ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D265
(2016) 1 ΑΑΔ 1298
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 41/16
31 Μαΐου 2016
[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.]
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΔΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ CERTIORARI, PROHIBITION AND MANDAMUS
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ MEHMET YASHIN ΔΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΩΣ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ CERTIORARI, PROHIBITION AND MANDAMUS
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΝΑ ΠΡΟΧΩΡΗΣΕΙ ΣΕ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ, ΣΦΡΑΓΙΣΗ ΚΑΙ ΑΡΙΘΜΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ YAEL NAVARO YASHIN V. MEHMET YASHIN, ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΓΟΝΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 83/15 ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΝΑ ΟΡΙΣΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΕΠΙΛΗΦΘΕΙ ΤΗΣ ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΥΠΌΘΕΣΗΣ ΣΤΙΣ 20/02/2015, 19/3/2015, 23/4/2015, 14/5/2013, 2/6/2015, 18/6/2015, 3/7/2015, 15/9/2015, 28/9/2015, 13/10/2015, 16/10/2015, 26/10/2015, 30/11/2015, 17/12/2015, 19/1/2016, 2/2/2016, 2/3/2016 ΚΑΙ 13/4/2016
----------------
Μ. Γεωργίου με Λ. Δήμου (κα) για τον αιτητή.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Σύμφωνα με τα γεγονότα όπως εκτίθενται στην αίτηση, ο αιτητής είναι κύπριος πολίτης, μουσουλμάνος στο θρήσκευμα και ανήκει στην τουρκική κοινότητα σύμφωνα με το Άρθρο 2.2 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η εν διαστάσει σύζυγος του, κατέχει την τουρκική υπηκοότητα, είναι εβραία στο θρήσκευμα και απέκτησε την κυπριακή υπηκοότητα ως μέλος της τουρκικής κοινότητας ένεκα του γάμου της με τον αιτητή. Από το γάμο τους απέκτησαν μια θυγατέρα που είναι πολίτις της Κυπριακής Δημοκρατίας ανήκουσα στην τουρκική κοινότητα.
Οι προαναφερθέντες σύζυγοι τελούν σε διάσταση από το 2014.
Ο αιτητής στις 20.8.2014 καταχώρισε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας την Αίτηση υπ΄ αρ. 424/2014 (Δικαιοδοσίας Γονικής Μέριμνας) και στις 30.10.2014 εξασφάλισε εκ συμφώνου διάταγμα με το οποίο απαγορεύεται η έξοδος της προαναφερθείσας θυγατέρας τους από την Κύπρο χωρίς τη γραπτή συγκατάθεση αμφοτέρων των γονέων ή την άδεια του Δικαστηρίου.
Ακολούθησε στις 20.2.2015 εκ μέρους της συζύγου η αίτηση υπ΄αρ. 83/2015 (Δικαιοδοσία Γονικής Μέριμνας) με την οποία ζητείται η ακύρωση του εν λόγω διατάγματος ημερομηνίας 30.10.2014 λόγω αλλαγής των συνθηκών υπό τις οποίες είχε εκδοθεί.
Αφού το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας έδωσε άδεια για καταχώριση/σφράγιση και υποκατάστατη επίδοση της αίτησης 83/2015, έκτοτε της επιλαμβάνεται δίδοντας διάφορες οδηγίες και ορίζοντας την για καθορισμό επιδίκων θεμάτων και για άλλους σκοπούς. Μεταξύ άλλων, στις 26.10.2015 εξέδωσε εκ συμφώνου διάταγμα με το οποίο επιτράπηκε η τροποποίηση της κυρίως αίτησης. Η τελευταία φορά, σε σχέση με την υπό εξέταση τώρα αίτηση, που ήταν ορισμένη ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ήταν η 13.4.2016 για ορισμό επιδίκων θεμάτων.
Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής προβάλλει ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας στερείται δικαιοδοσίας να επιλαμβάνεται της αίτησης 83/2015 και ζητά άδεια για καταχώριση αιτήσεως προς έκδοση εντάλματος certiorari επιδιώκοντας την ακύρωση της καταχώρισης, σφράγισης και αρίθμησης της αίτησης υπ΄αριθμόν 83/2015 ως επίσης και της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας να δίδει οδηγίες και να εκδίδει διατάγματα σε συγκεκριμένες ημερομηνίες μέχρι και την 13.4.2016 και εντάλματος prohibition με το οποίο να απαγορεύεται στο Οικογενειακό Δικαστήριο να συνεχίσει να επιλαμβάνεται της αίτησης 83/2015. Περιπλέον ζητά διάταγμα αναστολής της διαδικασίας ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου μέχρι την αποπεράτωση της αίτησης για έκδοση ενταλμάτων certiorari και prohibition.
Αγορεύοντας ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή υπέδειξε ότι, σύμφωνα με το Άρθρο 111 του Συντάγματος, τα Οικογενειακά Δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία επί των διαφορών, που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους, μεταξύ ανηκόντων στην ελληνική ορθόδοξη εκκλησία. Η επίδικη διαφορά μεταξύ προσώπων που ανήκουν στην τουρκική κοινότητα και δεν ανήκουν στην ελληνική ορθόδοξη εκκλησία, συνέχισε, εμπίπτει στην αρμοδιότητα Προέδρου Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 21(1)Α και 22(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου και δυνάμει του περί Εφαρμογής του περί Γάμου Νόμου του 2003 σε Μέλη της Τουρκικής Κοινότητας (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 2003, N. 120(I)/2003.
Όμως, το ερώτημα που έθεσα στον κ. Γεωργίου αφορά το κατά πόσον, έστω και αν είναι ορθή η εισήγησή του περί έλλειψης δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου, η δικονομική συμπεριφορά του αιτητή συνιστά κατάχρηση. Ο κ. Γεωργίου απάντησε ότι η συμπεριφορά των διαδίκων δεν έχει σημασία, εφόσον δεν μπορεί να προσδώσει δικαιοδοσία σε δικαστήριο που στερείται δικαιοδοσίας. Παρέπεμψε σχετικά στα λεχθέντα υπό του Νικήτα, Δ., στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση Ηλία Ηλία (Αρ. 1) (1995) 1 ΑΑΔ 1, ότι η καθυστέρηση που παρουσίασε ο αιτητής ή η αρχική συναίνεσή του στην έκδοση διατάγματος διατροφής δεν διαφοροποιούσαν την κατάσταση, εφόσον παρά τη στάση του η έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων ήταν ουσιαστικά υποχρεωτική λόγω της ολοκληρωτικής έλλειψης αρμοδιότητας του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Επρόκειτο για περίπτωση διατάγματος διατροφής ανήλικου παιδιού του οποίου μόνο η μητέρα ανήκε στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου ενώ ο πατέρας ήταν μέλος της Μαρωνίτικης Κοινότητας. Το Δικαστήριο παρέπεμψε καταληκτικά στο ακόλουθο απόσπασμα από τον Basu's Commemtary on the Constitution of India, τόμος 3, σελ. 554 αναφέρει:
«The general principle is that jurisdiction of a tribunal is a creation of law, so that in the absence of such jurisdiction the decision of the tribunal becomes void and the consent of the parties cannot cure the invalidity, and that such invalidity may be set up at any time.»
Όμως, δεν είναι αυτή η αδιαμφισβήτητη αρχή που με απασχόλησε, εφόσον είναι δεδομένο ότι η δικονομική συμπεριφορά των μερών δεν θα μπορούσε να επηρεάσει το θεμελιώδες και δημοσίας τάξεως ζήτημα της δικαιοδοσίας. Το ερώτημα αφορά το κατά πόσον μπορεί να επιτραπεί σε ένα διάδικο να ενεργοποιεί τη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου με δική του αίτηση, να εξασφαλίζει διάταγμα, να εμφανίζεται ακολούθως και να λαμβάνει μέρος σε αίτηση της άλλης πλευράς με την οποία ζητείται ακύρωση του διατάγματος που ο ίδιος εξασφάλισε και στο τέλος να επιδιώκει, επικαλούμενος τις εξαιρετικές δικαιοδοσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου, την ακύρωση της διαδικασίας σε ότι αφορά την αίτηση της άλλης πλευράς και μόνο. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή, δεν αμφισβήτησε ότι έτσι θα επροκαλείτο αδικία, απάντησε όμως ότι θα μπορούσε αμέσως και η σύζυγος να ζητήσει ακύρωση του πρώτου διατάγματος στην αίτηση 424/2014, οπότε σε τέτοια περίπτωση ο αιτητής δεν θα καταχωρίσει ένσταση. Ανέφερε δε περαιτέρω ότι ο αιτητής δεν προσέφυγε στο Οικογενειακό Δικαστήριο προς ακύρωση και των δύο διαδικασιών, εφόσον λόγω του φόρτου εργασίας του Δικαστηρίου εκείνου, κάτι τέτοιο θα απαιτούσε υπέρμετρο χρόνο.
Σύμφυτη είναι η εξουσία των Δικαστηρίων για περιστολή κάθε συμπεριφοράς που ενώ δεν παραβιάζει τους δικονομικούς κανόνες, συνιστά έκδηλα κατάχρηση της διαδικασίας. Όταν η κατάχρηση απολήγει σε καταπίεση ή σε δυσμενή επηρεασμό του αντιδίκου, δικαιολογείται η αναστολή της δίκης ή η απόρριψη της υπόθεσης, ως μέτρο περιφρούρησης της αξιοπιστίας των θεσμών, των διαδικασιών και της ίδιας της απονομής της δικαιοσύνης (Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 ΑΑΔ 522). Η κυπριακή νομολογία έχει κατ΄επανάληψη αναφερθεί και υιοθετήσει το ακόλουθο χαρακτηριστικό απόσπασμα από την απόφαση του Lord Diplock στην υπόθεση Hunter v. Chief Constable of West Midlands and another [1981] 3 Αll ER 727, 729:
«... ... ... ... this is a case about abuse of the process of the High Court. It concerns the inherent power which any court of justice must possess to prevent misuse of its procedure in a way which, although not inconsistent with the literal application of its procedural rules, would nevertheless be manifestly unfair to a party to litigation before it, or would otherwise bring the administration of justice into disrepute among right-thinking people. The circumstances in which abuse of process can arise are very varied; those which give rise to the instant appeal must surely be unique. It would, in my view, be most unwise if this House were to use this occasion to say anything that might be taken as limiting to fixed categories the kinds of circumstances in which the court has a duty (I disavow the word discretion) to exercise this salutary power.»
Εν προκειμένω, η κατάχρηση έλαβε την παράδοξη μορφή της ενεργοποίησης της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου από τον αιτητή προς εξασφάλιση της θεραπείας που ο ίδιος επεδίωκε και της επίκλησης, ακολούθως, της εξαιρετικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς εξουδετέρωση της προσπάθειας της άλλης πλευράς για ακύρωση της θεραπείας που ο ίδιος εξασφάλισε από δικαστήριο που δεν είχε δικαιοδοσία. Υπό τέτοιες περιστάσεις, η αποδοχή του αιτήματός του θα προκαλούσε αδικία και δυσμενή επηρεασμό στην άλλη πλευρά, αλλά και θα οδηγούσε σε ανυποληψία την ίδια τη διαδικασία και τον τρόπο που λειτούργησε η απονομή της δικαιοσύνης. Η δήλωση του ευπαιδεύτου δικηγόρου του δεν διαφοροποιεί την ουσία του πράγματος. Ούτε θα προκληθεί οποιαδήποτε περιπλοκή ή καθυστέρηση εάν το θέμα τεθεί ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται και των δύο διαδικασιών. Εάν ο αιτητής θεωρεί ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας και άρα ότι εστερείτο δικαιοδοσίας να εκδώσει διάταγμα στη δική του αίτηση υπ΄αρ. 424/2014, κάτι που θα έπρεπε υπό τις περιστάσεις να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, οφείλει να το δηλώσει ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου ώστε το Δικαστήριο να κρίνει και να ενεργήσει αναλόγως αναφορικά με αμφότερες τις αιτήσεις και διαδικασίες.
Αντίγραφο της παρούσας να κοινοποιηθεί στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας και να τεθεί στους φακέλους των δύο εν λόγω αιτήσεων.
Η αίτηση για χορήγηση άδειας απορρίπτεται.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΚΧ»Π