ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 2 ΑΑΔ 354

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6734.

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ, ΚΑΛΛΗ, Δ.Δ.

 

Χριστάκης Παναγιώτου,

Εφεσείων

ν.

Αστυνομίας,

Εφεσίβλητης.

_________________

24 Ιουνίου, 1999.

Για τον εφεσείοντα: Αλ. Αλεξάνδρου.

Για την εφεσίβλητη: Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄

εκ μέρους του Γεν. Εισ.

___________________

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής. Δεν κρίνουμε

σκόπιμο να ακούσουμε το δικηγόρο της

εφεσίβλητης.

___________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(ex-tempore)

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων και οι τρεις συγκατηγορούμενοι του έχουν βρεθεί ένοχοι με δική τους παραδοχή στις πιο κάτω τρεις κατηγορίες:

 

(1) Καταδίωξη άγριων πτηνών με τη χρήση δικτύων, κατά παράβαση των

άρθρων 15(1) (α) και 35 του περί Προστασίας και Αναπτύξεως Θηραμάτων

και ΄Αγριων Πτηνών Νόμου του 1974 (Ν 39/74).

(2) Σύλληψη προστατευόμενων άγριων πτηνών, κατά παράβαση των άρθρων

10(1) (2) και 35 του Νόμου 39/74.

(3) Καταδίωξη άγριων πτηνών μέσα σε απαγορευμένη για το κυνήγι περιοχή,

κατά παράβαση των άρθρων 20, 32(α) και 35 του Νόμου 39/74.

Τα άγρια πτηνά, αντικείμενο του κατηγορητηρίου, ήταν σγαρτίλια. Ο εφεσείων και οι τρεις συγκατηγορούμενοι του συνέλαβαν 60 σγαρτίλια. Τα τελευταία είναι προστατευόμενα άγρια πτηνά. Η καταδίωξη και σύλληψη τους έλαβε χώραν μέσα σε απαγορευμένη για το κυνήγι περιοχή.

Με αίτηση του εφεσείοντα και με τη σύμφωνη γνώμη της Κατηγορούσας Αρχής, στην επιμέτρηση της ποινής για τον εφεσείοντα, λήφθηκαν υπόψη τέσσερις άλλες ποινικές υποθέσεις. Οι τρεις από αυτές αφορούν κατηγορίες για αδικήματα παρόμοια με τα επίδικα. Η τέταρτη αφορά κατηγορίες απειλής βιαιοπραγίας κατά θηροφύλακα, δημόσια εξύβριση κατά θηροφύλακα, κατοχή δικτύων και παράλειψη συμμόρφωσης σε οδηγίες θηροφυλάκων.

Ο εφεσείων βαρυνόταν με 4 προηγούμενες καταδίκες για συναφή αδικήματα. Οι συγκατηγορούμενοι του δεν είχαν προηγούμενες καταδίκες.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής έλαβε πρωτίστως υπόψη τους σκοπούς του Νόμου 39/74 και τη συχνότητα διάπραξης των αδικημάτων. Τόνισε συναφώς:

"Ο σκοπός του νόμου αυτού είναι η προστασία της πανίδας της Κυπριακής Δημοκρατίας και ειδικά στη συγκεκριμένη περίπτωση των αγρίων πτηνών που είναι προστατευόμενα. Πράξεις όπως των κατηγορουμένων πλήττουν καίρια και ουσιαστικά τους σκοπούς του νόμου εφόσον δια της χρήσεως δικτύων όπως ήταν η προκειμένη περίπτωση, γίνεται μαζική αφαίρεση άγριων πτηνών από την άγρια ζωή της Κυπριακής Δημοκρατίας στην οποία ανήκουν. Η συχνότητα δε διάπραξης τέτοιων αδικημάτων, για το οποίο γεγονός μπορώ να λάβω δικαστική γνώση ως εκ της ιδιότητας μου, ενισχύει την νομολογιακή σημασία ότι τα πρωτόδικα δικαστήρια θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα αυστηρά στην προσέγγιση τέτοιου είδους αδικημάτων με σκοπό την αποτρεπτικότητα (βλ. Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224). Σε διάφορες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε σχέση με υποθέσεις παρόμοιων αδικημάτων, έχει τονισθεί η αυστηρή προσέγγιση των πρωτόδικων δικαστηρίων σε συνάρτηση με την ανάγκη προστασίας της άγριας ζωής του νησιού η οποία, όπως διαπιστώθηκε, κινδυνεύει με αφανισμό (βλ. Αρχιμήδης Αντρέας ν. Αστυνομίας (1966) 2 Α.Α.Δ. 71, Prakki n. The Police (1985) 2 C.L.R. 142 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Νεοφύτου (1991) 2 Α.Α.Δ. 5)."

Σε σχέση με τον εφεσείοντα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε σαν επιβαρυντικό παράγοντα το γεγονός ότι εκκρεμούσης της εκδίκασης της παρούσας υπόθεσης διέπραξε τα αδικήματα που αφορούν τις λοιπές 4 υποθέσεις, που λήφθηκαν υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής. Αυτό, επεσήμανε το πρωτόδικο δικαστήριο, δεικνύει άμεση περιφρόνηση του εφεσείοντα προς τις διαδικασίες και το Νόμο σε βαθμό που δεν μπορούν να αγνοηθούν από το Δικαστήριο. ΄Ελαβε, επίσης, υπόψη τις προηγούμενες καταδίκες του εφεσείοντα, ορθά σημειώνοντας ότι δεν λειτουργούν με τρόπο ώστε να δικάζεται εκ νέου για τα προηγούμενα του αλλά ότι του στερούν το δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο επιείκια (βλ. Κυπριανίδης κ.α. ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 246).

Με γνώμονα τα πιο πάνω και τις προσωπικές περιστάσεις των τεσσάρων κατηγορουμένων το πρωτόδικο δικαστήριο επέβαλε ποινή φυλάκισης 45 ημερών στον εφεσείοντα για το αδίκημα της δεύτερης κατηγορίας και χρηματική ποινή £100 στον κάθε ένα από τους τρεις συγκατηγορούμενους του. Οι τελευταίοι δεσμεύθηκαν και με εγγύηση £500 ο καθένας για 12 μήνες "να τηρούν τους σχετικούς νόμους και κανονισμούς της Δημοκρατίας". Δεν επέβαλε ποινή στις υπόλοιπες κατηγορίες γιατί, όπως έκρινε, η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει και τις υπόλοιπες.

Αυτό που, σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο, επέβαλλε τη διαφοροποίηση ήταν οι προηγούμενες καταδίκες του εφεσείοντα, η διάπραξη των αδικημάτων που λήφθηκαν υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής, ενώ εκκρεμούσε η εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης, οι προσωπικές περιστάσεις των συγκατηγορούμενων του, και ειδικά η ηλικία του κατηγορουμένου 2 - ήταν 17 ετών - καθώς και η "ελαφριά πνευματική καθυστέρηση που παρουσιάζει η περίπτωση του κατηγορούμενου 4".

Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της πιο πάνω ποινής φυλάκισης η οποία έχει επιβληθεί στον εφεσείοντα.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του υποστήριξε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εκτίμησε σωστά τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα και κατέληξε σε λανθασμένο είδος ποινής. Τόνισε ότι ο εφεσείων ήταν στρατιώτης κατά τη διάρκεια της Τουρκικής εισβολής. Συνελήφθη από τις δυνάμεις εισβολής, μεταφέρθηκε στις Τουρκικές φυλακές όπου κρατήθηκε για τέσσερις μήνες και υπέστη απάνθρωπα βασανιστήρια. Η αιχμαλωσία του του έχει δημιουργήσει κάποια ψυχολογικά προβλήματα, τα οποία τον επηρεάζουν μέχρι σήμερα.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε ακόμη ότι με το να επιβληθεί ποινή φυλάκισης στον εφεσείοντα και χρηματική ποινή στους συγκατηγορούμενους του έχει παραβιασθεί η αρχή της ισότητας η οποία διασφαλίζεται από το άρθρο 28.1 του Συντάγματος.

Το καθήκον επιμέτρησης της ποινής βρίσκεται στους ώμους του πρωτόδικου δικαστηρίου. Αυτό έχει τονιστεί επανειλημμένα. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν καταφαίνεται ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή όταν είναι το αποτέλεσμα σφάλματος αρχής.

Ποινή μπορεί να κριθεί ως εσφαλμένη για λόγους αρχής εφόσο "παρεισφρείουν στον καθορισμό της εξωγενείς παράγοντες και έκδηλα υπερβολική, οποτεδήποτε το στοιχείο της υπερβολής καταφαίνεται εξ αντικειμένου (βλ. Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Ιωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 200, 207).

΄Εχουμε λάβει υπόψη τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μας από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα για μετριασμό της ποινής σε συνάρτηση με τους λόγους που οδήγησαν το πρωτόδικο δικαστήριο στην επιλογή της επίδικης ποινής.

Επικροτούμε πλήρως την προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου η οποία αναφέρεται στους σκοπούς του Νόμου. Η άγρια ζωή αποτελεί κοινό εθνικό πλούτο. Πρέπει να τύχει προστασίας με όλα τα μέσα που διαθέτει ο Νόμος. Επιεικής αντιμετώπιση των παραβατών θα δώσει λανθασμένα μηνύματα. Πρόσθετα η συχνότητα διάπραξης του επίδικου αδικήματος, για την οποία ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο είχε δικαστική γνώση, υπαγορεύει την επιβολή αποτρεπτικών ποινών (βλ. Παλάοντα ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 1). Τα ψυχολογικά προβλήματα του εφεσείοντα και τα άλλα προβλήματα υγείας του είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου και είχαν ζυγισθεί με τον δέοντα τρόπο.

Για το επίδικο αδίκημα ο Νόμος προβλέπει "φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν το εν έτος ή χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας χιλίας λίρας ή αμφοτέρας τας ποινάς". Υπό το φως των γεγονότων και περιστατικών της παρούσας υπόθεσης και των όσων λήφθηκαν υπόψη από το πρωτόδικο δικαστήριο η εκκαλούμενη ποινή δεν κρίνεται υπερβολική. Ο σχετικός λόγος της έφεσης απορρίπτεται.

Ο δεύτερος λόγος της έφεσης έχει σαν έρεισμα το άρθρο 28.1 του Συντάγματος το οποίο διασφαλίζει την αρχή της ισότητας. ΄Εχει νομολογηθεί ότι αυτή η αρχή τυγχάνει εφαρμογής και στις περιπτώσεις επιμέτρησης της ποινής (βλ. Nicolaou v Police (1969) 2 C.L.R. 120, Georghiou & Others v. Republic (1986) 2 C.L.R. 109, Παναγή ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 115, Κάττου κ.α. ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498, Μπαλής ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 273).

Ωστόσο, καθώς έχει νομολογηθεί, η αρχή της ισότητας δεν έχει ως λόγο την αριθμητική εξίσωση της ποινής η οποία επιβάλλεται (βλ. Ευαγόρου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 593). Ο όρος "ίσοι ενώπιον του Νόμου" στο άρθρο 28.1 του Συντάγματος δεν μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά διασφαλίζει μόνον εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσεως των πραγμάτων (Μικρομμάτης ν. Δημοκρατίας, 2 R.S.C.C. 125).

Το άρθρο 28.1 του Συντάγματος αποκλείει διακρίσεις οι οποίες δεν ανάγονται σε εγγενείς διαφορές μεταξύ των υποκειμένων ή αντικειμένων του δικαίου. Εάν τα υποκείμενα ή αντικείμενα της ρύθμισης είναι ομοιογενή, δεν χωρεί διάκριση. Εάν είναι ανομοιογενή χωρεί και παρέχεται ευχέρεια για την θεσμοθέτηση διάφορου κανόνα ή την υιοθέτηση διάφορης ρύθμισης (Βλ. Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1956/23.1.98 - Βλ. και Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1449/23.10.97, Χαρ. Ι. Φιλιππίδης και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1935/30.9.97, Γιασεμίδου ν. Δήμου Λευκωσίας, Α.Ε. 1611/31.10.96, Παπαδοπούλου κ.α. ν. Ράπτη, Υπομνήματα 314-315/15.12.96, Σεργίδη ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119 και Ζίζιρου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1855/15.9.98).

Η συνταγματική αρχή της ισότητας συνεπάγεται την ίση ή ομοιόμορφη μεταχείριση "πάντων των υπο τας αυτάς συνθήκας τελούντων" (βλ. Republic v. Arakian and Others (1972) 3 C.L.R. 294).

΄Οταν δύο περιπτώσεις δεν τελούν "υπό τας αυτάς συνθήκας" ή όταν τα υποκείμενα ή αντικείμενα της ρύθμισης δεν είναι ομοιογενή επιτρέπεται η διαφοροποίηση στην αντιμετώπιση τους και δεν προκύπτει παραβίαση της αρχής της ισότητας.

Ειδικά και σε σχέση με την μεταχείριση των παραβατών στο "Sentencing References 1998" του David Thomas, σελ. 45, το θέμα τίθεται ως εξής:

"There is no disparity if a difference in sentence reflects a difference in the respective responsibilities of the offenders, or a difference in their ages, previous convictions, or the existence of personal mitigating factors peculiar to one of them. Where one offender has the benefit of personal mitigation which is not available to other offenders, the other offenders should not be given the benefit of that mitigation."

Σε μετάφραση:

"Δεν προκύπτει ανισότητα εάν η διαφορά στην ποινή αντανακλά τη διαφορά στις αντίστοιχες ευθύνες των παραβατών, ή διαφορά στην ηλικία τους, προηγούμενες καταδίκες, ή την ύπαρξη προσωπικών μετριαστικών παραγόντων οι οποίοι σχετίζονται με ένα από αυτούς. ΄Οπου ένας παραβάτης διαθέτει το ευεργέτημα προσωπικών ελαφρυντικών περιστάσεων, το οποίο δεν διαθέτουν οι άλλοι παραβάτες, στους άλλους παραβάτες δεν πρέπει να δοθεί το ευεργέτημα εκείνου του ελαφρυντικού."

΄Εχουμε αναφερθεί στους λόγους που οδήγησαν στην επίδικη διαφοροποίηση της ποινής. Προκύπτει σαφώς από τους λόγους ότι ο εφεσείων και οι τρεις συγκατηγορούμενοι του δεν τελούσαν "υπό τας αυτάς συνθήκας". Οι προηγούμενες καταδίκες για παρόμοια αδικήματα του εφεσείοντα και η διάπραξη παρόμοιων αδικημάτων ενώ εκκρεμούσε η παρούσα υπόθεση θέτουν την περίπτωση του εκτός της εμβέλειας της αρχής της ισότητας. Δικαιολογούν πλήρως την επίδικη διαφοροποίηση. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.

 

 

 

 

Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο