ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 2 ΑΑΔ 165
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6336
ΕΝΩΠΙΟΝ:
ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ ΔΔ
Αναστάσιος Συμιλλίδης από τη Λεμεσό
Εφεσείων
- εναντίον -
Αστυνομίας
Εφεσίβλητης
-------------------------
Ημερομηνία:
13 Ιουνίου, 1997Για τον εφεσείοντα: Μ. Τριανταφυλλίδης με τις
Α. Μιλτιάδους και Λ. Στυλιανού
Για την εφεσίβλητη: Λ. Λουκαΐδης, Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας
--------------------
- Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας -
--------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Σόλων Νικήτας, Δ.: Η αστυνομία εξετάζει υπόθεση απόπειρας φόνου. O εφεσείων είχε συλληφθεί για το αδίκημα αυτό ως ύποπτος. Και εκδόθηκε διάταγμα προσωποκράτησης του για περίοδο 8 ημερών. Ο εφεσείων αμφισβήτησε τη νομιμότητα της υποβάλλοντας έφεση, που εκδικάστηκε την προηγούμενη εβδομάδα. Το Εφετείο, με άλλη σύνθεση, επικύρωσε το διάταγμα. Αντικείμενο της κρινόμενης έφεσης είναι διάταγμα ανανέωσης της προσωρινής κράτησης για άλλες 8 ημέρες.
Το δικαστήριο που δίκασε έκρινε, βασιζόμενο στη Stamataris & Another v. The Police (1983) 2 C.L.R. 107 και στα κριτήρια που διέπουν την παράταση κράτησης υπόπτου, ότι η αστυνομία δεν ολιγώρησε στη διερεύνηση των συνθηκών του εγκλήματος, αλλά η παράταση ήταν αναγκαία για τη συνέχιση του ανακριτικού έργου.
Η έφεση έχει ένα και μοναδικό λόγο. Εγείρει όμως θέμα ευρύτερης σημασίας για την εφαρμογή του ποινικού δικαίου. Και αφορά τη μη παρουσίαση ως τεκμηρίων, κατόπιν αιτήματος της υπεράσπισης, τριών καταθέσεων, που πήρε η αστυνομία, περιλαμβανομένης και της ιδιόχειρης κατάθεσης που έδωσε το θύμα. Έχει προκύψει ότι λόγω του τραυματισμού του δεν μπορεί να μιλήσει. Ο δικηγόρος του υπόπτου, κατά τη συζήτηση, περιόρισε το παράπονο σε αυτή μόνο την κατάθεση. Το αστυνομικό όργανο που ζήτησε την προφυλάκιση αναφέρθηκε σε ένα σημείο της κατάθεσης αυτής, ότι το θύμα αναγνώρισε τον ύποπτο σαν ένα από τους δράστες της απόπειρας εναντίον του. Το δικαστήριο αρνήθηκε να επιτρέψει την προσκομιδή της κατάθεσης, ούτε αυτή τέθηκε στη διάθεση της υπεράσπισης. Γιαυτό ο κ. Τριανταφυλλίδης είπε στο δικάσαν δικαστήριο τα εξής που παραθέτουμε γιατί συγκεφαλαιώνουν το επιχείρημα και τη θέση που πρόβαλε σε μας:
"Αυτή η κατάθεση πλέον είναι τεκμήριο στην υπόθεση δεν είναι απλώς κάτι προς την αστυνομία διότι είναι εκείνο που θα τους έλεγε διότι δεν μπορούσε να τους πει και έγραψε. Ξέρουμε από πού προέρχεται. Πώς μπορώ να κάμω εγώ επιχειρηματολογία αν είναι αρκετά ενοχοποιητική ή όχι για να δικαιολογείται εύλογος υποψία αν δεν την δω πώς είναι διατυπωμένη και τι ζημιά θα πάθει το ανακριτικό τους εργο αν την δώ; Αυτό θέλω να μάθω."
Περαιτέρω ο κ. Τριανταφυλλίδης επικαλέστηκε και βασίστηκε στην υπόθεση
Yiannakis Ellinas v. The Police (1987) 2 C.L.R. 121, 124. Κρίθηκε στην περίπτωση εκείνη ότι η μη αποκάλυψη, κατά τη διαδικασία προφυλάκισης, ορισμένων εγγράφων στην υπεράσπιση αποτελεί κατάφωρη παραβίαση του αξιώματος της φυσικής δικαιοσύνης audi alteram partem, που οδήγησε σε ακύρωση του διατάγματος. Μπορεί εδώ να λεχθεί ότι ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας τη διαφοροποίησε γιατί εκεί ήταν ολότελα άγνωστο το περιεχόμενο των εγγράφων. Στην παρούσα περίπτωση υπήρχε, όπως υπέδειξε, ένορκη μαρτυρία ότι το σημείο που αναφέρθηκε ο μάρτυς αστυνομικός θίγηκε όντως στην κατάθεση, γεγονός που διαπίστωσε το δικαστήριο που την έλεγξε για το σκοπό αυτό.Έχουμε τη σαφή άποψη ότι η παρουσίαση ή δημοσιοποίηση των καταθέσεων στο στάδιο αυτό είναι δυνατό να υπερφαλαγγίσει ή να εξουδετερώσει για ευνόητους λόγους το σκοπό της αστυνομικής ανάκρισης. Υιοθέτηση τέτοιου κανόνα θα καθιστούσε το ανακριτικό έργο αναποτελεσματικό. Το γενικό συμφέρον στην καταστολή του εγκλήματος θα παραβλαπτόταν ανεπανόρθωτα. Θα ήταν δυσχερής ή αδύνατη η διερεύνηση του εγκλήματος και η προσαγωγή των υπόπτων μπροστά στη δικαιοσύνη. Εδώ υπήρχε ένορκη μαρτυρία που ασφαλώς θα είχε συνέπειες για το αστυνομικό όργανο αν ήταν ψευδής. Ανεξάρτητα από αυτό υπήρχε ο έλεγχος του δικαστηρίου. Κατά την άποψη μας η διαδικασία υπήρξε άψογη. Εξάλλου ο περιορισμός της προσωπικής ελευθερίας που συνεπάγεται η προφυλάκιση δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά είναι μέσον που έχει στόχο τη διεξαγωγή ή συμπλήρωση των ανακρίσεων για εξιχνίαση του εγκλήματος, με εχέγγυα φυσικά στον ύποπτο
που παρέχει το άρθρ. 11 του Συντάγματος.Τις απόψεις που έχουμε εκφράσει ισχυροποιούν πιστεύουμε οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου τις οποίες μας παρέθεσε ο κ. Λουκαΐδης:
Winterwerp Case, 24 October 1979, Series A: judgments and Decisions Vol. 33, Case of Fox, Campbell and Hartley, 30 August 1990, Series A: Judgments and Decisions Vol. 182, Wassink case, 27 September 1990, Series A: Judgments and Decisions Vol. 185.Θα απορρίπταμε όμως την έφεση και για τον πρόσθετο λόγο ότι το ζήτημα πως υφίστανται εύλογες υπόνοιες, που συνδέουν τον ύποπτο με το έγκλημα, κρίθηκε κατά την πρώτη διαδικασία και η ορθότητα του ευρήματος επικυρώθηκε από την εφετειακή απόφαση.
Ένα σύντομο τελευταίο σχόλιο για την υπόθεση
Ellinas. Δεν είναι ευθυγραμμισμένη με την υπόλοιπη νομολογία μας επί του θέματος για παράδειγμα την υπόθεση Costas Tsirides v. The Police (1973) 2 C.L.R. 204, η οποία έχει αναφερθεί στη διαδικασία αυτή και περαιτέρω τη νομολογία πoυ την ακολούθησε όπως, λ.χ., την υπόθεση Economides and Another v. The Police (1983) 2 C.L.R. 301, 317. Εξάλλου όπως ρητά λέγει η ίδια η απόφαση αυτοπεριορίζεται στα γεγονότα της χωρίς να έχει θέσει κανόνα δικαίου ευρύτερης εφαρμογής. Για το χειρισμό δικαστικού προηγούμενου που δεν συγκλίνει προς τα νομολογηθέντα εύστοχη αναφορά μπορεί να γίνει στην Scruttons Ltd. v. Midland Silicones Ltd. (1962) 1 All E.R. 1, 12, ιδιαίτερα σε ότι έχουμε υπογραμμίσει:"Ι would certainly not lightly disregard or depart from any ratio decidendi of this House. But there are at least three classes of
Η έφεση απορρίπτεται.
Δ.
Δ.
Δ.
/Κασ
FONT>