε εκείνη την υπόθεση το πρώτο αίτημα του δικηγόρου υποβλήθηκε μετά την έκδοση ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου για τη θεληματικότητα κατάθεσης, αφού είχαν ήδη καταθέσει 16 μάρτυρες κατηγορίας, με την αιτιολογία πως οι εισηγήσεις του «ως νομικού δεν γίνονται εισακουστέες και εμμένουν οι πελάτες μου όπως εγώ εισακούω τις δικές τους». Ενώ το δεύτερο αίτημα «υποβλήθηκε σε ακόμα πιο προχωρημένο στάδιο της δίκης στο μέσο της παρεμφερούς δίκης για τη διαπίστωση της θεληματικότητας της κατάθεσης του εφεσείοντα 2», κατ' επίκληση σύγκρουσης που είχε ο δικηγόρος ακολουθώντας τις οδηγίες των πελατών του και παραπόνου που ένας από αυτούς εξέφρασε για ορισμένους χειρισμούς του.
Ο εφεσείων, στο ίδιο πλαίσιο, αναφέρθηκε σε νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναφορικά με το δικαίωμα για εκπροσώπηση από δικηγόρο της επιλογής του κατηγορουμένου με νομική αρωγή όπου τα συμφέροντα της δικαιοσύνης το απαιτούν που κατοχυρώνει, όπως άλλωστε και το Άρθρο 12.5(γ) του Συντάγματος, το άρθρο 6(3)(γ) της Σύμβασης. (βλ. Αrtico v. Italy (1981) 3 E.H.R.R. 1 727, Key Case- Law Extracts-European Court of Human Rights, Gilles Dutertre, Council of Europe Publishing p. 226, Law of the European Convention on Human Rights, D.J. Harris, M.O′Boyle, C. Warbrick 256 κ.επ.). Με την κεντρική σκέψη πως δεν ικανοποιεί το δικαίωμα ο απλός διορισμός δικηγόρου όταν αυτός δεν διασφαλίζει αποτελεσματική βοήθεια. Αυτά, βεβαίως, κατά την εξέταση του θέματος της παραβίασης του άρθρου, ανεξάρτητα από το κατά πόσο προκλήθηκε πραγματική βλάβη στην υπεράσπιση που εδώ αποτελεί τη συνισταμένη, εν τέλει, της εισήγησης. Θα λέγαμε, ανεξάρτητα και από τη δυνατότητα ο δικηγόρος που διορίζεται με νομική αρωγή να μην τυγχάνει απαραίτητα της έγκρισης του κατηγορουμένου. (Βλ. Fourri and Others v. Republic (1980) 2 CLR 152).
Αναφορικά με το ζήτημα των χειρισμών του τότε δικηγόρου του εφεσείοντα ενώπιον του Κακουργιοδικείου τα μέρη αναφέρθηκαν στη Γιουρούκκης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 402. (Βλ. και τη Μάριος Κωνσταντίνου άλλως Γιαλλούρης κ.α. ν. Αστυνομίας Ποινική ΄Εφεση 7656 κ.α. ημερομηνίας 11.5.05). Επεξηγείται εκεί η σχετική νομολογία και το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Α. Λοΐζου, Π., συνοψίζει τις βασικές παραμέτρους:
«Συνεκτιμώντας τις αρχές γύρω από την προβολή της υπεράσπισης σε ποινική υπόθεση, σε σχέση με τη θέση του δικηγόρου στο πλαίσιο της ποινικής δίκης καταλήγουμε ότι ο δικηγόρος υπέχει θέση αντιπροσώπου ο οποίος σε σοβαρές ποινικές υποθέσεις λειτουργεί στην παρουσία του πελάτη του.
Το βάθρο της υπεράσπισης καθορίζεται από τις οδηγίες του κατηγορούμενου αλλά ο δικηγόρος φέρει την ευθύνη για τη δικανική διαμόρφωση και προβολή της υπεράσπισης στο πλαίσιο της δίκης, η δε διακριτική ευχέρεια του δικηγόρου στον τομέα αυτό είναι ευρυτάτη.
Η νομολογία επίσης υποστηρίζει ότι η καταδίκη μπορεί να ακυρωθεί λόγω των χειρισμών του δικηγόρου της υπεράσπισης μόνο όταν ο χειρισμός του δικηγόρου αποκαλύπτει έκδηλα ανίκανη δικηγορία (flagrantly incompetent advocacy) η οποία είχε ως αποτέλεσμα την κακή απονομή της δικαιοσύνης, ή ότι το όλο θέμα δημιουργεί αμφιβολίες, έκδηλες ή υποβόσκουσες».
Εξετάσαμε προσεκτικά τα δεδομένα. Καταλήγουμε πως οι εισηγήσεις του εφεσείοντα είναι βάσιμες και πως το αίτημά του για επανεκδίκαση πρέπει, προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, να ικανοποιηθεί. Το Κακουργιοδικείο ήταν αντιμέτωπο με μια πράγματι δύσκολη κατάσταση όπως τη διαμόρφωσε η επί μακρόν προσπάθεια διορισμού δικηγόρου για τον εφεσείοντα, όταν και ο πρώτος που διορίστηκε, με την άδειά του, αποσύρθηκε. Είναι έκδηλη η προσπάθεια του Κακουργιοδικείου να διασφαλίσει απρόσκοπτη και δίκαιη δίκη, χωρίς να παραμερίζει το ευρύτερο συμφέρον της δικαιοσύνης που, βεβαίως, περιλαμβάνει και τα αφορώντα στο δικαίωμα του κατηγορουμένου για αποτελεσματική νομική βοήθεια. Φοβούμαστε, όμως, πως δεν προσεγγίστηκε τελικά το θέμα στη σωστή του διάσταση.
Εξ αρχής ήταν ασυνήθιστη, για να πούμε το λιγότερο, η δήλωση του δικηγόρου του εφεσείοντα ενώπιον του Κακουργιοδικείου σε σχέση με συνεννοήσεις με την Κατηγορούσα Αρχή για παραδοχή σε ορισμένες από τις κατηγορίες. Ιδιαιτέρως όταν, όπως προκύπτει, αυτές οι συνεννόησεις ήταν το αποτέλεσμα πρωτοβουλίας του δικηγόρου, ενώ ο εφεσείων δεν παραδεχόταν οποιαδήποτε από τις κατηγορίες. Αυτή η διαφωνία εκδηλώθηκε ρητά στη συνέχεια, όμως, αφού μεσολάβησε, σε νέα δικάσιμο, η δήλωση παραδεκτών γεγονότων. Τα οποία, βεβαίως, έγιναν δεκτά αφού ήταν σε επόμενη ημερομηνία που ο δικηγόρος επανήλθε στο θέμα. Αφού, λοιπόν, δηλώθηκαν ορισμένα γεγονότα ως παραδεκτά, ο δικηγόρος ζήτησε άδεια να αποσυρθεί. Όπως το έθεσε αρχικά, εργάστηκε με κάθε δυνατότητα που του παρεχόταν για να έχει «εύκολη κατάληξη και σύντομη διεκπεραίωση αυτή η υπόθεση» εννοώντας την παροδοχή σε ορισμένες κατηγορίες και την απόσυρση άλλων, μάλιστα των σοβαρότερων, «μετά από συνεννόηση και με την Κατηγορούσα Αρχή». Επειδή, όμως, ο εφεσείων δεν ήταν διατεθειμένος να ακολουθήσει τη συμβουλή του, επιμένοντας προφανώς στην αθωότητά του σε όλες τις κατηγορίες, δεν ήθελε να συνεχίσει να τον εκπροσωπεί «όταν η γραμμή που μου θέτει ο πελάτης μου δεν έχει οποιαδήποτε επιτυχία..».
Το Κακουργιοδικείο ζήτησε τεκμηρίωση του αιτήματος, διακόπηκε η διαδικασία για λίγο και ο δικηγόρος επανήλθε. Όμως, πάνω σε εντελώς διαφορετική βάση. Είχαν, ανέφερε, συνεννοηθεί με τον εφεσείοντα πριν από τρεις δικασίμους «ότι θα προβαίναμε σε μια δίκη εντός δίκης με την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας». Διαφωνούσαν, όμως, επειδή ήταν η επιθυμία του εφεσείοντα να καταθέσει, στο πλαίσιο της δίκης εντός δίκης εννοείται, ενόρκως. Ενώ η δική του θέση, «για ευνόητους λόγους» όπως εξήγησε, ήταν να μην καταθέσει. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον εφεσίβλητο μας ανέφερε ποιοι κατά τη δική του αντίληψη ήταν οι ευνόητοι λόγοι που είχε υπόψη ο δικηγόρος. Ο εφεσείων θα έλεγε ψέματα ενόρκως και ήθελε να αποφύγει τέτοια εξέλιξη. Θα ήταν πράγματι αδιανόητο για δικηγόρο υπεράσπισης να αφήνει τέτοιο υπονοούμενο με δηλώσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου αλλά δεν θα σταθούμε σ' αυτό. Πρόσθεσε ο δικηγόρος και τις δυσκολίες που είχε να επικοινωνήσει με τον εφεσείοντα και κατέληξε με την ακόλουθη, δραματική θα λέγαμε, δήλωση:
«Και τυχόν απόρριψη του αιτήματος μου το δηλώνω δεν θα έχει κανένα θετικό αποτέλεσμα, ειδικά για τον ίδιο τον κατηγορούμενο, δεν προτίθεμαι να τον υπερασπιστώ και δεν προτίθεμαι να κάμω οποιαδήποτε αντεξέταση. Αν επιλέξει να καταθέσει ενόρκως εγώ διαφωνώ γιατί ξέρω τι θα γίνει, θα είναι δίκη παρωδία».
Το Κακουργιοδικείο τον κάλεσε να αποσύρει την τελευταία δήλωση ως μη συνάδουσα «προς την υποχρέωση δικηγόρου που εμφανίζεται για ένα κατηγορούμενο». Με την υπόμνηση πως η όποια απόφαση του Κακουργιοδικείου «θα πρέπει να γίνεται σεβαστή και να έχει όλες τις αναγκαίες συνέπειες που έχει κάθε δικαστική απόφαση». Και ο δικηγόρος την απέσυρε με την ακόλουθη προσθήκη· «Μου είναι αρκετό ότι περιήλθε εις γνώση σας». Απευθύνθηκε τότε το Κακουργιοδικείο προς τον ίδιο τον εφεσείοντα και παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά:
«Δικαστήριο προς κατηγορούμενο:
Ε. Θέλετε να πείτε κάτι όσον αφορά το αίτημα αυτό;
Α. Απ' ότι είπε ο κ. Καλλής δεν συμφωνούμε στην γραμμή υπεράσπισης και ζητώ 2 - 3 ημέρες χρόνο να βάλω άλλο δικηγόρο.
Ε. Δεν έχει ακόμα απαλλαγεί ο δικηγόρος σας. Για το αίτημα έχετε να πείτε κάτι;
Α. Όχι.»
Είναι προφανές πως το Κακουργιοδικείο αντιλήφθηκε τη δήλωση του εφεσείοντα ως αναφερόμενη απλώς στο πρακτέο μετά την ενδεχόμενη απαλλαγή του δικηγόρου του. Σαφώς, όμως, αυτή η δήλωση συνιστούσε και τοποθέτηση του ίδιου του εφεσείοντα σε σχέση με την προοπτική να παραμείνει ο κ. Καλλής ως δικηγόρος του. Ήταν, λοιπόν, και δική του επιθυμία να διορίσει άλλο δικηγόρο.
Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν το θέμα, στο ιστορικό της ως τότε διαδικασίας, στο χρόνο που παρήλθε και στην αναπόφευκτη αναστάτωση και περαιτέρω καθυστέρηση που θα προκαλούσε η έγκριση του αιτήματος. Όπως έκρινε, οι χειρισμοί που είχαν γίνει, περιλαμβανομένης και της δήλωσης για παραδεκτά γεγονότα, επέβαλλαν να συνεχίσει ο δικηγόρος να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον πελάτη του.
Το έχουμε σημειώσει από την αρχή πως κατανοούμε και συμμεριζόμαστε πλήρως την ανησυχία του Κακουργιοδικείου αλλά δεν είχε ακόμα αρχίσει κατ' ουσίαν η ακροαματική διαδικασία και η παρούσα διακρίνεται ως προς αυτό από την Καύκαρος. Όπως και ενόψει του γεγονότος ότι, εν προκειμένω, είχε εκφρασθεί και η επιθυμία του εφεσείοντα να διορίσει άλλο δικηγόρο. Τα παραδεκτά γεγονότα, αν ήταν ανώδυνα, δεν θα ήταν πρόβλημα, ενώ αν είχαν περιεχόμενο που επηρέαζε περαιτέρω χειρισμούς στο πλαίσιο της άρνησης της ενοχής, θα ήταν λόγος άλλου προβληματισμού αναφορικά με την ενδεχόμενη διασύνδεσή τους προς τη ζωντανή ακόμα κατεύθυνση του δικηγόρου «για εύκολη κατάληξη και σύντομη διεκπεραίωση», ακολουθούμενη μάλιστα στη συνέχεια από δηλώσεις πως ο δικηγόρος, ακόμα και κατά την επόμενη δικάσιμο, ήταν εντελώς απροετοίμαστος. Σε σχέση δε με το πρακτέο, εφόσον επιτρεπόταν στο δικηγόρο να αποσυρθεί, η υπόθεση Fourri (ανωτέρω) θα μπορούσε, ανάλογα με τις εκτιμήσεις και τις δυνατότητες που προσφέρονταν, να αποτελέσει οδηγό. Κάτω από τις ακραίες περιστάσεις της υπόθεσης, ενόψει των όσων είχαν προηγηθεί, των δηλώσεων του δικηγόρου και του ίδιου του εφεσείοντα αλλά και του γεγονότος πως δεν είχαν ακόμα κληθεί μάρτυρες κατηγορίας, πιστεύουμε πως θα έπρεπε να είχε εγκριθεί το αίτημα. Τίθενται όμως και περαιτέρω θέματα ώστε να μη χρειάζεται να δούμε αυτοτελώς το ζήτημα των επιπτώσεων.
Μετά την απόρριψη του αιτήματός του να απαλλαγεί, ο δικηγόρος δήλωσε πως ήταν εντελώς απροετοίμαστος και ζήτησε ολιγοήμερη αναβολή. Ο δε εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής δήλωσε πως «θα μπορούσε να δοθεί λίγος χρόνος στον κ. Καλλή να εξασφαλίσει τις καταθέσεις». Παραθέτουμε αυτούσιο το αίτημα του δικηγόρου:
«Σεβόμενος την απόφαση σας Έντιμοι Κύριοι Δικαστές είμαι υποχρεωμένος να υποβάλω νέο αίτημα για ολιγοήμερη αναβολή καθότι όπως έχω αναφέρει προηγουμένως δεν είχα καμία επικοινωνία με τον κατηγορούμενο τους τελευταίους δύο μήνες εκτός της προηγούμενης περίπτωσης που μου τηλεφώνησε να μου πει όλη νύκτα ότι είναι άρρωστος και ότι θα πάει νοσοκομείο και την ημέρα που εμφανίστηκα ενώπιόν σας για εκτέλεση του Ε/Σ εμφανίστηκα οικειοθελώς, μέχρι ψες αργά οπότε του ανέφερα ότι θα ζητήσω άδεια να αποσυρθώ και ότι δεν είμαι καθόλου έτοιμος να συνεχίσω την ακρόαση της υπόθεσης. Αν για 2 μήνες δεν είχα καμιά επικοινωνία ήρθα εντελώς απροετοίμαστος πιστεύοντας ότι το αίτημα μου θα γινόταν αποδεκτό. Ούτε τις καταθέσεις δεν τις έχω μαζί μου».
Το Κακουργιοδικείο δεν ήταν διατεθειμένο να εγκρίνει το αίτημα και έδωσε στο δικηγόρο μόνο 15 λεπτά. Όχι γιατί δεν δέχτηκε πως υπήρχε έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ του δικηγόρου και του εφεσείοντα ή πως πράγματι δεν ήταν προετοιμασμένος ο δικηγόρος για την ακρόαση. Με αναφορά στην εξήγηση που έδωσε ο δικηγόρος, απέδωσε την ευθύνη γι' αυτά στον εφεσείοντα. Αφήνει πράγματι εκείνη η εξήγηση ανοικτό αυτό το ενδεχόμενο αλλά δεν ήταν και μονοσήμαντη ώστε, αν επρόκειτο να έχει σημασία, να μην χρειαζόταν να διερευνηθεί περαιτέρω. Ούτως ή άλλως ήταν ενώπιον του Κακουργιοδικείου η εξ αρχής προσέγγιση του δικηγόρου αναφορικά με το πώς θα έπρεπε, κατά τις δικές του συνεννοήσεις, να εξελιχθεί η διαδικασία. Κατέληξε το Κακουργιοδικείο πως «ο δικηγόρος οφείλει να κάμει ότι καλύτερο προσφέρεται και ότι καλύτερο μπορεί κατά την καθορισθείσα από το Δικαστήριο ημερομηνία για ακρόαση της υπόθεσης».
Μετά από το διάλειμμα κλήθηκε ο πρώτος μάρτυρας κατηγορίας. ΄Ηταν ο Υπαστυνόμος Μ. Χριστοφής που ηγήθηκε του κλιμακίου παρακολούθησης, ανακοπής και, εν τέλει, σύλληψης του εφεσείοντα. Κατ' αρχάς κατατέθηκε ως μαρτυρία η γραπτή του κατάθεση την οποία, όπως προκύπτει, δεν είχε εκ των προτέρων στη διάθεσή του ο δικηγόρος. Ήταν βασική η μαρτυρία του. Αναφερόταν στα διατρέξαντα κατά την ανακοπή και στην περαιτέρω έρευνα που απέληξε στην ανεύρεση των ναρκωτικών. Σειρά αντικειμένων, μεταξύ των οποίων το κράνος και τα ναρκωτικά τα κατέθεσε ως τεκμήρια αλλά χωρίς καμιά απολύτως ένσταση. Οπότε και δεν τέθηκε θέμα διεξαγωγής δίκης εντός δίκης ή και ένορκης κατάθεσης του εφεσείοντα στο πλαίσιό της, που φερόταν να απασχολούσε τόσο σοβαρά αμέσως προηγουμένως. Εν τούτοις, προβλήθηκε ένσταση στη συνέχεια όταν επιχειρήθηκε να κατατεθεί τσαντάκι που, κατά το μάρτυρα κρατούσε ο εφεσείων με ποσό χρημάτων σ' αυτό. Το Κακουργιοδικείο την απέρριψε, όμως, ακριβώς με αναφορά στα προηγηθέντα. Δεν μπορούσε, όπως έκρινε, να τίθεται θέμα δίκης εντός δίκης για το τσαντάκι όταν, «δεν υποβλήθηκε ένσταση ως προς τη μαρτυρία που δόθηκε αναφορικά με τις συνθήκες ανακοπής του κατηγορουμένου, που θα μπορούσε να είχε συζητηθεί στο πλαίσιο εισήγησης, η οποία όμως δεν υποβλήθηκε, ότι παραβιάστηκαν συνταγματικά δικαιώματα του εφεσείοντα ώστε να μολυνόταν ολόκληρη η διαδικασία. Για να ακολουθήσει πλέον και δήλωση νέου παραδεκτού γεγονότος, εκείνου της κατοχής από τον εφεσείοντα του χρηματικού ποσού, ώστε αυτό να μην χρειαστεί να κατατεθεί ως τεκμήριο. Δεν ήταν το χρηματικό ποσό αφ' εαυτού ουσιώδες στοιχείο στην υπόθεση. Αναγνώρισε ενώπιόν μας και ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου πως εμφανώς η ένσταση στην κατάθεσή του ουσιαστικά απέβλεπε στο να γίνει εκ των υστέρων εκείνο που διαπιστώθηκε ότι θα έπρεπε να είχε γίνει εξ αρχής. Ανεπιτυχώς, όμως, όπως είδαμε, για να προχωρήσει πλέον η δίκη στη βάση των ήδη τροχιοδρομηθέντων ενόψει των χειρισμών που έγιναν. Ακολούθησε σύντομη αντεξέταση του μάρτυρα, εντελώς ανεπαρκής όπως εισηγείται ο εφεσείων και, στη συνέχεια, νέο αίτημα για αναβολή.
Εισάγοντας αυτό το αίτημα ο δικηγόρος επανέλαβε ότι ήταν εντελώς απροετοίμαστος με την περαιτέρω εξήγηση ότι «είχαμε προσυνεννοηθεί ότι θα αντεξέταζα το μάρτυρα που ήταν ενώπιόν σας μέσα σε άλλα πλαίσια». Με ποιον είχε προσυνεννοηθεί αφού δεν είχε επικοινωνία με τον εφεσείοντα προηγουμένως και ποια ήταν τα άλλα πλαίσια, δεν διευκρινίστηκε. Αυτή τη φορά το Κακουργιοδικείο ενέκρινε το αίτημα αφού δέχτηκε πως ο δικηγόρος ήταν ανέτοιμος και, σε επόμενες ημερομηνίες, κλήθηκαν οι υπόλοιποι μάρτυρες κατηγορίας, ενώ άλλοι προσφέρθηκαν και ο δικηγόρος δήλωσε πως δεν ήθελε να τους αντεξετάσει. Ήταν σύντομη η αντεξέταση και των άλλων μαρτύρων κατηγορίας, ο εφεσείων παραπέμπει και στο περιεχόμενό της αλλά δεν χρειάζεται να επεκταθούμε σ' αυτό. Σημειώνουμε, όμως, το ερώτημα του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα αναφορικά με τη λογική της εισήγησης που ακολούθησε πως δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, αφού όλα εισάχθηκαν ουσιαστικά χωρίς ένσταση αλλά και με μόνο επί μέρους αμφισβητήσεις. Ενώ, παράλληλα, δηλώθηκαν ως περαιτέρω παραδεκτά γεγονότα και φερόμενες ως δηλώσεις του εφεσείοντα, αφ' εαυτών ενοχοποιητικές, όπως στο τέλος τις αξιολόγησε και το Κακουργιοδικείο. Και, περαιτέρω, ενώ στη συνέχεια και ο εφεσείων περιορίστηκε στην ανώμοτη δήλωση «είμαι αθώος», για να δηλώσει, μετά από αυτό, ο δικηγόρος, πως ζητούσε ξανά αναβολή «για να καταλήξουμε για το ποια θα είναι η θέση μας και ποια μαρτυρία θα προσκομίσουμε». Και για να προσθέσει πως θα συνέχιζε τις προσπάθειες «που μπορούν να οδηγήσουν την υπόθεση σε άλλη κατεύθυνση.». Εγκρίθηκε και αυτό το αίτημα για αναβολή αλλά, χωρίς άλλα, κλήθηκαν δυο μάρτυρες υπεράσπισης, θα λέγαμε για περιθωριακά θέματα αλλά και με στόχο την αναίρεση όσων προέκυπταν είτε από τις δηλώσεις παραδεκτών γεγονότων είτε από τη μη υποβολή ένστασης στην προσαγωγή μαρτυρίας είτε από τον τρόπο αντεξέτασης των μαρτύρων κατηγορίας. Για να ακολουθήσει και απόπειρα κλήσης ως μάρτυρα, ουσιώδους κατά την υπεράσπιση, ενός από εκείνους που προσφέρθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή. Αίτημα το οποίο απέρριψε το Κακουργιοδικείο. Ήταν γνωστή η ύπαρξη του μάρτυρα και αφού δεν είχε αξιοποιηθεί προηγουμένως η ευκαιρία για αντεξέτασή του, ήταν πλέον αργά.
Η απόφαση του Κακουργιοδικείου, στο τέλος, αποδίδει την εικόνα της δίκης και από μόνη της. Αρχίζει ουσιαστικά με την ακόλουθη εισαγωγή: «Τα γεγονότα που οδήγησαν στην πρόσαψη των εν λόγω κατηγοριών εναντίον του κατηγορούμενου δόθηκαν μέσω παραδεκτών γεγονότων και αδιαμφισβήτητης ουσιαστικά εν σχέσει με τα γεγονότα μαρτυρίας». Για να ακολουθήσει εκτίμηση της φύσης της υπεράσπισης που όμως δεν θα ήταν δυνατό να αποσυνδεθεί από τη μαρτυρία που προσάχθηκε. Ως εξής: «Η κύρια και ουσιαστική υπεράσπιση του κατηγορούμενου έγκειται στη νομική πτυχή του θέματος, αυτή της κατοχής των ναρκωτικών από τον κατηγορούμενο και την οποιαδήποτε τυχόν σύνδεση του με αυτά». Προχώρησε το Κακουργιοδικείο στη σύνοψη της μαρτυρίας και εξέτασε τις εισηγήσεις του εφεσείοντα. Όπως προκύπτει, αμφισβητούσε ακόμα και το αν είχε εισέλθει στο διαμέρισμα όπου βρέθηκαν ναρκωτικά για να παραπέμψει όμως το Κακουργιοδικείο στη μαρτυρία του ΜΚ1, με την υπόμνηση πως «δεν αμφισβητήθηκε ο ΜΚ1 όταν έλεγε ότι διαπίστωσε πως ο κατηγορούμενος εισήλθε στο διαμέρισμα ΟΟ1 ούτε διερευνήθηκε ο τρόπος της διαπίστωσης αυτής». Όπως παρέπεμψε στο ΜΚ1, με αναφορά σε παραλείψεις κατά την αντεξέτασή του, σε σχέση με τη θέση, όπως αυτή επιχειρήθηκε να προωθηθεί με μάρτυρες υπεράσπισης, πως η αστυνομία είχε κίνητρα ενοχοποίησής του. Προς την ίδια κατεύθυνση ήταν και η αντιμετώπιση όλων των άλλων τελικών εισηγήσεων του δικηγόρου. Όλες, ουσιαστικά, βρήκαν μπροστά τους τους χειρισμούς που έγιναν, τα παραδεκτά γεγονότα, την παράλειψη υποβολής ένστασης και τον τρόπο αντεξέτασης. Για να χαρακτηριστούν άλλοτε ως όψιμες, άλλοτε ως μη κατανοητές και άλλοτε ως αντιφατικές.
Δεν θα επεκταθούμε σε υποθέσεις αναφορικά με τις επιλογές που άφηνε η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής. Δεν είναι δυνατό να διασπασθεί με τέτοιο τρόπο το θέμα ούτε να αναγνωρίσουμε στεγανά, εκλαμβάνοντας οτιδήποτε ως δεδομένο. Από την προσεκτική μελέτη των στοιχείων καταλήγουμε πως το συνολικό αποτέλεσμα από την απόρριψη του αιτήματος του δικηγόρου να αποσυρθεί, από την άρνηση στη συνέχεια αναβολής και από τους προδήλως κακούς χειρισμούς του δικηγόρου ήταν να στερηθεί ο εφεσείων του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.
Επομένως, παραμερίζουμε την καταδίκη και, βεβαίως, τις ποινές που επιβλήθηκαν και διατάσσουμε την επανεκδίκαση της υπόθεσης από Κακουργιοδικείο με άλλη σύνθεση. Ο εφεσείων τελούσε υπό κράτηση με διαταγή του Κακουργιοδικείου και θα παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την ημέρα κατά την οποία το Κακουργιοδικείο θα επιληφθεί της υπόθεσης.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
Ρ. Γαβριηλίδης, Δ.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
/ΜΣι.