ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 2 ΑΑΔ 330
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(
Ποινική ΄Εφεση Αρ. 7369)1 Ιουνίου, 2004
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στες]
Μιχάλης Αναξαγόρα Χαραλαμπίδη,
Εφεσείων,
ν.
Αστυνομίας,
Εφεσίβλητης.
_________
Α. Ευτυχίου,
για τον Εφεσείοντα.Ηλ. Στεφάνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Ο εφεσείων είναι παρών.
_________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ
.: Ο εφεσείων καταδικάστηκε σε φυλάκιση δεκαπέντε μηνών σε κάθε μια από έξι κατηγορίες στις οποίες βρέθηκε ένοχος για πλαστογραφία και κυκλοφορία πλαστού εγγράφου. Συγκεκριμένα το Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο κατηγορούμενος το Δεκέμβρη του 1994 κατήρτησε ψευδή έγγραφα, που εμφανίζονταν ως ειδικά ψηφίσματα της εταιρείας K.A.S. Properties Ltd σφραγισμένα και υπογραμμένα από τον πρόεδρο και γραμματέα της εταιρείας, διά των οποίων εξουσιοδοτείτο τρίτο πρόσωπο να αποσύρει από το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας δύο πωλητήρια έγγραφα ακινήτων, που ο εφεσείων είχε προηγουμένως πωλήσει στην πιο πάνω εταιρεία.Ο εφεσείων βρέθηκε επίσης ένοχος για κατάρτιση πλαστού εγγράφου, που εμφανιζόταν ως δήλωση του γραμματέα της ίδιας εταιρείας σχετικά με την ίδρυση και λειτουργία της προαναφερθείσας εταιρείας, πάντα για τον ίδιο σκοπό.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία όπως τη δέκτηκε το Δικαστήριο, ο εφεσείων ο οποίος είναι δικηγόρος, παρουσιάστηκε στο γραφείο του Μ.Κ.2 Αδάμου Χαρίτωνος, που είναι εγγεγραμμένος κτηματομεσίτης και διευθυντής και μέτοχος κατά 50% της εταιρείας K.A.S. Properties Ltd και τον πληροφόρησε ότι ήθελε να πωλήσει δύο κτήματα ιδιοκτησίας της συζύγου του, ένα στον Πεδουλά και ένα στον Αρχάγγελο. ΄Υστερα από διάφορες διαπραγματεύσεις ο Χαρίτωνος πρότεινε στον εφεσείοντα να αγοράσει η εταιρεία του τα δύο κτήματα, για συνολικό ποσό £85.000. Ο εφεσείων αποδέκτηκε και δυνάμει του γενικού πληρεξουσίου ημερ. 28.9.1992 (τεκμήριο 10), το οποίο παρουσίασε στον Χαρίτωνος, υπογράφηκαν τα δύο πωλητήρια έγγραφα των κτημάτων (τεκμήρια 48 και 49). Και τα δύο πωλητήρια υπογράφηκαν από πλευράς της πωλήτριας από τον εφεσείοντα, υπό την ιδιότητά του ως πληρεξούσιου αντιπροσώπου της ιδιοκτήτριας συζύγου του και από πλευράς των αγοραστών από τον Χαρίτωνος, ως διευθυντή της αγοράστριας εταιρείας K.A.S. Properties Ltd.
Ο Χαρίτωνος εξέδωσε εκ μέρους της εταιρείας K.A.S. Properties Ltd, δύο επιταγές επ΄ ονόματι του εφεσείοντα για ποσό £13.000 και £12.000 αντιστοίχως, ως προκαταβολές όπως προνοούνταν στις συμφωνίες. Εκδόθηκαν σχετικές αποδείξεις από τον εφεσείοντα για τα αντίστοιχα ποσά. Οι δύο αποδείξεις φέρουν και την υπογραφή της συζύγου του.
Επειδή τα δύο κτήματα ήταν υποθηκευμένα, κανονίστηκε στις 6.9.1993 συνάντηση στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας με σκοπό την καταβολή των οφειλόμενων ποσών στους ενυπόθηκους δανειστές προς άρση των υποθηκών και κατάθεση των πωλητηρίων στο Κτηματολόγιο.
Πράγματι, την πιο πάνω ημερομηνία ο Χαρίτωνος συναντήθηκε με τον εφεσείοντα στον οποίο έδωσε χρήματα, τα οποία εκείνος με τη σειρά του παρέδωσε στους ενυπόθηκους δανειστές με αποτέλεσμα να εξαλειφθεί η υποθήκη. Την ίδια μέρα δόθηκε από την εταιρεία K.A.S. έναντι του πωλητηρίου για το κτήμα στον Αρχάγγελο, ποσό £3.000 για το οποίο ο εφεσείων και η σύζυγός του εξέδωσαν σχετική απόδειξη. ΄Αλλο ποσό £9.200 καταβλήθηκε για το κτήμα στον Πεδουλά έναντι και πάλιν αποδείξεως. Μετά την εξάλειψη των υποθηκών τα πωλητήρια κατατέθηκαν στο Κτηματολόγιο.
Στις 23.9.1993 ξοφλήθηκε ολόκληρο το υπόλοιπο των £20.800 για το κτήμα στον Πεδουλά, καθώς και το υπόλοιπο για το κτήμα στον Αρχάγγελο ύψους £11.100. Εκδόθηκαν από τη σύζυγο του εφεσείοντα σχετικές αποδείξεις.
Επειδή ο εφεσείων ζήτησε για φορολογικούς λόγους η μεταβίβαση των κτημάτων στο όνομα της K.A.S. να γίνει εντός του 1994, παραδόθηκαν οι τίτλοι των κτημάτων στο Χαρίτωνος, ενώ υπογράφηκαν από τη σύζυγο του εφεσείοντα δύο πληρεξούσια έγγραφα (τεκμήρια 61 και 62).
Την επομένη της εξόφλησης ολόκληρου του ποσού της αγοράς των κτημάτων, δηλαδή στις 24.9.1993, ο εφεσείων και η σύζυγός του επισκέφθηκαν τον Χαρίτωνος στο γραφείο του και προσπάθησαν να τον πείσουν να ακυρωθεί η όλη αγορά των κτημάτων. Ο Χαρίτωνος δέκτηκε νοουμένου ότι ο εφεσείων και η σύζυγός του θα επέστρεφαν όλα τα χρήματα που είχαν λάβει, δηλαδή τις £85.000, μαζί με οποιαδήποτε άλλα έξοδα είχε υποστεί η K.A.S., όπως έξοδα χαρτοσήμανσης και τόκους. Συντάκτηκαν από τον εφεσείοντα δύο σχετικές δηλώσεις τις οποίες ο Χαρίτωνος υπέγραψε.
΄Οταν οι επιταγές που είχε εκδόσει ο εφεσείων για £42.000, £43.000 και £2.660 επιστράφηκαν απλήρωτες, ο Χαρίτωνος θεώρησε ότι δεν είχαν τηρηθεί οι όροι των δηλώσεων και μετέβη στο Κτηματολόγιο με σκοπό να μεταβιβάσει τα κτήματα στο όνομα της K.A.S. Εκεί πληροφορήθηκε ότι το γενικό πληρεξούσιο που είχε υπογράψει η σύζυγος του εφεσείοντα και το οποίο ήταν κατατεθημένο στο Κτηματολόγιο είχε ακυρωθεί με επιστολή της ημερ. 8.2.1994, με αποτέλεσμα η μεταβίβαση να μην μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Ο Χαρίτωνος κατήγγειλε την υπόθεση στην αστυνομία και καταχώρησε πολιτική αγωγή.
Εν τω μεταξύ ο εφεσείων χρησιμοποιώντας πλαστά ειδικά ψηφίσματα της εταιρείας Κ.Α.S., τα οποία ο ίδιος ετοίμασε (τεκμήρια 67 και 68) προχώρησε και ακύρωσε την κατάθεση των πωλητηρίων εγγράφων στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας.
Την ακύρωση της κατάθεσης των πωλητηρίων στο Κτηματολόγιο έκανε ο Μ.Κ.7 Μάρκος Μάρκου, ο οποίος διατηρεί γραφείο στη Λευκωσία, στο οποίο διεξάγει κτηματολογικές και τεχνικές εργασίες κάθε φύσης.
Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1994 τον επισκέφθηκε ο εφεσείων στο γραφείο του και του ανέφερε ότι σε λίγες μέρες θα ερχόταν με ταξί ένας φάκελος της K.A.S. Πράγματι, στις 13.12.1994 του παραδόθηκε με ταξί φάκελος στον οποίο αναγραφόταν το όνομά του. Μέσα στο φάκελο υπήρχαν κάποια έγγραφα της K.A.S., καθώς και £30 για την αμοιβή του. ΄Ενα από τα έγγραφα που περιείχε ο φάκελος ήταν και το ειδικό ψήφισμα (τεκμήριο 67). Την ίδια ημέρα ο Μάρκου μετέβη στο Κτηματολόγιο και διεκπεραίωσε την απόσυρση του πωλητηρίου εγγράφου.
Στις 10.3.1995 χωρίς, αυτή τη φορά, προηγούμενη συνεννόηση με τον εφεσείοντα, κατέφθασε και πάλι με ταξί ένας φάκελος στον οποίο περιείχετο άλλο ειδικό ψήφισμα (τεκμήριο 68). Αυθημερόν ο Μάρκου μετέβη στο Κτηματολόγιο και διεκπεραίωσε την απόσυρση και του άλλου πωλητηρίου εγγράφου.
Ο εξεταστής της υπόθεσης Μ.Κ.8 Λοχίας 1317 Κούμεττος Κουμέττου, αφού συμπλήρωσε τις έρευνές του, διαβίβασε το φάκελο εντός του 1996 στη Νομική Υπηρεσία, μαζί με εισήγησή του ότι δεν είχε διαπραχθεί το αδίκημα της πλαστογραφίας αφού δεν υπήρχε πρόθεση για καταδολίευση. ΄Υστερα από σχετικό παράπονο που οι παραπονούμενοι υπέβαλαν στις αρχές του 1997, με οδηγίες του υπεύθυνου του ΤΑΕ Λευκωσίας η υπόθεση διαβιβάστηκε εκ νέου στη Νομική Υπηρεσία, με αποτέλεσμα το 1998 να δοθούν νέες οδηγίες για συνέχιση των εξετάσεων.
Κατά την αντεξέταση ο Κούμεττος ανέφερε ότι κατά τη γνώμη του ο εφεσείων και η σύζυγός του δεν είχαν διαπράξει ποινικά αδικήματα, αφού οι ενέργειές τους έγιναν με γνώμονα τη διαφύλαξη της περιουσίας τους και όχι με πρόθεση καταδολίευσης!!
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά το 1995 ο μάρτυρας διερευνούσε άλλη υπόθεση εναντίον του εφεσείοντα. Είχε καταγγελθεί ότι ως εκτελεστής διαθήκης είχε οικειοποιηθεί τα χρήματα των κληρονόμων και επειδή υπήρχαν υπόνοιες για χρήση πλαστών σφραγίδων δύο κοινοταρχών, εκδόθηκε ένταλμα έρευνας κατά τη διάρκεια της οποίας βρέθηκαν σε σακούλι καλά κρυμμένο μεγάλος αριθμός σφραγίδων 10-12 διάφορων εταιρειών και προσώπων. Μεταξύ τους βρέθηκαν και σφραγίδες της K.A.S. Properties Ltd, του Αδάμου Χαρίτωνος και του Ανδρέα Τταουσιάνη. Ο μάρτυρας, λόγω του ότι οι σφραγίδες αυτές δεν συνδέονταν με την υπόθεση που διερευνούσε τότε, τις κατέστρεψε, αφού προηγουμένως πήρε δείγματά τους.
Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι δεν είχε πρόθεση να πωλήσει τα δύο ακίνητα, αλλά να εξασφαλίσει κάποιο δάνειο από τον Χαρίτωνος, ο οποίος είχε προθυμοποιηθεί να τον εξυπηρετήσει. ΄Οταν του παρουσιάστηκαν τα δύο πωλητήρια έγγραφα, αντέδρασε αλλά τελικά πείστηκε από τον Χαρίτωνος να τα υπογράψει. Σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, όταν ο Χαρίτωνος, σύμφωνα με τις πρόνοιες των πωλητηρίων, του παρέδωσε τις επιταγές για τα ποσά των £13.000 και £12.000 αντιστοίχως, αφού τις οπισθογράφησε του τις επέστρεψε.
Ο εφεσείων δεν εξήγησε γιατί δέκτηκε να υπογραφούν τα δύο αμετάκλητα πληρεξούσια έγγραφα (τεκμήρια 61 και 62), ούτε και γιατί δεν αντέδρασε όταν στις 10.9.1993 ο Χαρίτωνος του παρουσίασε την εξάλειψη των δύο υποθηκών.
Σε κατάθεση που έδωσε στον Κουμέττου (τεκμήριο 89) παραδέκτηκε την πλαστογράφηση της υπογραφής του Χαρίτωνος και Τταουσιάνη και την κατασκευή πλαστών σφραγίδων της εταιρείας τους K.A.S. Properties Ltd, αλλά και σφραγίδων προσωπικών τους. Παραδέκτηκε ακόμα ότι παρέδωσε τα πλαστά έγγραφα στον Μάρκου ο οποίος τα πήρε στο Κτηματολόγιο για να αποσυρθούν τα πωλητήρια έγγραφα. Κατά τη διάρκεια της δίκης ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι τα πιο πάνω δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και ότι καταγράφηκαν μόνο μετά από απαίτηση και απειλές του Κούμεττου ότι, σε ενάντια περίπτωση θα τον παρουσίαζε ενώπιον δικαστηρίου για έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης.
Το Δικαστήριο έκρινε τον Χαρίτωνος ως πλήρως αξιόπιστο και ως μάρτυρα που έκαμε εξαίρετη εντύπωση. Ως αξιόπιστοι κρίθηκαν επίσης όλοι οι υπόλοιποι μάρτυρες κατηγορίας. Αντίθετα ο εφεσείων, σύμφωνα πάντα με το πρωτόδικο δικαστήριο, άφησε τη χειρίστη εντύπωση. ΄Εδωσε την εντύπωση πονηρού ανθρώπου, ο οποίος διαστρέβλωσε τα γεγονότα για να απαλλαγεί ευθύνης, χωρίς κανένα απολύτως σεβασμό προς την αλήθεια και χωρίς κανένα απολύτως ενδοιασμό. Το Δικαστήριο αναφέρεται και σε μεγάλο αριθμό σημείων από τα πολλά που αποδεικνύουν την πιο πάνω εντύπωσή του. Την ίδια αλγεινή εντύπωση έκαμε και η σύζυγος του εφεσείοντα, κατηγορούμενη 2.
΄Οσον αφορά την κατάθεση του εφεσείοντα (τεκμήριο 89), το Δικαστήριο, ύστερα από δίκη εντός δίκης, κατέληξε ότι ήταν όντως θεληματική. ΄Ετσι, μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε.
Με την έφεση εγείρεται αριθμός λόγων. Ο πρώτος λόγος που είχε εγερθεί και ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, είναι ότι υπήρξε τόσο μεγάλη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τόσο κατά τη διάγνωση της ευθύνης, όσο και κατά την εκδίκαση της υπόθεσης του εφεσείοντα, που παρατηρήθηκε παραβίαση του θεμελιώδους δικαιώματος του εφεσείοντα για διάγνωση της ποινικής υπόθεσης εναντίον του εντός εύλογου χρόνου, όπως κατοχυρώνεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που κυρώθηκε με το Νόμο υπ΄ αρ. 39/62. Ο εφεσείων είχε ζητήσει και από το πρωτόδικο δικαστήριο τη διακοπή, αναστολή και απόρριψη της ποινικής υπόθεσης εναντίον του, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε.
Η εισήγηση για αδικαιολόγητη καθυστέρηση βασίζεται στο ότι τα αδικήματα σε όλες τις κατηγορίες διαπράχθηκαν την περίοδο από το Φεβράρη του 1994 μέχρι το Νιόβρη του 1995. Η καταγγελία εναντίον του εφεσείοντα έγινε από τον Ταουσιάνη στις 12.3.1996 και από τον Χαρίτωνος την επομένη. Η υπόθεση, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, διερευνήθηκε πλήρως από την αστυνομία και ενώ αρχικά δόθηκαν από τη Νομική Υπηρεσία οδηγίες για μη συνέχισή της στις 28.5.1998, ύστερα από νέες οδηγίες, άρχισε εκ νέου διερεύνηση της υπόθεσης, η οποία τελείωσε ένα περίπου μήνα αργότερα. Το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε στις 18.9.1998 και αφού η υπόθεση αναβλήθηκε ορισμένες φορές, η ακρόαση της υπόθεσης άρχισε στις 17.12.1999 και συμπληρώθηκε στις 11.11.2002. Για τη συμπλήρωση της ακρόασης πραγματοποιήθηκαν περί τις 55 συνεδριάσεις.
Ο εφεσείων προβάλλει: (α) αδικαιολόγητη και μεγάλη καθυστέρηση στην προώθηση της υπόθεσης από την αστυνομία, (β) αδικαιολόγητη και μεγάλη καθυστέρηση από τη συμπλήρωση της διερεύνησης μέχρι την καταχώρηση του κατηγορητηρίου, αφού από τη συμπλήρωση της διερεύνησης μέχρι την καταχώρηση του κατηγορητηρίου πέρασαν τρεις περίπου μήνες, καθώς και (γ) αδικαιολόγητη μεγάλη καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης.
Οι παράγοντες που καθορίζουν το εύλογο του χρόνου για τον καθορισμό της ποινικής ευθύνης κατηγορουμένου, καθορίστηκαν κυρίως στις υποθέσεις Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294 και Χριστόπουλος ν. Αστυνομίας, (2001) 2 Α.Α.Δ. 100.
΄Οπως αναφέρθηκε και στην υπόθεση Girolami v. Italy 1991 series A, No.196 E 55, το εύλογο του χρόνου κρίνεται υπό το φως των συγκεκριμένων συνθηκών και περιστάσεων κάθε υπόθεσης. Θα πρέπει να γίνεται συνολική αντίκρυση της καθυστέρησης που παρουσιάστηκε στη διάγνωση της ποινικής ευθύνης κατηγορουμένου.
Στην υπόθεση Ευσταθίου ν. Αστυνομίας, ανωτέρω, σελ. 301, κρίθηκε ότι παραβίαση των δικαιωμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 30.2 του Συντάγματος καθιστά τη διαδικασία άκυρη στην ολότητά της. Η διάγνωση της ποινικής ευθύνης έξω από τα πλαίσια που οριοθετούνται από το άρθρο 30, συνιστά εκτροπή από τα συνταγματικά θέσμια και καθιστά τη διαδικασία άκυρη ως μέσο διαπίστωσης της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου.
Αφετηρία για την επιμέτρηση του χρόνου αποτελεί η ημέρα σύλληψης ή καταγγελίας του κατηγορουμένου. Η φύση και το περίπλοκο της υπόθεσης είναι ουσιώδεις παράγοντες στον καθορισμό του εύλογου του χρόνου, που απαιτήθηκε για την ολοκλήρωση της δίκης. Οι παράγοντες αυτοί λαμβάνονται υπ΄ όψιν, τόσον όσον αφορά τη διερεύνηση της υπόθεσης από τις ανακριτικές αρχές, όσο και την εκδίκασή της από το δικαστήριο.
Στην Ευσταθίου κρίθηκε επίσης ότι η συμπεριφορά των ανακριτικών και εισαγγελικών αρχών, καθώς και του ίδιου του κατηγορουμένου στη διεξαγωγή της δίκης αποτελούν επίσης παράγοντες, οι οποίοι συνεκτιμούνται στον προσδιορισμό του αναγκαίου χρόνου για την ολοκλήρωση της δίκης (βλέπε επίσης Χριστόπουλος ν. Αστυνομίας, ανωτέρω).
Στην παρούσα υπόθεση οι ανακρίσεις άρχισαν το Μάρτη του 1996 και η υπόθεση συμπληρώθηκε με την έκδοση απόφασης στις 6.11.2002, επτάμιση χρόνια αργότερα. Μετά τη διερεύνηση της υπόθεσης λήφθηκε απόφαση από τη Γενική Εισαγγελία για μη ποινική δίωξη του εφεσείοντα, απόφαση η οποία αναθεωρήθηκε ενάμιση χρόνο αργότερα. Ως αποτέλεσμα, ο εφεσείων κατηγορήθηκε γραπτώς στις 16.6.1998 και στις 18.9.1998 καταχωρήθηκε η υπόθεση εναντίον του.
Είναι αλήθεια ότι κατά την επί ακροατηρίω διαδικασία πολλές αναβολές δόθηκαν ύστερα από αίτηση του ιδίου. ΄Ομως, έξι τουλάχιστον αναβολές δόθηκαν με πρωτοβουλία του Δικαστηρίου είτε λόγω φόρτου εργασίας, είτε «για προγραμματισμό». Σημειώνονται επίσης τα μεγάλα χρονικά διαστήματα μεταξύ των διαφόρων ημερομηνιών συνέχισης της εκδίκασης. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα διαστήματα μεταξύ των δύο δικασίμων ήταν πέραν των τριών εβδομάδων. Το γεγονός αυτό, μαζί με την αναβλητικότητα από πλευράς του εφεσείοντα και του μεγάλου αριθμού μαρτύρων, έφερε την ολοκλήρωση της υπόθεσης με την έκδοση απόφασης, τέσσερα ολόκληρα χρόνια από την καταχώρηση του κατηγορητηρίου και σχεδόν δύο χρόνια από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας.
Υπό τις περιστάσεις θεωρώ το χρόνο που συνολικά διέρρευσε εκτός του εύλογου διαστήματος μέσα στο οποίο θα έπρεπε η ποινική ευθύνη του εφεσείοντα να εξακριβωθεί και γι΄ αυτό θα έκανα δεκτή την έφεση και θα αθώωνα τον εφεσείοντα.
Είναι προφανής η ανάγκη για συμπλήρωση των ακροάσεων των υποθέσεων το συντομότερο δυνατό, χωρίς την εμφιλοχώρηση μεταξύ των διαφόρων δικασίμων τόσων μεγάλων χρονικών διαστημάτων. Αντιλαμβάνομαι το φόρτο εργασίας των πρωτόδικων δικαστηρίων, όμως από την άλλη, μέσα στις νέες συνθήκες που δημιουργούνται από την ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση και, τις λόγω αυτής, αυξανόμενες απαιτήσεις από τους λειτουργούς της δικαιοσύνης στον τόπο μας, θα πρέπει να δίδεται κάθε φροντίδα για
την έγκαιρη ολοκλήρωση των υποθέσεων.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.