ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 2 ΑΑΔ 157
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση αρ. 171/2005
7 Απριλίου, 2006
[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΔΔ.]
ΚΩΣΤΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Εφεσείων
- εναντίον -
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
----------------------
Αντ. Γεωργιάδης, για τον εφεσείοντα
Δ. Θεοδώρου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την εφεσίβλητη
------------------------
ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ: Την απόφαση
του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Ο εφεσείων κατηγορήθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην ποινική υπόθεση αρ. 4660/04 για αμελή οδήγηση και αφού κρίθηκε ένοχος του επιβλήθηκε πρόστιμο £180 και 3 βαθμοί ποινής. Με την παρούσα έφεση προσβάλλει τόσο την καταδίκη όσο και την ποινή.
Τα γεγονότα που οδήγησαν στην καταδίκη του εφεσείοντα έχουν, σε συντομία, ως ακολούθως: Στις 15/8/03 ο εφεσείων οδηγούσε αυτοκίνητο τύπου σαλούν στη λεωφ. Στασίνου στη Λευκωσία με κατεύθυνση από την πλευρά της Παλλουριώτισσας προς το κέντρο της πόλης. Σε κάποιο σημείο της εν λόγω λεωφ. όπου υπάρχει διασταύρωση (ελεγχόμενη με φώτα τροχαίας) με την οδό Μπουμπουλίνας στα αριστερά και την πλατεία Δώρου Λοϊζου στα δεξιά, σύμφωνα με την πορεία του, ο εφεσείων έστριψε δεξιά για να εισέλθει στην Πλατεία Δώρου Λοϊζου οπότε συγκρούστηκε με μοτοσυκλέτα που οδηγούσε ο Γεώργιος Χρίστου 23 ετών που κατευθυνόταν από το κέντρο της πόλης προς την κατεύθυνση της Παλλουριώτισσας. Οι πορείες των οχημάτων φαίνονται στο σχετικό σχεδιάγραμμα που κατατέθηκε ως τεκμήριο. Κινούνταν αμφότεροι με πράσινο φως, σύμφωνα με την πορεία τους.
Από τη σύγκρουση, εκτός από τις ζημιές στα οχήματα, τραυματίστηκε ο οδηγός της μοτοσυκλέτας. Τόσο την πορεία του αυτοκινήτου όσο και αυτή της μοτοσυκλέττας, υπέδειξε στον αστυνομικό που εξέτασε το δυστύχημα ο εφεσείων, αφού ο οδηγός της μοτοσυκλέτας είχε μεταφερθεί με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο. Ο εφεσείων υπέδειξε ως σημείο σύγκρουσης το Χ1, ενώ ο αστυνομικός έκρινε ότι η σύγκρουση έγινε στο σημείο Χ, βασιζόμενος σε φρέσκα γδαρσίματα που προκλήθηκαν από την μοτοσυκλέτα. Είναι και τα δυο στην ίδια ευθεία. Απλώς το Χ1 δείχνει ότι η σύγκρουση έγινε όταν ο οδηγός της μοτοσυκλέτας εισήλθε 6,20 μέτρα στη διασταύρωση ενώ το Χ όταν εισήλθε 13,30 μέτρα. Όταν ο αστυνομικός κατηγόρησε τον εφεσείοντα για το δυστύχημα, αυτός απάντησε «Δεν συμφωνώ ότι οδηγούσα αμελώς, δεν μπορώ να εξηγήσω το δυστύχημα».
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού άκουσε τους εμπλεκόμενους οδηγούς, κάποιον Καζατζιάν που ήταν ανεξάρτητος μάρτυρας και τον αστυνομικό εξεταστή της υπόθεσης, δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής και απέρριψε αυτή του εφεσείοντα και συγκεκριμένα τον ισχυρισμό του ότι υπήρχε σταματημένο βαν πίσω από το οποίο κρυβόταν ο οδηγός της μοτοσυκλέτας. Κατέληξε λοιπόν στα εξής:
«Με βάση την αξιόπιστη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το φως ως η πορεία του κατηγορούμενου ήταν πράσινο. Από απέναντι το φως ήταν πράσινο στρογγυλό. Πρόθεση του κατηγορούμενου ήταν να στρίψει δεξιά. Προτού επιχειρήσει να στρίψει δεξιά μπήκε στη διασταύρωση ο μοτοποδηλατιστής. Ο κατηγορούμενος δεν τον ειδε και γι' αυτό έγινε η σύγκρουση.
Ο ΜΚ2 είχε προτεραιότητα έναντι του κατηγορούμενου στη διασταύρωση. Ο κατηγορούμενος είχε καθήκον να ελέγξει ότι ο δρόμος από απέναντι ήταν καθαρός προτού επιχειρήσει να στρίψει δεξιά. Το γεγονός ότι δεν είδε τον μοτοποδηλατιστή μέσα στη διασταύρωση ενώ αυτός είχε διανύσει πέραν από 13 μέτρα μέσα στη διασταύρωση σημαίνει ότι δεν είχε τη δέουσα παρατηρητικότητα υπό τις περιστάσεις με αποτέλεσμα να στρίψει δεξιά και να ανακόψει την ελευθέρα πορεία του ΜΚ».
Έχει αποδειχθεί η ενοχή του για το αδίκημα στο βαθμό που απαιτείται σε ποινικές υποθέσεις.»
Με την έφεση διατυπώνονται διάφοροι λόγοι γιατί η κατάληξη του δικαστηρίου να βρει ένοχο τον εφεσείοντα είναι εσφαλμένη (ο ένας λόγος αφορά την ποινή) οι οποίοι όμως ουσιαστικά προσβάλλουν ευρήματα περί αξιοπιστίας. Έτσι θα τους εξετάσουμε όλους μαζί, απαντώντας βέβαια στα όσα ο κάθε λόγος εγείρει ξεχωριστά.
Αρχίζουμε από τη νομική αρχή ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου και το δικαστήριο τούτο σπάνια επεμβαίνει. Πράττει τούτο σε εξαιρετικές περιπτώσεις όταν διαπιστώνεται ότι τα ευρήματα του αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας.( βλ. μεταξύ άλλων Ψιλογένης ν. Κεττένης (2004) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1511 και Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακής Λτδ. (2004) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1716)
Εξετάσαμε με προσοχή την ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου μαρτυρία, τα ευρήματα στα οποία κατάληξε και τα όσα ισχυρίστηκε ενώπιον μας ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα. Έχουμε καταλήξει, για τους λόγους που εξηγούμε στη συνέχεια, ότι δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε που να δικαιολογεί την παρέμβαση μας στα εν λόγω ευρήματα. Τα γεγονότα εκείνα που αποτελούσαν κοινό έδαφος (ότι δηλαδή ο εφεσείων θα έστριβε δεξιά ενώ ο μοτοσυκλετιστής θα συνέχιζε την ευθεία πορεία του, ότι η ορατότητα στο σημείο εκείνο ήταν καλή και το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν είδε καθόλου, όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε, τον μοτοσυκλετιστή παρά μόνο μετά που τον κτύπησε), δικαιολογούν το εύρημα του δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν είχε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις προσοχή.
Ένα από τα παράπονα του εφεσείοντα (πρώτος λόγος έφεσης) είναι ότι το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο μάρτυς Καζαντζιάν είχε πει ότι «πριν στρίψει δεξιά ο κατηγορούμενος είχε μπει το μοτοποδήλατο του παραπονούμενου μέσα στη διασταύρωση» είναι εσφαλμένο, αφού ο μάρτυς αυτός στη μαρτυρία του είπε ότι η μόνη φορά που είδε το μοτοποδήλατο ήταν τη στιγμή που συγκρούετο με το αυτοκίνητο του κατηγορούμενου.
Μέρος της μαρτυρίας του εν λόγω μάρτυρα, τον οποίο το δικαστήριο έκρινε αξιόπιστο και ανεξάρτητο μάρτυρα, ήταν και η κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία και κατατέθηκε ως τεκμήριο. Αφού τοποθετεί τον εαυτό του στην οδό Μπουμπουλίνας σταματημένος, 2ος στη σειρά, στα φώτα τροχαίας περιμένοντας να ανάψει το πράσινο φως για να συνεχίσει ευθεία προς την πλατεία Δώρου Λοϊζου, ο εν λόγω μάρτυρας αναφέρει τα εξής:
«Εγώ είχα πρόθεση να μπω στη διασταύρωση με ευθεία πορεία. Ενώ ήμουν σταματημένος σε αναμονή λόγω κόκκινου φωτός, είδα ένα άσπρο αυτοκίνητο σαλούν να κινείται στην β΄ λωρίδα της λεωφόρου Στασίνου από δεξιά μου δηλαδή με κατεύθυνση από Παλλουριώτισσα προς Λευκωσία. Δεν πρόσεξα άλλα αυτοκίνητα να κινούνται στη λεωφόρο Στασίνου. Ενώ εξακολουθούσε να είναι αναμμένο το κόκκινο φως στην πορεία μου και ήμουν σταματημένος είδα το άσπρο σαλουν αυτοκίνητο να στρίβει δεξιά προς πλατεία Δώρου Λοϊζου τη στιγμή που μια μοτοσυκλέτα ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση δηλαδή από πλατεία Ελευθερίας προς Παλλουριώτισσα και έμπαινε μέσα στη διασταύρωση με ευθεία πορεία. Η μοτοσυκλέτα ήταν ήδη μέσα στη διασταύρωση όταν το άσπρο αυτοκίνητο από την αντίθετη κατεύθυνση έστριφε δεξιά με αποτέλεσμα να της κόψει την πορεία. Τελικά ή μοτοσυκλέτα κτύπησε βίαια στην αριστερή μπροστινή πλευρά του άσπρου αυτοκινήτου ........»
Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι ο προαναφερθείς λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Με την πιο πάνω μαρτυρία δικαιολογείται πλήρως και η απόρριψη του ισχυρισμού του εφεσείοντα ότι υπήρχε μπροστά από τον μοτοσυκλετιστή αυτοκίνητο βαν που εμπόδιζε τον εφεσείοντα να τον δει.
Ακόμα και αν η εκδοχή του εφεσείοντα ότι υπήρχε αυτοκίνητο βαν μπροστά από τον μοτοσυκλετιστή που δεν του επέτρεπε να τον δει ήταν ορθή, ο εφεσείων θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτικός προτού προχωρήσει να στρίψει δεξιά. Δε βλέπουμε λοιπόν πως η εκδοχή του μάρτυρα εκείνου που υποτίθεται έδιωξε ο αστυνομικός και ο οποίος θα υποστήριζε την εκδοχή για το βαν, θα βοηθούσε τον εφεσείοντα. Ορθά λοιπόν ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος για τη δική του αμέλεια και τούτο ανεξάρτητα αν ο μοτοσυκλετιστής δυνατό να είχε κι αυτός το δικό του μερίδιο στο δυστύχημα. Αναφορικά με το σημείο σύγκρουσης, με βάση την ενώπιον του δικαστηρίου μαρτυρία και τις εξηγήσεις που έδωσε ο αστυνομικός εξεταστής του δυστυχήματος, ορθά το δικαστήριο δέχθηκε ότι το σημείο σύγκρουσης ήταν το Χ και όχι το Χ1 που υπέδειξε ο εφεσείων. Όμως και αν ακόμα υποθέσουμε ότι η σύγκρουση έγινε στο σημείο Χ1, αφού είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι είναι ο εφεσείων που έστριψε δεξιά και απέκοψε την ευθεία πορεία του μοτοσυκλετιστή που είχε προτεραιότητα (βλ. Constantinou v. Katsouris (1975) 1 C.L.R. 188, 192 και Ψιλογένης ν. Κεττένης, ανωτέρω), δε βλέπουμε πώς θα διαφοροποιείτο η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσείων ήταν αμελής.
Αναφορικά με το παράπονο του εφεσείοντα ότι η επιβληθείσα ποινή είναι υπερβολική κρίνουμε επίσης ότι αυτό δεν ευσταθεί. Το δικαστήριο έλαβε υπόψη όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες και ότι η αμέλεια του εφεσείοντα ήταν στιγμιαία. Για να επέμβει το δικαστήριο τούτο, η ποινή θα πρέπει να είναι έκδηλα υπερβολική και όχι απλά υπερβολική ή αυστηρή. Εδώ η επιβληθείσα ποινή, αν ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι ο τραυματισμός του οδηγού της μοτοσυκλέτας δεν ήταν επιπόλαιος, κρίνεται ορθή.
Ως αποτέλεσμα η έφεση τόσο κατά της καταδίκης όσο και κατά της ποινής, απορρίπτεται.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΚΑς