ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 2 ΑΑΔ 195

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6310

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΡ. ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗ, Π. ΑΡΤΕΜΗ, ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.Δ.

Χρύσανθος Αντωνίου Κάττος

Εφεσείων

- και -

Αστυνομίας

Εφεσίβλητη

_________

25 Ιουνίου, 1997

Για τον εφεσείοντα : κ. Μ. Κυπριανού.

Για την εφεσίβλητη : κα Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου, Δικηγόρος της

Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

_________

ΧΡ. ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου

θα εκδόσει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

_________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ Δ.: Ο εφεσείων άσκησε την παρούσα έφεση εναντίον διάφορων ποινών που του επιβλήθηκαν στις 7.3.1997 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας για επίθεση, κατοχή επικίνδυνων οργάνων και ανησυχία, η μεγαλύτερη των οποίων ήταν δεκάμηνη φυλάκιση. Μαζί με τον εφεσείοντα καταδικάστηκε για τα ίδια αδικήματα και ένα άλλο πρόσωπο (στο εξής "ο πρώτος κατηγορούμενος"), που κατά το χρόνο επιβολής της ποινής ήδη εξέτιε ποινή φυλάκισης τριών χρόνων που του είχε επιβληθεί προηγουμένως. Το γεγονός ακριβώς ότι ο πρώτος κατηγορούμενος εξέτιε ήδη ποινή φυλάκισης πολύ μεγαλύτερης διάρκειας, έδωσε την ευκαιρία στον εφεσείοντα να ισχυριστεί ότι με την επιβολή και στους δύο τις ίδιας ποινής, την οποία όμως ο πρώτος κατηγορούμενος ουσιαστικά δεν θα εκτίσει, αφού η ποινή που του επιβλήθηκε για τα παρόντα αδικήματα θα συντρέχει με την έκτιση της ποινής του στα άλλα αδικήματα, παραβιάζεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε δεόντως υπ΄ όψη το στοιχείο της πρόκλησης του παραπονούμενου και τέλος ότι λαμβάνοντας υπ΄όψη διάφορα περιστατικά της υπόθεσης, όπως τη συμφιλίωσή του με τον παραπονούμενο και τις οικονομικές επιπτώσεις που έχει σ΄ αυτόν η στέρηση της ελευθερίας του, η επιβληθείσα ποινή ήταν υπερβολική.

Ο πρώτος κατηγορούμενος, ύστερα από διαπληκτισμό που είχε με τον παραπονούμενο στο νυκτερινό κέντρο του τελευταίου στις 1.30 το πρωί της 18.4.1996, επέστρεψε με τον εφεσείοντα για να συνεχιστεί το επεισόδιο. Κατά τη διάρκεια της φραστικής φιλονικίας τους, ο παραπονούμενος απείλησε τον εφεσείοντα, ο οποίος θα πρέπει να σημειωθεί στερείται της όρασής του από τον ένα οφθαλμό, ότι θα του βγάλει και το άλλο μάτι. Το επεισόδιο έληξε με την ανάμειξη άλλων θαμώνων και ο εφεσείων με τον πρώτο κατηγορούμενο εγκατέλειψαν τη σκηνή. Επισκέφθηκαν διάφορα άλλα κέντρα για να καταλήξουν στις 3.30 π.μ. σε συγκεκριμένο κέντρο στη Λάρνακα, στο οποίο βρισκόταν μεταξύ άλλων και ο παραπονούμενος. Με την είσοδο του κατηγορούμενου και του εφεσείοντος στο κέντρο άρχισε και πάλι η φιλονικία μεταξύ τους και ο εφεσείων κάλεσε τον παραπονούμενο να βγουν έξω, προφανώς για διευθέτηση των διαφορών τους. ΄Οταν βγήκαν έξω ο εφεσείων και ο συγκατηγορούμενός του επιτέθηκαν εναντίον του παραπονούμενου. Ο πρώτος κατηγορούμενος χρησιμοποίησε κατά το επεισόδιο σπρέϊ η χρήση του οποίου δημιουργεί πρόβλημα στην όραση και ξύλινο ρόπαλο με το οποίο κτύπησε τον παραπονούμενο στο κεφάλι. Ο εφεσείων χρησιμοποιώντας ένα σιδερένιο λοστό που είχε μαζί του, κτύπησε επίσης τον παραπονούμενο στο κεφάλι. ΄Οταν αργότερα ο παραπονούμενος μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο διαπιστώθηκε ότι έφερε κάταγμα του ρινικού οστού και δύο θλαστικά τραύματα στο κρανίο. Ο εφεσείων και ο πρώτος κατηγορούμενος εγκατέλειψαν τη σκηνή και πέταξαν τα όπλα που χρησιμοποίησαν σε διάφορους χώρους. Τα όργανα εντοπίστηκαν αργότερα από την αστυνομία ύστερα από υπόδειξη του πρώτου κατηγορούμενου.

Ο εφεσείων είναι ηλικίας 29 χρονών και ιδιοκτήτης ή διαχειριστής αριθμού νυκτερινών κέντρων. Βαρύνεται με τέσσερις προηγούμενες καταδίκες από τις οποίες η πρώτη ημερ. 29.4.1991 αφορά κακούργημα και συγκεκριμένα απόπειρα ληστείας, η δεύτερη επίθεση με πραγματική σωματική βλάβη, η τρίτη κακόβουλη ζημιά και η τέταρτη, που ας σημειωθεί επιβλήθηκε στον εφεσείοντα δύο μόλις μήνες πριν τη διάπραξη του παρόντος αδικήματος, απλή επίθεση.

Θα ασχοληθούμε πρώτα με το θέμα της ίσης μεταχείρισης. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τη θέση ότι λόγω του γεγονότος ότι ο πρώτος κατηγορούμενος εξέτιε ήδη ποινή φυλάκισης, παραβιάζεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης. Και στους δύο επιβλήθηκε η ίδια ποινή και οι δύο κατηγορούμενοι έτυχαν της ίδιας αντιμετώπισης από το δικαστήριο. Το γεγονός ότι ο ένας εξέτιε ήδη ποινή φυλάκισης δεν συνιστά στοιχείο διαφοροποίησης της ποινής. Αν δεχόμασταν την εισήγηση του εφεσείοντος ότι λόγω του ότι στον συγκατηγορούμενο του που ήδη βρισκόταν στη φυλακή η επιβληθείσα ποινή δεν είχε οποιοδήποτε δυσμενές αποτέλεσμα, θα έπρεπε να μην επιβληθεί στον εφεσείοντα, λόγω της αρχής της ίσης μεταχείρισης, οποιαδήποτε ποινή φυλάκισης, θα καταλήγαμε σε παράλογα αποτελέσματα. Η αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών δεν έχει ως λόγο την αριθμητική εξίσωση της ποινής που επιβάλλεται. Συναρτάται με την ουσιαστική ομοιογένεια των υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου και συνεπώς επιβάλλεται η στοιχειοθέτηση όλων των ουσιαστικών στοιχείων που τείνουν να προσδιορίσουν την ομοιογένεια (Κωστάκης Ευαγόρου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 593, 597). Θα μπορούσαν οι ποινές που επιβλήθηκαν στους δύο κατηγορούμενους να ήταν διαφορετικές και πάλι να μη είχε παραβιαστεί η αρχή. Η αρχή σκοπό έχει τη μη πρόκληση αισθήματος αδικίας που αναπόφευκτα προκαλεί η άνιση μεταχείριση.

Στην παρούσα υπόθεση η ισότητα έχει επιτελεστεί με την προσαγωγή ενώπιον της δικαιοσύνης και την τιμωρία αμφότερων των παραβατών. Δεν συμφωνούμε ότι δημιουργείται αίσθημα αδικίας γιατί έτυχε ο ένας από τους δύο να βρίσκεται ήδη στη φυλακή. Η αρχή της ισότητας ικανοποιήθηκε από το γεγονός ότι ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον και των δύο και εναντίον και των δύο επιβλήθηκε η ίδια ποινή φυλάκισης που ήταν, κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, η πρέπουσα για την περίπτωση.

Πέρα από τα πιο πάνω, όπως έχει ήδη αποφασιστεί, η ανισότητα μεταχείρισης σαν λόγος έφεσης σπάνια είναι αποτελεσματική σαν ένα ανεξάρτητο επιχείρημα (Κώστας Μπαλλής ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 273, 280). Στην ίδια απόφαση υιοθετείται επίσης απόσπασμα από το σύγγραμμα του D. A. Thomas, Principles of Sentencing, 2η έκδοση, σελ. 71, όπου αναφέρεται ότι η ανισότητα μεταχείρισης πρέπει να είναι δυσμενής και να μη στηρίζεται σε λογικά, νομικά κριτήρια, να είναι δε τόσο συνταρακτική που το Εφετείο να αισθανθεί ότι ήταν υπόχρεο να μειώσει την ποινή. Η ανισότητα θα πρέπει να είναι τέτοια που να συνιστά άρνηση δικαιοσύνης ή να αφήνει στον εφεσείοντα ένα μεγάλο και πραγματικό αίσθημα αδικίας. Είναι αδύνατο να καθοριστεί με ακρίβεια ο βαθμός της διαφοροποίησης, όμως θα πρέπει να είναι αρκετά σοβαρός ούτως ώστε να δικαιολογεί τη μείωση μιας κατά τα άλλα αρμόζουσας ποινής.

Στην παρούσα υπόθεση εκτός του ότι το Δικαστήριο επέβαλε την ίδια αριθμητικά ποινή, αντικειμενικά δεν δημιουργήθηκε πραγματικό αίσθημα αδικίας. Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν απολήγει σε δυσμενή μεταχείριση του εφεσείοντος. Αναμφίβολα το γενικό αίσθημα δικαίου δεν κλονίζεται από το γεγονός ότι ο πρώτος κατηγορούμενος εξέτιε ήδη ποινή φυλάκισης. Αντίθετα το περί δικαίου αίσθημα θα επαναστατούσε αν ο εφεσείων, απλώς και μόνο επειδή ο συγκατηγορούμενός του βρισκόταν ήδη στη φυλακή, εκμεταλλευόταν το γεγονός και δεν εξέτιε οποιανδήποτε ποινή που το Δικαστήριο αισθανόταν ότι έπρεπε να του επιβάλει.

Ο εφεσείων ισχυρίστηκε επίσης ότι λόγω της μικρότερης συμμετοχής του στο αδίκημα έπρεπε να του επιβληθεί μικρότερη ποινή από την ποινή που επιβλήθηκε στον πρώτο κατηγορούμενο. Δεν συμφωνούμε ούτε με τη θέση αυτή. Στερείται οποιασδήποτε βάσης ο ισχυρισμός ότι σε μια επίθεση όπου ο ένας επιτιθέμενος χρησιμοποιεί σιδερένιο λοστό και ο άλλος ξύλινο ρόπαλο και σπρέϊ, μπορεί να γίνει οποιαδήποτε διαφοροποίηση ως προς το βαθμό συμμετοχής λόγω της χρήσης του σπρέϊ. Βρίσκουμε την προσπάθεια του εφεσείοντος να ισχυριστεί μικρότερη συμμετοχή εντελώς ανυπόστατη και την απορρίπτουμε χωρίς δεύτερη σκέψη.

Προβάλλεται επίσης ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε δεόντως υπ΄ όψη την πρόκληση που προηγήθηκε. Η πρόκληση συνίσταται όπως είδαμε προηγουμένως, στο γεγονός ότι ο εφεσείων στερείται της όρασης του ενός του οφθαλμού και ο παραπονούμενος τον απείλησε ότι θα του βγάλει και το άλλο μάτι. Δεν συμφωνούμε ούτε με τον ισχυρισμό αυτό. Εκτός του ότι η κατ΄ ισχυρισμόν πρόκληση έγινε ώρες προηγουμένως και μεταξύ των δύο επεισοδίων μεσολάβησε χρόνος αρκετός για να ηρεμήσει ο εφεσείων, είναι φανερό ότι η συμπλοκή και η επίθεση εναντίον του παραπονούμενου δεν έγινε λόγω της πρόκλησης, αλλά μέσα στα πλαίσια της φιλονικίας τους, ιδίως του πρώτου, με τον παραπονούμενο. Εξ άλλου η χρήση του σιδερένιου λοστού που, ας μη ξεχνούμε, ο εφεσείων μετέφερε μαζί του, αφαιρεί από το όλο επεισόδιο οποιοδήποτε στοιχείο θυμού προς στιγμή, γιατί δείχνει την προμελέτη του όλου εγχειρήματος. Ο εφεσείων μαζί με το συγκατηγορούμενο του ήσαν οπλισμένοι και επιτέθηκαν στον παραπονούμενο, όχι για να απαντήσουν στην ας πούμε πρόκληση, αλλά για να συνεχίσουν τη φιλονικία που είχε αρχίσει ώρες προηγουμένως. Εν πάση περιπτώσει δεν βρίσκουμε ότι η πρόκληση ήταν τέτοια που να δικαιολογεί την ένταση της επίθεσης και τη σοβαρότητα των τραυμάτων που προκλήθηκαν, όσο ευαίσθητος κι΄ αν θεωρηθεί ότι είναι ο εφεσείων σε σχέση με την αναπηρία του.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται τέλος ότι εν όψει όλων των περιστατικών της υπόθεσης η επιβληθείσα σ΄αυτόν ποινή είναι υπερβολική. Σύμφωνα πάντα με τον ισχυρισμό του, το Δικαστήριο δεν έλαβε δεόντως υπ΄ όψη το γεγονός ότι συμφιλιώθηκε με τον παραπονούμενο με τον οποίο έγιναν εν τω μεταξύ φίλοι, ούτε τις οικονομικές επιπτώσεις που θα είχε η στέρηση της ελευθερίας του. Στην έκθεση του Τμήματος Κοινωνικής Ευημερίας που κατατέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, ο εφεσείων παρουσιάζεται να βαρύνεται με διάφορα χρέη για τα οποία καταβάλλει μηνιαίως δόση ανερχόμενη σε £550, ενώ είναι υπόχρεος να πληρώνει ψηλά ενοίκια για το νυκτερινό κέντρο που διατηρεί στη Λάρνακα και τη δισκοθήκη στην Αγία Νάπα.

Εξετάσαμε με μεγάλη προσοχή την επιβληθείσα ποινή. Είναι γνωστό ότι ο προσδιορισμός της ποινής και η επιμέτρηση τους ύψους της αποτελούν πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων Αστυνομία Λεμεσού ν. Τourak Fashion Ltd και άλλου (1993) 2 Α.Α.Δ. 117, 121). Στην παρούσα υπόθεση δεν βρίσκουμε ότι δικαιολογείται επέμβαση. Αντίθετα βρίσκουμε ότι η επιβληθείσα ποινή μάλλον επιεικής μπορεί να χαρακτηριστεί. Τα επιβαρυντικά στοιχεία που προκύπτουν από τα γεγονότα είναι πολλά. Κατ΄ αρχήν ο εφεσείων διέπραξε το παρόν αδίκημα μόλις δύο μήνες μετά την τελευταία του καταδίκη για επίθεση στην οποία το Δικαστήριο του είχε επιβάλει την ποινή της εγγύησης. Αξιοσημείωτος είναι επίσης και ο τρόπος διάπραξης του αδικήματος. Ο εφεσείων οπλισμένος με σιδερένιο λοστό που μετέφερε μαζί του, γεγονός που δείχνει είτε την προμελέτη του όλου εγχειρήματος, είτε το βίαιο του χαρακτήρα και τις γενικές του προθέσεις, επιτέθηκε εναντίον του παραπονούμενου, βοηθούμενος μάλιστα από άλλο πρόσωπο, τραυματίζοντας τον σοβαρά. Ο παραπονούμενος υπέστη κάταγμα του ρινικού οστού και δύο θλαστικά τραύματα στο κρανίο. Το επεισόδιο έγινε περίπου δύο ώρες μετά την έναρξη της φιλονικίας, χρόνος αρκετός για να δοθεί η ευκαιρία στον εφεσείοντα να ηρεμήσει. Περαιτέρω ο εφεσείων βαρύνεται με αριθμό προηγούμενων καταδικών, οι οποίες φαίνεται ότι δεν κατάφεραν να τον συνετίσουν. Η συμφιλίωσή του με τον παραπονούμενο πολύ μικρή σημασία μπορεί να έχει, ενώ η όψιμη και χωρίς κανένα πρακτικό τρόπο επίδειξη μετάνοιας, αντιμετωπίζεται με μεγάλο σκεπτικισμό. ΄Οσον αφορά τέλος τις οικονομικές επιπτώσεις που η ποινή θα έχει, εκτός του ότι ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν προβλήθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου (απλώς κατατέθηκε η έκθεση του Τμήματος Κοινωνικής Ευημερίας στην οποία αναφέρονται κάποια στοιχεία) δεν θεωρούμε ότι οι οικονομικές επιπτώσεις μπορούσαν να παίξουν οποιονδήποτε ρόλο υπέρ του εφεσείοντος. Δεν υπάρχει μαρτυρία ούτε για το λόγο σύναψης των χρεών, ούτε και για το κατά πόσο τα νυκτερινά του κέντρα έκλεισαν ή συνεχίζουν να λειτουργούν και χωρίς τη φυσική παρουσία του κατηγορούμενου. Στο κάτω κάτω, κάθε πρόσωπο που καταδικάζεται σε ποινή φυλάκισης αναπόφευκτα υφίσταται και κάποια χρηματική ζημιά, γιατί όπως είναι φυσικό, λόγω της στέρησης της ελευθερίας του δεν μπορεί βέβαια να φροντίζει τα συμφέροντά του όπως όταν ήταν ελεύθερος. Εν πάση περιπτώσει κατ΄ έφεση εξετάζεται η ορθότητα της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου δεν τέθηκε παρόμοιος ισχυρισμός και συνεπώς το Εφετείο δεν μπορεί να προβεί σε εξέτασή του.

Απορρίπτουμε επίσης τον ισχυρισμό ότι τα τραύματα του παραπονούμενου δεν ήταν σοβαρά. Αντίθετα ήταν πολύ σοβαρά. Συνίστανται σε κάταγμα του ρινικού οστού και σε δύο τραύματα στην κεφαλή. Αν δε λάβει κανένας υπ΄ όψη ότι τα τραύματα αυτά προκλήθηκαν με σιδερένιο λοστό και ξύλινο ρόπαλο, αντιλαμβάνεται καλύτερα και τη σοβαρότητά τους. Από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντος τέθηκε ότι οι προηγούμενές του καταδίκες δεν ήταν παρόμοιας φύσης. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ούτε και με αυτό. Ο εφεσείων βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες για απόπειρα ληστείας, επίθεση με πραγματική σωματική βλάβη, κακόβουλη ζημιά και απλή επίθεση. ΄Ολα τα αδικήματα αυτά είναι αδικήματα βίας και όπως τονίζει και το πρωτόδικο δικαστήριο η συμπεριφορά του υπήρξε κατ΄ επανάληψη εγκληματική.

Ο δικηγόρος του εφεσείοντος αναφερόμενος σε συγκεκριμένη έφεση για ανεπάρκεια ποινής προστίμου σε υπόθεση επίθεσης που ο Γενικός Εισαγγελέας απέσυρε σε κάποιο στάδιο, ισχυρίστηκε ότι η απόσυρση της έφεσης σημαίνει ότι η ποινή του προστίμου σε υποθέσεις επίθεσης είναι ικανοποιητική. Θα πρέπει να τονίσουμε, εμφαντικά μάλιστα, ότι καμιά νομική αρχή δεν μπορεί να εξαχθεί από παρόμοιες πρωτοβουλίες του Γενικού Εισαγγελέα. Ο Γενικός Εισαγγελέας είχε κάθε δικαίωμα στην υπόθεση εκείνη, όπως και κάθε διάδικος σε οποιανδήποτε υπόθεση, να αποσύρει για οποιονδήποτε λόγο την έφεση που άσκησε. Δεν μπορεί να αποδοθεί οποιαδήποτε ειδική σημασία στην πράξη αυτή, ιδιαίτερα δε να ερμηνευτεί ότι δημιουργεί κανόνα ότι απόσυρση έφεσης αποτελεί και επιδοκιμασία είτε της επιβληθείσας ποινής ή ακόμα και της απόφασης του δικαστηρίου. Σίγουρα δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ο Γενικός Εισαγγελέας θεωρεί, γενικά και απροσδιόριστα, το πρόστιμο ικανοποιητική ποινή σε περιπτώσεις επίθεσης, απλώς και μόνο γιατί απέσυρε συγκεκριμένη έφεση. Σε τελευταία ανάλυση το παρόν Δικαστήριο δεν θα δεσμευόταν, ακόμα κι΄ αν ο Γενικός Εισαγγελέας είχε πράγματι αυτή την άποψη.

Προβλήθηκε επίσης ο ισχυρισμός ότι αναστολή της ποινής θα ήταν ίσως δικαιολογημένη. Η αναστολή διατάσσεται από το εκδικάσαν δικαστήριο, αν ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν λόγοι. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν συνέτρεχε οποιοσδήποτε λόγος για αναστολή και δεν βρίσκουμε γιατί θα πρέπει να διαφωνήσουμε με την απόφαση αυτή.

Καταλήγοντας και έχοντας υπ΄ όψη τη σοβαρότητα του αδικήματος, την ποινή που προβλέπεται και τα περιστατικά της υπόθεσης, βρίσκουμε ότι η επιβληθείσα ποινή κάθε άλλο παρά υπερβολική μπορεί να χαρακτηριστεί. Το πρωτόδικο δικαστήριο φαίνεται ότι έλαβε όλα τα περιστατικά και τους σχετικούς παράγοντες υπ΄ όψη και επέβαλε την ποινή που θεώρησε πρέπουσα και την οποία, οφείλουμε να πούμε, βρίσκουμε ικανοποιητική, αν όχι επιεική. Ακόμα προχώρησε και εξέτασε και το ενδεχόμενο αναστολής της ποινής που απέρριψε για τους λόγους που αναφέρει. Δεν βρίσκουμε κανένα απολύτως λόγο για επέμβαση.

Εν όψει όλων των πιο πάνω είναι φανερό ότι η έφεση πρέπει να απορριφθεί και έτσι απορρίπτεται. Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι μας απασχόλησε κατά πόσο η ποινή θα έπρεπε να αρχίσει να υπολογίζεται από σήμερα, αλλά με μεγάλη δυσκολία αποφασίσαμε να αποφύγουμε να το πράξουμε.

Η έφεση απορρίπτεται. Καμιά διαταγή ως προς τα έξοδα.

 

 

 

Δ.

Δ.

Δ.

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο