ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 2 ΑΑΔ 217
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 74/05)
22 Μαΐου, 2006
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείoντας
ν.
ΤΑΣΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Εφεσίβλητου
Όλγα Σοφοκλέους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον εφεσείοντα.
Γ. Καζαντής για τον εφεσίβλητο
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος αθωώθηκε σε σχέση με σειρά κατηγοριών, όπως τις παραθέτει το Κακουργιοδικείο στην απόφασή του, ως ακολούθως:
«(Ι) Κατηγορείται ότι κατά την περίοδο 1992 - 2000 στην Αγλαντζιά διέπραξε σε διάφορες περιπτώσεις σε βάρος της Α.Γ. τα αδικήματα της:
1. Άσεμνης επίθεσης, κατά παράβαση των άρθρων 151 και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, σε 6 περιπτώσεις (κατηγορίες 1, 13, 14, 15, 16 και 19 στο κατηγορητήριο),
2. Αρπαγής ή απαγωγής γυναικός, κατά παράβαση των άρθρων 148, 247 και 29 του Π.Κ. (2η κατηγορία),
3. Διαφθοράς νεαρής γυναίκας κάτω των 13 χρονών, κατά παράβαση των άρθρων 153(1) και 29 του Π.Κ. σε 7 περιπτώσεις (κατηγορίες 3, 7, 8, 9, 10. 11 και 12).
4. Διαφθοράς νεαρής γυναίκας κάτω των 16 χρονών, κατά παράβαση των άρθρων 154 και 35 του Ποινικού Κώδικα σε 6 περιπτώσεις (κατηγορίες 20, 21, 22, 23, 24 και 25)
5. Παρά φύση ασέλγειας κατά παράβαση των άρθρων 171(α) και 29 του Π.Κ. και της παρά φύση ασέλγειας σε παιδί ηλικίας κάτω των 13 χρονών, κατά παράβαση των άρθρων 174 και 29 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορίες 4 και 17) και
6. Του βιασμού, κατά παράβαση των άρθρων 144 και 145 του Π.Κ. (Κατηγορία 18) και
(ΙΙ) Κατηγορείται επίσης ότι μεταξύ των ετών 1996 και 1997 και 1994 - 1997 διέπραξε σε βάρος της Ε.Γ. στην Αγλαντζιά τα αδικήματα της:
(α) Αρπαγής ή απαγωγής γυναικός, κατά παράβαση των άρθρων 148, 247 και 29 του Ποινικού Κώδικα (5η κατηγορία),
(β) Άσεμνης επίθεσης, κατά παράβαση των άρθρων 151 και 35 του Π.Κ. (6η κατηγορία),
(γ) Του βιασμού, κατά παράβαση των άρθρων 144 και 145 του Π.Κ. (26η κατηγορία) και
(δ) Διαφθοράς νεαρής γυναίκας ηλικίας κάτω των 16 χρόνων, κατά παράβαση των άρθρων 154 και 35 του Ποινικού Κώδικα (Κατηγορία 27).»
Κατά την εξέλιξη της διαδικασίας ζητήσαμε τις απόψεις των μερών σε σχέση με το παραδεκτό της έφεσης. Με τον περί Ποινικής Δικονομίας (Τροποποιητικό) Νόμο του 1998 (Ν. 54(Ι)/98) το άρθρο 137(1) τροποποιήθηκε ώστε να είναι δυνατή η άσκηση έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης Κακουργιοδικείου για λόγους όπως και στην περίπτωση αθωωτικών αποφάσεων Επαρχιακού Δικαστηρίου. Παραθέτουμε το άρθρο 137(1):
«Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται -
(α) να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
(ι) ότι δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης αυτής·
(ιι) ότι απόδειξη έγινε πλημμελώς δεκτή ή αποκλείστηκε·
(ιιι) ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων·
(ιν) ότι υπήρξε αντικανονικότητα διαδικασίας·
(β) να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από απόφαση Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου για το λόγο ότι η ποινή ήταν ανεπαρκής».
Οι έξι λόγοι έφεσης που συζητήθηκαν αποδίδουν στο Κακουργιοδικείο πλημμελή εφαρμογή του Νόμου ή νομικών αρχών επί των πραγματικών γεγονότων. Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν, ουσιαστικά, οι λόγοι έφεσης αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που προσκομίστηκε. Οι περιορισμοί που επιβάλλει το άρθρο 137(1) αλλά και η ανάγκη για αυστηρή τήρησή τους ενόψει της φύσης του θέματος, έχουν επεξηγηθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. [Βλ. Attorney-General v. Schizas (1983) 2 CLR 328, Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοσθένους (1990) 2 ΑΑΔ 152, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρονίου (2000) 2 ΑΑΔ 151, Δήμος Αγίας Νάπας ν. Χαμάλη (2000) 2 ΑΑΔ 241, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου κ.α. (2002) 2 ΑΑΔ 67]. Τα πιο κάτω από την απόφαση του Πική, Π., στην υπόθεση Σωφρονίου (ανωτέρω) αφορούν στο λόγο όπως τον επικαλείται ο εφεσείων:
«Πρόδηλο είναι από το κείμενο του άρθρου 137(1)(α), κρινόμενο στην ολότητά του, ότι το δικαίωμα υποβολής έφεσης από το Γενικό Εισαγγελέα περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Αποκλείεται η άσκηση έφεσης κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή οποιουδήποτε θέματος συναφούς προς αυτή, όπως αποκλείεται η προσβολή των ευρημάτων του Δικαστηρίου επί των γεγονότων.
.....
Η παράγραφος (ιιι) του άρθρου 137(1)(α) παρέχει δικαίωμα έφεσης οποτεδήποτε οι σχετικές διατάξεις του νόμου τυγχάνουν εσφαλμένης εφαρμογής στα γεγονότα της υπόθεσης. Τα γεγονότα είναι εκείνα τα οποία συνθέτουν τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Ο όρος «γεγονότα» (facts) αντιδιαστέλλεται, στο πλαίσιο του άρθρου 137(1)(α), προς τον όρο «μαρτυρία» (evidence)· υποδηλώνει δε παραδεκτά γεγονότα, ή γεγονότα τα οποία διαπιστώνει το δικαστήριο ως υπαρκτά».
Οι δυο παραπονούμενες δεν προσήλθαν στο Κακουργιοδικείο για να καταθέσουν ως μάρτυρες. Την εξήγηση την παρέχει το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Κακουργιοδικείου:
«Η ιδιορρυθμία της υπόθεσης είναι ότι οι παραπονούμενες (Μ1 και 9 στο κατηγορητήριο), οι γονείς τους (Μ2 και 3 στο κατηγορητήριο) και ο αρραβωνιαστικός της Α.Γ. (Μ19 στο κατηγορητήριο) δεν προσήλθαν. Όπως δηλώθηκε από τον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής δεν επιθυμούν να καταθέσουν και, περαιτέρω, υπάρχει αδυναμία εξαναγκασμού τους να προσέλθουν για μαρτυρία γιατί, τώρα, κατοικούν μόνιμα στην Ελλάδα. Σχετικά κατατέθηκαν δηλώσεις των παραπονουμένων προς τον ανακριτή της υπόθεσης (τεκμήρια 14(α) και (β)) και επιστολές του πατέρα τους (έγγραφα Χ και Ψ) προς τον Γενικό Εισαγγελέα με τις οποίες υπέβαλλε θερμή παράκληση ν' αποσυρθεί η υπόθεση, για ″αυστηρά προσωπικούς και οικογενειακούς λόγους ″ και για να ″μην προκύψουν πολλά και αξεπέραστα οικογενειακά προβλήματα″».
Η Κατηγορούσα Αρχή προώθησε την ποινική δίωξη με την εισήγηση πως οι γραπτές καταθέσεις των παραπονουμένων στην αστυνομία και η ομολογία του εφεσίβλητου, με τη δική του γραπτή κατάθεση και άλλες προφορικές ενοχοποιητικές του δηλώσεις, παρείχαν ασφαλές έρεισμα για καταδίκη.
Οι γραπτές καταθέσεις των παραπονουμένων (δόθηκαν την 21.10.03) κατατέθηκαν δυνάμει των διατάξεων του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 32(Ι)/04. Το Κακουργιοδικείο, με αναφορά ακόμα και στον κανόνα πρακτικής σε σχέση με ενισχυτική μαρτυρία σε υποθέσεις αυτής της φύσης, έκρινε πως θα ήταν «εξαιρετικά επικίνδυνο για σκοπούς ορθής απονομής της δικαιοσύνης σε υποθέσεις της εξεταζόμενης φύσης να δοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα σε τέτοιου είδους εξ ακοής μαρτυρία για ευνόητους λόγους».
Αυτό, αφού προηγουμένως εξήγησε ως ακολούθως:
«Οι συνέπειες της απουσίας των παραπονούμενων από το εδώλιο του μάρτυρα είναι, νομίζουμε, εύκολο να προσδιοριστούν: Η απουσία τους στέρησε το Δικαστήριο της δυνατότητας να κρίνει το αξιόπιστο ή όχι των ισχυρισμών που περιέχονται στις καταθέσεις τους, οι οποίοι σε τελευταία ανάλυση παρέμειναν απλοί ισχυρισμοί. Υπενθυμίζουμε στο σημείο αυτό ότι η αξιοπιστία μιας μαρτυρίας δοκιμάζεται κατά την αντεξέταση και εκτιμάται τελικά και από την εικόνα που σχηματίζει το Δικαστήριο για την ειλικρίνεια κάποιου μάρτυρα όταν έχει την ευκαιρία να τον παρακολουθήσει να δίδει μαρτυρία ενώπιόν του. Τα δύο αυτά πολύ βασικά στοιχεία, επί των οποίων στηρίζεται η δικαστική κρίση για το αξιόπιστο ή όχι μιας μαρτυρίας, ελλείπουν στην εξεταζόμενη περίπτωση. Επομένως, είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο να κριθεί το αξιόπιστο ή όχι των όσων περιέχονται στις καταθέσεις των παραπονούμενων.»
Αφορούν στο θέμα των γραπτών καταθέσεων των παραπονουμένων οι λόγοι έφεσης 2 και 3 προς την ίδια κατεύθυνση. Ήταν και ο λόγος έφεσης 4 κατά τον οποίο το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα θεώρησε ότι επιβάλλεται και/ή υπάρχει ανάγκη αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας, αλλά αυτόs αποσύρθηκε και δεν αναπτύχθηκε στο διάγραμμα του εφεσείοντα. Όπως, στη συνέχεια, εγκαταλείφθηκε και ο λόγος έφεσης 5 που αφορούσε στις αρχές αξιολόγησης «ύποπτης μαρτυρίας». Το προοίμιο των λόγων έφεσης 2 και 3 το έχουμε καταγράψει. Παραπέμπει στο άρθρο 137(1)(α)(ιιι) του Κεφ. 155. Η ουσία τους όμως είναι άλλη. Στην πραγματικότητα βάλλουν κατά της εσφαλμένης, όπως τη θεωρούν, αξιολόγησης της βαρύτητας των δυο καταθέσεων. Επιχειρείται, βεβαίως, να αναχθεί το θέμα σε νομικό με την επίκληση ορισμένων από τις διατάξεις του Νόμου 32(Ι)/04, κατ' αρχάς εκείνων του άρθρου 26 και μετά εκείνων του άρθρου 27. Το άρθρο 26 παρέχει τη δυνατότητα κλήτευσης του προσώπου που προβαίνει στην αρχική δήλωση για να αντεξεταστεί και οι εφεσείοντες θεωρούν ως καταλυτικής σημασίας το γεγονός ότι σε κάποιο στάδιο, ο δικηγόρος του εφεσίβλητου δήλωσε ότι «δεν τις θέλει». Αυτή η δήλωση, κατά την εισήγηση, καθιστούσε πλέον τις γραπτές καταθέσεις «αναντίλεκτες», δεδομένο υπό το οποίο και θα έπρεπε να αξιολογηθούν. Αυτά, όμως, κατά παραγνώριση του μέρους της απόφασης του Κακουργιοδικείου ακριβώς σε σχέση με την προφανώς όμοια εισήγηση που υποβλήθηκε ενώπιόν του. Αναφέρθηκε στο άρθρο 26, συνυπολόγισε τη δήλωση του δικηγόρου και έκρινε πως αυτή «στερείται οποιασδήποτε σημασίας». Όπως εξήγησε, αφού «καθ΄ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ήταν σταθερή της θέση (της υπεράσπισης) ότι χωρίς την παρουσία των παραπονούμενων στο εδώλιο του μάρτυρα δεν μπορούσε να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος». Με την πιο κάτω παρατήρηση:
1. «Επί του προκειμένου αδυνατούμε να κατανοήσουμε τη λογική, ότι ενώ για την Κατηγορούσα Αρχή ήταν ανέφικτη η παρουσία των παραπονούμενων στο εδώλιο του μάρτυρα, την ίδια στιγμή να καλείται το Δικαστήριο να αποδεχτεί ως αξιόπιστη την εξ ακοής μαρτυρία τους γιατί η Υπερασπιση δεν τις κλήτευσε για αντεξέταση.»
Το άρθρο 27 καθορίζει, όχι εξαντλητικά βεβαίως, παράγοντες που συνυπολογίζονται «κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που θα προσδοθεί σε εξ ακοής μαρτυρία». Το παράπονο του εφεσείοντα είναι πως το Κακουργιοδικείο δεν εξέτασε τις παραμέτρους του άρθρου 27 αφού, κατά τα στοιχεία που παραθέτει, διαφορετική θα έπρεπε να ήταν η κρίση αναφορικά με τη βαρύτητα των καταθέσεων. Όμως, το πρωτόδικο δικαστήριο είχε υπόψη του τις πρόνοιες του άρθρου 27. Όπως σημείωσε, «το πλαίσιο αξιολόγησης της βαρύτητας που θα δοθεί στις καταθέσεις των παραπονουμένων, που είναι εξ ακοής μαρτυρία, δίδεται στο άρθρο 27 του Ν. 32(Ι)/04». Κατέληξε δε «έχοντας υπόψη το πλαίσιο αυτό», όπως επίσης σημείωσε.
Είναι σαφές και το δέχτηκε, βεβαίως, και ο εφεσείων πως καμιά νομοθετική διάταξη και καμιά αρχή δεν επιβάλλει, ως θέμα νόμου, την αποδοχή μαρτυρίας που προσάγεται από το Δικαστήριο ώστε, πλέον, το περιεχόμενό της να αναγάγεται σε γεγονός. Επομένως, όσο ισχυρά και αν κατά περίπτωση είναι τα επιχειρήματα αναφορικά με το ποια θα έπρεπε να ήταν η κατάληξη, η κρίση περί τη βαρύτητα δεν είναι δυνατό να μετατραπεί σε νομικό θέμα ενταγμένο στις πρόνοιες του άρθρου 137(1) του Κεφ. 155. Δεν έχουμε εδώ «γεγονός» σε σχέση με το οποίο εφαρμόστηκε πλημμελώς ο νόμος. Το περιεχόμενο των καταθέσεων είναι ισχυρισμοί υποκείμενοι σε αξιολόγηση και αυτή η αξιολόγηση, ως το μέσο για τη διαπίστωση των γεγονότων, δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί κατ' έφεση.
Ισχύουν τα ίδια και σε σχέση με τις ενοχοποιητικές δηλώσεις και τη γραπτή κατάθεση του εφεσίβλητου. Ούτε και εν προκειμένω είναι ανάγκη να επεκταθούμε στο περιεχόμενό τους. Σημειώνουμε όμως πως δεν ήταν όλες ταυτόσημες, πως κατά μεγάλο μέρος αναιρέθηκαν πριν τη δίκη και πως κατά τη δίκη, ανεπιτυχώς βέβαια, αμφισβητήθηκε η θεληματικότητά τους. Για να υποστηρίξει στο τέλος ο εφεσίβλητος, με την ανώμοτη δήλωσή του, πως είναι εντελώς αθώος. Αλλά και για να υποδείξει το Κακουργιοδικείο πως, εν τέλει, στη βάση της γραπτής κατάθεσης του εφεσίβλητου, στην οποία και μόνο περιλαμβάνονται λεπτομέρειες που θα ήταν δυνατό να αντιστοιχούν προς συγκεκριμένες κατηγορίες στο κατηγορητήριο, θα ήταν δυνατό να τεκμηριωθούν «μόνο τα αδικήματα που αφορούν διαφθορά νεαρής γυναίκας κάτω των 16 χρόνων κατά παράβαση του άρθρου 154 του Π.Κ. κι' αυτό μόνο σ' ότι αφορά μόνο την Α.Γ.». Διαπίστωση για την οποία ο αντίλογος ήταν περιορισμένος αφού, με τον τελευταίο λόγο έφεσης, υποστηρίζεται μόνο πως θα μπορούσε να τεκμηριωθεί και η τέταρτη κατηγορία.
Το Κακουργιοδικείο δεν ήταν διατεθειμένο να στηριχθεί στην κατάθεση του εφεσίβλητου ελλείψει άλλης μαρτυρίας προς την οποία θα ήταν δυνατό να συγκριθεί. Ο εφεσείων υποστηρίζει πως εδώ έχουμε νομικό σφάλμα συνιστάμενο στο ότι το Κακουργιοδικείο λειτούργησε υπό την εσφαλμένη εντύπωση πως η ύπαρξη άλλης μαρτυρίας προς σύγκριση ήταν απαιτούμενο κατά νόμο. Πέρα, όμως, από τις εντυπώσεις που είναι δυνατό να δημιουργεί ο τρόπος με τον οποίο το Δικαστήριο διατύπωσε αυτές τις σκέψεις του, η πραγματικότητα είναι πως κατέληξε στην τελική του κρίση αναφορικά με τη δυνατότητα καταδίκης στη βάση των ομολογιών, όπως ρητά το έθεσε «εφαρμόζοντας τις προαναφερθείσες νομολογιακές αρχές στα περιστατικά της υπό κρίση περίπτωσης». Αμέσως δε προηγουμένως προσδιόρισε ποιες είναι αυτές οι νομολογιακές αρχές. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Κακουργιοδικείου:
«Το ζήτημα της ομολογίας έχει αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης από τη νομολογία κατ' επανάληψη (βλ. Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 203, Μάρτιν ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (1994) 2 ΑΑΔ 65, Καύκαρος ν. Δημοκρατίας (1996) 2 ΑΑΔ 110, Ανδρέου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 166, Ιωσηφίδης (Ππαϊλας) ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 204 κ.α.).
Από τη θεώρηση της νομολογίας προκύπτει ότι μια εκούσια και σαφής ομολογία μπορεί αφ' εαυτής να θεμελιώσει καταδίκη. Όμως όσο θεληματική και αν είναι η κατάθεση ενός κατηγορούμενου είναι φρόνιμο να αναζητείται στο βαθμό που είναι δυνατό ενίσχυση του περιεχομένου της. Παραθέτουμε προς τούτο σχετικά αποσπάσματα από τις υποθέσεις Καυκαρή και Mάρτιν (ανωτέρω):
"Η ομολογία του εγκλήματος - εφόσον γίνεται δεκτή ως εθελούσια - μπορεί αφεαυτής να θεμελιώσει την καταδίκη του εφεσείοντα. Η ανθρώπινη εμπειρία υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι δεν ομολογούν κατά κανόνα εγκλήματα τα οποία δε διέπραξαν. Η συνείδηση του ανθρώπου όσο πωρωμένη κι' αν είναι έχει εκρήξεις για λύτρωση από το βάρος του εγκλήματος που δεν ελέγχονται. Η ομολογία του εγκλήματος αποτελεί μέσο για την εκτόνωση της βεβαρημένης συνείδησης. Όσο θεληματική κι αν είναι η κατάθεση του κατηγορούμενου είναι φρόνιμο, όπως ορίζει η νομολογία, να αναζητείται στο βαθμό που είναι δυνατό ενίσχυση της ορθότητας του περιεχομένου της. Έτσι αποκλείεται η πιθανότητα λάθους και συγχρόνως δεν ενθαρρύνονται οι ανακριτικές Αρχές να επιδιώκουν την ομολογία ως εύκολο υποκατάστατο της ανίχνευσης του εγκλήματος. Το περιεχόμενο της ομολογίας κρίνεται όχι μόνο με βάση τη συμφυή αυθεντικότητα των ισχυρισμών που περιέχονται σ' αυτή αλλά και σε συνάρτηση με κάθε άλλη μαρτυρία που τείνει να ενισχύσει ή να καταρρίψει την ορθότητα του περιεχομένου της."
Και από την υπόθεση Μάρτιν:
"Είναι καθιερωμένη νομολογιακή αρχή πως, έστω και αν μια κατάθεση-ομολογία, δόθηκε θεληματικά, το Δικαστήριο προχωρεί να βεβαιωθεί κατά πόσο το περιεχόμενο της συνάδει με την αλήθεια των γεγονότων, όπως αυτά έχουν διακριβωθεί. Η υιοθέτηση της αρχής αυτής γίνεται για αυταπόδεικτους λόγους προκειμένου η καταδίκη να ακολουθεί πάντοτε τη διαπίστωση από το Δικαστήριο πως η ενοχή αποδεικνύεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας από το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας.
Το Κακουργιοδικείο ακολούθησε και εφάρμοσε ορθά την πιο πάνω αρχή. Υπέβαλε την κατάθεση της εφεσείουσας στη βάσανο της σύγκρισης του περιεχομένου της με το υπόλοιπο αποδεικτικό υλικό, και αφού επεσήμανε και απαρίθμησε τα στοιχεία ενοχής της εφεσείουσας. Συμφωνούμε απόλυτα με τη θέση του Δικαστηρίου. Συμπληρώνουμε, επαναλαμβάνοντας αυτό που είπαμε πιο πριν, ότι δηλαδή η εφεσείουσα συνελήφθη στην πραγματικότητα επ' αυτοφόρω να διαπράττει τα αδικήματα τα οποία αντιμετωπίζει."»
Ο εφεσείων επικαλέστηκε ενώπιόν μας ακριβώς αυτή τη νομολογία, δεν διαφώνησε ούτε και ως προς τη σύνοψη του αποτελέσματός της από το Κακουργιοδικείο και θα ήταν εκτός πραγματικότητας αν συμπεραίναμε πως το Κακουργιοδικείο, στην αμέσως επόμενη σελίδα, λειτούργησε ως εάν να ήταν νομικά υποχρεωμένο να μη στηριχθεί στις ομολογίες. Εκείνο που προκύπτει ως η ουσία της απόφασής του είναι κρίση σε σχέση με τη βαρύτητα κάτω από τα περιστατικά της περίπτωσης και αυτό, κατά τα ανωτέρω, δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί κατ' έφεση. Ανεξάρτητα και πάλιν από όσα ο εφεσείων υποστηρίζει πως, ορθά αξιολογούμενα, θα έπρεπε να οδηγήσουν σε καταδικαστική απόφαση. Σημειώνουμε συναφώς πως ο εφεσείων επικαλείται την ύπαρξη και των προφορικών ενοχοποιητικών δηλώσεων, το χρόνο κατά τον οποίο έγιναν και το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος υπέδειξε τις σκηνές όπου, κατά την προηγούμενη δεκαετία βεβαίως, φέρονταν να διαπράχθηκαν τα αδικήματα. Αυτά, όμως, δεν διαφοροποιούν τη φυσιογνωμία του θέματος που τίθεται. Το Κακουργιοδικείο εξήγησε εξ αρχής πως το ζήτημα «θα πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση με τις δηλώσεις που προέβηκε πριν και μετά την κατάθεσή του τεκμήριο 8 καθώς επίσης και με τις υποδείξεις σκηνών τεκμ. 6 και 9 ως και με τις απαντήσεις του στις γραπτές κατηγορίες τεκμ. 10(1) και (2)». Για να προσδιορίσει και περαιτέρω το είδος της μαρτυρίας σε σχέση με τις υποδείξεις σκηνών:
«Περαιτέρω, όσον αφορά τις υποδείξεις σκηνών, με αυτές το μόνο που προσθέτει είναι η κατάδειξη κάποιων τόπων όπου, σύμφωνα με τις υποδείξεις του, είχε κάποιες σεξουαλικές περιπτύξεις με τις δύο παραπονούμενες, πέραν όμως τούτου, οι υποδείξεις αυτές καθ' εαυτές δεν προσθέτουν οτιδήποτε στην υπόθεση».
Καταλήγουμε, συνεπώς, πως στην πραγματικότητα ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε σχέση με το τι θα έπρεπε, κατά την εισήγησή του, να είναι το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και πως, αφού δεν έχει τεκμηριωθεί πλημμελής εφαρμογή του Νόμου επί των πραγματικών γεγονότων, τα ζητήματα που συζητήθηκαν εκφεύγουν της δικαιοδοσίας μας.
Η έφεση απορρίπτεται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
Ρ. Γαβριηλίδης, Δ.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
/Μσι.