ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D143
(2016) 1 ΑΑΔ 691
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 8/2011)
4 Μαρτίου 2016
(ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΔ.)
ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΕΦΟΡΕΙΑΣ ΣΤΡΟΒΟΛΟΥ
Εφεσείουσας/Εναγόμενης
ΚΑΙ
1. ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΕΡΓΙΔΟΥ
Εφεσίβλητης/Ενάγουσας
2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΚΑΛΑΘΟΣΦΑΙΡΑΣ
Εφεσίβλητης/Τριτοδιαδίκου
-----------------------
Α.Σ. Αγγελίδης, για την εφεσείουσα.
Ν. Νικολαΐδου (κα) για Α. Παπαντωνίου, για την εφεσίβλητη 1.
Α. Δράκος, για την εφεσίβλητη 2.
------------------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
------------------
A Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Στις 9.11.2003 η εφεσίβλητη ήταν μέλος της Γραμματείας, με καθήκοντα χρονομέτρη, του καλαθοσφαιρικού αγώνα μεταξύ των ομάδων του Philips College και της ΑΕΚ Λάρνακας, ο οποίος διοργανώθηκε από την τριτοδιάδικο Κυπριακή Ομοσπονδία Καλαθόσφαιρας στην αίθουσα πολλαπλών χρήσεων του Γυμνασίου Στροβόλου, ιδιοκτησία της εφεσείουσας Σχολικής Εφορείας Στροβόλου.
Αποτέλεσε κοινό τόπο ότι η χρήση της εν λόγω αίθουσας από την Ομοσπονδία γινόταν με βάση Συμφωνία Χρήσης μεταξύ της εφεσείουσας, ως ιδιοκτήτη και της τριτοδιάδικου, ως χρήστη, έναντι ετησίου «μισθώματος» που ανέλαβε να καταβάλλει ως τρίτος συμβαλλόμενος ο Κυπριακός Οργανισμός Αθλητισμού. Στα πλαίσια της Συμφωνίας εκείνης η εφεσείουσας παραχωρούσε στην τριτοδιάδικο άδεια χρήσης των κλειστών αιθουσών πολλαπλής χρήσης δύο σχολείων, για σκοπούς διεξαγωγής αγώνων χειροσφαίρισης, πετόσφαιρας και καλαθόσφαιρας μεταξύ των σωματείων που υπάγονται στην τριτοδιάδικο Ομοσπονδία.
Σε σχέση με το επίδικο συμβάν, σύμφωνα με τη μαρτυρία που το Δικαστήριο αποδέχθηκε και τα ευρήματα στα οποία κατέληξε, τα μέλη της Γραμματείας του αγώνα θα έπρεπε να λάβουν θέση επί μιας σκηνής που βρίσκεται στον επίδικο χώρο. Τα άλλα μέλη της Γραμματείας ανέβηκαν επί της σκηνής χρησιμοποιώντας μια ξύλινη σκάλα, με τρία σκαλοπάτια, η οποία εφάπτετο στη σκηνή (φωτογραφία αυτής κατατέθηκε ως τεκμήριο 21). Ακολούθησε η εφεσίβλητη. Στην προσπάθειά της όμως να ανέβει και αυτή επί της σκηνής από την ίδια σκάλα, αυτή δεν ήταν καλά στερεωμένη και υπεχώρησε, με αποτέλεσμα η εφεσίβλητη να πέσει. Η εφεσίβλητη καταχώρισε αγωγή για σχετικές αποζημιώσεις εναντίον της εφεσείουσας, η οποία και προσεπικάλεσε την τριτοδιάδικο για κάλυψη ή συνεισφορά. Παράλληλα, έθεσε και ζήτημα συντρέχουσας αμέλειας της εφεσίβλητης.
Κατ΄αρχάς, ισχυρίζεται η εφεσείουσα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία που προσέφερε η εφεσίβλητη αναφορικά με τις περιστάσεις επέλευσης του ατυχήματος. Καταγράφεται στην έφεση (ως μέρος του τέταρτου λόγου) ότι ενώ η ίδια ανέφερε πως η σκάλα υπεχώρησε με αποτέλεσμα να πέσει, άλλος μάρτυράς της, μέλος της Γραμματείας, είχε πει ότι έσπασε ένα σκαλί και η εφεσίβλητη έπεσε και χαρακτηρίζεται η σχετική μαρτυρία ως αλληλοσυγκρουόμενη και αντιφατική, ενώ υπήρχε μαρτυρία εκ μέρους της εφεσείουσας (Μ.Υ.2) ότι πρώτα έπεσε η εφεσίβλητη πάνω στη σκάλα και μετά η σκάλα έπεσε πάνω της. Είναι περιττό να επαναλάβουμε την πάγια αρχή της νομολογίας για το περιορισμένο παρέμβασης στα ευρήματα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο άκουσε τους μάρτυρες και ως το κατ΄εξοχήν αρμόδιο διαπίστωσε τα γεγονότα καταλήγοντας σε εύρημα ότι η σκάλα δεν ήταν καλά στερεωμένη και υπεχώρησε στην προσπάθεια της εφεσίβλητης να ανεβεί στη σκηνή. Δεν βρίσκουμε έγκυρο λόγο επέμβασης.
Σε ότι αφορά το ζήτημα της ευθύνης μεταξύ εφεσείουσας και τριτοδιαδίκου, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως υπεύθυνη την εφεσείουσα επειδή η αίθουσα παρεχωρείτο στην τριτοδιάδικο για κάποιες ώρες και τα κλειδιά τα είχε ο φροντιστής, εκ μέρους της εφεσείουσας, ο οποίος άνοιγε και έκλεινε την αίθουσα μετά τη χρήση της. Η τριτοδιάδικος, έκρινε το Δικαστήριο, ήταν προσκεκλημένη (invitee) με βάση τη Συμφωνία Χρήσης και δεν ευθυνόταν ως κάτοχος.
Η παραπάνω διαπίστωση προσβάλλεται με τον πρώτο λόγο έφεσης, δια του οποίου υποβάλλεται ότι την ευθύνη για το χώρο και την χρήση του, κατά τον ουσιώδη χρόνο, είχε η τριτοδιάδικος, με συνεπακόλουθη υποχρέωση να παρέχει ασφαλείς συνθήκες διεξαγωγής του αγώνα. Εσφαλμένα, συνεπώς, το Δικαστήριο θεώρησε ως υπεύθυνη την εφεσείουσα, η οποία δεν είχε κανένα συμφέρον, όφελος ή κέρδος από την όλη διοργάνωση και κανένα έλεγχο για τη χρήση του χώρου και ειδικά του σημείου όπου έλαβε χώρα το ατύχημα. Αντίθετα, πάντα κατά την εφεσείουσα, πλήρη έλεγχο και κατοχή της αίθουσας είχε η τριτοδιάδικος της οποίας ο καταστατικός σκοπός ύπαρξης και η οργανωτική της δομή είναι προς διοργάνωση τέτοιων αγώνων. Ειδικότερα, έλεγχο του χώρου κατά το παιχνίδι είχε ο γυμνασίαρχος του αγώνα, ο οποίος, ως έμμισθος της τριτοδιαδίκου, ουδεμία σχέση είχε με την εφεσείουσα.
Η θέση της εφεσίβλητης ήταν ότι ορθά το Δικαστήριο επέρριψε την ευθύνη στην εφεσείουσα ως ιδιοκτήτη και κάτοχο του υποστατικού όπου διεξήγετο ο αγώνας με βάση τη συμβατική σχέση μεταξύ εφεσείουσας και τριτοδιαδίκου. Η δε τριτοδιάδικος εισηγήθηκε ότι με βάση τη Συμφωνία Χρήσης η εφεσείουσα ουδέποτε της παραχώρησε, αλλά αντίθετα κράτησε την κατοχή του χώρου και διατήρησε καθήκον επιμέλειας.
Η ευθύνη κατόχου ακίνητης ιδιοκτησίας διέπεται από τις πρόνοιες του άρθρου 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, οι διατάξεις του οποίου ερμηνεύονται, με βάση το αγγλικό δίκαιο. Κάτοχος δε, είναι εκείνος που έχει τον έλεγχο και την άμεση επίβλεψη της ιδιοκτησίας, με εξουσία να επιτρέπει ή να απαγορεύει την είσοδο σ΄αυτήν. Η ευθύνη βασίζεται στην κατοχή και τον έλεγχο (Α.Π. Φραγκεσκίδης & Σια ν. Μάμα (1989) 1 ΑΑΔ 70).
Εν προκειμένω, η εφεσείουσα, ως ιδιοκτήτρια της αίθουσας, παρεχώρησε στην τριτοδιάδικο τη χρήση περιορισμένη και προγραμματισμένη με βάση συγκεκριμένο πρόγραμμα, επιφυλάσσοντας το δικαίωμα προτεραιότητας στη χρήση από μαθητές του σχολείου και για τις ανάγκες του σχολικού αθλητισμού.
Στην εν λόγω Συμφωνία Χρήσης προβλέπεται επίσης ότι τα άτομα που θα χρησιμοποιούσαν τον αθλητικό χώρο, θα εισέρχονταν από ειδική είσοδο την οποία θα άνοιγε ο φροντιστής και μόνο και θα έκλεινε μετά το πέρας της χρήσης, από το φροντιστή ή οποιοδήποτε άτομο εξουσιοδοτημένο από τον Ιδιοκτήτη. Προβλέπεται επίσης ότι η διακίνηση ατόμων κατά τη διάρκεια της χρήσης επιτρέπεται μόνο στους Αθλητικούς Χώρους και τους χώρους στάθμευσης και ότι η διακίνηση στους υπόλοιπους χώρους απαγορεύεται.
Περιπλέον, στα πλαίσια της εν λόγω Συμφωνίας, η εφεσείουσα ανέλαβε όπως διατηρεί σε καλή κατάσταση τους χώρους που χρησιμοποιούνται, ενώ η υποχρέωση που ανέλαβε η τριτοδιάδικος ήταν να παραδίδει τους χώρους καθαρούς, όπως τους παρέλαβε και να αποζημιώνει τον Ιδιοκτήτη για τυχόν ζημίες, εξαιρουμένης φυσικής φθοράς.
Ως εκ των άνω, η εφεσείουσα διατήρησε την κατοχή και τον έλεγχο του χώρου, αλλά και ρητώς είχε υποχρέωση να τον διατηρεί σε καλή κατάσταση, αποδίδοντας στην τριτοδιάδικο ελεγχόμενη μόνο πρόσβαση και περιορισμένη, χρονικά και ουσιαστικά, χρήση, με συγκεκριμένες και περιορισμένες υποχρεώσεις αναφορικά με την καθαριότητα και τη μη πρόκληση ζημιών. Εύλογη, συνεπώς, ήταν η κατάληξη του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι το ελεγχόμενο, ως κάτοχος, πρόσωπο ήταν η εφεσείουσα.
Όπως εξηγήθηκε στην προαναφερθείσα υπόθεση Α.Π. Φραγκεσκίδης & Σία Λτδ, ο κάτοχος έχει δύο καθήκοντα: για τη στατική κατάσταση των πραγμάτων (κατάσταση, συντήρηση και επιδιόρθωση του ακινήτου) και για τη λειτουργία της δραστηριότητας ή επιχείρησής του.
Η διαφοροποίηση αυτή έχει σημασία για τη ρύθμιση του κοινοδικαίου η οποία κωδικοποιήθηκε στο άρθρο 51(2)(β), με βάση την οποία, η ευθύνη του κατόχου διαφοροποιείται αναλόγως του κατά πόσο το πρόσωπο που βρίσκεται στο υποστατικό είναι «προσκεκλημένος» («invitee») ή «απλός δικαιούχος» («bare licensee»).
«Προσκεκλημένος» είναι το πρόσωπο που βρίσκεται στη ιδιοκτησία με πρόσκληση του κατόχου, ρητή ή εξυπακουόμενη, για τους σκοπούς της επιχείρησης ή της δραστηριότητας του κατόχου, υπό την έννοια ότι ο κάτοχος έχει κάποιο χρηματικό ή υλικό συμφέρον, όπως συμφέρον έχει και ο προσκεκλημένος. Με άλλα λόγια, ο προσκεκλημένος είναι το πρόσωπο που εισέρχεται στην ιδιοκτησία με τη συγκατάθεση του κατόχου για σκοπούς κάποιας εργασίας αναφορικά με την οποία ο κάτοχος και ο προσκεκλημένος έχουν κοινό συμφέρον (βλ. Λέσχη Ιπποδρομιών Λευκωσίας ν. Νικήτα (2000) 1 ΑΑΔ 1712).
«Απλός δικαιούχος» είναι το πρόσωπο που εισέρχεται στην ιδιοκτησία νόμιμα, όχι όμως σε σχέση με εργασία στην οποία έχει συμφέρον ο κάτοχος, ούτε κατά τη νόμιμη εκτέλεση δημοσίου καθήκοντος, όπως ρητώς εξηγείται στο άρθρο 51(2)(β).
Σε ότι αφορά τις «δραστηριότητες» στα υποστατικά του κατόχου, το καθήκον έναντι «προσκεκλημένου» και «απλού δικαιούχου» είναι ταυτόσημο και έγκειται σε υποχρέωση λήψης λογικών μέτρων ώστε το υποστατικό να είναι ασφαλές από κινδύνους την ύπαρξη των οποίων ο κάτοχος γνωρίζει ή θα όφειλε, ως λογικός άνθρωπος, να γνωρίζει.
Σε ότι όμως αφορά την στατική κατάσταση του ακινήτου, το καθήκον επιμέλειας του κατόχου έναντι «απλού δικαιούχου» περιορίζεται σε προειδοποίηση για κρυμμένο ή λανθάνοντα κίνδυνο τον οποίο γνωρίζει ή πρέπει να θεωρηθεί ότι γνωρίζει (βλ. Α.Π. Φραγκεσκίδης & Σία Λτδ, ανωτέρω, Κυριακίδης ν. Tenekedzian (1994) 1 ΑΑΔ 504).
Εν προκειμένω, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αλλού χαρακτηρίζει την εφεσίβλητη ως «αδειούχο» και αλλού ως «προσκεκλημένη», με αποτέλεσμα να προκαλείται αντίφαση, που είναι ουσιώδης ως εκ της διαφοράς στην έκταση της ευθύνης του κατόχου ανάλογα με την περίπτωση (ο δεύτερος λόγος έφεσης). Τέτοιος ισχυρισμός όμως δεν είναι βάσιμος. Το Δικαστήριο χαρακτήρισε την εφεσίβλητη ως «προσκεκλημένη», λέγοντας περαιτέρω ότι, εν πάση περιπτώσει, ήταν τουλάχιστον «αδειούχος». Ασφαλώς δε, δεν ήταν παρανόμως επεμβαίνουσα (trespasser), ούτε και προβλήθηκε από την εφεσείουσα τέτοια θέση.
Η εφεσίβλητη βρισκόταν στο χώρο, στα πλαίσια της Συμφωνίας Χρήσης η οποία, όχι μόνο κατά τρόπο εξυπακουόμενο, αλλά και ρητώς αναφέρεται στο «Χρήστη και/ή στα Σωματεία και/ή στα άτομα που έχουν εξουσιοδοτηθεί από αυτόν ή από αυτούς να χρησιμοποιούν τον αθλητικό χώρο». Η εφεσίβλητη, συνεπώς, βρισκόταν στο χώρο με «πρόσκληση»/ συγκατάθεση της εφεσείουσας, προς εκπλήρωση της Συμφωνίας Χρήσης, προς το συμφέρον τόσο της εφεσείουσας, όσο και της τριτοδιαδίκου και κατ΄επέκταση της εφεσίβλητης.
Σημειώνουμε μάλιστα ότι θα μπορούσε βάσιμα να συζητηθεί, αλλά δεν αναπτύχθηκε, το κατά πόσον η τοποθέτηση της ξύλινης σκάλας επιπρόσθετα της δομικής διαρρύθμισης του υποστατικού, όπως θα φανεί κατωτέρω, δεν εντάσσεται στη στατική κατάσταση του υποστατικού ως ζήτημα συντήρησης και επιδιόρθωσής του. Οπότε, σε τέτοια περίπτωση, το καθήκον δεν θα ήταν διαφορετικό εάν η εφεσείουσα ήταν «απλή δικαιούχος».
Εν πάση περιπτώσει, ως εκ των άνω, η εφεσείουσα είχε έναντι της εφεσίβλητης, ως «προσκεκλημένης», καθήκον για λήψη λογικών μέτρων, προς αποτροπή γνωστών ή ευλόγως προβλεπτών κινδύνων. Τέτοιο καθήκον καλύπτει και ένα ασυνήθιστο μεν κίνδυνο, τον οποίο όμως ο κάτοχος όφειλε να γνωρίζει. Η μικρή πιθανότητα εκδήλωσης του κινδύνου, δεν απαλλάττει τον κάτοχο από τη λήψη προστατευτικών μέτρων όταν ο κίνδυνος είναι προβλεπτός. Το εύλογο δε των μέτρων εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε περίπτωσης, όπως η φύση της πρόσκλησης, η φύση του κινδύνου και η γνώση του «προσκεκλημένου» (βλ και πάλιν Α.Π. Φραγκεσκίδης & Σία Λτδ).
Εν προκειμένω, δεν ήταν η θέση της εφεσείουσας ότι η χρήση της σκάλας δεν εμπεριείχε κίνδυνο. Αντίθετα, για να προωθήσει ζήτημα αμέλειας της εφεσίβλητης, ήταν η θέση της ότι η ανάβαση στη σκηνή δια της επίδικης σκάλας δεν ήταν ενδεδειγμένη και ασφαλής και ότι ο ενδεδειγμένος και ασφαλής τρόπος ήταν δια μίας στερεής σκάλας από μπετόν μέσω των αποδυτηρίων. Προς τί όμως τότε η εφεσείουσα άφησε την επικίνδυνη, όπως προκύπτει από την ίδια τη θέση της, σκάλα να δεσπόζει εμφανώς ως το μέσο ανάβασης επί της σκηνής, όπως η εικόνα που μεταφέρει η φωτογραφία τεκμήριο 21; Συνεπώς, δεν επρόκειτο απλώς για κίνδυνο που όφειλε με εύλογη μέριμνα να γνωρίζει ο κάτοχος και μάλιστα η Σχολική Εφορεία, αν μη τι άλλο, έναντι των ιδίων των μαθητών της, αλλά για κίνδυνο που δημιουργήθηκε υπ΄ευθύνη της ή με ανοχή της, μετά την πραγμάτωση του οποίου η Σχολική Εφορεία θυμήθηκε να επικαλεστεί τον ενδεδειγμένο και ασφαλή άλλο τρόπο ανάβασης.
Εν πάση περιπτώσει, η υποχώρηση της σκάλας κατά τη συνήθη της χρήση υποδηλώνει ότι τέτοια χρήση εμπεριείχε κίνδυνο τον οποίο η εφεσείουσα όφειλε να γνωρίζει.
Τα μέτρα δε προς εξάλειψη του κινδύνου ήταν ευχερή: θα έπρεπε η σκάλα να στερεωθεί με ασφάλεια ή, ακόμα καλύτερα, ενόψει της θέσης της εφεσείουσας περί του ενδεδειγμένου τρόπου ανάβασης, θα έπρεπε η σκάλα να αφαιρεθεί.
Η διατήρηση ενός ευλόγως προβλεπτού κινδύνου ο οποίος μπορούσε ευχερώς να εξαλειφθεί, θεμελιώνει ευθύνη της εφεσείουσας από αμέλεια, προκύπτουσα από αθέτηση των υποχρεώσεων που είχε με βάση το άρθρο 51(2)(β), αλλά, όπως παρατήρησε ο Πικής, Δ., ως ήτο τότε, στην Φραγκεσκίδης και από αθέτηση του γενικότερου συμφέροντος για την επίδειξη της δέουσας επιμέλειας για την προστασία του γείτονα. Εν προκειμένω μάλιστα, «γείτονες», δηλαδή τα πρόσωπα που κατά λογική πρόβλεψη ήταν ενδεχόμενο να επηρεαστούν, ήταν όσοι χρησιμοποιούσαν την αίθουσα πολλαπλών χρήσεων ενός σχολείου. Η εφεσείουσα λειτουργούσε στα πλαίσια δημόσιας αποστολής που μπορούσε να επηρεάσει μαθητές και πρόσωπα υγιώς ασχολούμενα με τον αθλητισμό. Υπό τέτοιες περιστάσεις, η αναμενόμενη, ως κοινωνικό καθήκον, ανθρωπιστική συμπεριφορά προς την οποία, όπως γίνεται αποδεκτό από τη νομολογία[1], πρέπει να προσαρμόζεται η συμπεριφορά κάθε πολίτη έναντι του συνανθρώπου του, αποκτά ιδιαίτερη διάσταση.
Ισχυρίζεται, όμως, η εφεσείουσα ότι αμέλεια επέδειξε και η εφεσίβλητη, επειδή παρέλειψε να ανέβει στη σκηνή κατά τον ενδεδειγμένο τρόπο, ήτοι, ως άνω, μέσω της πόρτας που οδηγεί στα αποδυτήρια όπου υπάρχει στερεή σκάλα από μπετόν, η οποία και οδηγεί στη σκηνή. Η ύπαρξη τέτοια σκάλας δεν αμφισβητήθηκε. Το Δικαστήριο όμως, θεώρησε ότι η σχετική μαρτυρία εκ μέρους της εφεσείουσας[2] δεν ήταν θετική και συγκεκριμένη ως προς την κατάσταση που υφίστατο, όχι γενικά, αλλά σε σχέση με τη δυνατότητα πρόσβασης μέσω εκείνης της οδού κατά τον ουσιώδη χρόνο. Διαπίστωσε το Δικαστήριο ότι ο ΜΥ1 δεν γνώριζε την κατάσταση της αίθουσας, ούτε πώς παραδόθηκε στην τριτοδιάδικο, ότι ο ΜΥ2 δεν φάνηκε να θυμάται πραγματικά τι συνέβη τη συγκεκριμένη μέρα ως προς το κατά πόσο η πόρτα της σκηνής ήταν ή όχι ανοικτή και ότι ο ΜΥ3 επίσης δεν μπορούσε να προσδιορίσει εάν κατά τον ουσιώδη χρόνο η σκηνή ήταν προσβάσιμη ή όχι, από τα αποδυτήρια.
Περιπλέον, το Δικαστήριο θεώρησε ως στοιχείο που υποδήλωνε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν υπήρχε άλλη πρόσβαση στη σκηνή, το γεγονός ότι τα άλλα μέλη της Γραμματείας, όχι μόνο είχαν κάνει χρήση της ξύλινης σκάλας προηγουμένως, αλλά και μετά το δυστύχημα και με δεδομένο ότι η ξύλινη σκάλα δεν μπορούσε πια να χρησιμοποιηθεί, κατέβηκαν από τη σκηνή χρησιμοποιώντας μια καρέκλα και όχι μέσω των αποδυτηρίων.
Παρά την ως άνω κατάληξη του Δικαστηρίου για έλλειψη θετικότητας σε σχέση με τον ουσιώδη χρόνο των τριών εν λόγω προσώπων, στην αιτιολογία του τέταρτου λόγου έφεσης, δια του οποίου εισάγεται ζήτημα συντρέχουσας αμέλειας της εφεσίβλητης, αναφέρεται ότι «η σαφής κατάσταση για την πόρτα προς τη σκάλα της σκηνής αποδείχθηκε μέσα από τις μαρτυρίες των μαρτύρων κ. Αθανασιάδη, κ. Παπαδόπουλου και κ. Χιλιμίντρη». Όμως η παραπάνω κατάληξη του Δικαστηρίου δεν προσεβλήθη και εν πάση περιπτώσει κρίνεται εύλογη. Βέβαια προβλήθηκε περαιτέρω κατ΄έφεσιν ότι το γεγονός πως η πόρτα ήταν ανοιχτή κατά την ουσιώδη ημέρα, αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι οι αθλητές χρησιμοποίησαν τα αποδυτήρια και για να χρησιμοποιήσει κάποιος τα αποδυτήρια θα πρέπει να περάσει μέσα από την πόρτα στα αριστερά της σκηνής, η οποία είναι συνδεδεμένη με την πόρτα που οδηγεί στη σκηνή. Το ζητούμενο όμως δεν αφορούσε την πρόσβαση προς τα αποδυτήρια, αλλά την πρόσβαση από τα αποδυτήρια προς τη σκηνή.
Εν πάση δε περιπτώσει, επαναλαμβάνουμε, χάριν τονισμού, πως η εικόνα που μεταφέρει η φωτογραφία τεκμήριο 21 παρουσιάζει μια εμφανέστατη ξύλινη σκάλα να δεσπόζει ως το μέσο ανάβασης επί της σκηνής. Οπότε, και αν ακόμα θεωρηθεί ότι η εφεσίβλητη γνώριζε την ύπαρξη της άλλης πρόσβασης κατά το δεδομένο χρόνο, θα έπρεπε να είχε γνώση του κινδύνου σε σχέση με τη ξύλινη σκάλα για να θεωρηθεί ότι επέλεξε τον επισφαλή τρόπο επιδεικνύοντας αδιαφορία για την ασφάλειά της.
Αποτέλεσε, όμως, κοινό τόπο ότι δεν υπήρχε πινακίδα που να απαγορεύει ή να προειδοποιεί ώστε να μην χρησιμοποιείται η ξύλινη εκείνη σκάλα για το σκοπό για τον οποίο έκδηλα, ως εκ της τοποθέτησής της εκεί, προοριζόταν.
Η παράλειψη, μάλιστα, τέτοιας προειδοποίησης θα καθιστούσε, εν πάση περιπτώσει, υπόλογη την εφεσείουσα για αμέλεια έστω και αν η εφεσίβλητη ήταν «απλός δικαιούχος» και σ΄αυτό προφανώς αφορούσε η διαζευκτική αναφορά του πρωτοδίκου Δικαστηρίου.
Με άλλο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα επικαλείται όρο της Συμφωνίας Χρήσης με βάση τον οποίο ισχυρίζεται ότι απαλλάσσεται ευθύνης για αμέλεια. Όπως, όμως, υπεδείχθη από τον ευπαίδευτο δικηγόρο της τριτοδιαδίκου, τέτοιο θέμα δεν δικογραφήθηκε ώστε να καταστεί επίδικο πρωτοδίκως. Η ενασχόληση, ως εκ τούτου, του πρωτοδίκου Δικαστηρίου με το θέμα αυτό, ήταν εκτός των πλαισίων της αντιδικίας που τα δικόγραφα προδιέγραψαν και κατά συνέπεια δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της έφεσης.
Τέλος, προσβάλλεται ως «ιδιαίτερα υψηλό» το ποσό των €9.000 το οποίο επιδικάστηκε ως γενικές αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες. Αιτιολογώντας τέτοιο λόγο έφεσης, ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσείουσας περιορίστηκε να εισηγηθεί ότι «από τη στιγμή που υπάρχει εύρημα του Δικαστηρίου ότι η σωματική βλάβη της εφεσίβλητης προϋπήρχε και ήδη αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας και συγκεκριμένα στη σπονδυλική της στήλη προτού γίνει το ατύχημα, το ύψος των €9.000 κρίνεται ιδιαίτερα υψηλό». Προχώρησε, μάλιστα, να εισηγηθεί ότι αφού προϋπήρχε η βλάβη και εφόσον είχε δηλωθεί εκ συμφώνου το ποσό των €1.332 ως ειδικές αποζημιώσεις, το ποσό για τους τραυματισμούς, τον πόνο και την οδύνη της εφεσίβλητης δεν θα έπρεπε να ξεπεράσει το ποσό αυτό.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσίβλητης υπέδειξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τα ιατρικά πιστοποιητικά που αφορούσαν την εφεσίβλητη και δεν είχαν αμφισβητηθεί και ότι έλαβε υπόψη την προϋπάρχουσα κατάσταση. Ήταν η δική του εισήγηση πως, παρά το ότι οι αποζημιώσεις που επιδικάστηκαν θα μπορούσαν να θεωρηθούν χαμηλές, ενόψει της τάσης για αύξηση των γενικών αποζημιώσεων για πόνο και ταλαιπωρία, το Δικαστήριο συνεκτίμησε ορθά όλες τις περιστάσεις επιδικάζοντας το ποσό των €9.000. Εισηγήθηκε, επίσης, ότι η εφεσείουσα δεν ανέπτυξε επιχειρήματα, στη βάση της δοθείσας μαρτυρίας και των ιατρικών πιστοποιητικών που κατατέθηκαν εκ συμφώνου, που να μπορούν να αμφισβητήσουν την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Εκ μέρους της τριτοδιαδίκου ο ευπαίδευτος δικηγόρος της ανέφερε στην αγόρευσή του ότι η απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου αναφορικά με το λόγο έφεσης 5, ήτοι το λόγο έφεσης που τώρα εξετάζεται, είναι ορθή και δεν θα είχε να προσθέσει οτιδήποτε.
Συμφωνούμε με τις εισηγήσεις του ευπαιδεύτου δικηγόρου της εφεσίβλητης. Κατ΄αρχάς, όντως δεν έχουν ακουστεί συγκεκριμένα επιχειρήματα προς αμφισβήτηση της κρίσης του πρωτοδίκου Δικαστηρίου και μάλιστα που να υποστηρίζουν την εισήγηση ότι δεν θα έπρεπε να δοθούν γενικές αποζημιώσεις. Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο εξέτασε την κατάσταση της εφεσείουσας επί τη βάσει μαρτυρίας που κατ΄ουσίαν δεν αμφισβητήθηκε, λαμβάνοντας υπόψη τα προβλήματα τα οποία παρουσίαζε προηγουμένως και τα οποία, όμως, επιδεινώθηκαν. Κατέληξε δε, στο επιδικασθέν ποσό με αναφορά στις ορθές αρχές όπως τέθηκαν νομολογιακά. Υπ΄αυτές τις περιστάσεις δίκαιη, θα πρέπει να πούμε, ήταν η στάση που τήρησε, ως άνω, ο ευπαίδευτος δικηγόρος της τριτοδιαδίκου σε χρόνο που εκκρεμούσε κατ΄έφεσιν το ζήτημα της δικής της ευθύνης. Έχοντας υπόψη την επιδείνωση της κατάστασης και τα προβλήματα πόνου και ταλαιπωρίας που προκλήθηκαν στην εφεσίβλητη ως συνέπεια του επιδίκου ατυχήματος, χωρίς, υπό τις περιστάσεις, να θεωρούμε αναγκαία την περαιτέρω εμβάθυνση και ανάλυση, κρίνουμε πως η προσέγγιση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ήταν στα ορθά πλαίσια και ως τέτοια την επικυρώνουμε. Ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα όπως αυτά θα υπολογιστούν και θα εγκριθούν, πλέον ΦΠΑ, υπέρ της εφεσίβλητης και της τριτοδιαδίκου και εναντίον της εφεσείουσας.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΚΧ»Π
[1] Φραγκεσκίδης (ανωτέρω) και G.I.P. Constructions v. Neophytou and Another (1983) 1 AAD 669
[2] ΜΥ1 κ. Ανδρέας Αθανασιάδης, Πρόεδρος Εφορείας,
ΜΥ2 κ. Γιώργος Παπαδόπουλος, Προπονητής της ομάδας Philips College,
ΜΥ3 κ. Χρίστος Σιλιμίντρης, Φροντιστής της επίδικης αίθουσας