ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 2 ΑΑΔ 437
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Εφεση Αρ. 7101)
29 Σεπτεμβρίου, 2003
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΜΑΡΚΟΣ BRAYAN BERNE
,Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
,
Γ. Κονναρής,
Α. Κανναουρίδης και Ν. Κέκκος, Δικηγόροι της Δημοκρατίας,
εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσίβλητο.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ
.: Το Κακουργιοδικείο βρήκε κατόπιν ακρόασης τον εφεσείοντα ένοχο σε μία κατηγορία κατοχής και σε άλλη κατηγορία κατοχής με σκοπό προμήθειας 5023.27 γραμμαρίων ρητίνης κάνναβης και 2040.3 γραμμαρίων ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης, κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου αρ. 29/77 (όπως έχει τροποποιηθεί) και τον καταδίκασε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 7 και 10 χρόνων. Η παρούσα έφεση στρέφεται τόσο εναντίον της καταδικαστικής απόφασης όσο και εναντίον της ποινής.
(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση
.Κατόπιν πληροφοριών για παράνομη διακίνηση ναρκωτικών, ο Λοχίας Γιαννάκης Ιωάννου (Μ.Κ.2) και η γυναίκα αστυφύλακας Μαρία Ευαγγέλου (Μ.Κ.9) επιβιβάστηκαν στο πλοίο "Νήσος Κύπρος" που έφθασε στον Πειραιά στις 13/4/2000. Το βράδυ της ίδιας μέρας επιβιβάστηκε στο πιο πάνω πλοίο ο εφεσείων για να μεταβεί στην Κύπρο. Μαζί με τον αστυφύλακα Ανδρέα Δημητρίου (Μ.Κ.5) που εκτελούσε υπηρεσιακό έλεγχο των επιβατών στα λιμάνια επιβίβασης, οι Μ.Κ.2 και Μ.Κ.9 έθεσαν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τον εφεσείοντα υπό παρακολούθηση. Οι πιο πάνω μάρτυρες παρατήρησαν ότι ο εφεσείων συμπεριφερόταν ύποπτα αφού κοιτούσε ανήσυχος προς διάφορες κατευθύνσεις και μιλούσε για μεγάλα χρονικά διαστήματα με κινητό τηλέφωνο. Σε κάποιο σημείο μεταξύ Ρόδου και Κύπρου οι μάρτυρες είδαν τον εφεσείοντα να κινείται ύποπτα στο κατάστρωμα του πλοίου, σε χώρο όπου υπήρχαν σωστικές λέμβοι, κρατώντας στα χέρια του μια πλαστική τσάντα. Οι πιο πάνω τρεις μάρτυρες αποφάσισαν να δράσουν και αφού προσέγγισαν τον εφεσείοντα, ο Μ.Κ.2 του πρόταξε την ταυτότητα του φωνάζοντας "Αστυνομία". Ο εφεσείων προσπάθησε να διαφύγει κάνοντας και μια κίνηση για να ρίξει την τσάντα στη θάλασσα. Οι μάρτυρες κατόρθωσαν να τον συλλάβουν και να του αποσπάσουν την τσάντα που κρατούσε. Ο εφεσείων κρατήθηκε σε ειδική καμπίνα υπό την επιτήρηση του Μ.Κ.5. Μετέπειτα εξέταση της τσάντας απεκάλυψε ότι αυτή περιείχε ένα κουτί "puzzle" (Τ.4) μέσα στο οποίο βρέθηκαν τα ναρκωτικά που αναφέρονται στις σχετικές κατηγορίες.
Ο εφεσείων πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι η όλη υπόθεση συνιστούσε ανέντιμο και διεφθαρμένο τρόπο ενοχοποίησης του εφεσείοντος υπό τους μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής, οι οποίοι όχι μόνο έβαλαν την τσάντα με τα ναρκωτικά στα χέρια του αλλά εξασκώντας βία κατόρθωσαν να θέσουν τα δακτυλικά και παλαμικά του αποτυπώματα στο κουτί που βρέθηκε μέσα στην πλαστική τσάντα.
Το Κακουργιοδικείο αφού αποδέχθηκε τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής και απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντος ως παντελώς ψευδή, τον βρήκε ένοχο και στις δύο κατηγορίες.
(β) Η έφεση κατά της καταδίκης.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το Κακουργιοδικείο,
Αναφορικά με τις αντιφάσεις των Μ.Κ.2, 5 και 9 υποδείχθηκε μεταξύ άλλων ότι ενώ οι Μ.Κ.2 και Μ.Κ.5 ανέφεραν ότι η σύλληψη του εφεσείοντος έγινε στις 14/4/2000, η Μ.Κ.9 κατέθεσε ότι η σύλληψη έγινε στις 13/4/2000. Η λανθασμένη αυτή αναφορά είναι σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντος ουσιώδης, σε βαθμό που έπρεπε να κλονίσει την αξιοπιστία των πιο πάνω μαρτύρων κατηγορίας. Αναφορικά με το ίδιο θέμα ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης υπέδειξε ότι πράγματι
η Μ.Κ.9 ανέφερε όταν ρωτήθηκε ως ημερομηνία σύλληψης την 13/4/2000, με την επιφύλαξη αν θυμόταν καλά. Η επιφύλαξη αυτή σύμφωνα με το δικηγόρο της εφεσίβλητης δεν μπορεί να οδηγήσει σε συμπέρασμα ότι η αξιολόγηση τη μαρτυρίας των Μ.Κ.2, 5 και 9 ήταν λανθασμένη. Αναφορικά με τη μαρτυρία των Μ.Κ.1, 3 και 6 υποδείχθηκε ότι ενώ οι Μ.Κ.1 και Μ.Κ.6 κατέθεσαν ότι ανοίχθηκε τρύπα στο κουτί (Τ.5), η Μ.Κ.3 ανέφερε πως δεν ανοίχθηκε οποιαδήποτε τρύπα και ότι σχετικά με το περιεχόμενο της τσάντας (Τ.4) δόθηκε διαφορετική μαρτυρία αναφορικά με τη συσκευασία και περιτύλιξη των ναρκωτικών.Οι κατευθυντήριες γραμμές που καθορίζουν πότε το Ποινικό Εφετείο μπορεί να επέμβει σε ευρήματα που στηρίζονται στην αξιοπιστία μαρτύρων έχουν τονιστεί επανειλημμένα και με σαφήνεια σε σειρά αποφάσεων. Όπως έχει νομολογιακά καθιερωθεί, το θέμα της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων επαφίεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες να καταθέτουν και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Ποινικό Εφετείο δεν επεμβαίνει αν από τη μαρτυρία που παρουσιάζεται τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εύλογα. Το Ποινικό Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν συνάδουν με τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί. Σε μια τέτοια περίπτωση το Ποινικό Εφετείο έχει τη διακριτική ευχέρεια να επέμβει και να ανατρέψει τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και να προβεί το ίδιο στα δικά του συμπεράσματα.
Όπως έχει τονισθεί χαρακτηριστικά από τον πρώην Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Α. Λοϊζου στην υπόθεση Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 41, στη σελ. 75,
"Πρέπει δε να τονισθεί ότι το Δικαστήριο αυτό δεν επεμβαίνει με την ετυμηγορία Δικαστών σε ποινικές υποθέσεις η οποία στηρίζεται πάνω στα ευρήματά των σχετικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων, εκτός αν το Δικαστήριο πεισθεί ότι υπάρχουν καλοί λόγοι που του δίνουν το δικαίωμα να το κάμει αυτό. Επίσης, όπως τυχόν αντιφάσεις ή αδυναμίες που μπορεί να υπάρχουν στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επεμβάσεως του Εφετείου, εκτός εάν είναι τόσο σημαντικές ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέκτηκε τη μαρτυρία αυτή ως αξιόπιστη. (Βλέπε
Έχουμε εξετάσει τις εισηγήσεις που έχουν υποβληθεί για την αξιοπιστία των μαρτύρων κατηγορίας και δεν έχουμε πεισθεί ότι υπήρχαν τέτοιες αντιφάσεις που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν σοβαρά ρήγματα στην αξιοπιστία τους, σε βαθμό που θα δικαιολογούσε οποιαδήποτε επέμβαση μας
. Αντίθετα έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου ήταν εύλογα επιτρεπτά και μέσα στα πλαίσια της μαρτυρίας που είχε προσαχθεί.Η μη διενέργεια έρευνας για τη διαπίστωση αν υπήρχαν τα δακτυλικά αποτυπώματα του εφεσείοντος στην τσάντα δεν επηρεάζει καθόλου την εγκυρότητα της πρωτόδικης απόφασης. Σύμφωνα με τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας, την οποία αποδέχθηκε το Κακουργιοδικείο, ο εφεσείων κρατούσε την πλαστική τσάντα που περιείχε το κουτί "puzzle" (Τ.4) μέσα στο οποίο βρέθηκαν τα ναρκωτικά. Ο εφεσείων μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία της Αστυνομίας προσπάθησε ανεπιτυχώς να ρίξει την τσάντα στη θάλασσα. Τα δακτυλικά του αποτυπώματα βρέθηκαν στο κουτί "puzzle" (Τ.4). Η μη διενέργεια έρευνας για να διαπιστωθεί η ύπαρξη δακτυλικών αποτυπωμάτων πάνω στην πλαστική τσάντα δεν μπορεί να επηρεάσει την καταδικαστική απόφαση του Κακουργιοδικείου.
