ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 2 ΑΑΔ 555
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση αρ. 7903
19 Οκτωβρίου, 2005
[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΔΔ.]
ΝΙΚΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
Εφεσείων
- εναντίον -
1. ΝΑΝΑΙΜΟ ΛΙΜΙΤΕΔ
2. ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΗΣ
Εφεσιβλήτων
----------------------
Α. Ιωάννου (κα) για τον εφεσείοντα
Καμια εμφάνιση για τους εφεσίβλητους
------------------------
ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση
του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Οι εφεσίβλητοι-κατηγορούμενοι, (εταιρεία και διευθυντής της), αντιμετώπισαν, η πρώτη την 1η και ο δεύτερος τη 2η κατηγορία για έκδοση επιταγής άνευ αντικρύσματος κατά παράβαση των προνοιών των άρθρων 20 και 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (ως έχει τροποποιηθεί). Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος στις 11/11/03 εξέδωσαν επί της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ. την επιταγή με αριθμό 01999159 για το ποσό των £25,000 πληρωτέα στο όνομα και διαταγή του Νίκου Ιωάννου από τη Λεμεσό στις 11/11/03. Μέσα σε εύλογο χρόνο από την ημερομηνία που κατέστη πληρωτέα η επιταγή παρουσιάστηκε δεόντως για πληρωμή αλλά αυτή δεν τιμήθηκε λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων του εκδότη και παρέμεινε απλήρωτη παρόλο που παρήλθε χρονική περίοδος πέραν των 15 ημερών από την ημέρα παρουσίασης της στην τράπεζα. Στις λεπτομέρειες της δεύτερης κατηγορίας γίνεται ισχυρισμός ότι «ο κατηγορούμενος 2 στη Λεμεσό υπό την ιδιότητα του ως διευθυντής των κατηγορουμένων 1 εξέδωσε στις 11/11/03 και/ή κατέστησε δυνατή την έκδοση και/ή παρήσχε συνδρομή στην έκδοση» της προαναφερθείσας επιταγής.
Για σκοπούς απόδειξης της υπόθεσης του κατέθεσε ο ίδιος ο παραπονούμενος (Μ.Κ.1) και κάλεσε ακόμα 3 μάρτυρες, τον Γιαννάκη Αριστοκλέους (Μ.Κ.2) υπάλληλο της Τράπεζας Κύπρου, την Μαίρη Φράγκου (Μ.Κ.3) Διευθύντρια του καταστήματος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος στη Γερμασόγεια και τον Θεόδωρο Καλασίδη (Μ.Κ.4) επίσης υπάλληλο της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, στο υποκατάστημα της Γερμασόγειας. Ενώπιον του Δικαστηρίου υπήρχε και η πραγματική μαρτυρία δηλαδή τέσσερα (4) έγγραφα που κατατέθηκαν ως τεκμήρια Α-Δ. Η επίδικη επιταγή είναι το τεκμήριο Β. Οι κατηγορούμενοι παρόλο που κλήθηκαν σε απολογία, επέλεξαν, όπως ήταν άλλωστε δικαίωμα τους, να μην πουν οτιδήποτε.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού έκρινε όλους τους μάρτυρες του παραπονούμενου ως πρόσωπα που κατέθεσαν την αλήθεια και δέχθηκε τη μαρτυρία τους, κατάληξε ότι αποδεικνύοντο όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, εκτός από ένα. Συγκεκριμένα έκρινε ότι η κατηγορούσα αρχή απέτυχε να αποδείξει ότι η μη πληρωμή της επιταγής οφειλόταν στην «έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων». Έτσι αθώωσε και απάλλαξε τους κατηγορούμενους.
Αναφορικά με τον δεύτερο κατηγορούμενο ο πρωτόδικος δικαστής αποφάσισε ότι και αν ακόμα αποδεικνύετο η 1η κατηγορία εναντίον της εταιρείας, η ενώπιον του μαρτυρία δεν ήταν αρκετή για να καταστήσει και τον διευθυντή της ποινικά υπεύθυνο.
Ο παραπονούμενος, αφού εξασφάλισε τη σχετική άδεια του Γενικού Εισαγγελέα, εφεσίβαλε την πιο πάνω αθωωτική απόφαση. Προέβαλε τους ακόλουθους λόγους έφεσης:
(α) ότι το δικαστήριο λανθασμένα και/ή παράνομα και/ή παρά την ύπαρξη αξιόπιστης μαρτυρίας περί του αντιθέτου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν αποδείχθηκε η έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων του εκδότη. Το γεγονός αυτό, ότι δηλαδή δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια, αποδεικνύετο, σύμφωνα με τη συνήγορο του εφεσείοντα, από την ενώπιον του δικαστηρίου μαρτυρία, δηλαδή του Μ.Κ.4, αλλά και από υποβολές προς τον παραπονούμενο (Μ.Κ.1) κατά την αντεξέταση του.
(β) Ότι το δικαστήριο λανθασμένα και/ή παράνομα και/ή λόγω εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου, έκρινε ότι κι' αν ακόμα υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία περί έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων και πάλι θα αθώωνε τον 2ο κατηγορούμενο, αφού δεν είχε αποδειχθεί ότι αυτός είχε γνώση, τη στιγμή που εξέδιδε την επιταγή, ότι ο λογαριασμός ήταν παγοποιημένος.
Σημειώνουμε εδώ, ότι παρόλο που η έφεση επιδόθηκε δεόντως στους εφεσίβλητους/κατηγορούμενους, αυτοί παρέλειψαν να εμφανιστούν με αποτέλεσμα να έχουμε ενώπιον μας μόνο την αγόρευση της πλευράς του εφεσείοντα, ο οποίος άλλωστε έχει και το βάρος ν' αποδείξει ότι η πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να παραμερισθεί.
Εξετάσαμε τα όσα η ευπαίδευτη συνήγορος ανέφερε. Έχουμε καταλήξει, για τους λόγους που εξηγούμε πιο κάτω, να συμφωνήσουμε με τη θέση της ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε όταν κατέληξε ότι δεν αποδείχθηκε το συστατικό στοιχείο της «έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων». Ο Μ.Κ.4, υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ., επί της οποίας εκδόθηκε η επιταγή, ήταν σαφής ότι ο λόγος που αυτή δεν τιμήθηκε ήταν η έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων. Το θέμα παγοποίησης του λογαριασμού ήταν πέραν του γεγονότος της έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων και αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι και στο παρελθόν η εφεσίβλητη εταιρεία είχε εκδώσει επιταγές οι οποίες όταν παρουσιάστηκαν για πληρωμή, αυτό δεν μπορούσε να γίνει, λόγω του ότι δεν υπήρχε διαθέσιμο υπόλοιπο στο λογαριασμό γι' αυτό το σκοπό. Η μαρτυρία που έχει δοθεί και έγινε αποδεκτή, για το πότε ένας λογαριασμός χαρακτηρίζεται ως «ΠΑΓΟΠΟΙΗΜΕΝΟΣ ΚΑΠ» υποστηρίζει το ότι η εφεσίβλητη εταιρεία δεν είχε τα διαθέσιμα κεφάλαια στην τράπεζα για να τιμηθεί η επιταγή. Το πλήρες όνομα του ΚΑΠ είναι Κεντρικό Αρχείο Πληροφοριών, στο οποίο καταχωρούνται τα ονόματα προσώπων (φυσικών ή νομικών), τα οποία εκδίδουν επιταγή που δεν τιμάται.
Ένα άλλο σημείο στο οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο φαίνεται να παρερμήνευσε το άρθρο 305(Α)(3), είναι ότι θεώρησε ότι μόνο αν αναγράφεται ή σημειώνεται στην επιταγή ότι ο λόγος που αυτή δεν πληρώθηκε είναι η έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων ή το κλείσιμο του λογαριασμού ή η εντολή για μη πληρωμή, θα μπορεί να αποδειχθεί ο λόγος που αυτή δεν τιμήθηκε. Στη δική μας περίπτωση στην επιταγή δεν αναγράφηκε ούτε σφραγίστηκε ότι δεν τιμήθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων αλλά η σφραγίδα αναφέρετο σε παγοποιημένο λογαριασμό. Συγκεκριμένα αναφέροντο τα ακόλουθα: «Ο ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ ΠΑΓΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΚΑΠ».
Το εδ. (3) του άρθρου 305(Α) διαλαμβάνει ως ακολούθως:
«(3) Σε περίπτωση επιστροφής απλήρωτης επιταγής, η τράπεζα επί της οποίας αυτή εκδόθηκε οφείλει ενυπογράφως να σφραγίζει ή να σημειώνει σε αυτή τον πραγματικό λόγο της μη πληρωμής της, δηλαδή αν οφείλεται σε έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων, κλείσιμο λογαριασμού ή εντολή μη πληρωμής, καθώς και την ημερομηνία παρουσίασης της προς πληρωμή. Η σφράγιση και ο λόγος επιστροφής που σημειώνεται από την τράπεζα αυτή επί της επιταγής, η οποία μπορεί να κατατεθεί από τον κάτοχό της, γίνεται αποδεκτή ως μαρτυρία ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου:
Νοείται ότι η σφραγίδα και ή η σημείωση της τράπεζας επί της οποίας εκδόθηκε η επιταγή δυνάμει του παρόντος εδαφίου καθώς και η καταχώριση της ημερομηνίας εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή αποτελούν μαχητό τεκμήριο του αληθούς του περιεχομένου τους:
Νοείται .............................................................................................»
Το γεγονός ότι σύμφωνα με το πιο πάνω άρθρο η σφράγιση ή σημείωση γίνονται αποδεκτά ως μαρτυρία, δε σημαίνει ότι αυτά αποτελούν τον μόνο τρόπο απόδειξης γιατί δεν τιμήθηκε η επιταγή δηλαδή αν οφείλεται στην έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων ή το κλείσιμο λογαριασμού ή σε εντολή για μη πληρωμή. Τα γεγονότα αυτά μπορούν να αποδειχθούν και με οποιαδήποτε άλλη αποδεκτή μαρτυρία. Απλώς το εδ. (3) διευκολύνει την απόδειξη ότι μια επιταγή δεν έχει τιμηθεί και τους λόγους γιατί δεν τιμήθηκε, χωρίς την ανάγκη να δοθεί προφορική μαρτυρία.
Με βάση τα πιο πάνω καταλήγουμε ότι στη δική μας περίπτωση παρά το ότι στην ίδια την επιταγή δεν αναγράφηκε ή σφραγίστηκε ότι η μη πληρωμή της οφειλόταν στην έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων του εκδότη, από την υπόλοιπη μαρτυρία που είχε δεχθεί το δικαστήριο ως αξιόπιστη, συμπεριλαμβανομένων και υποβολών της υπεράσπισης προς τον παραπονούμενο, φαίνεται ότι ο λόγος που δεν τιμήθηκε η επιταγή ήταν η έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων. Εφόσον λοιπόν οι υπόλοιπες προϋποθέσεις του άρθρου 305(Α)(1) ικανοποιούνταν, η κατηγορούμενη 1-εφεσίβλητη εταιρεία έπρεπε να είχε κριθεί ένοχη.
Αναφορικά με τον εφεσίβλητο-κατηγορούμενο 2 εξετάσαμε τα όσα ανέφερε το πρωτόδικο δικαστήριο συμπεριλαμβανομένης και της υπόθεσης Αθανάσιος Παυλόπουλος ν. Skopy Shoe Factory Ltd. (2003) 2 A.A.Δ. 261, στην οποία φαίνεται ουσιαστικά να βασίστηκε. Η ουσία της απόφασης είναι ότι γενικά ένας διευθυντής ή σύμβουλος εταιρείας θεωρείται ο αντιπρόσωπος της και το γεγονός ότι υπογράφει μια επιταγή υπό αυτή του την ιδιότητα, o ίδιος δεν έχει αστική ευθύνη. Τούτο όμως δεν αποκλείει τη δυνατότητα ύπαρξης ποινικής ευθύνης ως συνεργός του αδικήματος. Έτσι σε κατάλληλη υπόθεση και όπου αποδεικνύεται υποκειμενική υπόσταση (mens rea), τότε μπορεί να κριθεί ένοχος.
Το ότι ένας διευθυντής ή σύμβουλος εταιρείας σε κατάλληλη υπόθεση μπορεί να κριθεί ένοχος ως συνεργός της εταιρείας έχει αποφασιστεί σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων, Αστυνομία ν. Toorac Fashion Ltd, και άλλου (1993) 2 Α.Α.Δ. 117, Ευγένιος Ajini και άλλη ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 319, Ch. Zakakiotis (Disco) Ltd. v. 1. Kalavas & Associates Ltd. κ.α (1999) 2 Α.Α.Δ. 523, Ταμείο Προνοίας Προσωπικού Βιομηχανιών Συνομοσπονδίας Εργατοϋπαλλήλων Κύπρου (Σ.Ε.Κ.) ν. Samoa Clothing Industry Ltd. κ.α. (2000) 2 Α.Α.Δ. 619 και Wellfit Engineering Co. Ltd. v. Άκη Χαπίδη κ.α. (2004) 2 Α.Α.Δ. 271).
Στην προαναφερθείσα υπόθεση Ταμείο Προνοίας Προσωπικού Βιομηχανιών Συνομοσπονδίας Εργατοϋπαλλήλων Κύπρου (Σ.Ε.Κ.) υπήρχε παρόμοια κατάληξη από το πρωτόδικο δικαστήριο, δηλαδή ότι παρά την παραδοχή του διευθυντή ότι η μη εξόφληση της επιταγής οφειλόταν στην έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων, το δικαστήριο κατάληξε ότι δεν αποδείχθηκε το συστατικό αυτό στοιχείο θεωρώντας ότι μπορούσε να αποδειχθεί «από την τράπεζα και μόνο». Έτσι απάλλαξε τους κατηγορούμενους. Όμως το Εφετείο έκρινε την κατάληξη του αυτή εσφαλμένη και εφόσον η μαρτυρία όπως ήταν ενώπιον του ήταν αρκετή για να στηρίξει την καταδίκη των εφεσιβλήτων πέρα από κάθε λογική αμφιβολία, κήρυξε αυτούς ένοχους σε όλες (πλην δυο) κατηγορίες.
Επιστρέφοντας στα γεγονότα της δικής μας υπόθεσης προσέχουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αθώωσε τον εφεσίβλητο-κατηγορούμενο 2 διότι έκρινε ότι το μόνο που αποδείχθηκε ήταν ότι αυτός ήταν διευθυντής της πρώτης. Τα γεγονότα δεν είναι έτσι. Το ότι ήταν διευθυντής της εταιρείας προήρχετο από τη δήλωση των παραδεκτών γεγονότων. Όμως υπήρχε αρκετή άλλη μαρτυρία που έδειχνε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδόθηκε η επιταγή. Ο σκοπός της ήταν για να εξοφληθεί προσωπική υποχρέωση του εφεσίβλητου 2 δηλαδή αγορά του μεριδίου (400 μετοχών) του παραπονούμενου σε εταιρεία που ήσαν συνέταιροι μαζί με τρίτο πρόσωπο. Η συμφωνία (τεκμ. Α) ήταν για μεταβίβαση 400 μετοχών του παραπονούμενου επί της εταιρείας Point Fast Food Catering Ltd. για £30.000. Τις £5.000 ο εφεσίβλητος 2 τις πλήρωσε στον εφεσείοντα σε μετρητά και για το υπόλοιπο εξέδωσε την επίδικη επιταγή από λογαριασμό της εταιρείας του (εφεσίβλητης αρ. 1).
Είμαστε της άποψης ότι κάτω από αυτές τις περιστάσεις η υπογραφή από τον εφεσίβλητο 2 της εν λόγω επιταγής παρόλο που ήταν υπό συνθήκες που έδειχναν ότι το έπραττε για λογαριασμό και ως αντιπρόσωπος της εταιρείας, ουσιαστικά ήταν για δικό του προσωπικό όφελος. Ακόμα και τη στιγμή που υπόγραφε την επιταγή γνώριζε ότι ο λογαριασμός δεν είχε τα διαθέσιμα κεφάλαια. Αυτή ήταν η θέση του κατά την αντεξέταση του παραπονούμενου, ισχυριζόμενος μάλιστα ότι του το ανέφερε, πράγμα όμως που αρνήθηκε ο παραπονούμενος. Επομένως καταλήγουμε ότι είχε την αναγκαία υποκειμενική υπόσταση. Άλλωστε στο κατηγορητήριο (κατηγορία 2) κατηγορείται και ως συνεργός με βάση το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154. Επομένως κρίνεται και αυτός ένοχος. Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο συνέδεσε το θέμα της γνώσης με την παγοποίηση του λογαριασμού και όχι με την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων.
Με βάση τα πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει. Η αθωωτική απόφαση παραμερίζεται και οι εφεσίβλητοι-κατηγορούμενοι κηρύσσονται ένοχοι στις αντίστοιχες κατηγορίες που αντιμετωπίζουν.
Σε τέτοιες περιπτώσεις το δικαστήριο τούτο προχωρεί με βάση και το άρθρο 145(3) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 στην επιβολή ποινής αφού βέβαια παρασχεθεί η ευκαιρία στους εφεσίβλητους να ακουστούν στο θέμα αυτό. (βλ. Attorney General ν. Takis Herodotou (1969) 2 C.L.R. 10 και Γ.Ε ν. Οδυσσέας Κανάρης, Π.Ε. 7716 ημερ. 4/3/05).
Η υπόθεση ορίζεται για σκοπούς ποινής στις 21/11/05, 9.30 π.μ. Οι εφεσίβλητοι να κλητευθούν για να εμφανιστούν στο δικαστήριο κατά την πιο πάνω ημερομηνία. Περαιτέρω να τους επιδοθεί μαζί με την κλήση και αντίγραφο της παρούσας απόφασης.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΚΑΣ