ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 2 ΑΑΔ 538
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 7812 και 7813)
25 Οκτωβρίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
(Ποινική Εφεση Αρ. 7812)
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητ ης.
(Ποινική Εφεση Αρ. 7813)
ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡΙΣΤΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητ ης.
― ― ― ― ―
Σ. Δράκος, για τον Εφεσείοντα στην 7812.
Ε. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα στην 7813.
Ε. Παπαγαπίου, για την Εφεσίβλητη.
― ― ― ― ―
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:
Στις 25.8.04 οι εφεσείοντες παραπέμφθηκαν σε δίκη ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου που θα συνέλθει στη Λευκωσία στις 10.1.2005. Το δικαστήριο που επιλήφθηκε της παραπομπής, αποδέχθηκε αίτημα της αστυνομίας και διέταξε την κράτηση των εφεσειόντων μέχρι την ορισθείσα δικάσιμο (10.1.2005).Οι εφεσείοντες με χωριστή ο καθένας έφεση, επιδιώκουν την ακύρωση της απόφασης με την οποία διατάχθηκε η κράτησή τους μέχρι τη δίκη. Οι εφέσεις ακούστηκαν μαζί εφόσον το κατηγορητήριο ήταν κοινό όπως και η διαδικασία που ακολούθησε στο επαρχιακό δικαστήριο.
Ο εφεσείων Χρ. Χριστοδούλου (στο εξής «ο πρώτος εφεσείων»), αντιμετωπίζει τρεις κατηγορίες. Η πρώτη αφορά στο αδίκημα της προμήθειας ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α σε άλλο πρόσωπο ήτοι, 13,0078 γραμμάρια κοκαΐνης και άλλες δυο κατηγορίες για κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου ήτοι, της πιο πάνω ποσότητας κοκαΐνης καθώς και άγνωστης (μικρής) ποσότητας ρητίνης κάνναβης αντίστοιχα.
Ο εφεσείων Α. Χρίστου (στο εξής «ο δεύτερος εφεσείων») αντιμετωπίζει δυο κατηγορίες για κατοχή κοκαΐνης βάρους 0,7636 γραμμαρίων και 13,0078 γραμμαρίων αντίστοιχα, κατηγορία για προμήθεια κοκαΐνης βάρους 0,7636 γραμμαρίων σε άλλο πρόσωπο. και κατηγορία ότι ως μεσάζων, ενεργούσε για να προμηθεύσει ο πρώτος εφεσείων σε άλλο πρόσωπο, κοκαΐνη βάρους 13,0078 γραμμαρίων.
Κατά τη διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ο πρώτος εφεσείων, εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο. Ο δεύτερος, εμφανίστηκε χωρίς δικηγόρο και χειρίστηκε ο ίδιος την υπόθεσή του. Και οι δύο, έφεραν ένσταση στο αίτημα της αστυνομίας.
Η εκπρόσωπος της αστυνομίας υποστηρίζοντας το αίτημα για κράτηση των εφεσειόντων, υπέβαλε πως αν αυτοί αφήνονταν ελεύθεροι, υπάρχει κίνδυνος να μην προσέλθουν στο δικαστήριο κατά την ημέρα της δίκης τους. Υποβλήθηκε συναφώς ότι ένεκα της σοβαρότητας των κατηγοριών και των αυστηρών ποινών που προβλέπει ο νόμος είναι πιθανός ο κίνδυνος να μη προσέλθουν στο δικαστήριο για να αποφύγουν την πιθανή καταδίκη και τις συνεπαγόμενες αυστηρές ποινές. Ωστόσο, δεν υπήρξε οποιαδήποτε εισήγηση ότι οι εφεσείοντες αν αφήνονταν ελεύθεροι θα επηρέαζαν μάρτυρες ή ότι υπάρχει κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, με αναφορά στη νομολογία, συνόψισε τους παράγοντες που ο καθένας ξεχωριστά, μετρούν στην απόφαση για την κράτηση ενός κατηγορούμενου μέχρι τη δίκη του και τούτο μόνο για να διασφαλιστεί η προσέλευση στο δικαστήριο κατά την ορισθείσα δικάσιμο,
(α) ο κίνδυνος μη προσέλευσης του κατηγορούμενου στο δικαστήριο,
(β) η διάπραξη άλλων αδικημάτων,
(γ) ο επηρεασμός μαρτύρων.
Στην παρούσα υπόθεση, χωρίς να εξεταστούν άλλες παράμετροι, το δικαστήριο έκρινε πως ο κίνδυνος να μην εμφανιστούν οι εφεσείοντες στη δίκη, προέκυπτε από τη σοβαρότητα των αδικημάτων που φέρονται ότι διέπραξαν σε συνάρτηση βέβαια προς την πιθανότητα καταδίκης τους και επιβολής σ΄ αυτούς αυστηρής ποινής.
Το στοιχείο της σοβαρότητας του αδικήματος σε συνάρτηση προς την πιθανότητα καταδίκης και επιβολής αυστηρής ποινής, συνιστά ένα σοβαρό παράγοντα/κριτήριο εκτίμησης της πιθανότητας μη προσέλευσης. Ωστόσο, αυτός ο παράγοντας δεν είναι πάντοτε και σε κάθε περίπτωση αρκετός ώστε από μόνος του να επενεργήσει αυτόματα στην κρίση του δικαστηρίου για την κράτηση του κατηγορούμενου χωρίς να συνυπολογιστούν ταυτόχρονα και άλλα σχετικά στοιχεία και δεδομένα. Στη Χριστοφόρου κ.α. ν. Αστυνομίας, (2001) 2 ΑΑΔ 415, που αφορούσε σε συνωμοσία και αδικήματα σχετικά με ναρκωτικά η κράτηση επικυρώθηκε. Είναι όμως σχετικό το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου:
«Η σοβαρότητα του αδικήματος δεν θα πρέπει να απομονώνεται. Δεν αποτελεί από μόνη της κριτήριο. Συνιστά ένα παράγοντα κατά την εξέταση της πιθανότητας προσέλευσης κατηγορούμενου στη δίκη του.»
Στη Θεοδωρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας, (2001) 2 ΑΑΔ 139, η οποία αφορούσε σε συνωμοσία και απόπειρα ένοπλης ληστείας το Εφετείο εξηγεί πως,
«....... η σοβαρότητα του αδικήματος αποτελεί σημαίνοντα παράγοντα στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, υπό την αίρεση πάντα της προσέγγισης ότι η πρώτη επιλογή είναι η απόλυση επί εγγυήσει.»
Στην Κάννα κ.α. ν. Δημοκρατίας, (1998) 2 ΑΑΔ 444, που αφορούσε μεταφορά πυροβόλων όπλων, το Εφετείο παρατήρησε πως,
«...οι περιστάσεις υπό τις οποίες διαπράχθηκαν τα εγκλήματα διαδραματίζουν επίσης ρόλο για να κριθεί το στοιχείο της μη προσέλευσης στη δίκη.»
Στην Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 109 το Εφετείο υπέδειξε πως,
«Αλλοι σχετικοί παράγοντες είναι εκείνοι που συνδέονται με το χαρακτήρα του κατηγορούμενου, την κατοικία του, το επάγγελμα του, τα οικονομικά του, τους οικογενειακούς δεσμούς και όλων των ειδών τους δεσμούς με τη χώρα εις την οποία διώκεται. [Βλ. Neumeister v. Austria A8 p. 39 819689].»
Για να μη μακρυγορήσουμε άλλο, συνοψίζοντας και εμείς, θεωρούμε πως σύμφωνα με την πάγια νομολογία, η σοβαρότητα του αδικήματος σε συνδυασμό προς την πιθανότητα καταδίκης και επιβολή αυστηρής ποινής είναι πρωταρχικός παράγων που πάντοτε προσμετρά κατά την εκτίμηση της πιθανότητας προσέλευσης του κατηγορούμενου στη δίκη του και ανάλογα με τις περιστάσεις και τις περιβάλλουσες συνθήκες που αφορούν στα ίδια τα γεγονότα ή και στο πρόσωπο του κατηγορούμενου, αυτός ο παράγων από μόνος του και χωρίς συσχετισμό προς ο,τιδήποτε άλλο να θεωρείται αρκετός για να διαταχθεί η κράτηση ενώ ενδεχομένως, κάτω από άλλες συνθήκες, να χρειάζεται η συνύπαρξη και άλλων στοιχείων για να δικαιολογείται η απόφαση της κράτησης.
Είναι φανερό ότι ο πρωτόδικος δικαστής είχε υπόψη του τη νομολογία που διέπει το θέμα αφού ενδεικτικά αναφέρονται στην εκκαλούμενη απόφαση σειρά άλλων παραγόντων οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη κατά την ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου όπως είναι ο χαρακτήρας του κατηγορούμενου, η κατοικία του, το επάγγελμά του, τα οικονομικά του, οι οικογενειακοί του δεσμοί και όλων των ειδών οι δεσμοί με τη χώρα στην οποία διώκεται ακόμα και το μέγεθος του χρονικού διαστήματος που θα παραμείνει υπό κράτηση μέχρι τη δίκη του. Στην πρωτόδικη απόφαση αναφέρεται ότι συνεκτιμήθηκαν όλοι οι σχετικοί παράγοντες και στο τέλος το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχει κίνδυνος μη προσέλευσης των κατηγορούμενων στο δικαστήριο. Το ερώτημα που πρέπει τώρα να απαντηθεί είναι αν σωστά το δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του εξουσία ή κατά πόσο η προσέλευση των εφεσειόντων στο δικαστήριο θα μπορούσε να διασφαλιστεί υπό όρους αν αυτοί αφήνονταν ελεύθεροι.
Αδικήματα που σχετίζονται με τα ναρκωτικά είναι ως εκ της φύσεως τους σοβαρά. Υπάρχουν βέβαια διαβαθμίσεις οι οποίες προσδιορίζονται ανάλογα με το είδος και το μέγεθος της προβλεπόμενης από το νόμο ποινής για κάθε περίπτωση. Η προμήθεια κοκαΐνης είναι από τα σοβαρότερα του είδους αν λάβουμε υπόψη ότι ο νόμος προβλέπει μέχρι διά βίου φυλάκιση. Εχουμε ήδη αναφέρει ότι αυτός ο παράγων είναι πρωταρχικής σημασίας και προσμετρά ιδιαίτερα στην κρίση του δικαστηρίου. Ωστόσο, εδώ πρέπει να δούμε και κάποια άλλα επί μέρους στοιχεία όπως για παράδειγμα την ποσότητα της κοκαΐνης, (13 γραμμάρια), την υποθετικά ανώτατη ποινή που θα μπορούσε να επιβληθεί στους εφεσείοντες από ένα λογικό δικαστήριο δοθέντος ότι δεν βαρύνονται με προηγούμενες καταδίκες και όλα αυτά σε συνάρτηση προς το γεγονός ότι είναι κύπριοι που διαμένουν μονίμως στην Κύπρο με τα δικά τους πρόσωπα και όπου ο δεύτερος εφεσείων έχει την εργασία του. Ο χρόνος που μεσολαβεί μέχρι την ορισθείσα δικάσιμο φθάνει σχεδόν τους 4½ μήνες και είναι στοιχείο που πρέπει επίσης να συνεκτιμηθεί.
Εχουμε δικαστική γνώση του μέσου όρου των ποινών φυλάκισης που έχουν επιβληθεί τα τελευταία χρόνια σε ένοχους διάπραξης αδικημάτων παρόμοιας φύσης υπό συνθήκες άκρως επιβαρυντικές που λήφθηκαν υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής. Αυτές οι περιπτώσεις, παρέχουν ένα αδρό μέτρο σύγκρισης με την υπόθεση που μας απασχολεί αναφορικά με την ποινή που ενδεχομένως θα επιβληθεί στους εφεσείοντες σε περίπτωση καταδίκης και που λογικά δεν αναμένεται να φθάσει ή τουλάχιστο δεν θα υπερβεί το μέσο όρο των ποινών που συνήθως επιβάλλονται.
Εχουμε επομένως την άποψη πως δόθηκε βαρύτητα στη σοβαρότητα των αδικημάτων μόνο και δεν λήφθηκε υπόψη η ποσότητα των ναρκωτικών η οποία επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την ποινή που ενδεχομένως θα επιβληθεί.
Η συνεκτίμηση των στοιχείων που περιβάλλουν την κάθε υπόθεση πρέπει να γίνεται με πνεύμα ρεαλιστικής προσέγγισης και με πνεύμα επιείκειας όπως επιβάλλει το άρθρο 11 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο οι κατηγορούμενοι τεκμαίρεται ότι είναι αθώοι και ως ζήτημα γενικής αρχής, πρέπει να αφήνονται ελεύθεροι. Ταυτόχρονα πρέπει να σταθμίζεται με αυτά και το δημόσιο συμφέρον που επιτάσσει την παρουσία των κατηγορουμένων στο δικαστήριο και την καταδίκη των ενόχων.
Οι εφέσεις επιτυγχάνουν. Η διαταγή για κράτηση των εφεσειόντων παραμερίζεται. Οι εφεσείοντες θα αφεθούν ελεύθεροι υπό τους ακόλουθους όρους:
ΧΡ. ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.
Π. ΚΑΛΛΗΣ, Δ.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.