(γ) Η έφεση κατά της ποινής.
Ο εφεσείων καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης
Έχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντος ότι το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να λάβει υπόψη τις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του εφεσείοντος και ότι οι ποινές που επιβλήθηκαν είναι υπέρμετρα αυστηρές και καταστρεπτικές για τον εφεσείοντα.
Το καθήκον καθορισμού του είδους και της έκτασης της ποινής επαφίεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν καταφαίνεται ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή το στοιχείο της υπερβολής αναδύεται από το συσχετισμό όλων των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και των προσωπικών περιστατικών του κατηγορουμένου. (Βλ. Σάββα ν. Δημοκρατίας (1992) 2 ΑΑΔ 231, Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1994) 2 ΑΑΔ 179 και Κλεοβούλου ν. Αργυρού, Π.Ε. 6313 της 24/3/98
).Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει τονίσει επανειλημμένα την ανάγκη επιβολής αυστηρών ποινών σε υποθέσεις αδικημάτων που σχετίζονται με ναρκωτικά, σε μια προσπάθεια περιορισμού ή εξάλειψης παρόμοιων αδικημάτων και προστασίας του κοινού. Μάλιστα έχει τονισθεί ότι είναι καιρός όπως οι επιβαλλόμενες ποινές καταστούν αυστηρότερες για να δείχνουν τόσο την αποδοκιμασία όσο και την ενεργό συμμετοχή της Δικαιοσύνης στον αγώνα που διεξάγεται σε παγκόσμια κλίμακα για την καταπολέμηση της χρήσης και εμπορίας ναρκωτικών. (Βλ. Kablawi & Others v. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 494). Το είδος, η ποσότητα των ναρκωτικών και ο σκοπός για τον οποίο κατέχονται είναι, όπως φαίνεται από τη σχετική νομολογία, μεταξύ των σοβαρών παραγόντων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στον καθορισμό της ποινής. Η επιβολή ιδιαίτερα σοβαρών ποινών ενδείκνυται σε περιπτώσεις όπου η κατοχή συνοδεύεται με πρόθεση εμπορίας των ναρκωτικών. (Βλ. μεταξύ άλλων Hassan v. Δημοκρατίας (1971) 2 CLR 210, Abdullah v. Δημοκρατίας (1971) 2 CLR 323, Esper v. Δημοκρατίας (1972) 2 CLR 73 και Moussa v. Δημοκρατίας (1992) 2 ΑΑΔ 320). Η χρήση και διάδοση των ναρκωτικών έχει επανειλημμένα χαρακτηρισθεί ως κοινωνική μάστιγα που υπονομεύει το θεμέλιο της κοινωνίας. Η έξαρση που παρατηρείται στη διάπραξη αδικημάτων αυτής της κατηγορίας δεν μπορεί παρά να καταστήσει το στοιχείο της αποτροπής στον καθορισμό της τιμωρίας των παραβατών πιο έντονο.
Στην παρούσα περίπτωση η σοβαρότητα των κατηγοριών στις οποίες ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος αντικατοπτρίζεται από τη φυλάκιση μέχρι 8 χρόνων που προνοείται για την κατηγορία της κατοχής και της ισόβιας φυλάκισης που προνοείται για την κατοχή και εμπορία ναρκωτικών.
Η μεγάλη ποσότητα των ναρκωτικών που βρέθηκε στην κατοχή του εφεσείοντος υποδηλώνει την πρόθεση του να τα μεταφέρει και να τα εισάξει στην Κύπρο. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Afroughi v. Αστυνομίας (Ποινική Έφεση 7036 της 26/3/2001) για πρόσωπα που ασχολούνται με την εμπορία και διάδοση ναρκωτικών, είναι δύσκολο να εντοπισθούν ερείσματα μετριασμού της ποινής. Η συχνή διάπραξη παρόμοιων αδικημάτων, η μεγάλη ποσότητα των ναρκωτικών που βρέθηκαν, η πρόθεση του εφεσείοντος να τα διαθέσει σε τρίτους και η ύπαρξη δύο προηγούμενων καταδικών, μία από τις οποίες αφορούσε κατοχή ναρκωτικών, δεν μπορεί να οδηγήσουν σε συμπέρασμα ότι οι ποινές ήταν υπερβολικές, σε βαθμό που θα δικαιολογούσαν την επέμβαση του Εφετείου.
Οι ποινές φαίνονται στην πραγματικότητα ότι είναι αυστηρές. Όμως δεν ξεφεύγουν από τα πλαίσια που διαγράφει η νομολογία για να δικαιολογείται επέμβαση μας.
Η έφεση απορρίπτεται.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΔΓ