ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 2 ΑΑΔ 616

AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Ποινικές Εφέσεις αρ. 6759, 6801, 6802.

Σύνθεση Δικαστηρίου: ΠΙΚΗΣ, Π., HΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΔΔ.

 

Ποινική Έφεση αρ. 6759.

Μεταξύ:

Γιωργούλλας Γεωργίου,

Εφεσείουσας,

- ν -

Αστυνομίας,

Εφεσίβλητης.

- - -

Ποινική Έφεση αρ. 6801.

Μεταξύ:

Σπύρου Ιωάννου,

Εφεσείοντος,

- ν -

Αστυνομίας,

Εφεσίβλητης.

- - -

Ποινική Έφεση αρ. 6802.

Μεταξύ:

ΖΑΚΟ ΛΤΔ,

Εφεσείουσας,

- ν -

Αστυνομίας,

Εφεσίβλητης.

- - -

 

Ημερομηνία: 8 Δεκεμβρίου, 1999.

Για τους εφεσείοντες και στις τρεις εφέσεις: Γ. Τριανταφυλλίδης.

Για την εφεσίβλητη και στις τρεις εφέσεις: Α. Μαππουρίδης, Δικ. της Δημ. εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

- - -

 

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφασή μου που ακολουθεί είναι η απόφαση της πλειοψηφίας. Με αυτή συμφωνεί ο Ηλιάδης, Δ. Ο Χατζηχαμπής Δ., καταλήγει σε διαφορετικό αποτέλεσμα για τους λόγους που εξηγεί στη δική του ξεχωριστή απόφαση.

- - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η εφεσείουσα, στην Ποινική Έφεση 6759, είναι υπάλληλος και ο εφεσείων στην Ποινική Έφεση 6801, διευθυντής της εφεσείουσας στην Ποινική Έφεση 6802, ιδιοκτήτριας καταστήματος το οποίο ήταν ανοικτό το απόγευμα Τετάρτης, ημιαργία κατά την οποία απαγορεύεται το άνοιγμα των καταστημάτων. Το Επαρχιακό Δικαστήριο καταδίκασε τους τρεις εφεσείοντες ότι παρέβησαν τις σχετικές διατάξεις του περί Βοηθών Καταστημάτων Νόμου, Κεφ. 185, (ο νόμος), και των σχετικών Κανονισμών που απαγορεύουν, (με ορισμένες εξαιρέσεις), τη λειτουργία των καταστημάτων, το απόγευμα της Τετάρτης. Το άρθρο 5 του νόμου ορίζει ότι τα καταστήματα παραμένουν κλειστά δύο απογεύματα της εβδομάδος. αυτά καθορίστηκαν ως τα απογεύματα του Σαββάτου και της Τετάρτης (Κ.3 - Κ.Δ.Π. 105/97).

Οι εφεσείοντες δεν αρνήθηκαν το βάσιμο των κατηγοριών κάτω από την ισχύουσα νομοθεσία. Ό,τι αμφισβήτησαν και αμφισβητούν ενώπιόν μας είναι τη συνταγματικότητα της νομοθεσίας η οποία στοιχειοθετεί το αδίκημα, ειδικά του Άρθρου 5 του νόμου, το οποίο προβλέπει:

«Κάθε κατάστημα είναι κλειστό δύο εβδομαδιαίες ημέρες το αργότερο στη μία μεταμεσημβρινή και παραμένει κλειστό και δεν επανανοίγει νωρίτερα από τις πέντε το πρωΐ το οποίο έπεται κάθε μια από τις πιο πάνω δύο εβδομαδιαίες ημέρες:

Νοείται ότι το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται σε οποιοδήποτε κατάστημα που μένει ανοιχτό μόνο για έναν ή περισσότερους από τους σκοπούς που εκτίθενται στον Πρώτο Πίνακα του Νόμου αυτού.»

Καθώς προκύπτει από το περιεχόμενο και τη διάρθρωσή του ο νόμος σκοπεί στη ρύθμιση, (α) της λειτουργίας των καταστημάτων, και (β) των όρων απασχόλησης του προσωπικού των καταστημάτων. Το άρθρο 5, αποτελεί μέρος μιας ενότητας διατάξεων με τις οποίες ρυθμίζονται, (i) οι ώρες λειτουργίας των καταστημάτων, (άρθρο 4), (ii) η καθιέρωση της Κυριακής ως αργίας, (άρθρο 6), (iii) ο συνολικός αριθμός των ωρών εργασίας των βοηθών καταστημάτων κατά εβδομάδα (άρθρο 7), (iv) η καθιέρωση δύο ημιαργιών (άρθρο 5), και (v) η απαγόρευση κάθε εργασίας από τους βοηθούς καταστημάτων κατά τη διάρκεια μιάς των ημιαργιών (άρθρο 8).

Ο νόμος θεσπίστηκε το 1942. Κατ΄ αρχή έκανε πρόνοια για μια αργία και μια ημιαργία την εβδομάδα. Με τροποποίηση την οποία επέφερε ο νομοθέτης το 1979, με τη θέσπιση του περί Βοηθών Καταστημάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 1979, (Ν.69/79), οι ημιαργίες αυξήθηκαν σε δύο και με κανονιστική πράξη ορίστηκαν ως τα απογεύματα του Σαββάτου και της Τετάρτης (Κ.Δ.Π. 105/97). Η αύξηση των ημιαργιών προσέδωσε νέες, όπως εισηγήθηκε ο δικηγόρος των εφεσειόντων, αρνητικές για τα συνταγματικά δικαιώματα των καταστηματαρχών διαστάσεις, ώστε η σχετική νομοθετική διάταξη (άρθρο 5), να καθίσταται αντιφατική προς το δικαίωμα εργασίας των καταστηματαρχών που κατοχυρώνει το Άρθρο 25.1 του Συντάγματος. Η καθιέρωση της δεύτερης ημιαργίας συνιστά περιορισμό που δεν ανευρίσκει έρεισμα στις διατάξεις της παραγράφου 2, του Άρθρου 25, το οποίο επιτρέπει, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, την επιβολή όρων και περιορισμών στην άσκηση του δικαιώματος εργασίας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση των κατηγορουμένων (εφεσειόντων) για δύο ουσιαστικά λόγους, αμφότεροι των οποίων ανάγονται στο παραδεκτό των περιορισμών που μπορεί να τεθούν εξ ονόματος του δημοσίου συμφέροντος. Οι λόγοι αυτοί εστιάζονται στην προστασία των βοηθών καταστημάτων και του γενικού συμφέροντος της οικονομίας.

Η πρώτη εισήγηση του κ. Τριανταφυλλίδη αφορούσε τη φύση του συμφέροντος κατ΄ επίκληση του οποίου μπορεί να δικαιολογηθούν περιορισμοί στην άσκηση του δικαιώματος εργασίας. Το συμφέρον υπέβαλε, εξικνείται σε ιδιαίτερο ατομικό συμφέρον κάθε μέλους του δημοσίου. Επικαλέστηκε προς υποστήριξη της θέσης αυτής απόσπασμα από το σύγγραμμα Basu's Commentary on the Constitution of India, Τέταρτη Έκδοση, Τόμος 1, σελ. 526-567, στο οποίο προσδιορίζεται η έννοια του γενικού δημοσίου συμφέροντος (general public interest). Υποδείξαμε ότι το συμφέρον του δημοσίου δεν ταυτίζεται με εξατομικευμένο ιδιαίτερο συμφέρον εκάστου μέλους του, αλλά με το κοινό συμφέρον στην προαγωγή σκοπών που εξυπηρετούν το δημόσιο, όπως άλλωστε προκύπτει από τη νομολογία στην οποία μας παρέπεμψε. Η αδυναμία του προβληθέντος επιχειρήματος έγινε κατανοητή και η περαιτέρω ανάπτυξή του εγκαταλείφθηκε.

Η νομολογία στην οποία μας παρέπεμψε ο κ. Τριανταφυλλίδης, και στην οποία θα αναφερθούμε πιο κάτω υποστηρίζει ότι το συμφέρον του δημοσίου δεν ταυτίζεται με προσωποποιημένο ιδιαίτερο συμφέρον του κάθε μέλους του αλλά με το γενικό συμφέρον στην προαγωγή κοινών επιδιώξεων ωφέλιμων για το δημόσιο.

Η βασική θέση του κ. Τριανταφυλλίδη, στην οποία επικέντρωσε και την επιχειρηματολογία του, είναι ότι η καθιέρωση δύο ημιαργιών και ειδικά της δεύτερης ημιαργίας δεν προάγει το δημόσιο συμφέρον και ως εκ τούτου ο τεθείς περιορισμός δεν ευρίσκει στήριγμα στις διατάξεις της παραγράφου 2 του Άρθρου 25 του Συντάγματος. Η νομολογία στην οποία μας παρέπεμψε, ερμηνευτική της παραγράφου 2 του Άρθρου 25, και των περιορισμών που μπορεί να τεθούν στην άσκηση του δικαιώματος εργασίας, τείνει να καταδείξει την ευρύτητα της γωνίας κάτω από την οποία οράται το δημόσιο συμφέρον και τη διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη να προσδιορίσει κατ΄ αρχή τη συνισταμένη του.

Διαφαίνεται από την απόφαση στην In re Ali Ratip of Ktima, 3 R.S.C.C. 102, 105, ότι η ελευθερία την οποία κατοχυρώνει το Άρθρο 25 δεν αποτιμάται θεωρητικά αλλά λειτουργικά στο πλαίσιο του κοινωνικού χώρου. Στην Police v. Georghios D. Liveras, 3 R.S.C.C. 65, δημοτικοί κανονισμοί, περιοριστικοί του δικαιώματος στάθμευσης, κρίθηκαν παραδεκτοί χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Προκύπτει από την απόφαση αυτή ότι περιορισμοί στη χρήση δημοσίων χώρων ανάγονται στη ρυθμιστική εξουσία του Κράτους το εύρος της οποίας είναι μεγάλο.

Χάριν του δημοσίου συμφέροντος κρίθηκε δικαιολογημένη στη District Officer Nicosia & Others and Demosthenis Michael, 4 R.S.C.C. 126, η απαγόρευση πώλησης κρέατος έξω από τα κρεοπωλεία στην κοινότητα Αστρομερίτη. Η προστασία της υγείας του κοινού που αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο προστασίας κάτω από το Άρθρο 25.2, δικαιολογούσε εξ ίσου τον περιορισμό που επιβλήθηκε.

Σημαντική είναι η απόφαση στη Police and Lanitis Bros. Ltd (Coca-Cola) 3 R.S.C.C. 10, λόγω της εμβέλειας του περιορισμού αφενός και του συσχετισμού του δημοσίου συμφέροντος με γενικής φύσεως επιδιώξεις, αφετέρου. Γενική απαγόρευση ανάρτησης διαφημιστικών πινακίδων στην ύπαιθρο σε χώρους άλλους από το σημείο στο οποίο πωλούνται τα αγαθά, θεωρήθηκε δικαιολογημένη για την προστασία του περιβάλλοντος στην ύπαιθρο (Άρθρο 23.2 του Συντάγματος), όσο και παραδεκτή ως όρος άσκησης του δικαιώματος του εμπορεύεσθαι χάριν του δημοσίου συμφέροντος (Άρθρο 25.2 του Συντάγματος).

Εφόσον καταδεικνύεται ότι ο σκοπός για τον οποίο επιβάλλεται ο περιορισμός δεν προάγεται, η νομοθετική διάταξη η οποία τον θεσμοθετεί καταστέλλεται ως αντισυνταγματική. Με αυτά υπόψη αποφασίστηκε στη Nicosia Police and Evgenia Georghiou & Others 4 R.S.C.C. 36, ότι η απαγόρευση που έθετε ο περί Αρτοποιείων (Νυκτερινή Εργασία), Νόμος, Κεφ. 177, στη νυκτερινή λειτουργία των αρτοποιείων, δεν ήταν αναγκαία είτε για την προστασία της υγείας του κοινού γενικά, ή των υπαλλήλων των αρτοποιείων ειδικά, που ήταν οι σκοποί για τους οποίους θεσμοθετήθηκε. Κατά συνέπεια το άρθρο 3 του νόμου που επέβαλλε τον περιορισμό, κρίθηκε αντισυνταγματικό.

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου διασαφηνίζει ότι η λελογισμένη ρύθμιση των όρων άσκησης του δικαιώματος εργασίας στον κοινωνικό χώρο δεν συνιστά άρνηση του δικαιώματος. μόνο όπου οι γενόμενες ρυθμίσεις περιορίζουν την άσκηση του δικαιώματος σε όρια που είναι ασυμβίβαστα με την ελευθερία που εγγυάται το Σύνταγμα, παραβιάζεται το δικαίωμα. (Βλ. μεταξύ άλλων The Board for Registration of Architects & Civil Engineers v. Christodoulos Kyriakides (1966)3 C.L.R. 640, Joseph Hadjiloukas v. The Board for Registration of Architects & Civil Engineers (1966)3 C.L.R. 666.) Οι όροι και περιορισμοί οι οποίοι ανάγονται στα «συνήθως απαιτούμενα» για την άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος προσόντα, γίνονται δεκτοί εφόσον εκ της φύσεώς τους ανάγονται στα κοινώς παραδεκτά στον συγκεκριμένο τομέα εργασίας. Αυτή είναι η πρώτη κατηγορία όρων και περιορισμών στους οποίους μπορεί να υπαχθεί η άσκηση του δικαιώματος που κατοχυρώνει η παράγραφος 1 του Άρθρου 25. Η δεύτερη, αφορά όρους και περιορισμούς οι οποίοι κρίνονται απαραίτητοι προς εξυπηρέτηση ενός ή περισσοτέρων σκοπών που εξειδικεύονται, περιλαμβανομένου και του δημοσίου συμφέροντος.

Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και σε σειρά άλλων αποφάσεων που καταδεικνύουν ότι επάγγελμα ή επιτήδευμα ασκείται μέσα στον κοινωνικό χώρο λαμβανομένης υπόψη της οργάνωσής του, υπό τον όρο πάντα ότι αυτή δεν συρρικνώνει τις βασικές παραμέτρους του δικαιώματος. Από αυτό το πνεύμα διαπνέεται η Dinos Kontos v. Republic (Permits Authority) (1974)3 C.L.R. 112, στην οποία αποφασίστηκε ότι περιορισμοί στη στάθμευση στο χώρο του αεροδρομίου δεν συνιστούσαν επέμβαση στην άσκηση του επιτηδεύματος ή της επιχείρησης του δημόσιου μεταφορέα. Ανάλογη υπήρξε η προσέγγιση του Δικαστηρίου στη Marabou Floating Restaurant Ltd., v. Republic (Council of Ministers) (1973)3 C.L.R. 397, όπου αποφασίστηκε ότι η απαγόρευση της λειτουργίας εστιατορίου μέσα στο χώρο του λιμανιού της Κερύνειας δεν συνιστούσε περιορισμό του δικαιώματος άσκησης του επαγγέλματος του εστιάτορα. Εξάλλου στη Meridien Trading v. Minister of Commerce (1987)3 C.L.R. 1930, θεωρήθηκε ότι περιορισμοί στο εισαγωγικό εμπόριο και συγκεκριμένα η ανάγκη εξασφάλισης άδειας για την εισαγωγή εμπορευμάτων, δεν συνιστούσε περιορισμό της ελευθερίας του εμπορεύεσθαι. (Βλ. επίσης Eleourgia Pettemerides v. Republic (1988)3 A.A.Δ. 1880.) Σχετική με το θέμα είναι και η απόφαση στη Vorkas and Others v. Republic (1984)3 C.L.R. 757.

Όροι και περιορισμοί που τίθενται για την προαγωγή ενός ή περισσοτέρων επιτρεπτών, κατά το Άρθρο 25.2 σκοπών, πρέπει να συσχετίζονται προς αυτούς και να συμβάλλουν στην ευόδωσή τους. Στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (1993)3 Α.Α.Δ. 165, περιορισμοί στην άσκηση του επαγγέλματος του μεταπωλητή οχημάτων κρίθηκαν αυθαίρετοι και αποκηρύχθηκαν ως αντισυνταγματικοί. Δεν ανάγονταν στα συνήθως απαιτούμενα για την άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος, ούτε είχαν σχέση με διαφαινόμενο συμφέρον του δημοσίου στην επιβολή τους. Σκοπούσαν, όπως τονίζεται στην απόφαση της Ολομέλειας, στη δημιουργία ενός κλειστού κύκλου μεταπωλητών, οικογενειακού χαρακτήρα, και ως τέτοιου απαράδεκτου.

Όπως εξηγήσαμε στην αρχή της απόφασης, ο περί Βοηθών Καταστημάτων Νόμος, Κεφ. 185, έχει δύο κεντρικούς στόχους, (α) τη ρύθμιση της λειτουργίας των καταστημάτων και (β) τον καθορισμό των όρων απασχόλησης των βοηθών καταστημάτων. Οι πρόνοιες του άρθρου 5, συμπλέκονται και με τους δύο σκοπούς του νομοθετήματος. Το άρθρο 5, συναρτάται και προς τις υπόλοιπες διατάξεις του νόμου που συνθέτουν τις ρυθμίσεις που διέπουν και τα δύο θέματα.

Οι ώρες λειτουργίας, αλλά και οι μέρες λειτουργίας των καταστημάτων, είναι θέμα άμεσου ενδιαφέροντος του δημοσίου. Ο καθορισμός των ημερών και των ωρών λειτουργίας των καταστημάτων και της απασχόλησης των βοηθών, ανάγεται και στους δύο άξονες του νομοθετήματος. Ο καθορισμός των ρυθμίσεων για τη λειτουργία των καταστημάτων και την απασχόληση των βοηθών επάγεται τη συνεκτίμηση πολλών παραγόντων συνυφασμένων με τις επιδιώξεις του ανθρώπου σε πολλούς τομείς.

Περιορισμοί στην άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου κρίνονται πάντα αυστηρά. Η επιβολή τους πρέπει να καταφαίνεται ως απόλυτα αναγκαία και η έκταση του περιορισμού δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερη απ΄ ότι είναι απαραίτητο για την προαγωγή του σκοπού χάριν του οποίου επιβάλλεται.

Ο κ. Τριανταφυλλίδης έθεσε το ερώτημα, - πού μπορεί να ανευρεθεί δικαιολογία για τη δεύτερη ημιαργία δοθέντος ότι οι ώρες λειτουργίας των καταστημάτων είναι καθορισμένες όπως και οι ώρες εργασίας των βοηθών καταστημάτων; - Το ίδιο ερώτημα θα μπορούσε να τεθεί και για την ημιαργία του Σαββάτου και για την αργία της Κυριακής. Η επέκταση του ερωτήματος εμφανίζει το πρόβλημα στις σωστές του διαστάσεις. Τόσο η καθιέρωση ημέρας αργίας όσο και η καθιέρωση ημερών ημιαργίας συναρτάται με την οργάνωση του κοινωνικού συνόλου και την προαγωγή των σύνθετων σκοπών του δημοσίου. σκοπών τους οποίους δεν θα απαριθμήσουμε. Θα υπογραμμίσουμε μόνο ότι σχετίζονται με κάθε πτυχή της ζωής και της λειτουργίας του ανθρώπου στο κοινωνικό πεδίο. Μόνο όπου ρυθμίσεις συνήθεις για την άσκηση επαγγέλματος, επιτηδεύματος ή τη διεξαγωγή εμπορίου όπως είναι ο καθορισμός των ωρών και ημερών λειτουργίας των καταστημάτων πλήττουν τον πυρήνα του δικαιώματος που κατοχυρώνει το Άρθρο 25.1 και τείνουν να εξουδετερώσουν την ελευθερία που εγγυάται, δικαιολογείται η αποκήρυξή τους ως αντισυνταγματικών.

Και για τους βοηθούς καταστημάτων η καθιέρωση ημερών αργίας και ημιαργίας δεν σχετίζεται μόνο με το συνολικό επιτρεπτό χρόνο απασχόλησής τους, αλλά και με τη διασφάλιση προκαθορισμένου ελεύθερου χρόνου, κυρίως κατά τη διάρκεια της ημέρας για την επίδοσή τους σε άλλες επιδιώξεις του ανθρώπου στον ιδιαίτερο χώρο του και στον κοινωνικό περίγυρο. Αρκεί να αναφέρουμε μερικούς από τους σκοπούς στους οποίους οι βοηθοί καταστημάτων μπορεί να διαθέσουν το χρόνο της ημιαργίας για να καταφανεί το συμφέρον του δημοσίου στην εξασφάλισή τους. παιδεία, πολιτισμός, αθλητισμός, οικογένεια, και συμμετοχή στα κοινά. Στην εξασφάλιση των συνθηκών σύντονης λειτουργίας του ανθρώπου στον κοινωνικό χώρο, το δημόσιο έχει μεγάλο συμφέρον. προς την εξυπηρέτηση αυτού του συμφέροντος συναρτάται η καθιέρωση της δεύτερης ημιαργίας για τους βοηθούς καταστημάτων. Η καθιέρωση και δεύτερης ημιαργίας συνιστά, σε τελική ανάλυση, ρύθμιση της λειτουργίας των καταστημάτων. Και ερωτάται, συρρικνώνει η καθιέρωση δεύτερης ημιαργίας το δικαίωμα του εμπορεύεσθαι σε βαθμό που να πλήττει την ελευθερία που εγγυάται το Άρθρο 25.1; Κρίνουμε, όχι. Τα καταστήματα λειτουργούν έξι ημέρες της εβδομάδος, έξι πρωϊνά και τέσσερα απογεύματα.

Αυτή τούτη η καθιέρωση ημέρας αργίας και δεύτερης ημέρας ως ημιαργίας την εβδομάδα που θεσμοθετήθηκε με το νόμο του 1942 και η επικράτησή τους έκτοτε, χαρακτηρίζει την κοινή πεποίθηση περί της αναγκαιότητας του κλεισίματος των καταστημάτων σε προκαθορισμένες ημέρες και ώρες της εβδομάδος, ώστε να παρέχεται ο χρόνος στους βοηθούς να επιδίδονται σε άλλες δραστηριότητες. Η μεταβολή των συνθηκών της ζωής στο ατομικό, οικογενειακό - λαμβανομένης υπόψη και της μεγάλης αύξησης του αριθμού των εργαζομένων μητέρων - και κοινωνικό πεδίο, έκτοτε, και η πολυπλοκότητά τους προσδίδουν έρεισμα στην υιοθέτηση το 1979 δεύτερης ημιαργίας. περιορισμός που εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Και στη δημόσια υπηρεσία ίσχυαν, για μεγάλο χρονικό διάστημα δύο ημιαργίες, γεγονός που επίσης αντανακλά την αναγκαιότητα παροχής στους εργαζόμενους επαρκούς ελεύθερου χρόνου κατά τη διάρκεια της ημέρας ώστε να τους παρέχεται η ευχέρεια επίδοσης στις άλλες επιδιώξεις και δραστηριότητες του ανθρώπου.

Καταλήγουμε ότι το Άρθρο 5 του περί Βοηθών Καταστημάτων Νόμου, Κεφ. 185, δεν είναι αντισυνταγματικό. Οι εφέσεις απορρίπτονται.

Π.

 

Δ.

 

 

 

/ΑυΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο