ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 2 ΑΑΔ 213

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 6344

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΡ. ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗ, Π. ΑΡΤΕΜΗ, ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΔΔ.

Ανδρέας Μανώλη Ονουφρίου,

Εφεσείων

και

Δημοκρατίας

Εφεσίβλητης.

________

30 Ιουνίου, 1997

Ο εφεσείων παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.

Για την εφεσίβλητη Δημοκρατία: κ. Π. Κληρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

_________

 

ΧΡ. ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα εκδόσει

ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

_________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση ασκήθηκε εναντίον διατάγματος του Κακουργιοδικείου Λεμεσού για κράτηση του εφεσείοντος μέχρι τη δίκη του. Ο εφεσείων αντιμετωπίζει διάφορες κατηγορίες, μεταξύ των οποίων για απόπειρα φόνου και κατοχή εκρηκτικών υλών. Παρουσιάστηκε ενώπιον μας χωρίς δικηγόρο και ισχυρίστηκε ότι η απόφαση να παραμείνει υπό κράτηση μέχρι τη δίκη του είναι λανθασμένη και αντισυνταγματική. Προέβαλε τον ισχυρισμό ότι με την κράτησή του παραβιάζεται η αρχή της ισότητας των όπλων, γιατί επειδή δεν διαθέτει δικηγόρο θα πρέπει να του παρασχεθεί η ευκαιρία να παρακολουθήσει άλλες δίκες και να μελετήσει νομικά κείμενα, προφανώς για να αποκτήσει την απαραίτητη νομική μόρφωση και να είναι σε θέση να χειριστεί την υπόθεση. Τέλος θα του δοθεί η ευκαιρία, αν αφεθεί ελεύθερος να μαζέψει στοιχεία που θα τον βοηθήσουν στην υπεράσπισή του. Το επιχείρημα αυτό έγινε παράλληλα με τη θέση του ότι θα εξυπηρετηθεί το συμφέρον της δικαιοσύνης αν εξασφαλίσει δικηγόρο, γιατί έτσι θα τύχει δίκαιης δίκης.

Ο εφεσείων αναφέρθηκε επίσης στο κατά τον ισχυρισμό του μεγάλο διάστημα που μεσολαβεί μέχρι τη δίκη του, καθώς και στην προκατάληψη που δημιουργήθηκε εναντίον του από τα δημοσιεύματα που έγιναν για την υπόθεση και τον ίδιο.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της κατηγορούσας αρχής απέρριψε τους πιο πάνω ισχυρισμούς του εφεσείοντος και ισχυρίστηκε ότι αντίθετα καταβλήθηκαν πολλές ανεπιτυχείς προσπάθειες για εκπροσώπηση του από συνήγορο, αλλά αυτός επέμενε στο διορισμό δύο συγκεκριμένων δικηγόρων, οι οποίοι όμως δεν αποδέκτηκαν να τον εκπροσωπήσουν. Άλλοι δικηγόροι που προσφέρθησαν να τον υπερασπίσουν δεν έγιναν αποδεκτοί από τον εφεσείοντα. Ο κ. Κληρίδης συνεχίζοντας ανέφερε ότι δεν θεωρεί το μέχρι της εκδίκασης της υπόθεσης χρονικό διάστημα υπερβολικό και τόνισε τη σοβαρότητα των κατηγοριών, καθώς και το γεγονός ότι προβλεπόμενη ποινή είναι η ποινή των ισοβίων δεσμών. Ο κ. Κληρίδης κατέληξε ότι κανένα συνταγματικό δικαίωμα του εφεσείοντος δεν έχει παραβιαστεί.

Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι σημειώνουμε μία αντίφαση στο πρώτο επιχείρημα του εφεσείοντος. Από τη μια ισχυρίζεται ότι επιθυμεί την απόλυση του για να μπορέσει να ετοιμάσει ο ίδιος προσωπικά την υπεράσπιση του και από την άλλη για να μπορέσει να εξασφαλίσει τις υπηρεσίες δικηγόρου που θα τον εκπροσωπεί. Παρά την αντίφαση θα ασχοληθούμε και με τα δύο επιχειρήματα χωριστά.

Η εκπροσώπηση κατηγορούμενου από δικηγόρο είναι αναφαίρετο ανθρώπινο δικαίωμα που κατοχυρώνεται μάλιστα και από το άρθρο 12.5(γ) του Συντάγματος. Όπως τονίστηκε και στην υπόθεση Varnava Fourri and Others v. The Republic (1980) 2 C.L.R. 152, εκτός των περιπτώσεων όπου η δικηγορική αμοιβή θα πληρωθεί από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, το άρθρο 6(3)(c) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που είναι ουσιαστικά η διάταξη από την οποία προήλθε το ΄Αρθρο 12.5(β) του δικού μας Συντάγματος, δεν εγγυάται σε κατηγορούμενο νομική εκπροσώπηση της δικής του επιλογής.

Από τα πρακτικά είναι φανερό ότι το Κακουργιοδικείο έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια για να εξεύρει δικηγόρο για τον κατηγορούμενο, αυτός όμως επέμενε στην επιλογή συγκεκριμένων προσώπων. Δεν βλέπουμε πως έχουν θιγεί τα δικαιώματά του. Το δικαίωμά του να διορίσει δικηγόρο της εκλογής του παραμένει αμετάβλητο και αναμφίβολα μπορεί να ασκηθεί καθ΄οιονδήποτε χρόνο, ακόμα και ενώ ο εφεσείων παραμένει υπό κράτηση. Για την ακρίβεια δεν μπορούμε να αντιληφθούμε πώς η ανεύρεση δικηγόρου θα καταστεί ευκολότερη, αν ο εφεσείων αφεθεί ελεύθερος.

Από την άλλη θεωρούμε ότι η αξίωση του για απόλυση για να ετοιμάσει την υπεράσπισή του προσωπικά δεν είναι λογική. Μια τέτοια προσέγγιση θα οδηγούσε σε παράλογα αποτελέσματα. Αναμφίβολα κάθε κατηγορούμενος πρέπει να τυγχάνει δίκαιης δίκης, δικαίωμα που προστατεύεται και από το Σύνταγμα. Όμως το δικαίωμα αυτό δεν βλέπουμε πως επηρεάζεται από την κράτησή του. Ιδιαίτερα η πεποίθηση ότι παρακολουθώντας άλλες δίκες θα μπορέσει να αποκτήσει σχετική πείρα και γνώση που θα τον βοηθήσουν στην παρουσίαση της υπόθεσής του είναι τουλάχιστον αισιόδοξη. Το ίδιο αισιόδοξη είναι και η προσδοκία του να μελετήσει νομικά βιβλία, ενασχόληση στην οποία εν πάση περιπτώσει μπορεί να επιδοθεί και ενώ τελεί υπό κράτηση. Κάτω από τις περιστάσεις δεν βλέπουμε πως με την κράτησή του στερείται των απαραίτητων διευκολύνσεων για να ετοιμάσει την υπεράσπισή του (βλ. Κώστας Κωσταντινίδης ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 6315, ημερ. 6.5.1997).

Η εκδίκαση της υπόθεσης ορίστηκε για τις 6.10.1997. Παρά την ανάγκη για γρήγορη κατά το δυνατό εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων δεν θεωρούμε ότι διάστημα τεσσάρων μηνών μέχρι την εκδίκαση είναι χρονικό διάστημα που χρήζει αντιμετώπισης. Ο εφεσείων κρατείται από τις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας από τον Απρίλη του 1997, μετά την έκδοσή του από τη Βρεττανία. Επίσης στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ του χρόνου κράτησης για τη διερεύνηση του αδικήματος, και του χρόνου για τον οποίο το Δικαστήριο διατάσσει την κράτησή του, αφού η υπόθεση έχει ορισθεί για ακρόαση. Ακόμη και οι προϋποθέσεις που το Δικαστήριο εξετάζει στην κάθε μιά από τις περιπτώσεις αυτές είναι διαφορετικές.

Ο οποιοσδήποτε επηρεασμός των δικαιωμάτων του εφεσείοντος, αν κάτι τέτοιο πράγματι έχει γίνει από τη δημοσιότητα που πήρε η υπόθεση, δεν είναι του παρόντος να εξεταστεί, γιατί στην απόφαση του Κακουργιοδικείου για κράτηση δεν φαίνεται η δημοσιότητα να έπαιξε οποιοδήποτε ρόλο. Σίγουρα ούτε και στην ενώπιον μας διαδικασία είχε οποιαδήποτε σημασία.

Όπως σωστά επισημαίνεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου για την έκδοση διατάγματος κράτησης δεν είναι απαραίτητη η συρροή όλων των παραγόντων που καθιέρωσε η νομολογία (βλ. Κλεάνθης Βασιλείου ν. Δημοκρατίας Ποιν. ΄Εφ. 6248, ημερ. 10.1.1997). Εξετάζοντας όλους τους παράγοντες που το Κακουργιοδικείο έλαβε υπ΄όψη, ιδιαίτερα δε τη βαρύτητα των αδικημάτων και το ύψος των προβλεπόμενων ποινών, καταλήγουμε ότι το Δικαστήριο δεν άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια λανθασμένα και δεν βρίσκουμε οποιοδήποτε λόγο να επέμβουμε.

Η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί και διά ταύτα απορρίπτεται. Δεν χρειάζεται βέβαια να τονιστεί η ανάγκη για διασφάλιση των δικαιωμάτων του εφεσείοντος και η παροχή σε αυτόν μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος και των κειμένων νόμων κάθε διευκόλυνσης, είτε για ετοιμασία της υπεράσπισής του, είτε για εξασφάλιση των υπηρεσιών δικηγόρου της εκλογής του.

 

 

Δ.

Δ.

Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο