ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D264
(2016) 1 ΑΑΔ 1290
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΝΑΥΤΟΔΙΚΕΙΟΥ
(ΑΓΩΓΗ ΝΑΥΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΡ. 31/2013)
31 Μα
ΐου 2016
[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.]
MARCEGAGLIA SpA από την Ιταλία, GAZOLDO DEGLI OPPOKITI, MANTOVA
Ενάγοντες
και
ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ «VYSOKOGORSK» ΣΗΜΑΙΑΣ ΒΑΝΟΥΑΤΟΥ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΛΕΜΕΣΟΥ
Εναγόμενου
----------------
Αίτηση για συμπληρωματική αποκάλυψη εγγράφων
A. Θεοφίλου, για τους ενάγοντες-αιτητές.
Α. Χριστοφή για Α. Γιωρκάτζη, για το εναγόμενο πλοίο.
Γ. Παπαπέτρου με Κλ. Κλεάνθους, για Μοντάνιος & Μοντάνιος, για τους
παρεμβαίνοντες Island Oil Ltd, ενάγοντες στην Αγωγή 12/13.
-----------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η απαίτηση των εναγόντων είναι για αποζημιώσεις σε σχέση με κατ΄ισχυρισμόν ζημίες σε προϊόντα σιδήρου των εναγόντων κατά τη μεταφορά τους διά του εναγομένου πλοίου από τη Ραβένα στο λιμάνι Kolding στη Δανία. Είναι ο δικογραφικός ισχυρισμός των εναγόντων ότι είχαν πωλήσει το εν λόγω φορτίο σε πελάτες τους στη Δανία (εταιρεία Simpson Strong-Tie A/S), αντί ποσού €940.981,74. Στην Απάντησή του το εναγόμενο πλοίο «καλεί τους ενάγοντες σε αυστηρή απόδειξη του ισχυρισμού αυτού».
Οι ενάγοντες στις 25.2.2015 προέβησαν σε αποκάλυψη εγγράφων στα πλαίσια σχετικών εκατέρωθεν εκ συμφώνου διαταγμάτων και σε σχέση με την εν λόγω πώληση αναφέρθηκαν σε δύο τιμολόγια προς την προαναφερθείσα εταιρεία, τα οποία ακολούθως, κατά την ακρόαση πλέον της υπόθεσης, ο ΜΕ1, εκπρόσωπος των εναγόντων, παρουσίασε ως τεκμήρια. Αντεξετάστηκε, όμως, επί της θέσεως ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ εναγόντων και της προαναφερθείσας εταιρείας για πώληση του φορτίου και ότι η μεταφορά γινόταν με σκοπό το φορτίο να υπάρχει ως απόθεμα. Ο ΜΕ1 επέμενε επί της θέσης του και όταν ρωτήθηκε αν είχε να παρουσιάσει τη σχετική παραγγελία απάντησε ότι δεν την είχε μαζί του, αλλά θα ήταν εύκολο να εντοπιστεί, εφόσον ο αριθμός των σχετικών παραγγελιών (purchase orders) φαίνεται στα τιμολόγια, όπως και αριθμοί των επιβεβαιώσεων των εν λόγω παραγγελιών (order confirmations).
Ένα μήνα αργότερα, καταχωρίστηκε η παρούσα αίτηση με την οποία οι ενάγοντες ζητούν άδεια για συμπληρωματική αποκάλυψη εγγράφων, έτσι ώστε να αποκαλύψουν τις παραγγελίες αγοράς, τις επιβεβαιώσεις των παραγγελιών, τα ακριβή αποσπάσματα των καταχωρίσεων των εν λόγω τιμολογίων στα επίσημα βιβλία της εταιρείας και άλλα στοιχεία που επιβεβαιώνουν την κατ΄ισχυρισμόν πώληση, ως επίσης και κάποιο άλλο γεγονός. Η αίτηση βασίστηκε στους Θεσμούς Ναυτοδικείου Κύπρου 1893 (The Cyprus Admiralty Jurisdiction Order 1893), Καν. 203, 204, 207 και στους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς και ειδικότερα στη Δ.28 που διέπει τα περί αποκαλύψεως.
Οι εναγόμενοι και η παρεμβαίνουσα, ανάμεσα στις άλλες ενστάσεις, προέβαλαν ότι η αίτηση είναι θνησιγενής επειδή οι αναφερόμενοι στη νομική της βάση θεσμοί είναι άσχετοι.
Στους Θεσμούς Ναυτοδικείου Κύπρου δεν ρυθμίζεται το θέμα της αποκάλυψης. Σε τέτοια περίπτωση βρίσκει εφαρμογή ο Καν. 237 σύμφωνα με τον οποίο:
«237. In all cases not provided by these Rules, the practice of the Admiralty Division of the High Court of Justice of England, so far as the same shall appear to the applicable, shall be followed.»
Όπως δε εξηγήθηκε στη θεμελιακή υπόθεση Asimenos v. Chrysostomou (1982) 1 CLR 145:
«The practice of the Admiralty Division of the High Court of Justice in England is to be found in the Rules of the Supreme Court of England which appear in the Annual Practice.»
Εννοείται, όπως εξηγήθηκε περαιτέρω στην εν λόγω υπόθεση, ότι οι αγγλικοί θεσμοί βρίσκουν εφαρμογή όπως ήταν σε ισχύ την προηγουμένη ημέρα της κήρυξης της ανεξαρτησίας της Κύπρου. Πρόκειται δηλαδή για τους παλαιούς αγγλικούς θεσμούς.[1]
Στην αίτηση δεν γίνεται αναφορά ούτε στον Καν. 237, ούτε στους παλαιούς αγγλικούς θεσμούς. Η απάντηση των εναγόντων ήταν ότι η αναφορά στην αίτηση των Καν. 203-212, που ρυθμίζουν τα των αιτήσεων, ήταν αρκετή, μαζί με την αναφορά της Δ.28 κ.3 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας. Δεν έχουν όμως δίκαιο. Ως εκ των άνω, η νομική βάση της αίτησης θα έπρεπε να ήταν ο Καν. 237 και η Διαταγή (Order) που στους παλαιούς αγγλικούς θεσμούς ρύθμιζε το θέμα της αποκάλυψης. Το ερώτημα που τίθεται αφορά τις συνέπειες της παράλειψης.
Το ερώτημα δε αυτό θα πρέπει να απαντηθεί υπό το φως του O.70 r.1 των παλαιών αγγλικών θεσμών και όχι επί τη βάσει της Δ.64 των κυπριακών θεσμών, όπως ισχύει σήμερα, στα πλαίσια της οποίας έχει καταργηθεί η διάκριση μεταξύ ακυρότητας και παρατυπίας και η μη συμμόρφωση προς τους κανονισμούς θεωρείται ως παρατυπία, με ευχέρεια του Δικαστηρίου να παρεμβαίνει διορθωτικά και να θεραπεύει παρατυπίες, εκτός στις περιπτώσεις που το δικονομικό μέτρο είναι εξ αρχής καθολικά άκυρο (Πετρίχου ν. Χ"Ιωσήφ (1998) 1 ΑΑΔ 81).
Υπό το φως της προϊσχύσασας Δ.64, αντιστοιχούσας στο O.70 των παλαιών αγγλικών θεσμών, είχε αποφασιστεί ότι η παράλειψη ορθής αναφοράς στο νόμο και τους κανονισμούς στη νομική βάση της αίτησης συνιστά ακυρότητα που δεν χωρεί διόρθωση (Κouppa and Another v. Vassiliades (1981) 1 J.S.C 120, Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδης (1990) 1 ΑΑΔ 965). Συνεπώς η παρούσα αίτηση είναι άκυρη και ως τέτοια θα πρέπει να παραμεριστεί. Θα μπορούσε ακόμα να προστεθεί ότι δεν θα υπήρχε περιθώριο διάσωσής της, ακόμα και αν είχε εφαρμογή η Δ.64 (βλ. Egiazaryan κ.α. και Denoro Investments Ltd κ.α., Πολιτική Έφεση 75/2011, ημερ. 19.2.2013), έστω ακόμα και υπό το φως της ελαστικότερης προσέγγισης στην υπόθεση Wunderlich κ.α. ν. Παναγιώτου (1999) 1 ΑΑΔ 366, εφόσον πρόκειται για παντελή έλλειψη ορθής νομικής βάσης που οδήγησε σε ανάλογη εκτροπή της διαδικασίας.
Εν πάση περιπτώσει και επί της ουσίας λέγονται τα ακόλουθα:
Στην υπόθεση Mitchell v. Darley Main Colliery Co (1884) 1 Cab & El 215 [1886-90] All ER Rep 449 (HL), της οποίας αναφορά γίνεται στην υπόθεση Vernon v. Bosley (No. 2) [1997] 1 All ER 613, ελέχθησαν τα ακόλουθα:
«Now, in my opinion, a party, who, after filing an affidavit of documents, discovers a document of which his opponent has a right to have inspection, but which is not disclosed in the schedule because it has been forgotten, or overlooked, οr supposed not το exist, is bound to inform his opponent of the discovery either by a supplementary affidavit, which Ι think is the proper course, or at least by notice; and he has no right to keep back all knowledge of the newly-discovered document simply because he was nοt aware of it at the time he swore his affidavit in obedience to the order for discovery».
Στο Supreme Court Practice 1987, vol. 1, para 24/1/2 γίνεται η ακόλουθη αναφορά με παραπομπή στην υπόθεση Mitchell:
«Continuing obligation to give discovery - Although one reading of O. 24, r.1 may suggest that discovery need be given only of documents which have come into a party΄s possession before the date of his list of documents, this is not the limit of a party's obligation to give discovery imposed by the rule. The obligation is general, and requires the disclosure of all relevant documents whenever they may come into a party's possession. This requirement is supported by the linked principle that a party must not seek to take his opponent by surprise (cf. O.18, rr. 8 and 9), and that he must not, by whithholding relevant documents, mislead his opponent or the Court into believing that the statement in his list that he has given full discovery continues to be true (Mitchell v. Darley Main Colliery Co ((1884) Cab & El 215)). An obvious example is where a plaintiff, who is claiming damages for prospective loss of earnings, obtains new lucrative employment during the course of the action; this fact must be communicated to the defendant and further discovery must be made (or, at all events, offered). In default, the plaintiff may be ordered to pay any costs occasioned by the failure to give discovery promptly.»
Επίσης, στα Halsbury's Laws of England, 3rd Ed., Vol. 12, para 43, σελ. 30, αναφέρονται τα ακόλουθα, με αναφορά και πάλιν στην Mitchell:
«Subsequent discovery of the other document. If after the affidavit of documents has been filed a document is discovered of which the opposite party has a right to have inspection, it is the duty of the party filing the affidavit to give information to his opponent of the fact, either by supplementary affidavit or by notice.»
Πρόκειται, συνεπώς, για συνεχή υποχρέωση την οποία ο διάδικος οφείλει να ασκήσει χωρίς καθυστέρηση με συμπληρωματική ένορκη δήλωση (ή ειδοποίηση) προς τον αντίδικο, χωρίς να χρειάζεται άδεια ή παρέμβαση του Δικαστηρίου. Δεν νοείται άδεια του Δικαστηρίου για να ασκήσει ο διάδικος την υφιστάμενη υποχρέωσή του. Άλλο είναι το ζήτημα της δικαστικής ευχέρειας για να επιτραπεί ή όχι η κατάθεση ως τεκμηρίου ενός εγγράφου που δεν αποκαλύφθηκε ή που δεν αποκαλύφθηκε εγκαίρως, ζήτημα που στα πλαίσια των Κυπριακών Θεσμών διέπεται από τη Δ.28, κ.3. Σημειώνεται ακόμα ότι η Δ.28, κ. 11 (Ο. 31, r. 19Α(3)), δεν στοχεύει στην εξασφάλιση άδειας από τον αιτητή για περαιτέρω αποκάλυψη από τον ίδιο, αλλά σκοπό έχει τον εξαναγκασμό του αντιδίκου σε αποκάλυψη εγγράφων τα οποία ο τελευταίος δεν απεκάλυψε με την αρχική ένορκη δήλωση αποκάλυψης και ο αιτητής έχει λόγους να θέλει να αποκαλυφθούν (βλ. T.B.F. (Cyprus) Ltd κ.α. v. Εμπορικής Μελετών Σχεδιασμού και Επιχειρηματικού Κεφαλαίου Ανώνυμης Εταιρείας κ.α. (2001) 1 ΑΑΔ 153, Halsbury's, ibid, paras 45-46).
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εναγόμενου και της παρεμβαίνουσας όπως θα υπολογιστούν και θα εγκριθούν, πληρωτέα στο τέλος της αγωγής.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΚΧ»Π
[1] Βλ. επίσης
- Pitria Shipping Enterprises Inc. v. Georghiou (1982) 1 CLR 358,
- Williams & Glyn's Bank Plc v. Kouloumbis (1984) 1 CLR 380,
- Williams & Glyn's Bank Plc v. Kouloumbis (1984) 1 CLR 569,
- Σαλμάς ν. "Alexandros I" (Αρ. 2) (1992) 1 ΑΑΔ 1431