ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:A119
(2016) 1 ΑΑΔ 585
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 82/2011)
24 Φεβρουαρίου, 2016
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
HELLENIC BANK PUBLIC CO LTD,
Εφεσείοντες/Ενάγοντες,
v.
ΜΙΧΑΛΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗ,
Εφεσίβλητου/Εναγόμενου 2.
Α. Φακοντή (κα) και Α. Νεοφύτου (κα) για Γεωργιάδη και Πελίδη, για τους Εφεσείοντες.
Κ. Γεωργιάδου (κα) για Μ. Χαραλάμπους, για τον Εφεσίβλητο.
Δικαστήριο: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
_____________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι Εφεσείοντες με σύμβαση ενοικιαγοράς ενοικίασαν προς Λ.Κ.8.602,20, πλέον τόκους, διάφορα συστήματα κλιματισμού στην εταιρεία Τρικόζα. Δύο φυσικά πρόσωπα ήταν εγγυητές για την πιστή εκτέλεση της συμφωνίας. Όταν η πρωτοφειλέτιδα εταιρεία άρχισε να καθυστερεί την πληρωμή των μηνιαίων δόσεων, οι Εφεσείοντες μετά από σχετική προειδοποίηση, τερμάτισαν τη συμφωνία.
Μετά τον τερματισμό πλήρωσε μέρος των καθυστερημένων δόσεων, αλλά παρέμεινε οφειλόμενο το ποσό των Λ.Κ.5.638,39, πλέον τόκους. Οι Εφεσείοντες ενήγαγαν τόσο την πρωτοφειλέτιδα, όσο και τους δύο εγγυητές, διεκδικώντας:- (Α) το πιο πάνω ποσό, (Β) τόκους 8%, καθώς και (Γ) διάταγμα για επιστροφή των αντικειμένων ενοικιαγοράς.
Στις 8.2.2005 η Εναγόμενη-πρωτοφειλέτιδα δέχθηκε να εκδοθεί απόφαση εναντίον της ως η χρηματική απαίτηση των Εφεσειόντων, με τόκο 8% ετησίως, από 8.2.2005. Όμως ο Εναγόμενος 2-Εφεσίβλητος και η Εναγόμενη 3 στην Αγωγή, αμφισβήτησαν την απαίτηση ισχυριζόμενοι ότι από τη στιγμή που άλλη Τράπεζα διόρισε ανεξάρτητο Παραλήπτη-Διευθυντή της Εναγομένης 1, για να διαχειριστεί την περιουσία της, χωρίς οι Εναγόμενοι 2 και 3 να έχουν οποιαδήποτε συμμετοχή στον τρόπο διαχείρισης της εταιρείας, δεν έχουν οποιαδήποτε ευθύνη για τις ενέργειες ή παραλείψεις του Παραλήπτη-Διευθυντή. Πέραν τούτου, ο Εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι μετά που ο Παραλήπτης της εταιρείας ανακοίνωσε ότι δεχόταν προσφορές για πώληση ολόκληρης της επιχείρησης της εταιρείας και ενός καταστήματος, υπέβαλε γραπτή προσφορά για αγορά τους για το ποσό των Λ.Κ.120.000. Στην πιο πάνω προσφορά, συμπεριλαμβάνονταν και τα επίδικα αντικείμενα ενοικιαγοράς. Παρά ταύτα, ο Παραλήπτης πώλησε το κατάστημα σε άλλο ενδιαφερόμενο για Λ.Κ.73.000, όμως δεν μερίμνησε να εξοφλήσει την Εφεσείουσα. Τέλος, ο Εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι οι Εφεσείοντες σε άγνωστη ημερομηνία, αφού εισέπραξαν από τον Παραλήπτη-Διευθυντή το ποσό των Λ.Κ.4.000, του έδωσαν Βεβαίωση (Τεκμήριο 17), δηλώνοντας ότι καμία άλλη απαίτηση δεν είχαν για τα επίδικα αντικείμενα ενοικιαγοράς.
Εκ μέρους των Εφεσειόντων κατέθεσαν δύο μάρτυρες. Ο πρώτος ήταν υπάλληλος τους, ο Σταύρος Σταύρου, Μ.Ε.1, ενώ η δεύτερη ήταν πρόσωπο που υπέγραψε το Συμβόλαιο ως μάρτυρας. Για την υπεράσπιση κατέθεσε ο ίδιος ο Εφεσίβλητος. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε τον Μ.Ε.1 αναξιόπιστο λόγω των ανακριβειών και της σύγχυσης που περιείχε η μαρτυρία του. Αποδέχθηκε όμως τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου, κρίνοντας τον αξιόπιστο. Αποδέχθηκε επίσης τη Βεβαίωση, Τεκμήριο 17, κρίνοντας ότι με βάση το λεκτικό της η Εφεσείουσα έχει εγκαταλείψει οποιαδήποτε απαίτηση, πέραν του ποσού που έχει εισπραχθεί, αναφορικά με το επίδικο συμβόλαιο ενοικιαγοράς σε σχέση με την πρωτοφειλέτιδα εταιρεία. Στη συνέχεια, στηριζόμενο στις πρόνοιες του άρθρου 92 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, απάλλαξε και τους δύο εγγυητές, θεωρώντας ότι η ενέργεια των Εφεσειόντων να απαλλάξουν την πρωτοφειλέτιδα, επέφερε ταυτόχρονα και απαλλαγή των εγγυητών από κάθε ευθύνη. Ως εκ τούτου, απέρριψε την αγωγή των Εφεσειόντων.
Οι Εφεσείοντες διαφωνώντας με την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου, εφεσίβαλαν την απόφαση προβάλλοντας τους πιο κάτω λόγους έφεσης:-
1. Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα ασχολήθηκε με την εξέταση της Βεβαίωσης (Τεκμήριο 17), που δεν ήταν επίδικο θέμα.
2. Το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία της Βεβαίωσης (Τεκμήριο 17).
3. Με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του, το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν εξέδωσε απόφαση υπέρ των Εφεσειόντων.
4. Αξιολόγησε εσφαλμένα τη μαρτυρία του Μ.Ε.1.
5. Παρέλειψε να προβεί σε ευρήματα και δεν αιτιολόγησε την απόφαση του ότι δεν αποδείχθηκε το αξιούμενο ποσό, σε συσχετισμό με τα παραδεκτά γεγονότα, και
6. Το πρωτόδικο δικαστήριο ανέτρεψε προηγούμενη ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 4.4.2007, στην οποία έκρινε ότι η Βεβαίωση, Τεκμήριο 17, έδειχνε ότι η λήψη του ποσού των Λ.Κ.4.000 έγινε «έναντι του χρέους της Εναγομένης 1», ενώ στην τελική απόφασή του έκρινε εντελώς διαφορετικά, θεωρώντας ότι οι Εφεσείοντες είχαν εγκαταλείψει οποιαδήποτε απαίτηση πέραν του ποσού που είχε εισπραχθεί σε σχέση με την πρωτοφειλέτιδα.
Κύριος άξονας των επιχειρημάτων των Εφεσειόντων είναι η ερμηνεία που έδωσε η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής στη Βεβαίωση, Τεκμήριο 17, γι' αυτό εξάλλου και τουλάχιστον τρεις από τους έξι λόγους έφεσης (1, 2 και 6) εστιάζονται στο Τεκμήριο 17. Ως εκ τούτου θα αρχίσουμε με αυτούς τους λόγους έφεσης.
Προτού προχωρήσουμε θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσιο το λεκτικό της Βεβαίωσης, το οποίο έχει ως εξής:-
« ΒΕΒΑΙΩΣΗ
Πήραμε από τον κ. Μιχάλη Αβραάμ, Διευθυντή και Παραλήπτη ως αντιπρόσωπο της εταιρείας Βιομηχανία Πλεκτών Τρικόζα Λτδ, το ποσό των Λ.Κ. 5.500 έναντι του χρέους που οφείλεται δυνάμει των συμβολαίων ενοικιαγοράς 107-41-144888-01 και 107-41-144722-01 που σύναψε η αναφερόμενη εταιρεία με την Ελληνική Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ. Το ποσό των Λ.Κ.5.500 αντιπροσωπεύει τη σημερινή αξία των αντικειμένων ενοικιαγοράς των πιο πάνω συμβολαίων. Συγκεκριμένα ποσό Λ.Κ.4.000 αφορά τα αντικείμενα του συμβολαίου 107-41-144888-01 και ποσό Λ.Κ.1.500 αφορά τα αντικείμενα ενοικιαγοράς του συμβολαίου 107-41-144722-01.
Δηλώνουμε, περαιτέρω, ότι καμιά άλλη απαίτηση έχουμε σε σχέση με τα αντικείμενα ενοικιαγοράς των πιο πάνω συμβολαίων.
ΒΕΡΥ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ MANDO PAPAGEORGHIOU MATSI
Ελληνική Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ»
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι:-
«Έχω την άποψη πως με βάση το λεκτικό του τεκμηρίου 17 η ενάγουσα έχει εγκαταλείψει οποιαδήποτε απαίτηση πέραν του ποσού που έχει εισπραχθεί αναφορικά με το επίδικο συμβόλαιο ενοικιαγοράς σε σχέση με τον πρωτοφειλέτη.
............................................................
Στην παρούσα υπάρχει τόσο η δήλωση της απαλλαγής από άλλη απαίτηση πέραν της αξίας των αντικειμένων (accord) όσο και η πληρωμή της αξίας των αντικειμένων (satisfaction).
Συνεπακόλουθα, εφαρμόζοντας τις πρόνοιες του άρθρου 92 του περί Συμβάσεως Νόμου απαλλάσσονται και οι εγγυητές αφού "πράξη ή παράλειψη του πιστωτή, η οποία επιφέρει κατά νόμο απαλλαγή του πρωτοφειλέτη, απαλλάσσει και τους εγγυητές από κάθε ευθύνη."»
Η ευπαίδευτη συνήγορος για τους Εφεσείοντες, στα πλαίσια των λόγων έφεσης 1, 3 και 6 ανέφερε ότι το πρώτο παράπονο των πελατών της είναι ότι η πρωτόδικη δικαστής ασχολήθηκε με το Τεκμήριο 17, ενώ αυτό δεν ήταν επίδικο. Στην παράγραφο 8Α της Έκθεσης Απαίτησης, είπε, πουθενά δεν γίνεται αναφορά στο Τεκμήριο 17. Το δεύτερο παράπονο είναι ότι εν πάση περιπτώσει η πρωτόδικη δικαστής προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία του Τεκμηρίου 17 και συγκεκριμένα ότι με βάση το περιεχόμενο του συγκεκριμένου εγγράφου, απαλλάσσονται οι εγγυητές. Κατά τη δική της εισήγηση, το Τεκμήριο 17 «δεν απαλλάσσει τον πρωτοφειλέτη και άρα ούτε οι εγγυητές απαλλάσσονται με βάση το άρθρο 92 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149». Το μόνο συμπέρασμα, είπε, που μπορεί να εξαχθεί από το Τεκμήριο 17, είναι ότι η Εφεσείουσα δεν είχε «απαίτηση ως προς τα αντικείμενα ενοικιαγοράς του επίδικου συμβολαίου, δηλαδή επιστροφή και/ή παράδοση κατοχής των εν λόγω αντικειμένων». Πέραν τούτου, ανέφερε η συνήγορος των Εφεσειόντων, το ποσό των Λ.Κ.4.000 εισπράχθηκε «έναντι» του χρέους και αυτό αναφέρεται ρητά στο ίδιο το Τεκμήριο 17. Είναι επίσης ξεκάθαρο, τόνισε η κα Φακοντή, ότι οι Εφεσείοντες απάλλαξαν την πρωτοφειλέτιδα, μόνο σε σχέση με τα αντικείμενα της ενοικιαγοράς και όχι σε σχέση με το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού. Το τρίτο παράπονο των Εφεσειόντων σε σχέση με το Τεκμήριο 17, είναι ότι η τελική κατάληξη της πρωτόδικης δικαστού «πως με βάση το λεκτικό του Τεκμηρίου 17, η ενάγουσα έχει εγκαταλείψει οποιαδήποτε απαίτηση πέραν του ποσού που έχει εισπραχθεί αναφορικά με το επίδικο συμβόλαιο ενοικιαγοράς σε σχέση με τον πρωτοφειλέτη», έρχεται σε αντίθεση με την κατάληξή της στην ενδιάμεση απόφαση σε αίτηση παραμερισμού.
Από την άλλη, η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Εφεσίβλητο υποστήριξε ότι το Τεκμήριο 17 κατέστη ειδικά επίδικο θέμα μετά την τροποποίηση που έγινε στην Έκθεση Υπεράσπισης στην οποία εισήχθη η παράγραφος 8Α. Ήταν η θέση της ότι η πρωτόδικη δικαστής ορθά ερμήνευσε το Τεκμήριο 17, καθότι οι Εφεσείοντες αν ήθελαν να περιορίσουν την εμβέλεια του Τεκμηρίου 17, θα φρόντιζαν να το καταγράψουν ρητά και δεν θα το συνέτασσαν τόσο πλατιά.
Έχουμε εξετάσει με τη δέουσα προσοχή τους τρεις λόγους έφεσης που αφορούν στην ερμηνεία της Βεβαίωσης, Τεκμήριο 17. Ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί, καθότι το θέμα της Βεβαίωσης κατέστη επίδικο μετά την τροποποίηση της Έκθεσης Υπεράσπισης και την εισαγωγή της παραγράφου 8Α, με την οποία καθίσταται το θέμα της Βεβαίωσης εμμέσως, πλην όμως σαφώς, επίδικο.
Ως προς το δεύτερο λόγο έφεσης, συμφωνούμε με τις θέσεις που εξέφρασε η δικηγόρος των Εφεσειόντων και είναι η κατάληξή μας ότι ο συγκεκριμένος λόγος ευσταθεί. Πράγματι το πρωτόδικο δικαστήριο ερμηνεύει λανθασμένα τη Βεβαίωση. Σύμφωνα με τους βασικούς κανόνες ερμηνείας εγγράφων, ο καθοριστικός παράγοντας είναι η εξεύρεση της πρόθεσης των μερών της συμφωνίας. Η αποκάλυψη της κοινής πρόθεσης των μερών είναι εφικτή από τη θεώρηση της συμφωνίας ως συνόλου (βλ. G.I.P. Constructions Ltd v. Assiotis (1982) 1 CLR 535 και Frederickou Schools Co Ltd κ.α. ν. Acuac Inc (2002) 1Γ ΑΑΔ 1527). Βέβαια, ο σκοπός της συμφωνίας, καθώς και η λεκτική διατύπωση του μέρους της συμφωνίας του οποίου επιζητείται η ερμηνεία, είναι στοιχεία που οριοθετούν την προσπάθεια του Δικαστηρίου να ερμηνεύσει ένα έγγραφο.
Στην προκειμένη περίπτωση η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής παρερμήνευσε το λεκτικό της Βεβαίωσης. Πρώτον, αγνόησε ότι η πληρωμή έγινε, όπως ρητά αναφέρεται, «έναντι του χρέους». Δεύτερον, η δήλωση εκ μέρους των Εφεσειόντων, ότι δεν έχουν καμία άλλη απαίτηση για «τα αντικείμενα ενοικιαγοράς» εξισώθηκε με δήλωση ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε άλλη απαίτηση, σε σχέση με το χρέος. Όμως, με κάθε σεβασμό τα δύο είναι εντελώς διαφορετικά. Εκείνο που οι Εφεσείοντες δήλωναν μέσα από τη δήλωσή τους είναι ότι δέχονταν ένα ποσό (που όπως αναφέρεται στη δήλωση αντιπροσώπευε την αξία των αντικειμένων τη δεδομένη στιγμή), και σε αντάλλαγμα εγκατέλειπαν κάθε αξίωσή τους επί των ιδίων των αντικειμένων της ενοικιαγοράς των οποίων ήταν συνιδιοκτήτες. Όμως, δεν υπάρχει οτιδήποτε στη δήλωση ότι είχαν πρόθεση να απαλλάξουν τους αντισυμβαλλόμενους από το υπόλοιπο χρέος και ούτε από το λεκτικό της δήλωσης μπορεί να εξαχθεί τέτοιο συμπέρασμα.
Ενόψει της κατάληξης μας επί της ερμηνείας της Βεβαίωσης, ο έκτος λόγος έφεσης καθίσταται άνευ αντικειμένου. Εν πάση περιπτώσει όμως, τα όσα ειπώθηκαν από το δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης αίτησης παραμερισμού, αποτελούσαν την εκ πρώτης όψεως θεώρηση του πρωτόδικου δικαστηρίου για σκοπούς της αίτησης παραμερισμού και μόνο. Με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσαν τα obiter σχόλια του πρωτόδικου δικαστηρίου να δεσμεύσουν την ετυμηγορία του στο τελικό στάδιο.
Θα ασχοληθούμε στη συνέχεια με τον τέταρτο λόγο έφεσης, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε εσφαλμένα τη μαρτυρία του Μ.Ε.1.
Ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, το έργο της αξιολόγησης των μαρτύρων αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο είναι σε πλεονεκτική θέση να παρακολουθεί τους μάρτυρες προτού τους αξιολογήσει. Το Εφετείο έχει πάντοτε την ευχέρεια να επεμβαίνει στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων, αν κρίνει ότι αυτά «δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής» (Χ"Παύλου ν. Κυριάκου κ.α. (2006) 1Α ΑΑΔ 236 και Τσιαττές ν. Kokis Solomonides (Cartridges Industries) Ltd (2009) 1B AAΔ.974). Είναι επίσης νομολογημένο ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται κατά κύριο λόγο στη βάση της μαρτυρίας που σχετίζεται με τα επίδικα θέματα (βλ. Al Ittihad Al Watani κ.α. ν. Παπαδόπουλου (2000) 1Γ ΑΑΔ 1924, 1937).
Στην προκειμένη περίπτωση το δικαστήριο έκρινε τη μαρτυρία του Μ.Ε.1 αναξιόπιστη, κυρίως λόγω των ανακριβειών που περιείχε και τη σύγχυση που τελούσε ο μάρτυρας για διάφορα θέματα και όχι γιατί ο μάρτυρας έλεγε ψέματα ή προσπαθούσε να αποκρύψει την αλήθεια. Έχοντας μελετήσει τον τρόπο που έδωσε τη μαρτυρία του ο Μ.Ε.1, δεν μπορούμε να πούμε ότι ορισμένα από τα σχόλια του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτά. Όντως υπήρχαν ασάφειες. Όμως, λόγω της ύπαρξης πολλών εγγράφων που δεν ήταν υπό αμφισβήτηση, η προφορική μαρτυρία του Μ.Ε.1 δεν ήταν καταλυτικής σημασίας στα επίδικα ζητήματα και το δικαστήριο ακόμη και με τις αδυναμίες και ασάφειες που εντόπισε ότι υπήρχαν στη μαρτυρία του Μ.Ε.1, όφειλε να μην την κρίνει αναξιόπιστη, αλλά να απορρίψει εκείνο το μέρος της μαρτυρίας του για το οποίο ένοιωθε ότι υπήρχε αβεβαιότητα και να δεχθεί το μέρος εκείνο το οποίο δεν ήταν υπό αμφισβήτηση αλλά απλώς ήταν επεξηγηματικό των εγγράφων που κατατέθηκαν, χωρίς να αμφισβητηθούν.
Οι δύο εναπομείναντες λόγοι συμπλέκονται, γι' αυτό θα τους εξετάσουμε μαζί. Με τον τρίτο και πέμπτο λόγο έφεσης οι Εφεσείοντες θεωρούν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο μετά την απόρριψη της μαρτυρίας του Μ.Ε.1 και την ερμηνεία που έδωσε στο Τεκμήριο 17, όφειλε να προχωρήσει και να εξετάσει κατά πόσο αποδεικνύετο η υπόθεσή τους στη βάση των παραδεκτών ή μη αμφισβητούμενων γεγονότων.
Από την άλλη, η ευπαίδευτη δικηγόρος για τον Εφεσίβλητο ανέφερε ότι η ύπαρξη και το ύψος του χρεωστικού υπολοίπου ήταν επίδικα θέματα και μάλιστα επί αυτών αντεξετάστηκε εκτενώς ο Μ.Ε.1. Πέραν τούτου, εισηγήθηκε ότι από τη στιγμή που απορρίφθηκε η μαρτυρία του Μ.Ε.1, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε καμία μαρτυρία ενώπιόν του αναφορικά με την απαίτηση των Εφεσειόντων.
Έχουμε εξετάσει τους πιο πάνω δύο λόγους έφεσης και είναι η κατάληξή μας ότι και αυτοί ευσταθούν. Τα προβλήματα στον τρόπο που εξελίχθηκε η υπόθεση δεν ξεκινούν με την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, αλλά από πιο πριν. Συγκεκριμένα από τον τρόπο που συντάχθηκε η Έκθεση Υπεράσπισης η οποία καθόλου δεν ακολουθεί τους δικονομικούς κανόνες, αφού δεν υπήρξε ειδική άρνηση γεγονότων που αμφισβητούνταν από τον Εφεσίβλητο ως εγγυητή, όπως για παράδειγμα κατά πόσον ήταν παραδεχτά τα Συμβόλαια Ενοικιαγοράς, ο τερματισμός, το υπόλοιπο κατά τον τερματισμό, κατά πόσον αποδεχόταν ότι ο ίδιος ήταν εγγυητής, οι τόκοι κ.α.. Αντί αυτού ο Εφεσίβλητος αρνήθηκε την παράγραφο 3 που αφορούσε στο όνομα της Εφεσείουσας και αρνήθηκε επίσης δύο φορές την παράγραφο 5, ότι η Εφεσείουσα ήταν ιδιοκτήτρια των αντικειμένων της ενοικιαγοράς. Πέραν τούτου, επικέντρωσε την προσοχή του στις συνθήκες διορισμού του Παραλήπτη-Διευθυντή των Εφεσειόντων από άλλη Τράπεζα, στον τρόπο που ο Παραλήπτης διαχειρίστηκε την περιουσία της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας, στο ότι ως εκ του διορισμού του Παραλήπτη, οι εγγυητές απαλλάχθηκαν της ευθύνης τους και ότι ο μόνος υπεύθυνος ήταν ο Παραλήπτης Διευθυντής. Καταλόγισε εναντίον του αμέλεια, παραθέτοντας λεπτομέρειες και περαιτέρω δήλωνε στην Έκθεση Υπεράσπισης του την πρόθεση του ότι θα τον καλούσε ως τριτοδιάδικο. Κάτι τέτοιο όμως δεν ακολούθησε. Ταυτόχρονα ισχυριζόταν αμέλεια εναντίον των Εφεσειόντων, χωρίς όμως να ζητά ανταπαιτητικά οποιεσδήποτε θεραπείες εναντίον τους.
Με αυτό το δικονομικά λανθασμένο ξεκίνημα, ήταν αναμενόμενο ότι η όλη διαδικασία θα εκτροχιαζόταν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Το δικαστήριο κατά την κρίση μας παρέλειψε να διαχωρίσει τους σχετικούς από τους άσχετους ισχυρισμούς του Εφεσίβλητου και περαιτέρω παρέλειψε (παρά την απόρριψη της μαρτυρίας του Μ.Ε.1), να προβεί σε ευρήματα επί εκείνων των γεγονότων που δεν αμφισβητούνταν. Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου κατατέθηκαν 18 έγγραφα τα οποία όφειλε να εξετάσει, κατά πόσο αποδεικνύετο η απαίτηση των Εφεσειόντων ή μέρος της, έχοντας πάντα κατά νου τα δικόγραφα και ιδιαίτερα τον χαλαρό τρόπο που συντάχθηκε η Έκθεση Υπεράσπισης. Αντί αυτού, επικεντρώθηκε στη Βεβαίωση, Τεκμήριο 17, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε ευρήματα επί άλλων γεγονότων, ιδιαίτερα όσων δεν ήταν υπό αμφισβήτηση και χωρίς να εξετάσει ως θέμα καλής πρακτικής τι θα έπρεπε να γίνει σε περίπτωση που η ερμηνεία που έδωσε στη Βεβαίωση θα κρινόταν εσφαλμένη.
Με τη διαφαινόμενη επιτυχία της έφεσης, ορθώνεται μπροστά μας το θέμα της επανεκδίκασης. Πρόκειται για μια υπόθεση που η επίδικη διαφορά ξεκίνησε το 2002, δηλαδή πριν 14 χρόνια, ενώ η αγωγή ηγέρθη πριν 12 χρόνια. Αυστηρά ομιλούντες θα έπρεπε η κατάληξή μας να ήταν υπέρ της επανεκδίκασης, ενόψει των πολλαπλών παραλείψεων του πρωτόδικου δικαστηρίου. Όμως κάτι τέτοιο θα αντιστρατευόταν τα συμφέροντα της δικαιοσύνης, αφού θα είχε σαν συνέπεια την περαιτέρω καθυστέρηση της υπόθεσης, χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο η υπόθεση να επανέλθει στο Εφετείο σε μελλοντικό στάδιο (βλ. Χαραλάμπους ν. Βασιλείου (1996) 1Β ΑΑΔ 1355). Με βάση το άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) θα αποφύγουμε την επανεκδίκαση και θα εξετάσουμε εκείνο το αποδεικτικό υλικό που θεωρούμε ότι δεν είναι υπό αμφισβήτηση, με απώτερο στόχο να εκδώσουμε απόφαση.
Με βάση λοιπόν την Έκθεση Απαίτησης και την Έκθεση Υπεράσπισης, κρίνουμε ότι δεν είναι υπό αμφισβήτηση ότι μεταξύ των Εφεσειόντων και της πρωτοφειλέτιδος-Εναγόμενης 1 (εναντίον της οποίας έχει ήδη εκδοθεί απόφαση στις 8.2.2005), συνομολογήθηκε στις 21.1.2002 συμφωνία ενοικιαγοράς με αριθμό 106-41-144888-01 για ενοικίαση υπό όρους ενοικιαγοράς αριθμού κλιματιστικών (split units) έναντι του ποσού των Λ.Κ.8.602, πλέον του δικαιώματος αγοράς. Μέχρι τις 13.6.2002 η πρωτοφειλέτης πλήρωσε τρεις δόσεις ήτοι το συνολικό ποσό των Λ.Κ.716,85. Τον Μάιο του 2002 η πρωτοφειλέτης τέθηκε υπό εκκαθάριση και διορίστηκε από άλλη Τράπεζα Παραλήπτης-Διευθυντής για να φροντίσει για την εκκαθάρισή της. Ακολούθησε ο τερματισμός της Σύμβασης Ενοικιαγοράς. Μετά τον τερματισμό, ο Παραλήπτης της πρωτοφειλέτιδος πλήρωσε έναντι του χρέους το ποσό των Λ.Κ.4.000 από το οποίο οι Εφεσείοντες πίστωσαν το ποσό των Λ.Κ.1.753,04 στους μέχρι τις 10.5.2004 οφειλόμενους τόκους υπερημερίας και το ποσό των Λ.Κ.2.246 έναντι του χρέους. Ακολούθησε η αγωγή κατά της πρωτοφειλέτιδος και των δύο εγγυητών, με την οποία ζητείτο απόφαση:- (Α) για το υπόλοιπο του ενοικίου που ανερχόταν στο ποσό των Λ.Κ.5.638,39, (Β) τόκο 8% από 10.5.2004 μέχρι εξοφλήσεως και (Γ) διάταγμα για επιστροφή των αντικειμένων ενοικιαγοράς.
Από τη μη αμφισβητούμενη μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η πρωτοφειλέτης δέχτηκε απόφαση για το πιο πάνω ποσό με τόκο 8% από 10.5.2004 μέχρι εξοφλήσεως. Προκύπτει επίσης από τη μαρτυρία ότι σε άγνωστη ημερομηνία ο Παραλήπτης της πρωτοφειλέτιδος με την πληρωμή του ποσού των Λ.Κ.4.000 εξασφάλισε τη Βεβαίωση, Τεκμήριο 17, ότι οι Εφεσείοντες δεν είχαν οποιαδήποτε «άλλη απαίτηση σε σχέση με τα αντικείμενα», του επίδικου Συμβολαίου. Με αυτή τη Βεβαίωση, καθίσταται φανερό ότι οι Εφεσείοντες, όπως εξάλλου παραδέχθηκε και ο Μ.Ε.1 κατά την αντεξέτασή του, δεν δικαιούνται στη θεραπεία (Γ) που ζητούν, δηλαδή διάταγμα για επιστροφή των αντικειμένων της ενοικιαγοράς.
Όμως, ως προς την θεραπεία (Α), από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου και δεν αμφισβητήθηκαν, προκύπτει, με βάση το ισοζύγιο της ευχέρειας, ότι οι Εφεσείοντες δικαιούνται σε απόφαση εναντίον των Εφεσιβλήτων για ποσό Λ.Κ.5.638,39 το οποίο αποτελεί το οφειλόμενο υπόλοιπο του Συμβολαίου Ενοικιαγοράς.
Ως προς τη θεραπεία (Β) που αφορά τόκο 8% ετησίως επί του πιο πάνω ποσού από 10.5.2004, αποφασίσαμε, με βάση τα όσα ο Μ.Ε.1 δέχθηκε κατά την αντεξέτασή του, να εγκρίνουμε τόκο 5.5% ετησίως επί του ποσού των Λ.Κ.5.638,39 από τις 10.5.2004 μέχρι σήμερα και νόμιμο τόκο από σήμερα μέχρι εξοφλήσεως.
Ως προς τα έξοδα έχουμε προβληματιστεί έντονα. Λαμβάνοντας υπόψη την πτωχή παρουσίαση της υπόθεσης από πλευράς του Μ.Ε.1 εκ μέρους των Εφεσειόντων, το γεγονός ότι οι Εφεσείοντες διαπραγματεύτηκαν με τον Παραλήπτη για τα αντικείμενα της ενοικιαγοράς, χωρίς οποιαδήποτε προηγούμενη ενημέρωση ή διαβούλευση με τους εγγυητές, το γεγονός ότι από το ποσό που εισέπραξαν πίστωσαν ένα μέρος έναντι των τόκων, και όχι ολόκληρο έναντι του κεφαλαίου, χωρίς να δείξουν ότι αυτό ήταν το πιο δίκαιο υπό τις περιστάσεις, το γεγονός της καθυστέρησης που επέδειξαν στη διαφύλαξη των αντικειμένων ενοικιαγοράς, ενώ αυτά ήταν ακόμα σχεδόν καινούργια και τέλος την καθυστέρηση στην έγερση της αγωγής, καταλήξαμε ότι θα ήταν δίκαιο να μην επιδικάσουμε οποιαδήποτε έξοδα έφεσης και να αφήσουμε τις δύο πλευρές να επωμισθούν τα δικά τους έξοδα.
Επομένως η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση ως ανωτέρω. Τα πρωτόδικα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των Εφεσειόντων. Αυτά να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο. Δεν εκδίδεται καμιά διαταγή ως προς τα έξοδα της έφεσης.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/ΕΠς