ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 2 ΑΑΔ 338

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση αρ. 7421.)

17 Ιουλίου, 2003

 

[ΠΙΚΗΣ, Πρόεδρος]

[ΚΑΛΛΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές.)

 

- - -

ΝΕΛΛΥ ΛΟΥΤΣΙΟΥ,

Εφεσείουσα,

- ν -

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων.

- - -

Αίτηση ημ. 26.6.2003 για την παροχή άδειας προσαγωγής

μαρτυρίας κατά την έφεση

- - -

Μ. Ιακώβου, για την εφεσείουσα-αιτήτρια.

Ε. Ζαχαριάδου (κα), για τους εφεσίβλητους-καθ΄ ων η αίτηση.

 

- - -

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.

- - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η εφεσείουσα κρίθηκε ένοχη σε τρεις κατηγορίες για την έκδοση αντίστοιχου αριθμού ακάλυπτων επιταγών και καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές δωδεκάμηνης φυλάκισης. Άσκησε έφεση τόσο κατά της καταδίκης όσο και κατά της ποινής που της επιβλήθηκε. Η έφεση ορίστηκε για ακρόαση σήμερα. Στο ενδιάμεσο υποβλήθηκαν διαγράμματα αγορεύσεων στα οποία στοιχειοθετείται η εκατέρωθεν επιχειρηματολογία υπέρ και κατά της έφεσης κατά της καταδίκης.

Μετά τον ορισμό της έφεσης για ακρόαση υποβλήθηκε αίτημα από την εφεσείουσα για την παροχή άδειας προσαγωγής μαρτυρίας (γραπτής). Υποστηρίζεται, ότι η μαρτυρία περί ης ο λόγος: (α) δεν ήταν δυνατό να εξασφαλιστεί κατά την πρωτόδικη διαδικασία, και (β) ότι το περιεχόμενό της ενέχει ουσιώδη σημασία για την κρίση από το Δικαστήριο της ποινικής ευθύνης της εφεσείουσας. Τα έγγραφα των οποίων επιδιώκεται η προσαγωγή ήλθαν σε γνώση της μετά την καταδίκη της στο πλαίσιο της στοιχειοθέτησης και της προώθησης αγωγής των παραπονουμένων εναντίον της για την ανάκτηση του ποσού που αντιπροσώπευαν οι ακάλυπτες επιταγές. Τα σχετικά έγγραφα είναι τα ακόλουθα:

(α) Ανακοίνωση του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου της 3ης Σεπτεμβρίου 1999, η οποία εκδόθηκε και κυκλοφόρησε πριν την έκδοση των επιταγών.

(β) Επιστολή του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου, προς τους παραπονούμενους στην οποία προσδιορίζονται οι χρηματιστηριακές συναλλαγές της εφεσείουσας κατά το έτος 1999.

(γ) Σειρά εγγράφων μεταβίβασης εισηγμένων αξιών στο Χρηματιστήριο, που αφορούσαν συναλλαγές στις οποίες προέβησαν οι παραπονούμενοι στο πλαίσιο λειτουργίας του χρηματιστηριακού τους γραφείου, μετά την έκδοση των επιταγών. Κατά την ακρόαση κατατέθηκαν, επίσης, η Απάντηση στην Υπεράσπιση και η Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση στην πολιτική αγωγή.

Οι εφεσίβλητοι έφεραν ένσταση στο αίτημα. αμφισβήτησαν την ύπαρξη των προϋποθέσεων εκείνων που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την προσαγωγή μαρτυρίας κατά την έφεση. Με σπουδή υποστήριξαν ότι τα έγγραφα των οποίων επιδιώκεται η προσαγωγή θα μπορούσαν να εντοπιστούν και να κατατεθούν κατά την ποινική δίκη. Αμφισβήτησαν επίσης τη σχετικότητα του περιεχομένου των εγγράφων προς τα επίδικα θέματα της δίκης, επισημαίνοντες ότι στην αίτηση δεν γίνεται καμιά απόπειρα συσχετισμού των εγγράφων ή της σπουδαιότητας της μαρτυρίας προς την ποινική ευθύνη της εφεσείουσας.

Πρόσφατα είχαμε την ευκαιρία να αναθεωρήσουμε τις αρχές που διέπουν την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60, αναφορικά με την προσαγωγή μαρτυρίας κατ΄ έφεση - (Παναγιώτης Γεωργίου Λαπέρτα ν. Semio Production Ltd., (Αίτηση ημ. 16.5.2003), Ποινική Έφεση αρ. 7288, 27.5.2003)

Κατ΄ αρχή, υποδεικνύεται ότι η προσαγωγή μαρτυρίας ενώπιον του Εφετείου δεν αποτελεί υποκατάστατο της προσαγωγής μαρτυρίας ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου. Καθώς επισημαίνεται, «... η αρμοδιότητα και η δικαιοδοσία του πρωτόδικου δικαστηρίου και του Εφετείου είναι διακριτέες και μη εφαπτόμενες». Πότε είναι παραδεκτή η προσαγωγή μαρτυρίας κατ΄ έφεση αποτυπώνεται στο ακόλουθο απόσπασμα:

«Δικαίωμα προσαγωγής μαρτυρίας κατ΄ έφεση περιορίζεται, ως διευκρινίζει κατά συρροή η νομολογία, στις περιπτώσεις εκείνες όπου η μαρτυρία περί ης ο λόγος υφίστατο κατά το χρόνο της δίκης, αλλά δεν ήταν γνωστή στον κατηγορούμενο ούτε μπορούσε να καταστεί γνωστή με τη λήψη λογικών μέτρων προς εντοπισμό της. Σε εκείνη την περίπτωση μπορεί να γίνει αποδεχτή η κατάθεση μαρτυρίας κατ΄ έφεση ενώπιον του Εφετείου εφόσον ήθελε κριθεί ότι θα μπορούσε, κατά λογική πρόβλεψη, να είχε επιπτώσεις στην ετυμηγορία του πρωτόδικου δικαστηρίου.»

Το απόσπασμα που παραθέσαμε αποτελεί το απαύγασμα του λόγου σειράς προηγούμενων αποφάσεων. (Βλ. μεταξύ άλλων, Athinis v. Republic (1989)2 C.L.R. 9. Athinis v. Republic (1989)2 C.L.R. 214. Αγαπίου ν. Δημοκρατίας (1989)2 Α.Α.Δ. 396. Μάρτιν v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1994)2 Α.Α.Δ. 29.)

Κατ΄ επανάληψη έχει τονιστεί ότι προσαγωγή μαρτυρίας κατ΄ έφεση αποτελεί εξαιρετικό μέτρο και όχι μέσο συμπλήρωσης κενών στη μαρτυρία που προσάγεται ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου. Όλα τα έγγραφα των οποίων επιδιώκεται η προσαγωγή ενώπιον του Εφετείου, στην προκείμενη υπόθεση, υπήρχαν πριν τη δίκη. Πέραν τούτου ο εντοπισμός και η προσαγωγή τους δεν ήταν ούτε ακατόρθωτο ούτε δύσκολο εγχείρημα. Ως εξηγείται στην Αγαπίου ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω), το κρίσιμο ερώτημα για να αποφασιστεί το δικαιολογημένο αιτήματος για την προσαγωγή μαρτυρίας κατ΄ έφεση «... δεν είναι αν ήταν γνωστή στο δικηγόρο του εφεσείοντα ο οποίος τον εκπροσωπεί στην έφεση αλλά αν ήταν αντικειμενικά διαθέσιμη και μπορούσε να εντοπιστεί και να κατατεθεί από την υπεράσπιση κατά τον χρόνο της διεξαγωγής της δίκης.» - (σελ. 399).

Οι διαπιστώσεις αυτές καθιστούν την αίτηση ανεδαφική. Τούτου δοθέντος δεν προκύπτει ανάγκη να εξετάσουμε τη σχετικότητα των προβληθέντων εγγράφων προς τα επίδικα θέματα της δίκης ή τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει η προσαγωγή τους ενώπιον του δικάζοντος Δικαστηρίου. Ό,τι μπορεί να λεχθεί είναι ότι η μη στοιχειοθέτηση και τεκμηρίωση της σημασίας που η προτεινόμενη μαρτυρία θα μπορούσε, γινόμενη πιστευτή, να έχει στην κρίση της ποινικής ευθύνης της εφεσείουσας, αποτελεί πρόσθετο και ανεξάρτητο παράγοντα, που αποστερεί την αίτηση ερείσματος.

Η αίτηση απορρίπτεται.

Πικής, Π.

Καλλής, Δ.

Γαβριηλίδης, Δ.

/Αυφ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο