ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 2 ΑΑΔ 142
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Εφεση Αρ. 94/2005)
24 Μαρτίου, 2006
[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ Δ/στές]
PHILIPPA ESTATES LTD,
Εφεσείοντες,
v.
ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΡΟΥΣΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
― ― ― ― ―
Δ. Παυλίδης, για τους Εφεσείοντες.
Χρ. Νικολάου, για τον Εφεσίβλητο.
― ― ― ― ―
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος, κατόπιν δίκης, αθωώθηκε στην κατηγορία που αντιμετώπιζε για πρόκληση μη εξόφλησης επιταγής χωρίς εύλογη αιτία κατά παράβαση του άρθρου 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Οι παραπονούμενοι, Philippa Estates Ltd, θεωρούν λανθασμένη την πρωτόδικη απόφαση και με την υπό κρίση έφεση, επιδιώκουν τον παραμερισμό της. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος, ο εφεσίβλητος κατά ή περί την 30.4.2004 στη Λεμεσό εξέδωσε την επιταγή υπ΄ αριθμ. 40518453 επί της Τράπεζας Κύπρου Λτδ για το ποσό των ΛΚ17500 προς όφελος και/ή εις διαταγή των παραπονούμενων και χωρίς εύλογη αιτία προκάλεσε τη μη εξόφληση της δίδοντας οδηγίες στην Τράπεζα για τη μη εξαργύρωσή της.
Ο εφεσίβλητος δέχθηκε ότι στις 30.4.2004 παρέδωσε την επίδικη επιταγή στον κ. Τσάνο (ΜΚ1), διευθύνοντα σύμβουλο των παραπονούμενων, αρχικά ως εγγύηση της πληρωμής από την Mainland Global Investments Ltd του ενοικίου του μηνός Μαΐου 2004 του ξενοδοχείου Azur Hotel των παραπονούμενων και στη συνέχεια, αφού πληρώθηκε το συγκεκριμένο ενοίκιο, συμφώνησε όπως η εν λόγω επιταγή κρατηθεί από το διευθυντή των παραπονούμενων ως εγγύηση για την πληρωμή του ενοικίου του ξενοδοχείου για το μήνα Ιούνιο 2004. Στις 28.7.2004 οι παραπονούμενοι ζήτησαν από τη Λαϊκή Τράπεζα την πληρωμή σ΄ αυτούς ΛΚ60.000 δυνάμει εγγυητικής επιστολής (τεκμ. 10) που αφορούσε στην κάλυψη χρηματικής απαίτησης των παραπονούμενων σε περίπτωση παράβασης της συμφωνίας μεταξύ των παραπονούμενων και της Mainland Global Investments Ltd για την ενοικίαση του ξενοδοχείου Azur Hotel. Σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, στις 2.8.2004 πληρώθηκε το ποσό των ΛΚ60.000 της εγγυητικής στους παραπονούμενους ενώ τα οφειλόμενα ενοίκια μέχρι 31.8.2004 που παραδόθηκε και η κατοχή του ξενοδοχείου στους παραπονούμενους ήταν ΛΚ52.500.
Στις 29.7.2004 έγινε η κατάθεση της επίδικης επιταγής στην τράπεζα, η δε οδηγία του εφεσίβλητου προς την τράπεζα για ανάκληση της πληρωμής της εν λόγω επιταγής, φέρει ημερομηνία 2.8.2004 που συμπίπτει με την ημερομηνία πληρωμής του ποσού της εγγυητικής. Στο σχετικό σημείωμα (τεκμ. 11) αναφέρεται ως λόγος ανάκλησης της πληρωμής της επιταγής, ότι, «η επιταγή αφορούσε ενοίκια ξενοδοχείου Azur τα οποία έχουν τακτοποιηθεί κατ΄ ευθείαν». Ο εφεσίβλητος προκειμένου να δικαιολογήσει την ανάκληση της πληρωμής της επιταγής, επικαλέσθηκε τον ίδιο λόγο και στη μαρτυρία του ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου. Από πλευράς παραπονούμενων, ο κ. Τσάνος (ΜΚ1) ισχυρίστηκε ότι η εγγυητική δεν αφορούσε μόνο στα ενοίκια, εννοώντας ότι αυτή κάλυπτε και άλλες παραβάσεις της συμφωνίας και ότι οι απαιτήσεις της εταιρείας του κατά της Mainland Global Investments Ltd, που κατ΄ ισχυρισμό αφορούσαν τέτοιες παραβάσεις, ξεπερνούσαν, καθ΄ υπολογισμό, τις ΛΚ100.000.
Ο ευπαίδευτος δικαστής προσδιόρισε ότι συστατικά στοιχεία του αδικήματος με βάση το άρθρο 305Α(2)* του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 είναι τα ακόλουθα,
(α) η έκδοση επιταγής,
(β) η πρόκληση μη εξόφλησης της από τον εκδότη της με οποιαδήποτε πράξη του,
(γ) η πράξη του εκδότη να γίνει καθ΄ οιονδήποτε χρόνο πριν ή κατά την ημερομηνία που η επιταγή κατέστη πληρωτέα.
Διαπιστώθηκε στη συνέχεια ότι τα δύο πρώτα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είχαν αποδειχθεί και κρίθηκε πως η εξέταση του θέματος έπρεπε να περιοριστεί στο κατά πόσο είχε αποδειχθεί η ύπαρξη και του τρίτου συστατικού στοιχείου, δηλαδή, κατά πόσο η ανάκληση πληρωμής της επιταγής, έγινε πριν ή κατά την ημερομηνία που αυτή κατέστη πληρωτέα. Εδώ εντοπίζεται λάθος στην ερμηνεία του νόμου από το πρωτόδικο δικαστήριο, που συνακόλουθα οδήγησε στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι δεν αποδείχθηκε το τρίτο συστατικό στοιχείο του αδικήματος, όπως λανθασμένα βέβαια, το είχε προσδιορίσει ο πρωτόδικος δικαστής. Κρίθηκε ότι η γραπτή οδηγία για ανάκληση της πληρωμής της επίδικης επιταγής δόθηκε στις 2.8.2004 δηλαδή, μετά την ημερομηνία που η εν λόγω επιταγή κατέστη πληρωτέα (30.4.2004) και συνεπώς δεν συνέτρεχε και το τρίτο συστατικό στοιχείο του αδικήματος.
Σύμφωνα με το άρθρο 305Α(2) του νόμου, η πράξη με την οποία προκαλείται η μη εξόφληση επιταγής αφορά σε επιταγή που εκδόθηκε «προ ή κατά την ημερομηνία που αυτή κατέστη πληρωτέα». Ο χρόνος τέλεσης της ποινικά επιλήψιμης πράξης δεν συναρτάται με την ημερομηνία που η επιταγή κατέστη πληρωτέα. Ο χρόνος κατά τον οποίο προκαλείται με οποιαδήποτε πράξη η μη εξόφληση της επιταγής μπορεί να είναι προγενέστερος ή μεταγενέστερος της ημερομηνίας πληρωμής της επιταγής. Καθώς είναι αυτονόητο ο χρόνος τέλεσης της πράξης αποκτά σημασία μόνο σε περίπτωση που η επιταγή δεν έχει ακόμα εξοφληθεί. Το άρθρο 305Α(2) αρχικά προοριζόταν να καλύψει και τη μεταχρονολογημένη επιταγή και γι΄ αυτό ακριβώς το λόγο, υιοθετήθηκε από το νομοθέτη η συγκεκριμένη λεκτική διατύπωση. Ακολούθησε η τροποποίηση του άρθρου 4 του Ποινικού Κώδικα με το νόμο 164(1)/03 που τέθηκε σε ισχύ στις 24.10.2003 με την οποία προστέθηκε (στο άρθρο 4) ο ορισμός της «επιταγής» ο οποίος, για τους σκοπούς του άρθρου 305Α σημαίνει:
«Γραπτή εντολή του εκδότη προς Τράπεζα για πληρωμή καθορισμένου ποσού σε ορισμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή σε δικαιούχο κομιστή, ανεξάρτητα από το αν καθίσταται πληρωτέα σε μεταγενέστερο χρόνο από την ημερομηνία έκδοσής της ή/και παράδοσής της και περιλαμβάνει δίγραμμη επιταγή.»
Στην Eurofreight Logistics Ltd v. Χριστάκη Γεωργίου, Ποιν. Εφ. 96/2005, ημερ. 27.1.2006 το Εφετείο, σχολιάζει την πιο πάνω τροποποιητική διάταξη ως εξής:
«Είναι προφανές ότι πρόκειται για νόμο με τον οποίο εισήχθη στον Ποινικό Κώδικα, κατά τον ορθόδοξο τρόπο, ο ορισμός της «επιταγής». Καλύπτει σε όλες τώρα τις περιπτώσεις και τις μεταχρονολογημένες επιταγές. Το κατά πόσο αυτός ο ορισμός συνάδει ή όχι με την ως τότε νομολογιακή αντίληψη περί της έννοιας της επιταγής δεν έχει σημασία. Απόκειται στο νομοθέτη, οποτεδήποτε το θελήσει, να ορίσει και να μεταβάλει για το μέλλον το αντικείμενο της ποινικής απαγόρευσης.»
Ο νόμος δεν θα ήταν λογικός και δεν θα εξυπηρετούσε το σκοπό για τον οποίο θεσπίστηκε αν ο εκδότης επιταγής απαλλασσόταν, χωρίς άλλο, της ποινικής ευθύνης σε περίπτωση που αυτός, με οποιαδήποτε πράξη του, τελούμενη μετά την ημερομηνία κατά την οποία η επιταγή κατέστη πληρωτέα, προκαλούσε τη μη εξόφλησή της.
Το πρωτόδικο δικαστήριο παρά την κατάληξη του περί μη απόδειξης ενός εκ των συστατικών στοιχείων του αδικήματος, προχώρησε σε περαιτέρω εξέταση «στο τί θα συνέβαινε στην υποθετική περίπτωση που η Κατηγορούσα Αρχή θα είχε αποδείξει τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος». Εν ολίγοις, το δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο ο εφεσίβλητος χωρίς εύλογη αιτία προκάλεσε τη μη εξόφληση της επιταγής. Κατόπιν ορθής εκτίμησης των στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιόν του, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο ορθό συμπέρασμα ότι υπήρχε πράγματι εύλογη αιτία ανάκλησης της πληρωμής της επιταγής. Το γεγονός ότι η επίδικη επιταγή παραδόθηκε στους εφεσείοντες αρχικά ως εγγύηση της πληρωμής του ενοικίου του μηνός Μαΐου 2004 και μετά κρατήθηκε ως εγγύηση για την πληρωμή του ενοικίου του μηνός Ιουνίου 2004 δεν έχει αμφισβητηθεί. Αδιαμφισβήτητο επίσης είναι και το γεγονός ότι το ενοίκιο του μηνός Ιουνίου 2004 είχε εξοφληθεί προτού ανακληθεί η πληρωμή της επιταγής από τον εφεσίβλητο. Σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, τα οφειλόμενα ενοίκια μέχρι τις 31.8.2004, που παραδόθηκε η κατοχή του ξενοδοχείου στους παραπονούμενους, ήταν ΛΚ52,000 ποσό το οποίο υπερκαλυπτόταν από το μεγαλύτερο ποσό της εγγυητικής που εισπράχθηκε νωρίτερα (2.8.2004). Η ύπαρξη και άλλων απαιτήσεων των εφεσειόντων απορρεουσών κατ΄ ισχυρισμό, από παραβάσεις της συμφωνίας ενοικίασης του ξενοδοχείου δεν μεταβάλλει ούτε επεκτείνει το μοναδικό σκοπό που προοριζόταν να εξυπηρετήσει η παράδοση της επίδικης επιταγής στους εφεσείοντες και ο οποίος, καθώς έχει ειπωθεί, δεν ήταν άλλος από την εγγύηση της πληρωμής αρχικά του ενοικίου του Μαΐου 2004 και μετά, κατόπιν σχετικής εξήγησης, του Ιουνίου 2004. Και τα δύο αυτά ενοίκια είχαν εξοφληθεί και συνεπώς ο σκοπός για τον οποίο παραδόθηκε η επιταγή έπαυσε να υπάρχει.
Σχετική επί του προκειμένου είναι η μαρτυρία του διευθυντή των εφεσειόντων κ. Τσάνου ο οποίος προσδιορίζει τον περιορισμένο σκοπό για τον οποίο παρέλαβε την επίδικη επιταγή από τον εφεσίβλητο.
Σε συμφωνία με το πρωτόδικο δικαστήριο καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η ενέργεια του εφεσίβλητου να προκαλέσει τη μη εξόφληση της επίδικης επιταγής ήταν ειλικρινής και υπαγορεύθηκε από εύλογη αιτία. Βλ. N.C. Diamonds Co Ltd v. Γεωργίου (2001) 2 ΑΑΔ 763.
Για τον πιο πάνω λόγο η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.
ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ.
ΣΦ.
* «Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1) ανωτέρω, πρόσωπο το οποίο, χωρίς εύλογη αιτία προκαλεί με οποιαδήποτε πράξη τη μη εξόφληση επιταγής που εκδόθηκε απ΄ αυτό καθ΄ οιονδήποτε χρόνο προ ή κατά την ημερομηνία που αυτή κατέστη πληρωτέα, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες ή και στις δυο ποινές.»