ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 2 ΑΑΔ 327

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6580

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΑΡΤΕΜΗ, ΚΑΛΛΗ, ΗΛΙΑΔΗ, ΔΔ.

Αιμίλιος Ιωάννου,

Εφεσείων

ν.

Αστυνομίας,

Εφεσίβλητης

----------------------------

23 Οκτωβρίου 1998

Για τον Εφεσείοντα: κ. Ε. Ευσταθίου.

Για την Εφεσίβλητη: κ. Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

Ο Εφεσείων είναι παρών.

------------------------

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα

δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

------------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Γύρω στις 6.30 μ.μ. της 6/1/97 ενώ η α΄ παραπονουμένη καθόταν μαζί με τον παραπονούμενο στο καφεστιατόριο "Browns" στην Εγκωμη, μπήκαν μέσα στο καφεστιατόριο δύο πρόσωπα (που στην πρωτόδικη διαδικασία ήταν οι κατηγορούμενοι 2 και 3). Οι πιο πάνω γνώριζαν την α΄ παραπονουμένη, αφού η τελευταία διατηρούσε σχέσεις με τον εφεσείοντα, που ήταν φίλος τους. Αφού οι κατηγορούμενοι 2 και 3 είχαν μια σύντομη συνομιλία με τον παραπονούμενο και την α΄ παραπονουμένη έφυγαν και επέστρεψαν λίγο αργότερα μαζί με τον εφεσείοντα και τη β΄ παραπονουμένη. Ο εφεσείων κατευθύνθηκε προς την α΄ παραπονουμένη και αφού την άρπαξε από τα μαλλιά άρχισε να φωνάζει αναζητώντας το συνοδό της, τον οποίο τελικά υπέδειξαν οι κατηγορούμενοι 2 και 3. Ο εφεσείων τότε επιτέθηκε εναντίον του συνοδού της παραπονουμένης και άρχισε να τον κτυπά ενώ τον κρατούσε αγκαλιασμένο ο 2ος κατηγορούμενος. Ο παραπονούμενος έπεσε στο έδαφος όπου δεχόταν ταυτόχρονα τα κτυπήματα και των τριών. Ο ξυλοδαρμός του παραπονουμένου σταμάτησε ως αποτέλεσμα της επέμβασης τρίτων προσώπων που κατόρθωσαν να συγκρατήσουν τον εφεσείοντα και τους κατηγορουμένους 2 και 3. Ο εφεσείων πλησίασε τότε την α΄ παραπονουμένη και την απείλησε να εγκαταλείψει το κέντρο γιατί διαφορετικά θα την έστελλε στο Νοσοκομείο. Ο εφεσείων ακολούθως επιτέθηκε και κτύπησε τη β΄ παραπονουμένη, ενώ η τελευταία προσπαθούσε να βοηθήσει την α΄ παραπονουμένη. Ο παραπονούμενος διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί

(1) Εκδορά δεξιού αγκώνος,

(2) Εκδορά δεξιάς μετωπιαίας χώρας με υποδόριο οίδημα,

(3) Εκτεταμένο οίδημα δεξιάς παρειάς,

(4) Υποδόριο οίδημα αριστεράς οπισθοωτιαίας χώρας,

(5) Εκδορά αριστερού πτερυγίου του αυτιού και

(6) Εκδορά αριστερού γόνατος.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή σε κατηγορίες

(1) Επίθεσης που προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154,

(2) Κοινής επίθεσης κατά παράβαση του άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα.

(3) Κοινής επίθεσης κατά παράβαση του άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα και

(4) Απειλής βιαιοπραγίας κατά παράβαση του άρθρου 91(γ) του Ποινικού Κώδικα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη τα διάφορα ελαφρυντικά στοιχεία που προβλήθηκαν εκ μέρους του εφεσείοντος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αρμόζουσα ποινή ήταν εκείνη της φυλάκισης, αφού η συμπεριφορά του εφεσείοντος χαρακτηριζόταν από μια βιαιότητα και αγριότητα που καμιά πολιτισμένη κοινωνία δεν μπορεί να ανεχθεί. Ετσι ο εφεσείων καταδικάστηκε σε

(1) Ποινή φυλάκισης 3 μηνών στην α΄ κατηγορία,

(2) Ποινή φυλάκισης 1 μηνός στη β΄ κατηγορία,

(3) Ποινή φυλάκισης 1 μηνός στη γ΄ κατηγορία και

(4) Ποινή φυλάκισης 2 μηνών στη δ΄ κατηγορία.

Οι ποινές θα συνέτρεχαν. (Οι κατηγορούμενοι 2 και 3 παραδέχθηκαν ενοχή σε κατηγορίες που βασίστηκαν πάνω στα ίδια γεγονότα και τους επιβλήθηκαν σχετικές ποινές).

Με την έφεση που έχει καταχωρηθεί ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι οι επιβληθείσες ποινές φυλάκισης είναι εξώφθαλμα και/ή προφανώς υψηλές έχοντας υπόψη τα ειδικά περιστατικά της υπόθεσης. Προς τούτο ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος εισηγήθηκε στο Δικαστήριο ότι έχοντας υπόψη το νεαρό της ηλικίας του εφεσείοντος, που είναι 19 χρόνων, την έλλειψη προηγούμενων καταδικών, το ελαφρό της φύσης των τραυμάτων που είχε υποστεί ο παραπονούμενος και το γεγονός ότι ο παραπονούμενος έχει συμφιλιωθεί με τον εφεσείοντα, η ποινή που είχε επιβληθεί ήταν έκδηλα υπερβολική. Αντίθετα είναι η θέση της εφεσίβλητης ότι τα γεγονότα όπως είχαν διαδραματιστεί δικαιολογούσαν την άμεση ποινή φυλάκισης και ότι οι ποινές που είχαν επιβληθεί δεν είναι έκδηλα υπερβολικές σε βαθμό που να δικαιολογούν την επέμβαση του Ποινικού Εφετείου.

Η επιλογή του είδους και του ύψους της ποινής αποτελεί καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει σε απόφαση πρωτόδικου Δικαστηρίου εκτός αν η ποινή είναι εσφαλμένη (wrong imprinciple) ή έκδηλα υπερβολική (manifestly excessive). (Ιδε Αντάρτης ν. Δημοκρατίας, Ποινική Εφεση 6240 της 19/5/97).

Στην παρούσα περίπτωση δεν έχουμε πεισθεί ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν αποτέλεσμα σφάλματος. Δεν παραγνωρίζουμε τα ελαφρυντικά στοιχεία που μπορεί να ληφθούν υπόψη στην περίπτωση του εφεσείοντος, ιδιαίτερα το νεαρό της ηλικίας του, όπως επίσης και την έλλειψη προηγούμενων καταδικών. Ομως, η βίαιη συμπεριφορά του εφεσείοντος που οδήγησε στο ξυλοδαρμό και τον τραυματισμό του θύματος μέσα στα πλαίσια του χώρου όπου εκδηλώθηκε, δεν μας αφήνει καμιά αμφιβολία ότι η επιλογή της ποινής της φυλάκισης ήταν η ορθή κάτω από τις περιστάσεις. Και τούτο γιατί η εξατομίκευση δεν μπορεί να εξουδετερώσει ή αποδυναμώσει τη μέριμνα για την προστασία του κοινωνικού συνόλου. (Ιδε Παυλίδης και Αλλοι ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις 6166 και 6162 της 15/7/96).

Η χρήση τέτοιας έκτασης βίας και μάλιστα σε δημόσιο χώρο, στην παρουσία και άλλων προσώπων αποτελεί απαράδεκτη κοινωνική συμπεριφορά. Δεν επιφέρει μόνο σωματικό τραυματισμό αλλά και βάναυσο τραυματισμό της προσωπικότητας του θύματος. Επιεικής μεταχείριση του εφεσείοντος θα έστελλε λανθασμένα μηνύματα. Η επίλυση προσωπικών διαφορών με τη χρήση βίας δεν μπορεί να γίνει ανεκτή.

Εχει υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι οι παραπονούμενοι έχουν συμφιλιωθεί με τον εφεσείοντα. Η εισήγηση αυτή δεν μπορεί να ευσταθήσει. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ρητά στη σχετική απόφαση ότι στην επιβολή του είδους της ποινής έλαβε υπόψη και το πιο πάνω στοιχείο. Η συμφιλίωση του δράστη με το θύμα μπορεί να δικαιολογήσει επέμβαση στο ύψος αλλά όχι στο είδος της ποινής. (Ιδε Γενικός Εισαγγελέας ν. Παύλου, Ποινικές Εφέσεις 6303 και 6304 της 13/6/97). Ομως θα πρέπει να αναφερθεί ότι η σημασία που αποδίδεται στη συμφιλίωση είναι πολύ μικρή. (Ιδε Κάττος ν. Αστυνομίας, Ποινική Εφεση 6310 της 25/6/97).

Εχει επίσης υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα σημασία στο στοιχείο της πρόκλησης. Από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας φάινεται ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν προέβηκε σε καμιά αναφορά στα γεγονότα που παρουσίασε, ότι ο εφεσείων και οι άλλοι δύο συγκατηγορούμενοι του είχαν προκληθεί από τους παραπονουμένους. Ο συνήγορος της υπεράσπισης υπέβαλε κατά τη διάρκεια της αγόρευσης του προς μετριασμό της ποινής ότι ο εφεσείων και οι συγκατηγορούμενοι του, "πήγαν σ' αυτό το μαγαζί και τη βρήκαν με άλλον και όχι μόνο τη βρήκαν με άλλον, αλλά η παρέα των άλλων τους είπαν ονόματα, εκείνοι χειρονόμησαν και γενικά τους προκάλεσαν".

Η έννοια της πρόκλησης εξετάστηκε στην Aγγλική υπόθεση Dofty (1949) 1 All E.R. 932 όπου ο Δικαστής Devlin ανέφερε ότι

"Η πρόκληση είναι μια πράξη ή μια σειρά πράξεων που κάμνει το θύμα προς τον κατηγορούμενο που μπορεί ή μπορούν να προκαλέσουν σε ένα λογικό άνθρωπο, και στην πραγματικότητα προκαλούν, μια ξαφνική προσωρινή απώλεια αυτοελέγχου που κάμνει τον κατηγορούμενο έρμαιο πάθους έτσι που να τον καθιστά στιγμιαία όχι αφέντη του μυαλού του (master of his mind)."

 

Στην Κύπρο το στοιχείο της πρόκλησης εξετάστηκε στις αποφάσεις Kyrmizis v. The Republic (1965) 2 C.L.R. 55, Pantazis v. The Police (1967) 2 C.L.R. 277) όπου τονίστηκε ότι είναι ένας σοβαρός παράγων που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην επιβολή της ποινής.

Στην παρούσα περίπτωση είχε γίνει ένας αόριστος ισχυρισμός εκ μέρους του εφεσείοντος ότι υπήρξε πρόκληση εκ μέρους των παραπονουμένων. Δεν υπήρξε οποιαδήποτε συγκεκριμένη αναφορά σε πράξεις ή λόγια που θα μπορούσαν να αποτελέσουν το στοιχείο της πρόκλησης, σε βαθμό που θα επέβαλλε στο πρωτόδικο Δικαστήριο την υποχρέωση να ζητήσει διευκρινίσεις. Εχει αναφερθεί εκ μέρους του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντος ότι η μη αναφορά σε λεπτομέρειες που μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν την πρόκληση εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, οφειλόταν στη συμφιλίωση που είχε επέλθει μεταξύ του εφεσείοντος και των παραπονουμένων. Η εισήγηση αυτή δεν μπορεί να επηρεάσει την πρωτόδικη απόφαση, αφού δεν μπορούμε να εξετάσουμε θέματα τα οποία δεν καθορίζονται από τα πρακτικά. Το θέμα της πρόκλησης ως ελαφρυντικού παράγοντα θα πρέπει να υποβάλλεται με συγκεκριμένη μορφή, έτσι που να δίνεται η ευχέρεια στην Κατηγορούσα Αρχή είτε να αποδεχθεί τους ισχυρισμούς που προβάλλονται είτε να ζητήσει να παρουσιάσει προφορική μαρτυρία για να τους αντικρούσει.

Αναφορικά με την έκταση της ποινής έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ποινή της φυλάκισης των 3 μηνών δεν είναι υπερβολική. Η κατηγορία της επίθεσης που προκαλεί πραγματική σωματική βλάβη τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι 3 χρόνια. Η επιβολή ποινής φυλάκισης 3 μηνών από το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση τα ελαφρυντικά που έχουν τεθεί ενώπιόν του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υπερβολική.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

Δ.

 

Δ.

 

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο